Σελίδες

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες του Νικου Δημου.



Ο πρόλογος ανηκει στο συγγραφεα...

Υπάρχουν πολλών ειδών Χριστούγεννα. Των πιστών και των αγοραστών. 

Τα κοσμικά και τα οικογενειακά. Τα φωτεινά και τα μελαγχολικά.
Υπάρχουν διάφορα τοπία για Χριστούγεννα. 
Τα βόρεια – με πάγο και χιόνι – και τα νότια – με φοινικιές και αστέρια.
Υπάρχει ξεχωριστό ύφος Χριστουγέννων. Του Dickens ή του Παπαδιαμάντη. 
Των παραμυθιών ή των Ευαγγελιστών.
Ο κάθε άνθρωπος, κάθε χρόνο, έχει τα δικά του Χριστούγεννα. 

Που, από πέρυσι σε φέτος, μπορεί να απέχουν αιώνες!
Για μένα, πάντως, από τότε που έπαψα να είμαι παιδί, τα Χριστούγεννα είναι πάντα μνήμη. 

Μία γιορτή όπου επιστρέφω. Τα Χριστούγεννα, θυμάμαι – και την Πρωτοχρονιά, ελπίζω.
Κι όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο περισσότερο θυμάμαι – και τόσο λιγότερο ελπίζω.
Αυτή τη χρονιά θέλω να θυμηθώ μαζί σας. 

Όχι πως οι αναμνήσεις μου είναι ιδιαίτερα σημαντικές – όλοι έχουμε ανάλογες. 
Αλλά, στην αγορά της καρδιάς, τι άλλο έχει ένας άνθρωπος από τις εμπειρίες του; 
Τις χαρίζει, τις ανταλλάσσει – καμιά φορά τις εμπορεύεται.
Ανοίγω λοιπόν το σεντούκι των Χριστουγέννων και ξετυλίγω επτά ιστορίες. Αρχίζοντας – που αλλού – από τα παιδικά μου χρόνια....

Ιστορία πρώτη





Φωτογραφία: Επτά Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες του Νικου Δημου.
__________________________________________

Απο σημερα θα διαβαζουμε μαζι αυτες τις τοσο ενδαφερουσες ιστοριες που θα πανε το χρονο πισω και θα μας αφησουν τη γλυκια γευση των ανθρωπινων Ελληνων Χριστουγεννα.(Ματινα Χατζηχρηστου)

Ο προλογος ανηκει στο συγγραφεα...
Υπάρχουν πολλών ειδών Χριστούγεννα. Των πιστών και των αγοραστών. Τα κοσμικά και τα οικογενειακά. Τα φωτεινά και τα μελαγχολικά.Υπάρχουν διάφορα τοπία για Χριστούγεννα. Τα βόρεια – με πάγο και χιόνι – και τα νότια – με φοινικιές και αστέρια.Υπάρχει ξεχωριστό ύφος Χριστουγέννων. Του Dickens ή του Παπαδιαμάντη. Των παραμυθιών ή των Ευαγγελιστών.
Ο κάθε άνθρωπος, κάθε χρόνο, έχει τα δικά του Χριστούγεννα. Που, από πέρυσι σε φέτος, μπορεί να απέχουν αιώνες!
Για μένα, πάντως, από τότε που έπαψα να είμαι παιδί, τα Χριστούγεννα είναι πάντα μνήμη. Μία γιορτή όπου επιστρέφω. Τα Χριστούγεννα, θυμάμαι – και την Πρωτοχρονιά, ελπίζω.
Κι όσο περνάνε τα χρόνια, τόσο περισσότερο θυμάμαι – και τόσο λιγότερο ελπίζω.
Αυτή τη χρονιά θέλω να θυμηθώ μαζί σας. Όχι πως οι αναμνήσεις μου είναι ιδιαίτερα σημαντικές – όλοι έχουμε ανάλογες. Αλλά, στην αγορά της καρδιάς, τι άλλο έχει ένας άνθρωπος από τις εμπειρίες του; Τις χαρίζει, τις ανταλλάσσει – καμιά φορά τις εμπορεύεται.Ανοίγω λοιπόν το σεντούκι των Χριστουγέννων και ξετυλίγω επτά ιστορίες. Αρχίζοντας – που αλλού – από τα παιδικά μου χρόνια....

Ιστορία πρώτη

Αθήνα, Δεκέμβρης 1944. Τα Χριστουγεννιάτικα αυγά.

Είμαι εννέα χρόνων, δεν ξέρω τίποτα από Χριστούγεννα, δεν έχω δει ποτέ έλατο, μήτε στολίδια. Έχουμε πολύ πεινάσει στην Κατοχή, έχουμε πουλήσει παλιά προγονικά κειμήλια γενεών, έχουμε ανταλλάξει το πιάνο της μάνας μου με ένα ντενεκέ λάδι. Μα αυτές εδώ οι γιορτές του ’44 είναι οι πιο παράξενες, συνοδευμένες από εκπυρσοκροτήσεις όπλων, εκρήξεις βομβών, κροτάλισμα μυδραλιοβόλων, το γλουγλούκισμα των όλμων που περνάνε πάνω από το σπίτι.

Εμείς τα παιδιά έχουμε χάσει και την αλήτικη κατοχική ελευθερία μας. (Τι κάναμε! Παίζαμε με σφαίρες και καψούλια, με κάλυκες και μακαρόνια δυναμίτη! Πατούσαμε απότομα με τα πέταλα του τακουνιού μας την άκρη του μακαρονιού – κι έφευγε σφυρίζοντας σαν πυροτέχνημα.

Ποια πέταλα; Μα όλοι φορούσαμε σιδερένια πέταλα στα χιλιομπαλωμένα παπούτσια μας για να μη λιώνουν. Και περπατώντας αντηχούσαμε σαν αυτούς που χορεύουν κλακέτες!)

Τώρα όμως μας έχουν μαντρώσει μέσα στο σπίτι «μη σας πάρει καμία αδέσποτη». Κι αυτό δεν ήταν άδεια κουβέντα. Λίγες ημέρες πριν, η ξαδελφούλα μου η Νίκη, με ξανθό ίσιο μαλλί ως τη μέση, δέχθηκε μία σφαίρα στον κατάλευκο κρόταφο.

Κλεισμένοι μέσα, χωρίς φως – είχαμε συνεχείς διακοπές ρεύματος – καίγαμε μαγκάλι για ζέστη. Ο πατέρας βρισκόταν στην Σκομπία – έτσι λέγαμε τότε το κέντρο της Αθήνας που ελεγχόταν από τους Εγγλέζους του Σκόμπυ. Εμείς, είχαμε δίπλα μας την πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ. Η μητέρα φοβόταν τους Ελασίτες αλλά μία φορά που ήρθαν στο σπίτι, με τις γενειάδες και τα φυσεκλίκια τους, μας φέρθηκαν πολύ ευγενικά.

Ο πατέρας εργαζόταν στο υπουργείο Οικονομικών – και (έτσι θυμάμαι) τον είχε καλέσει ο υπουργός για μία έκτακτη δουλειά αλλά δεν μπόρεσε να επιστρέψει. Γεγονός πάντως πως μας έλειπε – και πως, παραμονή Χριστουγέννων, δεν υπήρχε ούτε φως, ούτε ζέστη, ούτε πατέρας. Μόνον όλμοι και βόμβες.

Καθόμασταν λοιπόν γύρω από την λάμπα του πετρελαίου (ακόμα νιώθω την μυρωδιά της) όταν ξαφνικά ακούμε ένα κορνάρισμα έξω από το σπίτι. Παρά την απαγόρευση πετάγομαι στο μπαλκόνι – και τι να δω! Ένα νοσοκομειακό του Ερυθρού Σταυρού στην πόρτα μας – κι ένας εξάδελφος μου, μεγαλύτερος, που μου γνέφει να κατέβω.

Κατρακυλάω τα σκαλιά. Τα νοσοκομειακά ήταν τότε τα μόνα οχήματα που ελευθεροκοινωνούσαν ανάμεσα στις δύο ζώνες. Ο εξάδελφος έφερνε μήνυμα από τον πατέρα. Ήταν καλά και μας έστελνε για δώρο μία σοκολάτα και δύο αυγά.

Τώρα εσείς νομίζετε πως χάρηκα για τη σοκολάτα. Όχι πολύ – είχα ξαναφάει μία, Αγγλική, στην απελευθέρωση. Το θαύμα ήταν τα αυγά. Παιδί της κατοχικής πόλης, είχα ξεχάσει πως είναι ένα αυγό. Τα χάζευα, τα χάιδευα (τι τέλειο σχήμα που έχουν!) κι όταν τα βράσαμε και τα κόψαμε, έμεινα εκστατικός μπροστά στο χρώμα και τη γεωμετρική συμμετρία του κροκού μέσα στο ασπράδι.

Έτσι λοιπόν έγινε που, αντί για πασχαλινό, εγώ χάρηκα τότε αυγό Χριστουγεννιάτικο. Αθήνα, Δεκέμβρης 1944. 
Τα Χριστουγεννιάτικα αυγά.

Είμαι εννέα χρόνων, δεν ξέρω τίποτα από Χριστούγεννα, δεν έχω δει ποτέ έλατο, μήτε στολίδια. Έχουμε πολύ πεινάσει στην Κατοχή, έχουμε πουλήσει παλιά προγονικά κειμήλια γενεών, 

έχουμε ανταλλάξει το πιάνο της μάνας μου με ένα ντενεκέ λάδι. 
Μα αυτές εδώ οι γιορτές του ’44 είναι οι πιο παράξενες, συνοδευμένες από εκπυρσοκροτήσεις όπλων, εκρήξεις βομβών, κροτάλισμα μυδραλιοβόλων, το γλουγλούκισμα των όλμων 
που περνάνε πάνω από το σπίτι.

Εμείς τα παιδιά έχουμε χάσει και την αλήτικη κατοχική ελευθερία μας. 

(Τι κάναμε! Παίζαμε με σφαίρες και καψούλια, με κάλυκες και μακαρόνια δυναμίτη! 
Πατούσαμε απότομα με τα πέταλα του τακουνιού μας την άκρη του μακαρονιού – κι έφευγε σφυρίζοντας σαν πυροτέχνημα.

Ποια πέταλα; 

Μα όλοι φορούσαμε σιδερένια πέταλα στα χιλιομπαλωμένα παπούτσια μας για να μη λιώνουν.
 Και περπατώντας αντηχούσαμε σαν αυτούς που χορεύουν κλακέτες!)

Τώρα όμως μας έχουν μαντρώσει μέσα στο σπίτι «μη σας πάρει καμία αδέσποτη». 

Κι αυτό δεν ήταν άδεια κουβέντα. 
Λίγες ημέρες πριν, η ξαδελφούλα μου η Νίκη, με ξανθό ίσιο μαλλί ως τη μέση, 
δέχθηκε μία σφαίρα στον κατάλευκο κρόταφο.

Κλεισμένοι μέσα, χωρίς φως – είχαμε συνεχείς διακοπές ρεύματος – καίγαμε μαγκάλι για ζέστη. 

Ο πατέρας βρισκόταν στην Σκομπία – έτσι λέγαμε τότε το κέντρο της Αθήνας που ελεγχόταν από τους Εγγλέζους του Σκόμπυ. Εμείς, είχαμε δίπλα μας την πολιτοφυλακή του ΕΛΑΣ. 
Η μητέρα φοβόταν τους Ελασίτες αλλά μία φορά που ήρθαν στο σπίτι, με τις γενειάδες και τα φυσεκλίκια τους, μας φέρθηκαν πολύ ευγενικά.

Ο πατέρας εργαζόταν στο υπουργείο Οικονομικών – και (έτσι θυμάμαι) τον είχε καλέσει ο υπουργός για μία έκτακτη δουλειά αλλά δεν μπόρεσε να επιστρέψει. 

Γεγονός πάντως πως μας έλειπε – και πως, παραμονή Χριστουγέννων, δεν υπήρχε ούτε φως, ούτε ζέστη, ούτε πατέρας. Μόνον όλμοι και βόμβες.

Καθόμασταν λοιπόν γύρω από την λάμπα του πετρελαίου (ακόμα νιώθω την μυρωδιά της) όταν ξαφνικά ακούμε ένα κορνάρισμα έξω από το σπίτι. 

Παρά την απαγόρευση πετάγομαι στο μπαλκόνι – και τι να δω!
 Ένα νοσοκομειακό του Ερυθρού Σταυρού στην πόρτα μας – κι ένας εξάδελφος μου, μεγαλύτερος, που μου γνέφει να κατέβω.

Κατρακυλάω τα σκαλιά. 

Τα νοσοκομειακά ήταν τότε τα μόνα οχήματα που ελευθεροκοινωνούσαν ανάμεσα στις δύο ζώνες. 
Ο εξάδελφος έφερνε μήνυμα από τον πατέρα. 
Ήταν καλά και μας έστελνε για δώρο μία σοκολάτα και δύο αυγά.

Τώρα εσείς νομίζετε πως χάρηκα για τη σοκολάτα. Όχι πολύ – είχα ξαναφάει μία, Αγγλική, στην απελευθέρωση. 

Το θαύμα ήταν τα αυγά. 
Παιδί της κατοχικής πόλης, είχα ξεχάσει πως είναι ένα αυγό. 
Τα χάζευα, τα χάιδευα (τι τέλειο σχήμα που έχουν!) κι όταν τα βράσαμε και τα κόψαμε, έμεινα εκστατικός μπροστά στο χρώμα και τη γεωμετρική συμμετρία του κροκού μέσα στο ασπράδι.

Έτσι λοιπόν έγινε που, αντί για πασχαλινό, εγώ χάρηκα τότε αυγό Χριστουγεννιάτικο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου