....το λεξικό λημματογραφεί και τα δύο αλλά δείχνει σαφή προτίμηση
στο αρσενικό και καλά κάνει αφού αυτό είναι και το πιο διαδεδομένο:
έχει ως πρώτο λήμμα το αρσενικό αν και το θηλυκό προηγείται,
όλοι οι επιθετικοί προσδιορισμοί είναι αρσ. γένους.
Επίσης, έπειτα από 20 χρόνια κυκλοφορίας του λεξικού, μπορούμε να
εμπιστευτούμε και το αισθητήριό μας και να δούμε πως το θηλυκό είναι μεν
σωστό αλλά σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και σε κάθε περίπτωση έπεται
του αρσενικού.
ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ(ΛΚΝ)
σωλήνας ο [solínas] Ο2 & σωλήνα η [solína] Ο25 : I1.κυλινδρικός, κοίλος και επιμήκης αγωγός, με σχετικά λεπτά τοιχώματα σε σχέση με τη διάμετρό του, που χρησιμοποιείται κυρίως για τη διοχέτευση υγρών και αερίων:Mεταλλικός / κεραμικός / λαστιχένιος / πλαστικός ~. Σωλήνες ύδρευσης / αποχέτευσης. ~ με / χωρίς ραφή, συγκόλληση. Δοκιμαστικός* ~. Παιδί του (δοκιμαστικού*) σωλήνα. Kαθοδικός* ~. Tριχοειδής* ~.Ποτίζω με το σωλήνα, με το λάστιχο. 2. για κτ. που μοιάζει με σωλήνα στο σχήμα ή και στη λειτουργία: ~πυροβόλου όπλου, η κάννη του. Παντελό νι ~, πολύ εφαρμοστό στα πόδια. Ποτήρι ~, ψηλό. Στενός σαν ~. || (ανατ.) φυσιολογικός πόρος ή αγωγός: Πεπτικός / γεννητικός / αναπνευστικός ~. II. (ζωολ.) οστρακόδερμο με σωληνοειδές σώμα.
[I: μσν. *σωλήνας < αρχ. σωλήν, αιτ. -ῆνα· ΙΙ: μσν. σημ.· μσν. σωλήνα (μαρτυρείται στη σημ. για το οστρακόδερμο) μεταπλ. του σωλήνας σε θηλ. με βάση την αιτ.]
...το λεξικό λέει οτι και τα δύο είναι σωστά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου