Σελίδες

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Ἡ «μυστικὴ φωταγωγία» τοῦ Παπαδιαμάντη...Z. Λορεντζάτος




Ποιό εναι τὸ ἔργο ἢ ἐκενο τὸ ἀνεξήγητο καθεστώς  πς λλις νὰ τὸ πῶ  τὸ καθεστς τν πατέρων, πο μς γκαλιάζει μέσως μς τος θεληματικὰ ἀπόκληρους πὸ τν παράδοση μόλις προφέρομε τὸ ὄνομα τοῦ Παπαδιαμάντη; Καὶ γιατί τάχα βρισκόμαστε δῶ μπροστὰ σὲ κάτι ερύτερο πὸ τὰ γράμματα (Lettres)  ποὺ ὁδηγάει στὸ ἐπίκεντρο τς πνευματικότητάς μας  καὶ πο τὸ ἔχουν, στὴ δική μας τν παράδοση, μόνο ρισμένοι μακάριοι, πως ὁ Σολωμς ἢ ὁ Μακρυγιάννης;
Ἡ ἀπάντηση εναι πιταχτική, γιὰ νὰ μν κάνομε λο τελετς στὸ βρόντο ἢ νὰ τροφοδοτομε τὸ μελαγχολικὸ μι­κρεμπόριο τν πετείων.
Καὶ δικαιολογεῖ λίγα λόγια.
Μὲ ὅλα τὰ διηγήματα ἢ τὸ λογοτεχνικὸ ἔργο μὲ τὸ ὁποο ὁ Παπαδιαμάντης εναι γνωστς ς Παπαδιαμάντης, οἱ βα­θιές του ρίζες, fons vitae, ατς ποὺ στήνουν μπροστά μας ρθιο καὶ τν κορμὸ τς μορφς του καὶ τὸ πολύκλωνο δένδρο τοῦ ἔργου, μιὰ ἑνότητα  οἱ ρίζες  δὲ βρίσκονται πρς τὸ λο­γοτεχνικὸ κόσμο τς θήνας. Γενικὰ ὁ κόσμος τς θήνας, ετε λογοτεχνικς ετε μή, δὲ γνωρίζει  ἀφοῦ τς χασε  καὶ δν πιστεύει τς ρίζες τοῦ Παπαδιαμάντη. σα κενος λά­τρευε καὶ θεωροσε ερά, τὰ χλευάζει καὶ τὰ θεωρεῖ πρόληψη ἢ δεισιδαιμονία, θροφὴ γιὰ τς γριές. Μήτε στιγμὴ δν ναρωτιέται μήπως οἱ γρις βρίσκονται στὴ γ, καὶ ἐκενος, ὁ κόσμος τς θήνας, δηλαδὴ ὁ σημερινς νθρωπος, μὲ ὅλα του τὰ φτα καὶ τὰ σπουδάγματα  Ἐξέλιξη καὶ Πρόοδος  βρί­σκεται ξεκρέμαστος στν έρα. «τι ὁ ἄνθρωπος κάνει τὰ φτα κι χι τὰ φτα τν νθρωπον» (Μακρυγιάννης). πως ὁ Ἄγγλος, ὁ Γερμανς ἢ ὁ Γάλλος τσι καὶ ὁ  Ἕλληνας  «Γραι­κύλος τς σήμερον»  «καμε τὸ πατριωτικν χρέος του, χτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εναι λεύθερος νὰ ἐπαγγέλλε­ται χάριν πολυτελείας τν πιστίαν καὶ τν παισιοδοξίαν», γράφει ὁ Παπαδιαμάντης στὸ πασχαλινὸ διήγημα «Λαμπριά­τικος ψάλτης». Στν λλάδα μπκαν τόσα φτα, κτυφλω­τικὰ στν κυριολεξία τους, στε ο  Ἕλληνες τυφλώθηκαν, δὲ βλέπουν τίποτα. Μὰ πς εναι δυνατὸ νὰ ρωτμε στὰ σοβάρα; Ατὰ ὅλα, πως καὶ τὰ λόγια το Μακρυγιάννη, μπορεῖ νὰ εναι «ραα», γραφικὰ ἢ διακοσμητικά, χουν «ποίηση», κάνουν τὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη νὰ ἀποπνέει «τν ερὴ εωδία τν καμένων κεριν καὶ τν ξερολούλουδων στς εκόνες καὶ στὰ τέμπλα τν ρημοκκλησιν» (παραθέτω πρόσωπα τὰ λεγόμενα τς κριτικς), λλὰ στν ποχή μας ατὰ ὅλα δὲ στέκουν, ξεπεράστηκαν, τί θέλετε νὰ πμε πίσω, ἢ μήπως μπορομε, κόμα καὶ νὰ θέλαμε; μες χομε τὸ ἔργο καὶ μς ρκελλωστε ατὸ εναι τὸ σπουδαο, ατ μς νεβά­ζει, πὸ τς ποιεσδήποτε ρίζες ποὺ μπορεῖ νὰ εναι καὶ σκο­τεινς ἢ ἀκάθαρτες καὶ ὁπωσδήποτε διάφορες ἢ ἄσχετες μὲ τὸ ἔργο, στν ορανὸ τς καθαρς τέχνης, καὶ μὲ ατὸ θὰ τέρ­πεται πάντα  εαισθησία μας. Ὁ Παπαδιαμάντης εναι προπαντς «λογοτεχνία» καὶ ἔγραψε γιὰ νὰ πλουτίσει τν εαι­σθησία μας. πως καὶ ὁ Δάντης. Μάλιστα. Γιὰ νὰ μς εὐ­χαριστήσει «ποιητικ» ἢ ασθητικὰ ἔγραψε καὶ ατός. κενα ποὺ πίστευε ἢ ὑποστήριζε ταν νοησίες ποὺ κανένας δν παραδέχεται πιά. ς πάει νὰ λέει ὁ ἴδιος ,τι θέλει, πς γραψε «γιὰ νὰ βγάλει τος ζωντανος πὸ τὴ δυστυχία καὶ νὰ τος δηγήσει στὴ μακαριότητα» (Epistola XVII, 15). Γίνεται ὁ Δάντης νὰ ξέρει ὁ ἴδιος τί κανε καλύτερα πὸ ἐμς; Ατὰ ποὺ γυρεύετε νὰ μς πετε εναι περβολές. πως πάντα, ἡ ἀλήθεια δὲ βρίσκεται μήτε κατὰ τὴ μιὰ μήτε κατὰ τν λλη πλευρά. Ἡ ἀλήθεια βρίσκεται κάπου στὴ μέση (τὸ γνωστὸ διαλεχτικὸ ἐπιχείρημα σων συγχύζουν τὸ μέτρο μὲ τὴ με­τριότητα). Δηλαδή, μὲ ἄλλα λόγια: οτως τι χλιαρς ε, καὶ οτε ζεστς οτε ψυχρός, μέλλω σὲ ἐμέσαι κ τοῦ στόματός μου.
Ατὰ εναι πιχειρήματα μις λότητας ποὺ ἔχασε τν πνευματικότητά της.
Ὁ Παπαδιαμάντης, ν δν μεινε στὸ Ἅγιον  ρος, πως λογάριαζε, ἢ ἂν δὲ φόρεσε τελικὰ τὸ καλογερικὸ σχμα, πως ὁ Μωραϊτίδης  δν ταν, φαίνεται, προορισμένο νὰ ἀκολου­θήσει ατὸ τὸ δρόμο, ν καὶ τὸ ἀθλοθέτημα τοῦ δρόμου ατοῦ στάθηκε πάντοτε τὸ πολικό του στέρι  δὲ βρκε καὶ στν θήνα ποτὲ τὸ δρόμο του, φοῦ ἀπὸ τὰ 1873, ταν ρθε στν πόλη μὲ τς πενήντα χιλιάδες ψυχές, κάθε πνευματικς δρό­μος ταν σχεδν χαμένος. Τὸ κρατίδιο τοῦ 1830 βοηθημένο πὸ τν Ερώπη καὶ τν πόδημη στρατιὰ τν «φωτισμέ­νων» λλήνων εχε ρχίσει νὰ πετάει να να σα εχαν δια­σωθεῖ ἀπὸ τν πνευματικὴ ἢ τὴ μεταφυσικὴ παράδοση τν πατέρων του καὶ εχε βάλει πλώρη  χωρς νὰ μπορεῖ τότε νὰ καταλάβει τί κανε (λίγοι τὸ καταλάβαιναν)  γιὰ νὰ γίνει, πως τόσα λλα, να συγχρονισμένο ερωπαϊκὸ κράτος. […]
Ὁ Παπαδιαμάντης βλεπε πς τὰ «φτα» ποὺ ἔφερ­ναν οἱ Ἕλληνες πὸ παντοῦ ἔκαναν τελικὰ ὅλο καὶ πιὸ ἀδια­πέραστο «τς γνωσίας τὸ σκότος». Καὶ στν κανόνα ποὺ ἔγραφε γιὰ τν «Διονύσιον τν ν λύμπ» παρακαλιόταν στν σιο: τος ν πογνώσει τῷ σκότει, βαίνουσι, τς φωταγωγίας τς μυστικς μετάδος (δὴ η΄, τροπάριο γ΄). Στὸ μεταίχ­μιο ατὸ ἀνάμεσα στος δυὸ κόσμους ὁ Παπαδιαμάντης γρα­ψε διηγήματα, ναί,  λογοτεχνικὸ εδος ξενόφερτο  ἀρκούμενος «ες τν περιγραφν τν προσώπων καὶ τν πραγμά­των, περ εναι στενς καὶ ἀκριβς τὸ ἡμέτερον ργον», ση­μειώνει στὴ «Γυφτοπούλα», καὶ σήμερα τν ξέρομε πὸ τὰ διηγήματά του· μως ποῦ ὁδηγιονται σοι ξεπεράσουν τς ασθητικς πιφάνειες καὶ βρον τν πυρήνα ἢ ἀπομονώσουν τν οσία τν διηγημάτων ατν;  Ἢ θὰ πάρομε στὰ σοβαρὰ τν κόσμο πο μς παρουσίασε, λόκληρο μως τν κόσμο τς ρθόδοξης λληνικς χριστιανοσύνης ς τς κρότατες συνέπειές του, καὶ τότε θὰ προσπαθήσομε νὰ καταλάβομε τν Παπαδιαμάντη χι μόνο σὰ λογοτέχνη, λλὰ σν πνευματικό μας κεφάλαιο  ατὸ δν σχυριζόμαστε πς εναι;  ἢ ἀλλις θὰ γυρίσομε πίσω στς ασθητικς πιφάνειες, στὴ «λογοτε­χνία» ἢ στν ψυχολογία τν διηγημάτων καὶ θὰ θερίσομε ,τι σπείραμε: τν σκοπη (l’ art pour l’ art) νεροτριβ τς εαισθησίας μας. σοι θέλουν εναι λεύθεροι νὰ τὸ κάνουν ατό. Μόνο ποὺ χάνουν τὸ δικαίωμα νὰ πάρουν τν Παπαδιαμάντη στὰ σοβαρά, ἢ ἂν τν πάρουν στὰ σοβαρά, τότε χάνουν τὸ δικαίωμα νὰ παραμερίσουν φρόντιστα σα λάτρευε κενος καὶ τὰ εχε κάνει ζωή του, ἢ νὰ τὰ θεωρον μόνο «ποίηση» καὶ «γραφικότητα», καὶ νὰ συνεχίζουν τιμώρητα τὰ ἀτομικὰ πάρε δσε  ὅσοι νθρωποι τόσες καὶ ἐντυπώσεις (impressionisme)  μὲ τς ασθητικς πιφάνειες. Διέξοδος δν πάρχει.
πάρχουν, μως, νθρωποι ποὺ μπορεῖ νὰ προτιμν νὰ πάρουν τν Παπαδιαμάντη στὰ σοβαρὰ καὶ νὰ κοιτάξουν ποιά εναι ἡ ρίζα ἢ ἡ «μυστικὴ φωταγωγία»πως προσεύχεται ὁ ἴδιος, ποὺ στηρίζει τν κόσμο τς σποραδίτικης ταπεινοσύνης ἢ τς πρωτευουσιάνικης φτωχολογις τν διηγημάτων του. Πολλοὶ ἀποθαυμάζουν, λόγου χάρη, τν ασθησιασμὸ ποὺ φα­νερώνουν ρισμένα κομμάτια, πως τὸ «νειρο στὸ κμα» ἢ ἄλλα, καὶ τονίζουν ατὴ τν πλευρά. λλὰ ατὸ δὲ σημαίνει τίποτα. Ατὸ δείχνει πς καὶ ἐκενος ταν νθρωπος μὲ αἰ­σθήσεις καὶ ἐξερευνοσε κάποτε τν περιοχή τους. Μόνο ποὺ ὁ Παπαδιαμάντης (ἢ ὁ ἄνθρωπος τς παράδοσης) δὲ σταματοσε κε. Δὲ ζητοσε νὰ κάνει τς ασθήσεις του κοσμο­θεωρία ἢ τρόπο ζως, καὶ προπαντς ξερε πὸ τν παράδοση πς πς ὁ πίνων κ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν. Ὁ Πα­παδιαμάντης βρισκόταν στος ντίποδες σων πέφτουν μὲ τὸ κεφάλι μέσα στὴ δίνη τν παλατιν τς Κίρκης ἢ τν λεγόμενων «νδρείων τς δονς» (Καβάφης). τσι πως παρουσιάζεται σν καταξίωση, ἡ ἀνδρεία τς δονς εναι δειλία τοῦ πνεύματος, δυναμία νὰ ἀναγνωρίσομε τὸ ἀόρατο πίσω πὸ τὸ φαινόμενο, τὸ ὑπερφυσικ πίσω πὸ τὴ φύση· γκλωβισμς στὸ φυσικό. Ἡ ἀνδρεία τοῦ Παπαδιαμάντη κρατοσε πὸ ἄλλη ρίζα, πνευματική. Δὲ σταματοσε στς φυσικς ασθή­σεις ποὺ μοιραζόμαστε μὲ τὰ ζωντανά, λλὰ ἤξερε νὰ παίρνει πὸ τς λλες (ατς ποὺ θεωρομε νύπαρχτες σήμερα), πὸ ἐκενες ποὺ ὅποιος πιεῖ μιὰ φορ οὐ μὴ διψήσ ες τν αἰῶναὉ κόσμος του ὁλόκληρος, φύση καὶ ἄνθρωποι, φωτίζεται χαραχτηριστικὰ ἀπὸ τὸ παράξενο κενο μοναδικὸ φς καὶ λα­βαίνει τν παρξή του μοναχὰ ἐπειδὴ ἔχει πίσω του τὴ βαθιὰ ρίζα, fons vitae, τν πλαστουργικὴ ατία ἢ τν κόσμο τοῦ πνεύματος. Καὶ ὁ κόσμος ατς ξεπερνάει τὰ ὅρια τς νθρώπινης διανόησης ἢ τν ασθήσεων. Τὸ πνεμα δν τὸ ἔχεις, τὸ καταχτς ἢ βιάζεις τὴ βασιλεία του. Τὴ διανόηση ἢ τς ασθήσεις τὰ ἔχεις (καί, ν θέλεις, τὰ καλλιεργες). Ὁ Παπα­διαμάντης ποτὲ δὲ λάτρεψε, πως λέει ἡ παράδοση, τ κτίσει παρὰ τν κτίσαντα. Ἡ Σκιάθος ποὺ πλέει στὸ κμα, μαζὶ μὲ τὴ φύση καὶ τος νθρώπους της, πάρχει μόνο πειδὴ ατς τν χει ποθέσει σὰ μικρὴ χιβάδα μέσα στὸ χέρι τοῦ παντοδύνα­μου, ν χειρὶ Θεο. Γνωρίζει πὸ τος προγόνους του  «Ες τὸ μονύδριον τοτο (τς Παναγίας τς Κουνίστρας) ζησαν κατὰ τὰ τέλη τοῦ ΙΗ' καὶ τς ρχς τοῦ ΙΘ' αἰῶνος ξ πλά­γιοι νιόντες συγγενες μου λοι ερομόναχοι»  πς ὁ κόσμος τοτος εναι πραγματικς μόνο ς ποτέλεσμα τς ατίας του, διαφορετικά  δίχως τν ατία του  καταρρέει, παύει νὰ ὑπάρχει, τὰ χέρια μας πιάνουν παντοῦ ἕνα φάντασμα ἢ πλάσμα, τὸ μὴ ὄν. Τν πόκοσμη ατία ατή, γιὰ μς ποὺ μιλμε καὶ γράφομε λληνικά, πὸ γενες γενεν τν πραγ­ματοποιεῖ μεταφυσικά, δηλαδὴ θρησκευτικά, ἢ τν παληθεύει στὴ ζωή μας ἡ ὀρθόδοξη παράδοση τς χριστιανοσύνης, ὁ ἀπαρασάλευτος ξονας γύρω πὸ τν ποο ταλανίζεται  γόνιμα ἢ μάταια, ξαρτται  ὁ πολύβουος στρόβιλος τς ζως. λ­λος τρόπος μεταφυσικς πραγματοποίησης δν πάρχει γιὰ μς τουλάχιστο ποὺ ζομε στς περιοχς ατς τς γς. Τὰ ἄλλα (διανόηση καὶ ασθήσεις) εναι τοῦ ἀνθρώπου, δν εναι τοῦ Θεο. Καὶ ὁ ἄξονας ατός, μὲ ἄλλα λόγια ἡ ἀληθινὴ μετα­φυσική  ὄχι ατὴ ποὺ διδάσκουν στὰ πανεπιστήμια, ἡ μεταφυσικὴ τν φιλοσόφων, «des philosophers et des savants» (Pascal), δηλαδὴ τν τόμων, ἡ δική σου καὶ ἡ δική μου, τοῦ Σπινόζα ἢ τοῦ Κάντ, λλὰ ἐκείνη ποὺ τὴ ζες ( δν τὴ ζες) μέσα σου μπραχτα ταν κολουθς μιὰ παράδοση  μένει μετακίνητος μέσα στὴ γενικὴ ροὴ καὶ ἀστάθεια, που λα περνον καὶ ἀλλάζουν «ὁ δὲ Χριστιανισμς μεινε καὶ θὰ μέ­ν». […]
 τέχνη εναι μέσον δν εναι σκοπός. Ὁ Παπαδιαμάντης δὲ γοητεύτηκε πὸ τὸ μέσον, στε νὰ λησμονήσει τὸ σκοπὸ ἢ νὰ κάνει σκοπὸ τὸ μέσον. «πειτα οδαμοῦ σχεδν θὰ ερητε τι πεζήτησα βεβιασμένην θέσιν ἢ πλοκήν, πως γαλ­βανίσω τν περιέργειαν τοῦ ἀναγνώστου». Ὁ λογοτεχνικός ( altra cosa) κόσμος τς θήνας μπορεῖ νὰ ρω­τάει τί θὰ ἦταν ὁ Παπαδιαμάντης χωρς τὰ διηγήματα ἢ τὸ λογοτεχνικὸ ἔργο. Δὲ βλέπω νὰ ρωτάει τί θὰ ἦταν τὰ διηγή­ματα χωρς τν Παπαδιαμάντη. Ποιό θὰ ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα (ἡ διηγηματογραφία) δίχως τν ατία του (ὁ Παπαδιαμάντης). Ατὴ θὰ ἦταν, στόσο, ἡ κανονικὴ σειρά. Γιατὶ ἔχομε στν λληνικὴ γλσσα  καὶ σὲ ξένες  καὶ ἄλλα λογοτεχνικὰ ἔργα, ασθητικὰ «ραα» ἢ πληρέστερα σὲ κατεργασία, λλὰ δν ε­ναι Παπαδιαμάντης. Λείπει ἡ προέχταση πο μς μεταφέρει  κάθε λαό  στὸ ἀνεξήγητο κενο καθεστς τν πατέρων ἢ στὸ ἐπίκεντρο τς πνευματικότητάς μας, στὴ μεταφυσικὴ ρίζα τς ζως. Καὶ γιὰ νὰ τὸ ἔχει κανένας ατὸ δὲ φτάνει ποιαδήποτε ποιητικὴ φλέβα ἢ ασθητικὴ πληρότητα. Ατὴ μοναχή της μπορεῖ νὰ γεννάει ργα (γεννάει πολλά), δὲ γεννάει τὰ ἔργα τς παράδοσης. πὸ τν λλη μεριά, τὸ νὰ ἀνή­κεις πλ καὶ μόνο στν παράδοση, δίχως νὰ ἔχεις τὴ χρειαζούμενη δεξιοσύνη στὰ χέρια, πάλι δὲ φτάνει νὰ δώσει σὲ ὁποιοδήποτε ργο τν προέχταση ποὺ ἀναφέραμε. Παράδειγμα ὁ Μωραϊτίδης. Εχε τὸ ἕνα, δν εχε τὸ ἄλλο. Πρέπει νὰ ὑπάρ­χουν καὶ τὰ δυό (παράδοση καὶ δεξιοσύνη) γιὰ νὰ μεταφερό­μαστε στὴ ρίζα τς ζως. Καὶ ατὰ τὰ δυὸ πρέπει νὰ ἔχουν γίνει να. Παράδειγμα ὁ Παπαδιαμάντης.
Κάτι, λοιπόν, παράξενο συμβαίνει δταν ρχίσομε νὰ τὸ συλλογιζόμαστε, σως φοβηθομε.  Ἴσως φτάσομε κό­μα καὶ ὣς τὸ φόβο τοῦ Κυρίου. Τότε θὰ εναι ρχὴ σοφίας.
Τμήματα ἀπὸ τὸ κείμενο «Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης – πενήντα χρόνια  ἀπὸ τὸ θάνατό του». 
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Μελέτες», τόμος Α΄, ἐκδ. Δόμος. 
Ἀρχικὴ δημοσίευση: περιοδικὸ Ταχυδρόμος, 1961. 
Το αντλούμε από την «Πειραϊκή Εκκλησία » τχ. 200, Ιανουάριος 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου