Σελίδες

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Μαμά, γιατί πεθαίνουμε; { *γράφει η Ολίβια Γαβρίλη }




Μαμά, γιατί πεθαίνουμε;


Θυμάμαι ένα βράδυ -ήμουν σίγουρα πολύ μικρή, 
αλλά το πόσο ακριβώς δεν το θυμάμαι πια- προσπαθούσα 
να επεξεργαστώ μέσα στη μαύρη νύχτα, 
ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου την έννοια του θανάτου. 
Έφερνα στο μυαλό αγαπημένα πρόσωπα και σκεφτόμουν 
πώς θα ήταν η ζωή μου χωρίς αυτά. 
Σκέφτηκα λοιπόν μια αγαπημένη οικογενειακή φίλη 
(την οικογένειά μου δεν τολμησα να τη σκεφτώ), 
η οποία είχε ένα πολύ χαρακτηριστικό γέλιο. 
Και συνειδητοποίησα πως αν αυτή μια μέρα χανόταν, 
μαζί της θα χανόταν και το γέλιο αυτό. Δ
εν θα το ξανάκουγε ποτέ κανείς (φτου φτου, καλά να είναι η γυναίκα εν τω μεταξύ)
Αυτό ήταν. Βαλάντωσα στο κλάμα.
Σύρθηκα μεσα στο σκοτάδι μέχρι το δωμάτιο των γονιών μου, 
χώθηκα στη ζεστή αγκαλιά της μαμάς μου, 
η οποία αλαφιασμένη από το απότομο ξύπνημα, 
άκουσε για πρώτη φορά από το στόμα μου την ερώτηση που κάθε γονιός τρέμει:
- Μαμά, γιατί πεθαίνουμε;
Δεν θυμάμαι τι μου είπε τότε. Σίγουρα μ’ ανακούφισε.
Το θέμα του θανάτου ποτέ δεν με απασχόλησε έκτοτε σοβαρά. 
 Έκλαψα για πολλούς θανάτους, κάποιους έκανα να τους ξεπεράσω καιρό, 
όμως όλοι με άγγιζαν με το αυτονόητο της βαρύτητάς τους. 

Ένας αγαπημένος μου άνθρωπος χάθηκε. Θλίψη. 
Δεν καθισα ποτέ να σκεφτώ, τι συμβαινει αφού πεθάνουμε. 
Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι κάποια στιγμή θα πεθάνω και εγώ. 
Τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν, όταν η κόρη μου έπαθε  
πυρετικούς σπασμούς, άλλαξαν τα πάντα μέσα μου. 
Για λίγα δευτερόλεπτα -που τότε μου φάνηκαν αιώνες- θρήνησα το παιδί μου. 
Ήμουν σίγουρη οτι την έχανα, ότι θα ξεψυχούσε στα χέρια μου. 
Ακούγεται ίσως υπερβολικό, αλλά όσοι γονείς έχουν ζήσει πυρετικούς σπασμούς, 
ξέρουν καλά τι εννοώ (και συγγνώμη που σας το θυμίζω)
Βρέθηκα σε ένα μέρος που εύχομαι να μην είχα βρεθεί ποτέ. 
Ένιωσα για αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα τι θα πει ΣΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑ 
γονιός χάνει το παιδί του“. 
Μέχρι τότε πάντα δάκρυζα με τα αγγελούδια που έφευγαν από τη ζωή, 
 πάντα δεν εβρισκα λόγια να πω στους γονείς τους, 
μπορούσα να φανταστώ το μέγεθος της θλίψης τους, 
δεν μπορούσα όμως ούτε στάλα να το νιώσω ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ. 

Μέχρι που βρέθηκα σε εκεινον τον καναπέ εκείνο το βράδυ, 
με το κορίτσι μου για πρώτη φορά στη ζωή της να μην αντιδρά στη φωνή μου, 
στα χάδια μου, στα φιλιά μου.
Τότε τρόμαξα. Μέρα νύχτα παρακαλώ το Θεό να τα έχει καλά.  
Παρακαλώ να είναι όλα τα παιδιά, όλοι οι άνθρωποι καλά 
και ας ξέρω πως είναι δυστυχως αδύνατο.
Η τραγική εκείνη νύχτα είχε άλλη μια συνέπεια:
Θυμάμαι ένα βράδυ -ήμουν σίγουρα πολύ μικρή, 
αλλά το πόσο ακριβώς δεν το θυμάμαι πια- προσπαθούσα να επεξεργαστώ 
μέσα στη μαύρη νύχτα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου την έννοια του θανάτου. 
Έφερνα στο μυαλό αγαπημένα πρόσωπα και σκεφτόμουν 
πώς θα ήταν η ζωή μου χωρίς αυτά. 
Σκέφτηκα λοιπόν μια αγαπημένη οικογενειακή φίλη 
(την οικογένειά μου δεν τολμησα να τη σκεφτώ), 
η οποία είχε ένα πολύ χαρακτηριστικό γέλιο. 
Και συνειδητοποίησα πως αν αυτή μια μέρα χανόταν, 
μαζί της θα χανόταν και το γέλιο αυτό. 
Δεν θα το ξανάκουγε ποτέ κανείς  
(φτου φτου, καλά να είναι η γυναίκα εν τω μεταξύ)
Αυτό ήταν. Βαλάντωσα στο κλάμα.
Σύρθηκα μεσα στο σκοτάδι μέχρι το δωμάτιο των γονιών μου, 
χώθηκα στη ζεστή αγκαλιά της μαμάς μου, 
η οποία αλαφιασμένη από το απότομο ξύπνημα, 
άκουσε για πρώτη φορά από το στόμα μου την ερώτηση που κάθε γονιός τρέμει:
 - Μαμά, γιατί πεθαίνουμε;
 Δεν θυμάμαι τι μου είπε τότε. Σίγουρα μ’ ανακούφισε.

Το θέμα του θανάτου ποτέ δεν με απασχόλησε έκτοτε σοβαρά. 
 Έκλαψα για πολλούς θανάτους, κάποιους έκανα να τους ξεπεράσω καιρό, 
όμως όλοι με άγγιζαν με το αυτονόητο της βαρύτητάς τους. 
Ένας αγαπημένος μου άνθρωπος χάθηκε. Θλίψη. 
Δεν καθισα ποτέ να σκεφτώ, τι συμβαινει αφού πεθάνουμε. 
Δεν σκέφτηκα ποτέ ότι κάποια στιγμή θα πεθάνω και εγώ. 
Τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν, 
όταν η κόρη μου έπαθε πυρετικούς σπασμούς, άλλαξαν τα πάντα μέσα μου. 
Για λίγα δευτερόλεπτα -που τότε μου φάνηκαν αιώνες- θρήνησα το παιδί μου. 
Ήμουν σίγουρη οτι την έχανα, ότι θα ξεψυχούσε στα χέρια μου. 
Ακούγεται ίσως υπερβολικό, αλλά όσοι γονείς έχουν ζήσει πυρετικούς σπασμούς, 
ξέρουν καλά τι εννοώ (και συγγνώμη που σας το θυμίζω)

Βρέθηκα σε ένα μέρος που εύχομαι να μην είχα βρεθεί ποτέ. 
Ένιωσα για αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα τι θα πει ΣΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑ 
γονιός χάνει το παιδί του“. 
Μέχρι τότε πάντα δάκρυζα με τα αγγελούδια που έφευγαν από τη ζωή, 
πάντα δεν εβρισκα λόγια να πω στους γονείς τους, 
μπορούσα να φανταστώ το μέγεθος της θλίψης τους, 
δεν μπορούσα όμως ούτε στάλα να το νιώσω ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ. 
 Μέχρι που βρέθηκα σε εκεινον τον καναπέ εκείνο το βράδυ, 
με το κορίτσι μου για πρώτη φορά στη ζωή της να μην αντιδρά στη φωνή μου, 
στα χάδια μου, στα φιλιά μου.

Τότε τρόμαξα. Μέρα νύχτα παρακαλώ το Θεό να τα έχει καλά. 
 Παρακαλώ να είναι όλα τα παιδιά, όλοι οι άνθρωποι καλά 
και ας ξέρω πως είναι δυστυχως αδύνατο.
Η τραγική εκείνη νύχτα είχε άλλη μια συνέπεια: [...]


εδώ η συνέχεια τής Ολίβιας : http://networkedblogs.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου