μα όλα τα πρωινά μοιάζουν
σε κάτι,
τα στεφανώνει μια
γλυκιά φενάκη....
φενάκη:
- λέξη που σπάνια χρησιμοποιειται πλέον για την περούκα
- (μεταφορικά) το ψέμα που λέγεται για εξαπάτηση, η παραπλάνηση, η εσκεμμένη απάτη
*[από: Βικιλεξικό]
φενάκη
(αρχ. λέξη με αρχική σημασία «περούκα» < αρχ. φέναξ «απατεώνας»)
= απάτη, ψέμα, κοροϊδία
π.χ. «Τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν φενάκη για τους κατοίκους πως δήθεν υπάρχει χρυσός στην περιοχή»
= απάτη, ψέμα, κοροϊδία
π.χ. «Τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν φενάκη για τους κατοίκους πως δήθεν υπάρχει χρυσός στην περιοχή»
*[από :http://www.babiniotis.gr]
- φενάκη η [fenáki] Ο30 : (λόγ.) ψέμα που λέγεται για εξαπάτηση, παραπλάνηση· απάτη: Οι υποσχέσεις του / τα λόγια του αποδείχτηκαν ~. [λόγ. < ελνστ. φενάκη `περούκα΄ κατά τη σημ. του φενακίζω]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου