Σελίδες

Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2012

Δεν έχω χέρι. Δεν υπάρχει κόσμος...'

Φωτογραφία: ''Πάρε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο. Ο μεγάλος χάρτης σχισμένος. Η γεωγραφία χαμένη ανάμεσα σε άχρηστα βιβλία. Ο εξάντας δίχως φακούς. Τους βγάλαμε για ν' ανάψουμε τσιγάρα. Σπασμένο το παλινώριο. Η ρίγλα ζαβωμένη. Το βελόνι της πυξίδας τρελάθηκε και τρεκλίζει. Την μπαρκέτα την έκοψε κυνηγός, μπορεί και σκυλόψαρο. Μετζαρόλι; μα ο άμμος δεν βολεί να περάσει. Ας μετρήσουμε τον ήλιο με τα δάχτυλα. 
-Ποιόν απ' όλους;
-Λίγη γαλέτα...
-Πάρε... γιατί φτύνεις;
-Νερό.
-Σώθηκε.
-Είπες πως για μένα θ' ανοίξεις την φλέβα σου.
-Δες. Την άνοιξα. Δεν τρέχει στάλα.
-Στεριά. Νά τη. Τρεις φοινικιές.
-Όχι. Πέντε...Εφτά...Χίλιες. Μήτε μισό μίλι. Κοντά.
-Δος μου τα κουπιά.
-Είναι σάπια. Ολότελα.
-Τότε ας φτάσουμε κολυμπώντας.
-Κοίταξε το στόμα του σκύλου, πως περιμένει.
-Ρίξε την γαλέτα.
-Την ξερνά και την πετά πάλι απάνω μας. Δε βλέπεις; Στάσου να πέσω. Θα χορτάσει. Θα προλάβεις να βγεις τη στεριά. Φυσάει. Είναι κόντρα. Αλαργεύουμε. Βρέχει. Πιες. Κοιμήσου, θα σε φυλάω.
-Κοιμάμαι. Είναι καιρός που κοιμάμαι.
-Τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου. Άσε με να τα καθαρίσω από το αλάτι.
-Όχι.
-Γιατί γλιστράς από τα χέρια μου; Που είσαι; Έχω καινούργια tatoo να σου δείξω. Μην ξυπνάς... Έτσι όπως είσαι, θα σε βάλω φιγούρα στην πλώρη... Κοριτσάκι. Πιάσε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο.
-Δεν έχω χέρι. Δεν υπάρχει κόσμος...''
(απόσπασμα: Βάρδια - Ν. Καββαδίας)


''Πάρε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο. 
Ο μεγάλος χάρτης σχισμένος. 
Η γεωγραφία χαμένη ανάμεσα σε άχρηστα βιβλία. 
Ο εξάντας δίχως φακούς. Τους βγάλαμε για ν' ανάψουμε τσιγάρα. Σπασμένο το παλινώριο. 
Η ρίγλα ζαβωμένη. Το βελόνι της πυξίδας τρελάθηκε και τρεκλίζει. 
Την μπαρκέτα την έκοψε κυνηγός, μπορεί και σκυλόψαρο. Μετζαρόλι; μα ο άμμος δεν βολεί να περάσει. 
Ας μετρήσουμε τον ήλιο με τα δάχτυλα.
-Ποιόν απ' όλους;
-Λίγη γαλέτα...
-Πάρε... γιατί φτύνεις;
-Νερό.
-Σώθηκε.
-Είπες πως για μένα θ' ανοίξεις την φλέβα σου.
-Δες. Την άνοιξα. Δεν τρέχει στάλα.
-Στεριά. Νά τη. Τρεις φοινικιές.
-Όχι. Πέντε...Εφτά...Χίλιες. Μήτε μισό μίλι. Κοντά.
-Δος μου τα κουπιά.
-Είναι σάπια. Ολότελα.
-Τότε ας φτάσουμε κολυμπώντας.
-Κοίταξε το στόμα του σκύλου, πως περιμένει.
-Ρίξε την γαλέτα.
-Την ξερνά και την πετά πάλι απάνω μας. Δε βλέπεις; Στάσου να πέσω. Θα χορτάσει. Θα προλάβεις να βγεις τη στεριά. Φυσάει. Είναι κόντρα. Αλαργεύουμε. Βρέχει. Πιες. Κοιμήσου, θα σε φυλάω.
-Κοιμάμαι. Είναι καιρός που κοιμάμαι.
-Τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου. Άσε με να τα καθαρίσω από το αλάτι.
-Όχι.
-Γιατί γλιστράς από τα χέρια μου; Που είσαι; Έχω καινούργια tatoo να σου δείξω. Μην ξυπνάς... Έτσι όπως είσαι, θα σε βάλω φιγούρα στην πλώρη... Κοριτσάκι. Πιάσε με από το χέρι να μου δείξεις τον κόσμο.
-Δεν έχω χέρι. Δεν υπάρχει κόσμος...''

απόσπασμα: Βάρδια - Ν. Καββαδίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου