Σελίδες

Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Χρόνια πολλά στην Ελληνίδα,στην Μανιάτισσα Μάνα που στεναχώρια άντεχε και μπέσα και τιμιότητα μες την ψυχή της έχει!

Φωτογραφία του χρήστη Γαρδενίτσα της Μάνης. Gardenitsa Mani.

"Μάνα"
Tα παλιά τα χρόνια οι γυναίκες μόλις το μωρό σαράντιζε το έπαιρναν στη νάκα και έβγαιναν 

στα χωράφια. Φτάνοντας εκεί, κρεμούσαν τη νάκα στον ίσκιο κάποιου δέντρου και το μωρό κοιμόταν 
ενώ η μητέρα δούλευε. 
Τόσο σημαντική ήταν η νάκα, που στη Μάνη 
η μητέρα αποχαιρετούσε τη νιόπαντρη κόρη της με τη φράση:
«Τη νιάκα σου, τη ρόκα σου και όξω από την πόρτα μου». 
Κάποτε τα μωρά παιδιά δεν είχαν παιδικό δωμάτιο ούτε καν κρεβατάκι.
Η μάνα είχε (γιαγιά προς γιαγιά κληρονομιά) μια νάκα από χοντρό πανί ή από δέρμα, έβαζε μέσα το μωρό, το τύλιγε με καμια κουβέρτα που είχε φτιάξει από 

το μαλι των ζωων, το κοβε στον ώμο κι αμολιότανε για το όργωμα, για τη σπορά, για τον θέρο, για το αλώνισμα, για τον μύλο, για τον τρύγο, για το πλύσιμο και το κοπάνισμα στη θαλασσα , για τα πρόβατα...
Κρέμαγε ψηλα τη νάκα με το παιδί (για να μη το τσιμπήσει κανένα φίδι ή σκορπιός και καλά βυζαγμένο για να μην κλαίει) σε γερά κλαριά κι άρχιζε τις δουλειές της. Και η νάκα με το μωρό κουνιόταν πέρα δώθε από το αεράκι 

και τα πουλιά από τα κλαδιά νανούριζαν το μωρό με τα γλυκοκελαηδήματά τους κι όταν το ξυπνούσε η μάνα του για να το ξαναβυζάξει είχε το μωρό τα μάγουλά του κατακόκκινα και τα μάτια του είχαν μαζέψει μέσα τους όλο το χρυσάφι του ήλιου και το γαλάζιο τ ουρανού.
Αργά το απογευμα ξεκρέμαγε η μάνα τη νάκα απ το κλαρί, την πέρναγε ξανά στον ώμο κι έπαιρνε το μονοπάτι για το σπίτι. Άλλαζε το μωρό, το βύζαινε και 

το ʼβαζε μετά στη κουνια φτιαγμένη με το χέρι από ξύλο (Ελαχιστές ειχαν κουνια)κι ύστερα με το πόδι (για να χει τα χέρια ελεύθερα για τη ρόκα, για το ξάσιμο του μαλλιού, για το πλέξιμο και το κέντημα...) κούναγε τη κούνια 
πέρα-δώθε, πέρα-δώθε, πέρα-δώθε... Και το μωρό στη κουνια, γεμάτο από 
τη ζωή που ρούφηξε όλη τη μέρα, νανουρισμένο από το ρυθμικό, μαλακό κούνημα, από τις σιγανοκουβέντες, τα παραμύθια και τα τραγούδια, πέταγε 
στους εφτά ουρανούς και κλείνανε τʼ αγγελικά του μάτια για νάνι.
Και μετά σβήνανε τα λυχνάρια, πλάγιαζαν κι οι μεγάλοι κι οι μικροί στρωματσάδα αποκαμωμένοι από τον κάματο(κούραση) της ημέρας κι άφηναν το νανούρισμα του "χωριού" να τους πάρει στην αγκαλιά του απο.. το γαυγισμα των σκύλων, 

το γκάρισμα από ένα γαϊδούρι που είχε αϋπνίες, το χτύπημα από τις οπλές των αλόγων στο κατώι, το σκουξιμο ενός τσακαλιού , το χαρχαλι μιας γίδας που ξυνότανε νυχτιάτικα.
Κι αύριο μέρα του Θεού θα ξημέρωνε! 

Κι αύριο Aχάραγα παλι θα ξεκινούσε για τις δουλειές στα χωράφια..
Χρόνια πολλά στην Ελληνίδα,στην Μανιάτισσα Μάνα που στεναχώρια άντεχε και μπέσα και τιμιότητα μες την ψυχή της έχει!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου