Σελίδες

Σάββατο 18 Μαΐου 2013

Ενα παραμύθι που θέλω να το μοιραστώ μαζι σας ....{από ένα καλό μου φίλο Γ.Σ}


ΣΤΕΚΑ ΧΤΕΝΑΚΙ ΜΕ ΚΡΥΣΤΑΛΑ | λεύκο-γαλάζιο

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αγόρι σαν όλα τ’ άλλα. 
Ζούσε σε μια μεγάλη πόλη, όπως εγώ, όπως εσύ. 
Τα είχε σχεδόν όλα, όμως δεν ήταν ευτυχισμένο. 
Του έλειπε η αγάπη κι η ζωή του φαινόταν μισή.
Αποφάσισε λοιπόν μια μέρα πως θα ψάξει να τη βρει. 

Θα πήγαινε όπου χρειαστεί προκειμένου να βρει την αγάπη του.
Το πρωί που ξεκίνησε, συνάντησε στην είσοδο το κορίτσι της διπλανής πόρτας.
«Φεύγω» της είπε «Θα λείψω καιρό, μην ανησυχήσεις»
«Πού πας;» τον ρώτησε εκείνη
«Πάω να ψάξω την αγάπη μου»
«Πού θα ψάξεις;»
«Παντού»
«Θα μου λείψεις. Να προσέχεις. Καλή τύχη!»
Το κορίτσι τον αποχαιρέτησε με μια αγκαλιά. Πέρασαν μήνες. 

Το αγόρι διέσχισε θάλασσες, βουνά, ποτάμια μα δεν είχε βρει ακόμα την αγάπη του. 
Αναρωτιόταν μήπως τη συνάντησε και δεν την αναγνώρισε. 
Μήπως δεν την πρόλαβε για λίγα λεπτά σε κάποια στροφή, 
μήπως εκείνη του κρυβόταν για να του παίξει παιχνίδια, μήπως ήθελε απλά να τον δυσκολέψει.
Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο απογοητευόταν και μαράζωνε μέρα με τη μέρα. 

Ένα σούρουπο τον βρήκε να κάθεται κάτω από ένα δέντρο στο δάσος. 
Ήταν θλιμμένος και δεν πρόσεξε τη γριούλα που τον πλησίασε ξαφνικά.
«Τι κάνεις μόνος εδώ παιδί μου μέσα στην ερημιά;» τον ρώτησε η γιαγιά.
«Ψάχνω να βρω την αγάπη μου» της είπε «όμως κουράστηκα να την ψάχνω κι εκείνη να μην έρχεται. Φοβάμαι πως δεν υπάρχει, γιαγιά. Λέω να γυρίσω πίσω»
«Συνέχισε» του είπε εκείνη 

«Για όλους μας υπάρχει κάπου μια αγάπη. Θα τη βρεις. Κι αν όχι, θα σε βρει εκείνη.»
«Πώς θα την αναγνωρίσω; 

Αν με προσπεράσει και δεν τη δω; Αν δεν την προσέξω καν;» τη ρώτησε με ανησυχία.
«Μη φοβάσαι. Όταν τη δεις, θα την αναγνωρίσεις αμέσως» τον καθησύχασε η γριούλα. 

«Μόνο μη σταματήσεις να την ψάχνεις. 
Και να έχεις πάντα τα μάτια και την καρδιά ανοιχτά! 
Να, πάρε κι αυτό για φυλαχτό, θα σου φέρει γούρι» και του έδωσε ένα μικρό κοριτσίστικο ασημένιο χτενάκι με μια πέτρα τυρκουάζ.
«Ήταν της εγγονής μου, μην το χάσεις!» είπε η γιαγιά κι όσο ξαφνικά ήρθε, άλλο τόσο ξαφνικά εξαφανίστηκε, αφήνοντάς τον πάλι μόνο στο δάσος να κοιτά γύρω του με απορία.
Πέρασαν πάλι μήνες και το αγόρι έψαχνε κι έψαχνε μα δεν έβρισκε την αγάπη του. 

Διέσχισε την έρημο, πείνασε και δίψασε μα δεν το έβαλε κάτω, θυμόταν τα λόγια 
της γιαγιάς και συνέχιζε.
Μια μέρα συνάντησε μια καμήλα. 

Της ζήτησε νερό λίγο νερό να πιει μα εκείνη ήθελε αντάλλαγμα. 
Δεν είχε τίποτα να της δώσει εκτός από το ασημένιο χτενάκι. 
Η καμήλα το ήθελε, όμως εκείνος προτίμησε να μείνει διψασμένος παρά να το ανταλλάξει. 
Ήταν σημαντικό. 
Συνέχισε λοιπόν την αναζήτηση μέχρι τη μεγάλη στέπα. 
Ήταν κουρασμένος κι αδυνατισμένος, αλλά δεν πήρε το δρόμο της επιστροφής. 
Μέχρι που συνάντησε ένα λύκο. 
Το αγόρι του ζήτησε κάτι για να φάει αλλά κι λύκος ήθελε αντάλλαγμα. 
Κοίταξε το ασημένιο χτενάκι μιας κι ήταν το μόνο που μπορούσε να του δώσει. 
Όμως προτίμησε να το κρατήσει, καθώς ήταν το μόνο που του είχε απομείνει 
για συντροφιά στο ταξίδι του. 
Δεν έπρεπε να το χάσει.
Έφτασε μέχρι τον παγωμένο βορρά. 

Εκεί κρύωνε πολύ και ήταν τόσο κουρασμένος κι απογοητευμένος που ευχόταν να είχε πεθάνει. 
Μια πολική αρκούδα τον λυπήθηκε και του πρόσφερε ένα τομάρι γούνα, όμως ήθελε κι αυτή αντάλλαγμα, τίποτα δεν είναι δωρεάν, για όλα υπάρχει αντίτιμο. 
Το αγόρι προτίμησε να πεθάνει, παρά ν’ αποχωριστεί το χτενάκι με την τυρκουάζ πέτρα. 
Ήταν το μόνο που του θύμιζε την αναζήτησή του. 
Αφού δεν είχε βρει την αγάπη του, τίποτα δεν τον ένοιαζε πια. 
Θα γύριζε πίσω κι ας πέθαινε στο δρόμο.
Όταν έφτασε πίσω, είχαν ήδη περάσει χρόνια. 

Η μορφή του είχε αλλάξει, αλλά κι από μέσα του δεν ήταν πια ο ίδιος. 
Είχε γεράσει ψυχικά. 
Τι είχε κερδίσει τόσα χρόνια; 
Αφόρητη μοναξιά στις περιπλανήσεις του κι ένα ασημένιο χτενάκι με μια πέτρα τυρκουάζ. 
Τι ειρωνία! Κι η αγάπη; Πού ήταν η αγάπη του; 
Ένας χτύπος στην πόρτα τον διέκοψε από τις σκέψεις του. Άνοιξε.
Μπροστά του στεκόταν το κορίτσι της διπλανής πόρτας. Δεν ήταν πια η ίδια 

Ήταν κι αυτή γερασμένη, το πρόσωπό της σκαμμένο από το χρόνο, το βλέμμα της ξέθωρο και κουρασμένο, μα είχε ακόμα εκείνη τη γνώριμη γλύκα και τη ζεστασιά της παλιάς της νιότης. 
Τον αγκάλιασε.
«Πού ήσουν; Άργησες!» του είπε βουρκωμένη.
«Έψαχνα την αγάπη μου, μα δεν τη βρήκα πουθενά. 

Ξέρεις πώς είναι να ψάχνεις κάτι για χρόνια και να γυρίζεις πίσω μ’ άδεια χέρια; 
Να το αναζητάς παντού και να μην το βρίσκεις; Έχεις χάσει κάτι ποτέ;» τη ρώτησε κλαίγοντας.
«Ναι» του απάντησε το κορίτσι. «Είχα χάσει ένα ασημένιο χτενάκι μικρή. 

Ήταν δώρο της γιαγιάς μου κι είχε πάνω μια πέτρα τυρκουάζ. 
Χρόνια το έψαχνα μα έπειτα έχασα κάθε ελπίδα»
Εκείνος σάστισε! 

Έβαλε το χέρι στην τσέπη απ’ το φθαρμένο του σακάκι κι άγγιξε το πολύτιμο χτενάκι. 
Ήταν ακόμα εκεί. 
Κι εκείνη ήταν πάντα εκεί…
Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.


από:Ιωάννης Σαμπατακάκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου