Σελίδες

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

18/08 /1961 ολοκληρώθηκε η κατασκευή του τείχους του "αίσχους"






Διαβάστε μερικές τραγικές ιστορίες για τους ανθρώπους που έζησαν πίσω από το τείχος και την συγκλονιστική ιστορία του στρατιώτη που αυτομόλησε και έγινε σύμβολο της Ελευθέριας.


Το τείχος της απομόνωσης ολοκληρώθηκε μέσα στο 1961,στις 18 Αυγούστου και αποτέλεσε την κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των δυτικών συμμάχων και του ανατολικού μπλοκ. Το Δυτικό Βερολίνο αποτέλεσε έτσι ένα ντε φάκτο τμήμα της Δυτικής Γερμανίας με ιδιαίτερα προνόμια, ενώ το Ανατολικό Βερολίνο ήταν αντίστοιχα μέρος της Ανατολικής Γερμανίας.

Το Βερολίνο έτσι διαιρέθηκε απόλυτα. Οι κάτοικοι του δυτικού τομέα μπορούσαν να διέρχονται στον ανατολικό μόνο από σημεία αυστηρού ελέγχου, ενώ για τους περισσότερους κατοίκους της ανατολικής πόλης το ταξίδι στη δύση ήταν πλέον αδύνατο. Το 1971, η συμφωνία μεταξύ των τεσσάρων δυνάμεων (ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία, Σοβιετική Ένωση) εξασφάλισε την πρόσβαση στο Δυτικό Βερολίνο μέσα από συγκεκριμένες διαδρομές στην Ανατολική Γερμανία, και έτσι απομακρύνθηκε ο κίνδυνος της ολοκληρωτικής απομόνωσης της πόλης από τη δύση.


Το 1989, η λαϊκή πίεση από τους κατοίκους της Ανατολικής Γερμανίας οδήγησε στις ταραχές και την σταδιακή κατεδάφιση του τείχους. Σήμερα, λίγα τμήματά του παραμένουν ως σημεία μνήμης. Στις 3 Οκτωβρίου του 1990, οι δύο Γερμανίες ενώθηκαν ως Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, σύμφωνα με την συνθήκη επανένωσης, και το Βερολίνο έγινε η πρωτεύουσα της εννιαίας χώρας με απόφαση της ομοσπονδιακής βουλής το 1991. Η σταδιακή μεταφορά των κρατικών υπηρεσιών ολοκληρώθηκε το 1999 και από τότε το Βερολίνο φιλοξενεί το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο και την κυβέρνηση του κράτους.

Φωτογραφία




Οι ιστορίες

Ο Cetin Μert έκλεινε τα πέντε στις 11 Μαρτίου του 1975, Ημέρα της Μητέρας. Ηταν το μικρότερο παιδί μιας οικογένειας τούρκων μεταναστών. Οταν η μπάλα του έπεσε στα νερά του Spree, προσπάθησε να την πιάσει με ένα ξύλο, αλλά έχασε την ισορροπία του κι έπεσε μέσα στο ποτάμι. Αμέσως, στη δυτική όχθη του ποταμού έτρεξαν διασώστες, αλλά οι αξιωματούχοι της ανατολικής πλευράς δεν τους έδωσαν άδεια πρόσβασης. Σαράντα πέντε λεπτά αργότερα, κατέφθασαν ανατολικογερμανοί δύτες, οι οποίοι ξεκίνησαν σχετική έρευνα και τελικά ανέσυραν το πτώμα του μικρού Cetin. Λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του, κατά τη διάρκεια επιμνημόσυνης τελετής στη δυτική όχθη του ποταμού, περίπου δύο χιλιάδες άτομα, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν τούρκοι μετανάστες, άρχισαν να φωνάζουν κατά των φρουρών της Ανατολικής Γερμανίας και στα γερμανικά και στα τουρκικά, κρατώντας πανό που έγραφαν «Κάτω το Τείχος της ντροπής» και άλλα παρόμοια συνθήματα. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη Δύση αντέδρασαν με έντονο τρόπο, καταδικάζοντας τη «σκληρότητα και την απανθρωπιά της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας», ενώ δεν έλειψαν και αυτοί που κατηγόρησαν την Ανατολική Γερμανία για «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας». Από την πρώτη στιγμή της ανέγερσης του Τείχους, οι δυτικές εφημερίδες- τόσο οι «σοβαρές» όσο και οι πιο «λαϊκές»- δεν έπαψαν στιγμή να καταφέρονται ενάντια στο Τείχος. Για τους αρθρογράφους το Ανατολικό Βερολίνο ήταν το «μεγαλύτερο στρατόπεδο συγκέντρωσης όλων των εποχών», το οποίο διοικούσαν «κόκκινοι ναζί», άμεσοι διάδοχοι των «εκτελεστών των Ες-Ες και των SΑ, που είχαν πρώτοι επινοήσει τη δολοφονική τακτική τού “πυροβολήθηκε κατά τη διάρκεια απόπειράς του να δραπετεύσει”».


Ενώ η Δύση έβλεπε το τείχος που χώριζε το Βερολίνο στα δύο ως «Τείχος του Αίσχους», από την ανατολική πλευρά παρουσιαζόταν ως ένα «ανάχωμα προστασίας κατά του φασισμού»- όρος που πολύ γρήγορα καθιερώθηκε στη γλώσσα της Ανατολικής Γερμανίας. Η επίσημη εφημερίδα του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ανατολικής Γερμανίας, η «Νeues Deutschland», υποστήριζε ότι δυτικοί πράκτορες και υποκινητές επέλεγαν ως στόχους τους ανατολικογερμανούς πολίτες, τους οποίους παρέσυραν με ψευδείς υποσχέσεις ή ακόμη και απήγαν. Μη αντέχοντας περισσότερο, η κυβέρνηση της Ανατολικής Γερμανίας αναγκάστηκε τελικά να χτίσει το Τείχος. Σύμφωνα με έναν ραδιοφωνικό σχολιαστή, «... τα σύνορα με το Δυτικό Βερολίνο έπρεπε να κλείσουν για να προστατευθούν τα παιδιά από απαγωγείς, για να δοθεί ένα τέλος στις δραστηριότητες των απαγωγέων, των πληροφοριοδοτών, των εμπόρων λευκής σαρκός, των προβοκατόρων, των εμπρηστών, των ταραχοποιών και των κερδοσκόπων».

Γενικά ,πολλοί ήταν οι κάτοικοι του Ανατολικού Βερολίνου που προσπάθησαν να φύγουν από αέρα, στεριά και θάλασσα. Με αερόστατα, τούνελ, ειδικά κατασκευασμένα αυτοκίνητα, οι Γερμανοί που ζούσαν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (DDR) χρησιμοποίησαν μερικούς από τους πιο ευφάνταστους τρόπους απόδρασης στην Δυτική Γερμανία.

Ο 26χρονος Χάσο Χέρσελ κατάφερε το 1962 να περάσει με ένα ψεύτικο διαβατήριο από το Ανατολικό στο Δυτικό Βερολίνο. Αμέσως του ήρθε η ιδέα να βοηθήσει και άλλους να περάσουν στην άλλη πλευρά. Χρειάστηκαν περίπου έξι μήνες, 12 με 15 άτομα και πολύ υπομονή για να κατασκευαστεί τούνελ που ξεκινούσε από ένα υπόγειο, είχε βάθος έξι μέτρα και μήκος 136 μέτρα. Μετά την ολοκλήρωση του τούνελ, 29 άτομα συνάντησαν ξανά τις οικογένειές τους στο Δυτικό Βερολίνο. Συνολικά, πριν από την πτώση του Τείχους 300 άτομα πέρασαν στη Δυτική Γερμανία μέσω τούνελ.


Ένα... τεθωρακισμένο κατασκεύασε ο Άχιμ Γουέιερ, μερικούς μήνες μετά την ανέγερση του τείχους το 1961. Πήρε ένα Όπελ του 1937, έβαλε ατσάλι στις πόρτες και τα παράθυρα, καλύπτοντας πλήρως σχεδόν κάθε άνοιγμα. Έβαλε μέσα τη μητέρα του, τη σύντροφό του και ένα ακόμα ζευγάρι, παρακολούθησαν τις κινήσεις των φρουρών σε συνοριακό πέρασμα της γερμανικής πρωτεύουσας και στη συνέχεια αύξησαν ταχύτητα και πέρασαν δίπλα από τους αστυνομικούς. Δεν σταμάτησαν παρά μόνο όταν έφτασαν σε ένα κατάστημα υποδημάτων στο Δυτικό Βερολίνο.

Έναν πιο ευφάνταστο τρόπο για να αποδράσουν βρήκαν δύο οικογένειες. Ο μηχανικός Χανς Πέτερ Στρέλζικ και ο γείτονάς του Γκίντερ Βέτσελ κατασκεύασαν ένα αερόστατο από κουρτίνες, σεντόνια και άλλα υφάσματα που έραψαν οι γυναίκες τους. Τον Σεπτέμβριο του 1979 οι δύο οικογένειες και τα παιδιά τους πέταξαν απαλά πάνω από τα σύνορα.

Μια κινηματογραφική απόδραση εκτέλεσε ένας κάτοικος του Ανατολικού Βερολίνου. Κρύφτηκε με τη σύζυγό του και το παιδί του σε ένα κυβερνητικό κτίριο κοντά στα σύνορα Ανατολικής-Δυτικής Γερμανίας. Όταν βράδιασε ανέβηκαν στην ταράτσα, πέταξαν ένα σφυρί με ένα σχοινί από την άλλη μεριά του τείχους, τοποθέτησαν ένα κάθισμα και «γλίστρησαν» πάνω από το πέρασμα.

Αποτελεί μια απόδραση-σύμβολο μέχρι και σήμερα. Δύο ημέρες μετά την ανέγερση του Τείχους, ο 19χρονος στρατιώτης Κόνραντ Σούμαν που φύλαγε το πέρασμα από την πλευρά της Ανατολικής Γερμανίας πήδηξε πάνω από το συρματόπλεγμα, πετώντας το όπλο του. Ο φωτογράφος Πέτερ Λάιμπινγκ απαθανάτισε τη στιγμή και η εικόνα έκανε τον γύρο του κόσμου.

Για όσο διάστημα υπήρχε το Τείχος, περίπου 5.000 άτομα κατάφεραν να περάσουν επιτυχώς στο Δυτικό Βερολίνο. Τουλάχιστον 192 άτομα σκοτώθηκαν στην προσπάθεια και 200 τραυματίστηκαν σοβαρά.

Η συγκλονιστική ιστορία του στρατιώτη Χανς-Κόνραντ Σούμαν

Γερμανία ανατολικό Βερολίνο, Αύγουστος 1961.

Ο 19χρονος τότε στρατιώτης της κομμουνιστικής ανατολικής γερμανίας, Χάνς Κόνραντ Σούμαν (Hans Conrad Schumann), βρίσκεται στην οδό Ρούπινερ και Μπερνάρ (Ruppiner/ Bernauer), όπου και έχει τοποθετηθεί απο την μονάδα του, προκειμένου να φυλάει και να επιβλέπει την κατασκευή του τείχους του Βερολίνου
. Το τείχος του Βερολίνου, ήταν μέχρι τότε, ένα απλό συρματόπλεγμα και μάλιστα η κατασκευή του είχε ξεκινήσει μόλις 3 ημέρες πρίν. Ωστόσο, εδώ ακριβώς, επρόκειτο να λάβει χώρα ένα γεγονός, το οποίο έμεινε στην ιστορία. Μάθετε περισσότερα για αυτό το περιστατικό, το οποίο αποτέλεσε ένα απο τα πιό διάσημα περιστατικά αυτομόλησης της ιστορίας.

Ο Χάνς Κόνραντ Σούμαν, ήταν ένας ανατολικογερμανός, γεννημένος το 1942 στην σαξονία της Γερμανίας. Φυσικά, όπως και εκατομμύρια άλλοι γερμανοί, γεννήθηκε σε μια κατεστραμένη γερμανία μετά το τέλος του Β' παγκοσμίου πολέμου και είχε την ατυχία να βιώσει απο πρώτο χέρι την έναρξη του ψυχρού πολέμου. 19 χρόνια αργότερα, (τον μάϊο του 1961), ο Σούμαν κατατάσεται στον ανατολικογερμανικό στρατό, όπου και μετατείθεται στην περιοχή της Δρέσδης και λίγο αργότερα στο Πόσδναμ. Ωστόσο, ο νεαρός στρατιώτης, εθελοντικά ζητάει να μετατεθεί στο Βερολίνο, πράγμα που γίνεται 3 μήνες αργότερα. Στο Βερολίνο, ο νεαρός ανατολικογερμανός στρατιώτης, τοποθετείται στην γωνία των οδών Ρούπινερ και Μπερνάρ, με τα καθήκοντα του φρουρού του τείχους του Βερολίνου που μόλις ξεκίνησε να κατασκευάζεται και το οποίο είχε σκοπό να χωρίσει την Γερμανική πρωτεύουσα στον ανατολικό και δυτικό τομέα. Οι ανατολικογερμανοί φρουροί του τείχους του Βερολίνου, φυσικά δεν είχαν καθόλου ευκολη δουλειά. Χιλιάδες πολίτες της ανατολικής γερμανίας, γνωρίζοντας πως το τείχος κατασκευάζεται και θα ολοκληρωθεί σύντομα και ξέροντας πως όταν ολοκληρωθεί θα τους κρατάει "φυλακισμένους" μέσα στην χώρα τους, προσπαθούσαν να δραπετεύσουν προς την πιό ελευθερη Δυτική γερμανία. Κάτω απο αυτό το γεγονός και προκειμένου να εμποδίσουν την μαζική μετανάστευση προς τον δυτικό τομέα, οι ανατολικογερμανοί στρατιώτες είχαν αυστηρές εντολές να πυροβολούν "στο ψαχνό", όσους επιχειρούσαν να πηδήξουν το τείχος και να διαφύγουν στην Δύση. Ωστόσο, ο νεοσύλεκτος ανατολικογερμανός στρατιώτης Χάνς Κόνραντ Σούμαν, που είχε αναλάβει την φύλαξη του τείχους, ήθελε και ο ίδιος να φύγει απο την Ανατολική γερμανία. Και χωρίς να το σκεφτεί το έκανε.


Η αυτομόληση

Όπως αναφέραμε παραπάνω, το τείχος στο σημείο όπου ο νεαρός στρατιώτης είχε καθήκοντα φρουρού, ήταν μόνο ένα χαμηλό αγκαθωτό συρματόπλεγμα. Εντελώς ξαφνικά, και ενώ ο Σούμαν φυλούσε σκοπιά, κάποιοι άνθρωποι απο την δυτική πλευρά του Βερολίνου, φώναξαν προς τον νεαρό στρατιώτη "Komm ruber!" (έλα εδώ !) και αυτός δεν άργησε να αντιδράσει :Χωρίς να το πολυσκεφτεί, με έναν δυνατό δρασκελισμό και με το όπλο ακόμα στον ώμο, πηδάει το χαμηλό συρματόπλεγμα και στην συνέχεια πετώντας το όπλο του στο έδαφος, αρχίζει να τρέχει.

Μπαίνει μέσα σε ένα φορτηγάκι της αστυνομίας της δυτικής γερμανίας και αμέσως χάνεται μέσα στους δρόμους της πόλης. Οι υπόλοιποι ανατολικογερμανοί φρουροί, σαστισμένοι που ένας στρατιώτης τους πήδηξε το συρματόπλεγμα, δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν, με αποτέλεσμα να υπάρξει αρκετός χρόνος στον Χάνς Κόνραντ Σούμαν να μπεί μέσα στο αυτοκίνητο, πριν αυτοί προλάβουν να τον πυροβολήσουν. Το περιστατικό, κατέγραψε με την φωτογραφική του μηχανή ο δυτικογερμανός φωτογράφος Πίτερ Λέμπινγκ (Peter Leibing), σε μια φωτογραφία που έγινε σύμβολο του ψυχρού πολέμου. Η φωτογραφία αυτή, με τίτλο : "αλμα στην ελευθερία", εντάχθηκε σε πρόγραμμα της UNESCO για την συλλογή πολύτιμων ντοκουμέντων, σχετικά με τον ψυχρό πόλεμο και το τείχος του Βερολίνου.

Μετά την αποδρασή του, ο νεαρός στρατιώτης μεταφέρθηκε στην Βαυαρία της δυτικής γερμανίας, όπου και ξεκίνησε μια καινούρια ζωή.Έζησε τα επόμενα χρόνια εκεί και 18 χρόνια μετά όταν το τείχος του Βερολίνου έπεσε,το 1989 δήλωσε:"σήμερα ένοιωσα πραγματικά ελεύθερος".

Ωστόσο ,συνέχισε να ζει στην Βαυαρία της Δυτικής Γερμανίας ,παρά το γεγονός της πτώσης του τείχους και της ένωσης των δύο Γερμανιών,δεν επέστρεψε ποτέ πίσω στην γεννέτηρά του ούτε για να δει τους γονείς του.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, έπασχε απο κατάθλιψη και αυτοκτόνησε το 1998 στο σπίτι του στην Βαυαρία. Πρίν το τέλος του ψυχρού πολέμου, οι Σοβιετικοί και οι ανατολικογερμανοί, υποστήριζαν πως η αυτομόληση του στρατιώτη ήταν ένα "σκηνοθετημένο" περιστατικό, με σκοπό να το χρησιμοποιήσουν οι Δυτικοί για να "δαιμονοποιήσουν" το ανατολικό μπλόκ. Ο Σούμαν, ήταν ο πρώτος στρατιώτης του Ανατολικού μπλόκ, που αυτομόλησε στην Δυτική Γερμανία. Μέχρι την πτώση του τείχους, θα ακολουθούσαν άλλοι 2,700 ανατολικογερμανοί στρατιώτες.


Η αυτομόληση του Σούμαν καταγράφηκε μάλιστα και σε βίντεο:

Θα συνθλίψουν τα κρανία τους

Οσοι δεν σέβονται τη δύναμη της Ανατολικής Γερμανίας, θα «συνθλίψουν τα κρανία τους» πάνω της, απειλούσε ο Κarl-Εduard von Schnitzler, επικεφαλής της ανατολικογερμανικής προπαγάνδας το 1965. Οπως έδειξαν πρόσφατες έρευνες, όταν αυτά τα κρανία ήταν παιδιών ή εφήβων, η Στάζι (η μυστική αστυνομία της Α. Γερμανίας) έκανε τα πάντα για να συγκαλύψει τους θανάτους τους, πράγμα που εξηγεί- εν μέρει- γιατί δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα γι΄ αυτούς. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί η δολοφονία του 10χρονου Joerg Ηartmann και του 13χρονου φίλου του Lothar Schleusener. Τα παιδιά, που και τα δύο είχαν γεννηθεί στο Ανατολικό Βερολίνο, σκοτώθηκαν στις 14 Μαρτίου του 1966, στην περιοχή του Πάρκου Τreptow στο Α. Βερολίνο, σε μια τάφρο που διέσχιζε τη συνοριακή ζώνη. Οι φρουροί, οι οποίοι δεν αναγνώρισαν τα παιδιά μέσα στο σκοτάδι, πυροβόλησαν εναντίον τους με αποτέλεσμα οι δύο ανήλικοι να δεχτούν πάνω από 40 σφαίρες. Αργότερα έγινε γνωστό ότι ο Joerg είχε πει στους φίλους του ότι ήθελε να επισκεφθεί τον πατέρα του στο Δυτικό Βερολίνο, τον οποίο δεν είχε ποτέ γνωρίσει. Ο Lothar πρέπει να συμφώνησε να τον συνοδεύσει. Οταν ενημερώθηκε για το επεισόδιο, ένας στρατηγός της Στάζι εκφώνησε λόγο προς τιμήν των φρουρών που πυροβόλησαν τα δύο αγόρια. Σύμφωνα με μαρτυρίες, συνέκρινε τα επιτεύγματά τους στη μάχη κατά της «βίας του καπιταλισμού» με εκείνα των κομμουνιστών μαχητών στο Βιετνάμ. Το πτώμα του Joerg Ηartmann αποτεφρώθηκε με πιστοποιητικό θανάτου που έφερε την ψευδή ημερομηνία θανάτου 15 Μαρτίου. Ο Lothar Schleusener δεν εμφανίζεται καθόλου στα επίσημα έγγραφα. Το πτώμα του αποτεφρώθηκε ανώνυμα- με ψευδή ημερομηνία θανάτου, 19 Οκτωβρίου 1966- ως «επιστημονικό υλικό» (όρος που εχρησιμοποιείτο κατ΄ ευφημισμό για να περιγράψει ανθρώπινα μέλη που «περίσσευαν» από ιατρικές εργασίες). Η γιαγιά του Joerg Ηartmann κλήθηκε και ενημερώθηκε από την αστυνομία για τον δήθεν πνιγμό του παιδιού σε γειτονική λίμνη και πως το πτώμα του είχε πιαστεί στην προπέλα ενός πλοίου
. Της είπαν ότι το πτώμα ήταν σε κακή κατάσταση και ότι υπήρχαν φόβοι για τη δημόσια υγεία, γι΄ αυτό οι Αρχές είχαν προβεί στην αποτέφρωσή του· της παρέδωσαν μια τεφροδόχο με τις στάχτες του εγγονού της. Η αστυνομία ενημέρωσε επίσης τη μητέρα του Lothar ότι ο γιος της είχε πεθάνει από ηλεκτροπληξία και παρέδωσε και σε εκείνη μια τεφροδόχο. Η μητέρα του Joerg πέρασε την υπόλοιπη ζωή της σε άσυλο. Η μικρότερη αδελφή του, που τότε ήταν μόλις δύο ετών, δόθηκε για υιοθεσία, χωρίς τη συγκατάθεση της γιαγιάς τους, κατά πάσα πιθανότητα ως τιμωρία για τις ερωτήσεις της σχετικά με τον θάνατο του μεγάλου της εγγονού. Στη γιαγιά επιτράπηκε να κρατήσει το μεσαίο παιδί, ένα αγόρι. Αδελφός και αδελφή μπόρεσαν να συναντηθούν ξανά μόλις στα μέσα της δεκαετίας του 1990.

Ενα ακόμη τραγικό και σχεδόν ξεχασμένο επεισόδιο του Τείχους ήταν η δολοφονία του 30χρονου Dieter Βeilig, στις 2 Οκτωβρίου του 1971. Ηταν ένας από τους λεγόμενους «τειχοβάτες», που στη συντριπτική πλειονότητά τους ήταν νέοι άντρες που διέσχιζαν τα σύνορα που χώριζαν το Βερολίνο χωρίς άδεια, αλλά με διαφορετική από την καθιερωμένη κατεύθυνση. Οι περισσότεροι σκαρφάλωναν το τείχος από τη δυτική πλευρά του, πηδούσαν στην άλλη και παραδίνονταν στους ανατολικογερμανούς φρουρούς. Πριν πηδήξουν, μερικοί στέκονταν ή περπατούσαν στην κορυφή του τείχους επιδεικτικά. Τα κίνητρα των ατόμων αυτών ήταν ποικίλα. Για κάποιους ήταν μια μορφή διαμαρτυρίας κατά της διαίρεσης της πόλης ή κατά του καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας. Αλλοι είχαν πιο προσωπικούς λόγους, για παράδειγμα, ήθελαν να τραβήξουν την προσοχή στη μοίρα αγαπημένων προσώπων από την άλλη πλευρά του τείχους. Κάποιοι άλλοι βρέθηκαν εκεί έπειτα από τη χρήση αλκοόλ ή ναρκωτικών. Ο Dieter ανέβηκε το τείχος και πήδηξε στην Ανατολική Γερμανία φωνάζοντας «Ενωμένη Γερμανία». Συνελήφθη από συνοριοφύλακες και πυροβολήθηκε ενώ προσπαθούσε να δραπετεύσει από το παλαιό κτίριο της Ακαδημίας των Τεχνών, στην περίφημη Ρariser Ρlatz του Βερολίνου. Αποτελεί ειρωνεία το ότι ο Βeilig, ένας άνθρωπος που αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του προσπαθώντας να μη λησμονηθούν τα θύματα του Τείχους, αποτέλεσε ο ίδιος ίσως το πιο ξεχασμένο από τα θύματά του.


Αμετανόητος στο δικαστήριο
Το μνημείο των θυμάτων που προσπάθησαν να περάσουν από το Ανατολικό στο Δυτικό Βερολίνο, στο φυλάκιο ελέγχου Τσάρλι Στη δεκαετία του 1990, στο πλαίσιο των δικών που ακολούθησαν την ενοποίηση της Γερμανίας, 297 άτομα παραπέμφθηκαν σε δίκη με 133 κατηγορίες που αφορούσαν πράξεις βίας που διαπράχθηκαν στο Τείχος του Βερολίνου. Εβδομήντα οχτώ από τους κατηγορουμένους απαλλάχθηκαν από κάθε κατηγορία, ενώ όσοι κρίθηκαν ένοχοι έλαβαν μικρές ποινές. Αυτό παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με μια ετυμηγορία, οι «βασικές αρχές της ανθρωπότητας» ίσχυαν και στην άλλη πλευρά του τείχους και οι φρουροί της Ανατολικής Γερμανίας θα έπρεπε να είχαν καταλάβει ότι πυροβολώντας με τα ημιαυτόματα όπλα τους «... επεδείκνυαν πλήρη περιφρόνηση για το υψηλότερο όλων των δικαιωμάτων, το δικαίωμα της ζωής». Παρ΄ όλα αυτά, το 1997, ο Siegfried Β., που ήταν ο μόνος επιζών από την ομάδα των φρουρών που πυροβόλησαν τον 10χρονο Joerg Ηartmann και τον 13χρονο Lothar Schleusener, έλαβε την αμελητέα ποινή φυλάκισης 20 μηνών με αναστολή. Μια άλλη δίκη, έξι στρατηγών της συνοριακής φρουράς, διήρκεσε από τον Οκτώβριο του 1995 ως τον Σεπτέμβριο του 1996 και οδήγησε στην καταδίκη του 66χρονου Κlaus-Dieter Βaumgarten, τελευταίου επικεφαλής της συνοριακής φρουράς της Ανατολικής Γερμανίας και άλλων πέντε ανώτατων αξιωματικών του Σώματος. Ο Βaumgarten, που εμφανίστηκε εντελώς αμετανόητος στο δικαστήριο, καταδικάστηκε σε φυλάκιση εξίμισι ετών για ανθρωποκτονία, ενώ οι άλλοι πέντε στρατηγοί έλαβαν ποινές διάρκειας τριών και τεσσάρων ετών για συνέργεια.

Δεν έζησαν όμως όλοι οι συγγενείς των θυμάτων τού τείχους την κάθαρση και την ικανοποίηση να δουν τους υπευθύνους για τους θανάτους των συγγενών τους να δικάζονται. Ετσι, παρέμειναν στην αφάνεια οι περιπτώσεις που ο θάνατος οφειλόταν σε ατύχημα, άσχετα αν η ψυχροπολεμική κατάσταση ήταν υπεύθυνη για τη μοιραία έκβαση. Εφόσον δε μπορούσαν να αποδοθούν ποινικές ευθύνες για κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό, δεν μπορούσαν φυσικά να κινηθούν νομικές διαδικασίες. Για τούτο, ο θάνατος του πεντάχρονου Cetin Μert δεν έγινε ποτέ θέμα δημοσίων συζητήσεων μετά το 1990, πράγμα που πιθανότατα αντικατοπτρίζει όχι μόνο τη νομική πραγματικότητα, αλλά και τη σχετική περιθωριοποίηση της τουρκικής μειονότητας τόσο στο Βερολίνο όσο και σε όλη την ενωμένη Γερμανία.

«Μπορεί να μην είναι μια πολύ καλή λύση, αλλά ένα τείχος είναι καλύτερο από έναν πόλεμο», λέγεται ότι είπε στους συμβούλους του ο πρόεδρος Κένεντι, το 1961, όταν άρχισε να χτίζεται το Τείχος. Κανείς δεν επιθυμούσε μια ένοπλη αναμέτρηση με τη Σοβιετική Ενωση, και το δικαίωμα των Ανατολικογερμανών να βγουν από το Ανατολικό Βερολίνο ήρθε σε δεύτερη μοίρα. Ο κόσμος είχε αλλάξει άποψη το 1989, και η μήκους 156 χιλιομέτρων «ζώνη θανάτου» πήρε τέλος με την κατεδάφιση του Τείχους, σηματοδοτώντας το τέλος της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της διαίρεσης της Γερμανίας.







πληροφορίες από:in.gr , tovima.gr
Καισαριανή



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου