Σελίδες

Δευτέρα 3 Φεβρουαρίου 2014

588! WORDS AND PHRASES OF MESSINIAN DELIVERY! - 588 ! ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΦΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ !!!

Χιονισμένο τοπίο στον Ταύγετο.

[...] ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΌ :http://messiniaka.blogspot.gr

A

  1. Αγκλιά = Δοχείο για το διάλεγμα της τελευταίας ποσότηας του λαδιού από την κασέλα του
     ελαοτριβείου.
  2.  Αγκωνή =άκρη καρβελιού φρατζόλας
  3.  Ακρίθια = παρανυχίδες, άγρια σημεία του δέρματος
  4.  Αγγειό = δοχείο ή λέγεται και το γυναικείο γεννητικό όργανο.
  5. Αγκορτσια=η αγρια αχλαδια.
  6.  Άγγουσα ζέστη = η κάψα
  7.  Αγκωνάρι=Ακρογωνιαίος λίθος και γενικά μεγάλη πέτρα
  8.  Αγροικάω = ακούω ή ξαγρυπνώ
Πυκνή βλάστηση στον Ταύγετο
9     Αδειάζω = ευκαιρώ(δεν αδειάζω = δεν ευκαιρώ)
 10. Ακουμπέτι = παρά ταύτα
11. Ακώ = ακούω
12.Αλάργα= μακριά
13. Αλλαξιά= σύνολο ένδυσης,
14. Αλετροπόδα = η πούλια.
15 .Αληστρατήσει = έχεις ξεφύγει, το έχεις παρακάνει, σας έκανα άνω - κάτω
16. Αλουποτινάζω = ταρακουνάω δυνατά κάποιον (θα σε αλουποτινάξω.
17. Αμάδι = λεπτή και στρογγυλή πέτρα.


18. Αμάρκαλη – Αμαρκάλιστη = Η ανέραστη, η παρθένα (επί ζώων)
 19. Aμπαρώνω= κλειδώνω
 20 Αμπλαούμπλας = ο πολυλογάς, ο σαχλαμάρας
 21. Αμπέχονο = καπαρντίνα
 22. Αμπολάω=Αφήνω.
 23. Αναβόλα = Πεζούλα χωραφιού (από την περιοχή Κυπαρισσίας) 24. Αναγρυμώνω = παίρνω θάρρος
 25. Ανακλανιέμαι = τεντόνωμαι
 26. Αναζούπωσε = ξαναζωντάνεψε.
 27. Αναρίγησα = ανατρίχιασα
 28. Aνασκελώνομαι= ετοιμάζομαι να φύγω
29  Αμπολάω = αφήνω, ελεύθερα, ασύδοτα.
30. Ανάκαρο = δύναμη, τσαγανό.
Πολύχρωμο δάσος
31. Ανασκελώθηκε = έπεσε ανάσκελα.
32. Ανασκουμπούτα = Τούμπα. «τον έφερα ανασκουμπούτα». (Μανιάτικη λέξη)
33. Ανεβάσταγη = ανυπόμονη, αυτή που δεν κρατιέται.
34. Αντιβαδιάζω = Κοροϊδεύω, ξεγελώ, εξαπατώ. (Μανιάτικη λέξη).
35. Αντραμάκι = Φόρα στο ξεκίνημα «πήρε αντραμάκι». (Μανιάτικη λέξη)



36. Αντρομίδα = Χοντρή υφαντή κουβέρτα (Από την περιοχή Κυπαρισσίας)
37. Ανήλιαγο = Αυτό που δεν το βλέπει ο ήλιος.
38. Αξύριγος = αξύριστος.
39. Απαγγιο = δεν το πιάνει ο αέρας.
40. Απίδι= αχλάδι,
41. Απόκανα = παρακουράστηκα, 
42. Αποπερα=απεναντι.
43. Αποσταίνω = κουράζομαι
44. Αποσπερού = απόψε το βράδυ
45. Αραχνος = κακομοίρης,
46. Αρμάκι = μάντρα.
Μανιάτικο ηλιοβασίλεμα στην Καρδαμύλη.
47. Αρμόλατσο = Νερό, λάδι και αλάτι στα οποία έβαζαν το παστό και το λουκάνικο                  
      μετά το κάπνισμα.
48. Αρούκατος= άτσαλος
49. Αρναούτης = ισχυρογνώμων
50. Ασκί = τουλούμι.
51. Απαυτώνω = κάνω έρωτα με μια γυναίκα
52. Απόπατος = τουαλέτα
53. Αραούζης = ασουλούπωτος
54. Απαντοχή = υπομονή
55. Αυτούνο αυτού = αυτό εκεί
56. Αποκορωμένος = καταραμένος
57. Αποκρεύω=σταματώ να τρώω κρέας
58. Απάγκιο = μέρος χωρίς αέρα 
59. Ανάρτυγο=φαγητό χωρίς λάδι
60. Απόρριξε =απέβαλλε  
61. Ανεβάσταγος=ανυπόμονος
62. Αράδα = σειρά.
Πανοραμική φωτογραφία από το Παλαιόκαστρο της Πύλου
63. Άρατος = άφαντος
64. Αρτήθηκα = έφαγα.
65. Αρίλογος: Ειδικό κόσκινο για δημητριακά, για τραχανά κλπ.
66. Αστράχα = αστράχα είναι το μέρος η εσοχή που σχηματίζει το τέλειωμα του τοίχου με τα       κεραμίδια απο μέσα στο σπίτι εκεί που ακουμπούν τα ξύλα της σκέπης.
67 . Ασκελιά = Το βήμα, «πήρε μεγάλη ασκελιά».
68. Αταρος ή άταλος = αδυναμος, που δεν πιάνουν τα χέρια του. 
69. Ατσάγγλιγος = ο απεριποίητος
70. Αφαλόκομα=  μαχαίρωμα, σφάξιμο (θα σε αφαλοκόψω= θα σε μαχαιρώσω, θα σε σφάξω)
71. Αφόρμησα = μολύνθηκα
72. Αχάραγο = αφώτιστο
73. Αψίω = τρώω χωρίς ψωμί

Β. 
74. Βακέτα = Χοντρό κατεργασμένο δέρμα. (Μανιάτικη λέξη)
75. Βαλμάς = ο εργάτης που χτύπαγε τα άλογα στο λιοτρίβι.
76. Βατεύω = κάνω sex με παρθένα 
77. Βαγένι = βαρέλι 
78. Βαγιολι = πανι για τρόφιμα
79. Βανιώνω = παχαίνω.
80. Βασιλίκι = Παιδικό παιχνίδι με κότσι αρνιού ή κατσικιού. (Μανιάτικη λέξη)
Μανιάτικος Πύργος
81. Βερεσιγέ = χωρίς πληρωμή
82. Βουή σας μαύρη = προσέξτε θα σας βρει μεγάλο κακό
83. Βρακοζώνι = ανδρικό εσώρουχ0 με πόδια
84. Βίκα = στάμνα.
85. Βικύ = πήλινο δοχείο για κρασί με στενό στόμιο.
86. Βιλάδα = η ζούρλια που κουβαλάει κάποιος
87. Βίτσα=Λεπτό κλαδί
88. Βατουριώνω, βατώνα= σύμπλεγμα από βάτα
89. Βιζιδάδι = έμπλαστρο
90. Βαβίζω = γαυγίζω ή φωνάζω
91. Βαρελίτσα=μικρό βαρελοειδές ξύλινο δοχείο.



92. Βολοκόπος = Αυτός που ακολουθούσε το ζευγολάτη και με την αξίνα του θρυμμάτιζε         
      το χώμα. (Μανιάτικη λέξη)
93. Bούζα= χοντρή γυναίκα
94. Βούλωσα = έσκασα από την ζέστη!
95. Βούτα = τη χρησιμοποιούμε για τα μεγάλα βαρέλια χτιστά συνήθως που είχαν στα            
      χτήματα για να γεμίζουν νερό για τις διάφορες αγροτικές εργασίες.
96. Βουτσί ή Βαένι = το βερέλι που έβαζαν το μούστο.
97. Βρουλέα = Πλατύγυρο καπέλο φτιαγμένο από χοντρό «πλεμάδι». (Περιοχή Μάνης).

Γ΄ 
  98. Γαστέρα = κοιλιά
  99. Γράνα = ) χαντάκι αποστράγγισης νερών  ή οριοθέτησης αγροτεμαχίων.
Η ευλογημένη ελιά, στους Μανιάτικους βράχους
100. Γερανίζω = Μελανιάζω, π.χ. "το σκασμένο γεράνισε στο κλάμα", "γεράνισε το μάτι μου
         από την πείνα" (από την περιοχή Κυπαρισσίας).
101. Γηστέρνα = Υπόγεια υδατοδεξανενή που γέμιζε με νερό βροχής. (Περιοχή Μάνης).
102. Γουρνοπούλα, = γουρουνόπουλα
 .      Γερούτσος = γεροντοπαλλήκαρο.
 103.Γεμενί = χρωματιστό μαντήλι του κεφαλιού
 104 Γιούρντες = είδος γυναικείου παλτώ χωρίς μανίκια

105 Γκαβαλίνα = η κοπριά των ζώων. Από εκεί πηγάζουν και οι χαρακτηρισμοί Γκάβαλος που 
        σημαίνει ότι κάποιος είναι σκατάς, βλάκας, όπως και το γκάβαλο που είναι η ακαθαρσία 
        της μύτης.
  106.Γκάνιαξα = κοράκιασα, δίψασα.
  107. (Γ)καρούτζος = Ο λαιμός π.χ. Θα σου κόψω τον (γ)καρούτζο (από την περιοχή
          Κυπαρισσίας)
  108. Γκοργκούνι= αστράγαλος
 109. Γκώνω= μπουχτίζω από το πολύ φαγητό – επέρχεται κορεσμός, έγκωσε από το πολύ
        φαγητό.
 110. Γιακου = οταν οι γιαγιές άκουγαν κάτι απίστευτο ή κάτι περίεργο.
 
Αγ. Δημήτριος Μάνης
 111. Γιάτρα = κοίτα ( για τήρα)                                                                                                     112. Γιγκλες= εξαρτημα του σαμαριού.
 113 Γιόμα = απογευμα.                                                                                                               






114. Γιούκος, τρακάδα = κουβέρτες και παπλώματα το ένα πάνω στο άλλο, που τα έβαζαν οι 
        νοικοκυρές πάνω στα μπαούλα.
115. Γιουρούκι = σκουντούφλης.
116 Γκόρτσα= άγρια αχλάδια,                                                                                                        
117 Γκριτζάλα = ειδικό ξύλο με δόντια.                                                                                            
118 Γκουργκούνι = αστράγαλος
119. Γλυφοσαγανάς = αυτός που γλείφει το πιάτο.
120. Γνέματα = νήματα
121. Γούπατο = η περιοχή που είναι χαμηλή (γούβα)
122. Γουστέρα = σαύρα
123 Γούτος = αρσενικό περιστέρι, αυτός που είναι διπλοσάγωνος όταν είναι μουτρωμένος.
124. Γράβαλο = Είδος τσουγκράνας που χρησιμοποιείται στον καθαρισμό της σταφίδας.
125. Γράδο = Οξυμετρητής κρασιού/μούστου.
126. Γρέκια = μαντριά

Δ΄ 
127. Δανά = Τώρα, αυτή τη στιγμή. (Περιοχή Μάνης).
Αγ. Νικόλαος Μάνης
128. Δανεικαριά: Όταν βοηθούσε ο ένας χωρικός τον άλλο στις δουλειές του χωραφιού, με σκοπό
        να βοηθηθεί και εκείνος μετά. π.χ. "κάνω δανεικαριά με τον τάδε".
129. Δεν κοτάς να τσίξεις = Δεν τολμάς να μιλήσεις
130. Δέμπλα = Ξύλινο ραβδί για ράβδισμα ελιών.
131. Δικόνες μου = ο δικός μου.
132. Δίκορος = αυτός που έχει δύο κλαδιά. Ο διχαλωτός. (Μανιάτικης προέλευσης).
133  Διπουτσοσε = έδεναν τα κατσίκια απο τα πόδια. (Μανιάτικη λέξη)
134. Δράλαπας = θυελλώδης άνεμος.
135. Δραπέτσι = πολύ ξυνό (το πορτοκάλι είναι δραπέτσι)
136. Δριστέλια = η νεροτριβή.                                                                                                           
137. Δώθενε = από εδώ

Ε΄ 
138. ‘Εγιουρναν = άλλαζαν δρόμο και σταματούσαν κάπου. (Μανιάτικη λέξη)
139. Ευτού = εκεί
140. Έκα = κάνε πιο πέρα
141. Εντο = νάτο
Ο ιστορικός Ναός του Αγ. Σπυρίδωνα Καρδαμύλης
142. Εντοσα = ξεπιάστηκα
143. Ερχόσαντε = Ερχόντουσαν
144. Εφτούνο = αυτό
145. Έχουτε = έχετε.
146. Έχω δικοσύνη = Είμαι συγγενής. (Μανιάτικης προέλευσης)

  Ζ΄
147. Ζάρκουλα = Η κουκούλα που έχουν τα παλτά. (Από τη Μάνη.
148. Ζεματάω = ρίχνω σε καυτό νερό.
149. Ζεμπερέκι = πετούγια πόρτας
150. Ζωστήρα = Ζώνη
151. Ζουλάπι = άγριο ζώο

Η                                                                                                                                                          152. Ήσαντε = Ήσαν, ήτανε                                                                                                                
153. Ήντουσαν= Ήσαν, ήτανε
 Θ΄ 
154. Θέλουτε = θέλετε.

Ι ΄
155. Ιδιάζω = Προετοιμασία νήματος για τον αργαλιό.

Κ΄ 
156. Κακάβι = το καζάνι που ζέσταιναν το νερό για να πλύνουν. Τη λέξη αυτή συνήθως τη
        συναντάμε στην περιοχή των Φιλιατρών.
157. Κακαβολίθι = τρεις πέτρες που τοποθετούσαν το καζάνι όταν πήγαιναν στη νεροτριβή.
Αγ. Ανάργυροι Νομιτσί
158. Καλύβω = καλύπτω.
159. Καλικούτσα = παίρνω κάποιον στην πλάτη….θα σε πάω καλικούτσα.
160. Καμούσι = Το τελευταίο κρασί (στα Μανιάτικα).
161. Καμώνομαι = σωπαίνω.
162. Καπισταλι = ξυλο στο στομα για ταζωα για να μην βυζένουν.
163. Καράγιαλης = Βορειοδυτικός άνεμος.
164. Καράκλα = Ορθάνοιχτα (Μανιάτικη φράση που αναφέρεται στα πορτοπαράθυρα)
165. Καραμουτζαχείλης= αυτός που έχει σαρκώδη χείλη,                                                                                                               166. Καριόλα = ξύλινο κρεβάτι
167. Καρκατζέλες = κοπριά κατσίκας.
168  Καρκάτζουλας = πολύ αδύνατος άνθρωπος.
169. Καρλαύτης = αυτός που έχει μεγάλα και πεταχτά αυτιά
170. Καρίτζαφλας = Ο λάρυγκας της κότας, κόκορα κλπ
171. Καρούτα= ξύλινη σκάφη ή ποτίστρα ζώων
172. Καταλιακού= μες τον ήλιο.
173. Καταλαχού= κατά τύχη.
174. Καταράχη = μικρό ύψωμα σε κτήμα.
175. Καστραπέτσια = αγγούρια.
176. Κατρούτσο = Δοχείο κρασιού σε ταβέρνες.
177. Κατσαβονιά, κατσαβονιάρης = η ζαβολιά, ο ζαβολιάρης.
178. Κατσιβέλα = Τσιγγάνα. (Η λέξη αυτή λέγεται στα χωριά γύρω από το Κοπανάκι).
179. Κατσίγαρος = Το λιόζουμο μετά τη διαλογή του λαδιού. (Μανιάτικη)
180. Κατσικώθηκε= αυτός/αυτή που καθεται και δεν φεύγει με τίποτα.
Ακτή φονέα Καρδαμύλη
181. κατσιμπούλα = μικρή πεταλούδα
182. Κατσιφάρα= καταχνιά, ομίχλη
183. Κατσούλα = γάτα
184. Κατσόνι = ένα ξύλινο εργαλείο σα μαγκούρα ή γκλίτσα που κατεβάζουν την κλάρα της ελιάς.
185. Καταπίτης ή καταπιώνα= οισοφάγος
186. Κατακεφαλιά =καρπαζιά.
187. Κάφυρος = Το ρουθούνι
188. Καψερός = ο καημένος.
189. Κείθενε = από ‘κει,
190. Κειώνω = τελειώνω, συμπληρώνω.


191. Κλαίει τα μυρενά = κλαίει και οδύρεται, κλαίει από την πολύ στενοχώρια.
192. Κλιτσινάρα = Το πίσω μέρος του γόνατου, η κλείδωση.
193. Κλ.ωνα = κλωστή
194. Κιόσα (τα) = Χρέη
195. Κιούπι = πήλινο,λαγήνι.
196. Κλωσσούδες = Οι κότες που κλωσάνε (επωάζουν) αυγά. (Μανιάτικη).
197. Κουτσούνα= κούκλα, το παιχνίδι
198. Κούκλα = καλαμπόκι
199. Kοκόσια = αμύγδαλο
200. Κολιάνιτσα = ευκοίλια.
201. Κολιάστρα = Το πρωτόγαλα του αιγοπρόβατου μετά τη γέννα )από την περιοχή
        Κυπαρισσίας).
202. Κολιτσάκια = ‘αγκιστρα στο σαμάρι.
Η Καρδαμύλη με το νησάκι της από ψηλά.
203. Κότσαλα = Τα ξερά τσαμπιά της σταφίδας χωρίς τις ρώγες.
204. Κουλούκι = το κουτάβι
205. Κουλουμπαράς = Κουμπαράς που μαζεύουμε χρήματα.
206. Κουτρούλι= σωρός χώματος,αυλάκι ντομάτας
207. Κουμούτσι = χοντρό κομμάτι ψωμιού 
208. Κουβενταρία = λογοδιάρρια.


209. Κουνενές = μωρό.
210. Κουνούκλα: το φυτό λαδανιά
211. Κόρυζα = αρρώστια πτηνών.
212. Κοτοκάθια = Εκεί που κούρνιαζαν οι κότες τη νύχτα. (στα Μανιάτικα).
213. Κρησάρα = λεπτό κόσκινο.
214. Κονταυγές = χαράματα
215. Κουτσουμπέλι = πιτσιρίκι
216. Κενώνω = σερβίρω- αδειάζω.
217. Κιβούρι = μνήμα
218. Κολετσίνες, Μποτσίκια = Η Κρεμμύδα που κρεμάμε την πρωτοχρονιά.
219. Κόρτσα = η τραγανή πέτσα απ την ψητή γουρουνοπούλα.
220. κόσα η (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :σλαβ. λ. kosa] είδος μεγάλου δρεπανιού με μακρύ
        στειλιάρι, που χρησιμεύει για το θερισμό του τριφυλλιού ή άλλων χόρτων τα οποία είναι
        κατάλληλα για ζωοτροφή, αλλιώς κοσιά
221. Κοτάω = τολμώ (Δεν κοτάω να μιλήσω = δεν τολμώ να μιλήσω)
212. Κόφα = μεγάλο καλάθι.
213. Κοφίνι =καλάθι.
214. Κόφτρα = μακρύ πριόνι με δύο λαβές που το χειρίζονται δύο άτομα. 
215. Κότσαλα = κοτσάνια    
216. Κουκουνιάζω = Όταν τα βόδια έτρεχαν εξαγριωμένα όταν τα τσίμπαγε η μύγα      
         κουκουνόμυγα.
Η Βοϊδοκοιλιά από το Παλαιόκαστρο της Πύλου


217. Κούμπλα = βρύση,
218. Κουργιαλοί = αυλάκι για φύτεμα ντομάτας.
219. Κουτουρού = τυχαία
220. Κοτσώνομαι = καμαρώνω
221. Κατσόνι = ξύλινο εργαλείο τραβήγματος κλαριού
222. Κοπελάτος = υπηρέτης
223. Κουλουπώνομαι =χώνομαι στα σκεπάσματα.




224. Κούρβουλο = αυτός που χτυπάει, κουτσαίνεται.
225. Κρεματζουλίζομαι= κρεμιέμαι.
226. Κυλίφι = μαξυλαροθήκη
227. Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα.5

Λ΄
228. Λαγκεύει (το μάτι μου) = Παίζει το μάτι μου (νευρικό), πετιάται.
229. Λαγκουνίζει = γυαλίζει (συνήθως λόγω λαδώματος)
230. Λαδούσα=Δοχείο για μεταφορά λαδιού.
231. Λακαω = φευγω μακρια γρηγορα,τρεχω
232. Λάκκος = αργαλειός.
233. Λαίμαργο = Κλαδί ελιάς που είναι κατακόρυφο για να τραβάει τους χυμούς και να καρπίζει
        τον επόμενο χρόνο.
Αγριεμένος Μεσσηνιακός κόλπος από τη Μάνη
234. Λάμια=Όμορφη γυναίκα.
235. Λατσιάρα = κατάβρεγμα λασπερό.
236. Λούρα = λουρί
237. Λαπάντε: Για λάδι, σημαίνει διάφανο (Και για τη θάλασσα μεταφορικά, όταν λέμε είναι η
        θάλασσα λάδι λαπάντε σημαίνει είναι ήρεμη και διάφανη)

2
38. Λάχανα = τα άγρια χόρτα των αγρών.
239. Λεγνεύτηκα = Έπαθα μεγάλο κακό. 
(στα Μανιάτικα).


240. Λέχουρδες = Αγριόσκορδα που μαγειρεύονται σαν τσιγαριστά χόρτα.
(Έτσι τα λένε στα χωριά γύρω από το Κοπανάκι).
241. Λιαδώματα = Κατσίκια
242. Λινάτσα = (Μεταφορική λέξη) Κατεργάρης, απατεώνας.
243. Ληνός = Πατητήρι σταφυλιών (από την περιοχή Κυπαρισσίας)
244. Λιόζουμο = Υγρό απόβλητο ελαιοτριβείων
245. Λιοκόκκι = Πυρήνας από επεξεργασία της ελιάς στο ελαιοτριβείο
246. Λιοπανάζω= δέρνω κάποιον τόσο πολύ που σέρνεται σαν λιόπανο (θα σε λιοπανιάσω)
247. Λουτσίζομαι = πλένομαι, βρέχομαι
248. Λοκάνικο = λουκάνικο.
249. Λιάστρα = απλωμένα κάτω.
250. Λιμπιά = τσιμεντένια υπαίθρια πλυντήρια.
251. Λόπια = Φασόλια ξερά.
252. Λουθουνάρι = ο καλόγερος, ο δοθήνας.
253. Λουμπούσια = το στέλεχος του καλαμποκιού.
254. Λουτριάζω τα βαρέλια = Πλύσιμο και καθάρισμα των βαρελιών από τη λάσπη.
Φαράγγι Ριντόμου. Η κοίτη του στη Σάντοβα


Μ΄
255. Μαθές = λοιπόν.
256. Μάκινα = Μηχανή κοσκινίσματος στεγνωμένης σταφίδας
257. Μαλαστούπα= σφουγγαρίστρα
258. Μαμούκαλα = τίποτε ( τι θα φάμε σήμερα ; μαμούκαλα (τίποτε)
259  Ματσούκι = κοντόχοντρο ραβδί 
260. Μάπα= λάχανο.
261. Μάπα = σφουγκαρίστρα
262. Μάπισμα = το σφουγκάρισμα.
263. Μάρα μου = Μάτια μου, αγάπη μου
264. Μαρτίνι = κατσίκι
265. Μαπίζω = σφουγκαρίζω.
266. ματσουλάω = μασάω
267. Με μερμελάει= με ενοχλεί
268. Με πήγε σούρσιμο, σούρτσι = είχα διάρροια.
269. Μελιγκόνια= μυρμίγκια,
270. Μέσκουλες = μούσμουλα
271. Μολόχα = γεράνι
272. Μαναστήρα=Η ευλογημένη
273. Μούργα =χοντρό κατακάθι λαδιού.
274. Μούρτζι = Αχνοφεγγιά
275. Μουστρίθηκες = Πασαλίφθηκες στο πρόσωπο.
Το κάστρο της Καλαμάτας
276. Μπαζουνιάζω= τρώω πολύ
277. Μπαρμπούτια=Αποκριάτικες στολές
278. Μπαρτουμια= τα δερματα που κρατάνε το Σαμαρι
279. Μπατανία= χοντρή κουβέρτα.
280. Μπερτσού= αναμαλλιασμένη,
281. Μπλεζενιές = τα καρπούζια. 
282. Μπουγέλος = κουβάς.
283. Μπορούτε = μπορείτε
284. Μπόσικα = χαλαρά.



285. Μπαζίνα την χρησιμοποιούν και μεταφορικά θέλοντας να πουν ότι κάτι είναι πολύ πηχτό
286. Μπάκα = κοιλιά.
287. Μπαμπουλώνομαι ή μπουμπουλώνομαι = φοράω πολλά ζεστά ρούχα
288. Μπούρδας = χοντρός
289. Μπουρνέλια = κορόμηλα
290. Μπουσουρντάνο = ντενεκές.
291. Μασιά = σιδερένιο όργανο για τα κάρβουνα.
292. Μπάκακας =βάτραχος.
293. Μπανιερό = μαγιό
294. Μπερντεδάκια = κουρτινάκια
295. Μπλαφούσκιασα = ζάρωσε, κρέμασε το πρόσωπό μου
296. Μπλαβιάζω, μπλαβινίζω = μελανιάζω.
297. Μπικιόνα = Τενεκές
298. Μπιντόνα = ντενεκές                                                                                                                
Πανοραμική Άποψη στην Παραλία της Μ. Μαντίνειας
 
299. Μπότης= πήλινο δοχείο κρασιού.
300. Μπουζία = γουρούνια.
301. Μπορμπόλια = στα μπούνια, όταν παίρνουμε κάποιον στους ώμους μας.
312. Μπουκουβάλα = Γάλα με μπουκιές μαλακωτό ψωμί.  (Μανιάτικη λέξη)
303. Μπότσα = ειδικό δοχείο από ορείχαλκο που χωρούσε δύο οκάδες λάδι.
304. Μπουχίζω = καταβρέχω με νερό 
305. Μπράσκα=Βάτραχος ξηράς.
306. Μπρίσκαλα = τα άγουρα σύκα.
307. Μπροστέλα, μπροστοποδιά = ποδιά της νοικοκυράς.
308. Μαζόχτη = μαζεύτηκε- έφτασε 
309. Μπαζίνα = χυλός από καλαμποκάλετρο
310. Μου βγήκε η λασά = μου βγήκε η γλώσσα.
311. Μυθίες = Μικρά παραμυθάκια (στα Μανιάτικα).
312. Μώρα (με πλάκωσε η μώρα) = Η αίσθηση ότι δε μπορείς να κουνηθείς όταν ονειρεύεσαι ή
        όταν ξυπνάς (από παλιά δοξασία)
Ν΄
313. Ναχρικά = κατσαρολικά.
Ηλιοβασίλεμα στην Κ. Βέργα με φόντο την ελιά 
314. Νέμα = Το νήμα, η κλωστή (στα Μανιάτικα).
315. Νίδι = ένα μικρό κομμάτι
316. Νταβάς = χάλκινο ταψί με καπάκι
317. Νάκα = φορητή κούνια μωρών που έβαζαν στην πλάτη τους οι αγρότισσες
318. Νόμου (μια δραχμή) = δώς μου μια δραχμή
319. Νταμαχιαρης = Αχόρταγος 
320. Ντενεκές στον ούρλο = ντενεκές στον κώλο του σκύλου ή γάτας.
321. Ντόνω = ξεμουδιάζω,


322. Ντελέγκα – Ντελέγκα = Γρήγορα – γρήγορα. (Μάνης λέξη)
323. Ντεληκατσώνης = αυτός που είναι ψηλός και λεπτός.
324. Ντορβάς = ταγάρι.
325. Ντουράκος = πέτρινο κάθισμα.
326. Ντρουμπούκι = καλαμένια κουβαρίστρα για χοντρές κλωστές.
Ξ΄ 
327. Ξάϊ = το δικαίωμα 10% που έπαιρνε ο μυλωνάς για το άλεσμα του σταριού.
328. Ξαχιούρης = Ο σκορποχέρης, ο σπάταλος. (Μανιάτικη λέξη)
329. Ξείκλωτος = ατιμέλητος
330. Ξεκάμπησε, = βγήκε από τον κάμπο, συνήθως τη χρησιμοποιούμε όταν έχει αργήσει
         κάποιος και επιτέλους τον βλέπουμε να έρχεται.
331. Ξεκορφαρίζω = ο ψηλός που ξεχωρίζει.
332. Ξεκοτσαλίζω = βγάζω τα κότσαλα (συνήθως με το γράβαλο)
Η εξωτική παραλία της Καλαμάτας
333. Ξελέμιασμα = σφάξιμο κόκορα.
334. Ξεσαγωνιάστηκα = αδυνάτισα πολύ.
335. Ξεσυνέρια = ζήλεια, καχυποψία 
336. Ξεκωλώνω = ξεριζώνω
337. Ξυλοκέρατα = χαρούπια.
338. Ξεμπατινιάστηκα = ξεπατώθηκα.
339. Ξεμπινιάστηκα = ξεμεσιάστικα
340. Ξεμποχιασμένο = Ξεχειλωμένο
341. Ξεσπίνισμα = η αφαίρεση του σπόρου του καλαμποκιού.
342. Ξεστερίζουμαι = δεν λαμβάνω υπ’ όψιν.
343. Ξετσάγκλισα = ξεμπέρδεψα (ξετσάγκλισε τα μαλλιά σου = ξεμπέρδεψε τα μαλλιά σου)
344. Ξυλοκατσούλα = Ξύλινη φάκα για ποντίκια (Μανιάτικη λέξη)

Ο΄
345. Οβριές: Είδος χόρτου-λαχανικού, οι τρυφερές κορυφές από το αρκουδόβατο 

(μοιάζει λίγο με κισσό ή και σπαράγγι)
346. Ολούθε = παντού
347. Ολοτρυπίριστος = γεμάτος τρύπες, αυτόν που έχουν τσιμπήσει πολλά κουνούπια.
348. Ορδινιά = Προετοιμασία (στα Μανιάτικα).
349. Ούλοι = Όλοι
Π΄
350. Παλιόπραμα = παλιάνθρωπος.
Συνεφιασμένος Μεσσηνιακός κόλπος
351. Πανιάρα = είδος εργαλείου σαν σφουγγαρίστρα, που καθάριζαν τις στάχτες απ τους
        φουρνους
352. Πάντα = μεριά, πλευρά, άκρη (κάνε στην πάντα)
353. Πάκια = πλευρά (στο ανθρώπινο σώμα)
354. Παράλυτε, (ρε) =  ο βλάκας, ο άχρηστος.
355. Παραγώνι = τζάκι
356. Παράφθαστο = αξεπέραστο
357. Παρδαλίζουν = λέγετε όταν οριμάζουν τα σταφύλια.


358. Πασαράς = σουρωτήρι (το σκεύος)
359. Πασπαλώ = ρίχνω άχνη ζάχαρη.
360. Πασταριά = η μια πάνω στην άλλη.
361. Πάστρεφτο = καθάριστο
362. Πατάκα = πατάτα.
363. Παταλιά = οριζόντια θέση τραυματία
364. Πατσαβούρα, πετσάφι = πρόχειρο πανί που χρησιμοποιείται κατά και μετά το φαγητό.
365. Πελεκάω = χτυπάω.
366. Πελενά = Τετράγωνο ύφασμα. Μέσα σ’ αυτήν δίπλωναν διάφορα πράγματα και την
        ζαλωνόντουσαν. (Μανιάτικη διάλεκτος)
367. Περικάλεση = συγκέντρωση γυναικών σε σπίτια για ομαδική εργασία.
368. Περονιάζω = Διαπερνώ, π.χ.με περόνιασε το κρύο (από την περιοχή Κυπαρισσίας)
369. Πετσάφι = μικρό πανί κουζίνας
370. Πετσί λουρί = χέσιμο,
371. Πηνιάτα = πήλινο δοχείο φαγητού.
372. Πίγκωσα = βούλωσε η μύτη μου
373. Πιλαλάω = τρέχω, 
374. Πιλάλα = τρέξιμο,
375. Πινακωτή = ξύλινη τάβλα που έβαζαν το ζυμάρι να φουσκώσει πριν το φουρνίσουν
Ο ιστορικός Βυζαντινός Ναός των Αγ. Αποστόλων
Καλαμάτας
376. Πινιάτα = μικρό πήλινο πιθάρι.
377. Πιτάκοι = Μικρά άσπρα σκουληκάκια που έπιανε το τυρί. (από την περιοχή της Μάνης)
378. Πιτάρι = μελισσοκέρι 
379. Πιοτούρα = κρασοκατάνυξη
380. Πέσε μου = πες μου, 
381. Πλακουτσά = πλακωτά.
382. Πλευρομετρώ= σπάω το κόκκαλα ( θα σε πλευρομετρήσω)




383. Πλέχτρες = Οι πλεξίδες των κρεμμυδιών.
384. Πολυβαρδία - πολυκοσμία
385. Πουντιάζω = ξεπαγιάζω
386. Πούντος = το μεγάλο δάχτυλο του χεριού,
387. Πράϊτα (τα) = τα πρόβατα
388. Προγκάω = διώχνω κάτι με φωνές, τον φοβίζω
389. Πούργι = μεγάλο και φαρδύ καλάθι φρούτων,
390. Πρασιές = Κοπάδια γουρουνιών, που έβοσκαν ελεύθερα στο βουνό.
391. Προσμπούκι = κολατσιό 
392. Προσφέρνω = παρομοιάζω με κάποιον άλλο
393. Προσώρας = προσωρινά.
394. Πρωιμιές = πρώιμα σπαρτά.
395. Πρωτολασία = Πρώτη βόσκηση χωραφιού. Πρωτονομή. (Μανιάτικης προέλευσης)

Ρ΄ 
396. Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίο
ΥΠΑΠΑΝΤΗ: Μητροπολιτικός Ναός της Καλαμάτας
397. Ρέντος=Ράντισμα.
398. Ρέφουλο = Πνοή, φύσημα αγέρα. (Μανιάτικη φράση)
399. Ρεψοχέρης =αυτός που κρατάει κάτι και του πέφτει εύκολα.
400. Ροβολάω = κατεβαίνω τρέχοντας.
401. Ρογός = αποθηκευτικός χώρος του άχυρου στο κατώι του σπιτιού.





402. Ρόμπα = Ο ξεφτύλας, ρεζίλης ευτελής. (Η λέξη αυτή λέγεται πλέον σε όλη την Ελλάδα, 
        αλλά ξεκίνησε από τη Μεσσηνία) 
403. Ροί = σκεύος που βάζουμε το λάδι, λαδερό
404. Ρούγα = γειτονιά
405. Ρουκουνιάζω= τρώω πολύ και γρήγορα
406. Ρουκούλησε = κύλησε
407. Ρουπώνω = χορταίνω 
408. Ρουτα = πανινι/φτιαρι   Καθαριζαν το φουρνο ξυλοφουρνο 
409. Ριτσίδι = βράχηκα ως το κόκαλο.
410. Ρεντάω = ραντίζω.

Σ΄ 
411. Σαγάνι = πιάτο,
412. Σάϊσμα = Χοντρό ύφασμα πλεγμένο από μαλλί κατσίκας που το στρώνουν σαν χαλί και 
        παλιά το φόραγαν οι βοσκοί (η κάπα)
Πετροχώρι, παραλία αμμόλοφων
413. Σακάτου = εκεί κάτω,
414. Σακείθε = Αντε πήγαινε από εκεί.
415. Σαλάγημα = Κυνήγημα
416. Σαμαροπάϊδα = η λεπτή σανίδα στο πλάϊ του σαμαριού.
417. Σάμπως = Σάματις = Μήπως
418. Σαπάνου = εκεί επάνω.
419. Σαρίδια = σκουπίδια.
420. Σαρωματίνα = χορτάρινη σκούπα,
421. Σαρώνω = σκουπίζω, 
422. Σαρωματίνα = χορτάρινη πρόχειρη σκούπα


423. Σάψαλο = σάπιο.
424. Σβαρνάω = που σκοντάφτω ,πέφτω πάνω σε κάτι, κάτι τέτοιο τέλος πάντων.  .
425. Σβερκώνω = χτυπώ κάποιον στο σβέρκο.
426. σβώλος = μικροκαμωμένος.
427. Σβιλάδα = ζούρλια, τρέλλα.
428. Σγαρλίζω = σκαλίζω το χώμα  επιφανειακά όπως οι κότες.
429. Σγούφτω=σκύβω, 
430. Σγρουμπούλι = ογκίδιο στρογγυλό 
431. Σγουμπαίνω = καμπουριάζω, είμαι σκυφτός
432. Σειριά = σόϊ 
433. Σεργούνι = η ξεφτύλα.
434. Σιδερωστια = το σιδερένιο τρίγωνο του τζακιού
Hliobas;ilema sth Gi;aloba
435. Σίδωσε=νύχτωσε
436. Σιρίτια = κορδόνια
437. Σίχλος = κουβάς
438. Σκάλος = σκάλισμα
439. Σκαρίζω = βγαίνω, προβάλω από κάπου
440. Σκατοψύχια = κατάρες.
441. Σκαβούτα = χελώνα
442. Σκαφίδα = η σκάφη που έπλεναν τα ρούχα.
443. Σκαφίδι = η σκάφη που ζύμωναν το ψωμί.
444. Σαπέρα = πήγαινε πέρα, 
445. Σκαπέτησα = έφτασα ή έφυγα,
446. Σκεύομαι = σκέπτομαι 
447. Σκουληκαντέρα = γλίτσα. 
448. Σκουτέλα= κούπα
449. Σκιάχτηκα = τρόμαξα,
450. Σκουτέλα = φλυτζάνα
451. Σουβή=συμφορά,
452. Σκατογένης = διάβολος
453. Σκορδοστούμπι = γουδί, 
454. Σκουράντζος= ρέγγα, 
Κάστρο Μεθώνης  (Μπούρτζι)
455. Σκούζω = φωνάζω, 
456. Σκουτέλα= κούπα
457. Σμερδάκια = κακοποιά δαιμόνια.
458. Σοροβλιάστηκε = έπεσε 
459. Σούγελο = υδροροή
460. Σούδα = στενό δρομάκι, 
461. Σουράω= σφυρίζω,
462. Σούρσιμο = διαροια.
463. Σπάρτο = κατσαφάνα
464. Σταθιμός= σταθμός,
465. Σπερνά = κόλυβα, 
466. Σποράκλα, με σπόρισε = διάρροια.
467. Στιβάλια = Ψηλά παπούτσια που έκλειναν από το μέσα μέρος του ποδιού με φερμουάρ.
468. Στοιχερό = χοντρό ξύλο με διχάλα στο πάνω μέρος που έδεναν τα άλογα στο κέντρο του 
        αλωνιού.
469. Στρατόνι = πεζούλα
470. Στράφι = άδικα (πήγε στράφι)
471. Στρεκλάω = βαδίζω δεξιά αριστερά, σκοντάφτω
472. Στρινιάζω = στραβομουτσουνιάζω.
473. Στρογγός = ο γιούκος,= η ντάνα με τα ρούχα.
474. Στροφιάζομαι = πέφτω για ύπνο
475. Συγγενικό (που να σεβρει συγγενικό) = που να σε βρει κακό.
476. Συφουλιάζομαι = σκεπάζομαι, 
477. Συμπράκαλα = διάφορα είδη οικιακής ή ατομικής χρήσης.
478. Συμπούπουλο = θα καεί ολόκληρο
479. Συνεμπάζω = μαζεύω, γυρίζω
Φοινικούντα Παραλία
480. Συννεφόκαμα= μουντός καιρός συννεφιασμένος 
481. Στάσεις = βραγιές που φυτεύουν πχ σκόρδα
482. Σκούρκος =χρυσόμυγα.
483. Σιγουρεύω = κρύβω,
484. Στεγνώξω = στεγνώσω.
485. Συγκαρτσαλοι = περπατούσαμε όλοι μαζί, οι φίλοι, οι συγγενείς, το σόι
486. Σύχλο = κουβάς 
487. Σφαρδάκλι = βάτραχος.
488. Σφέλαχτρο: Φυτό όπως το σκίντο.


489. Σφελίδα = Στενόμακρο κομμάτι κυρίως σκληρού τυριού. (στα Μανιάτικα)
490. Σώνει = φτάνει.
491. Σώστο = πιάστο
492. Σωμάρα = Όταν μειώνονται οι δυνάμεις μας.
Τ΄ 
493. Τάσι ή τασάκι= σταχτοδοχείο, 
494. Τανιέμαι = σφίγκομαι,
495. Ταπίστωμα = ανάποδα
495. Ταχειά = αύριο, 
Το θαύμα της φύσης, το Πολυλίμνιο
κοσμεί τη Μεσσηνία.
497. Τέτζερης = κατσαρόλα,
498. Τέντα = ανοιχτά, διάπλατα,
499. Τηλώθηκα = χόρτασα
500. Τίκλα = Πλάκα από σχιστόλιθο για ψήσιμο πίτας. (Μανιάτικη λέξη)
501. Τι λογό = τι είδος, 
502. Τζάρα= Μεγάλο πήλινο αγγείο για βρόχινο νερό ή λάδι.
503. Τηράου=βλέπω,
504. Τούμπησα = έπεσα επάνω, κουτούλησα
505. Τουρλώνω = φουσκώνω,
506. Τουρνόκολα = ανάποδα
507. Τουρνοκολιάστηκε = έπεσε άγαρμπα
508. Τράβα= καδρόνι στέγης,
509. Τραγατσούλα ή Δραγατσούλα= Καλύβα από ξύλα και φτέρη.
510. Τράφος = Τείχος που χωρίζει δύο ανισόπεδα λαχίδια χωραφιού (Μανιάτικη διάλεκτος)
511. Τριφτάδια = είδος ζυμαρικών που έφτιαχναν οι νοικοκυρές. 
512. Τριχιά = σκοινί
513. Τρόκανι = κουδούνι αιγοπροβάτων 
514. Τσαγανά – τσαγανά = Σιγά – σιγά αθόρυβα. «Ήρτες τσαγανά – τσαγανά». (Μανιάτικα)
515. Τσακάω (ου) = τσακίζω
Βοϊδοκοιλιά
516. Τσαλάχατα = φωνάζουν το πρόβατα
517. Τσαλίμια, τσαλιμάκια = νάζια
518. Τσαντίλα = ύφασμα που πήζουν το τυρί.
519. Τσάπια (τα) = Οι κακές συνήθειες
520. Τσαούσα = γυναίκα που δεν ανέχεται και πολλά πολλά

521. Τσαφάρι = κνήμη του ποδιού,
522. τσεράνα = δύστυχη
523. Τσιγαρολάχανα = μυρωδικά χόρτα, 
524. Τσικάου = τσουγκρίζω.
525. Τσοκανάω = κόβω, πετσοκόβω.
526. Τσότρα= δοχείο κρασιού,
527. Τσουλάγρα = πιτσιλιά
528. Τσουτσουρώνω = αγριεύω
529. Τσεμπερέκι ή ζεμπερέκι= πόμολο ή σύρτης πόρτας, 
530. Τσουμπλέκια= κουζινικά σκεύη, 
531. Τσουράπι= κάλτσα, 
Μαρίνα Πύλου
532. Τσιγκλάω = προτρέπω, 
533. Τσεμπέρι ή τσεμπέρα = Γυναικείο μαντήλι.
Φ΄  
534. Φακλάνα= κακόφημη γυναίκα (πουτάνα).
535. Φαγανιάρης = λαίμαργος 
536. Φελί = ένα κομμάτι παστού βακαλάου
537. Φιλιατρό = Το χείλος του πηγαδιού
538. Φινωμένο φρούτο = το φρούτο που είναι στεγνό, χωρίς πολλούς χυμούς.
539. Φιότσος = βαφτηστήρι


540. Φκτίκια = βαφτιστικά ρούχα
541. Φλέσουρα = μικρά σκουπιδάκια από ξύλα.
542. Φλέτσουρα = Οι φλοίδες από τα λουβία (κάψες) των ψυχανθών. (Μανιάτικη λέξη)
543. Φλομώνω = ζαλίζω.
544. Φλουμπέτες = Οι καντήλες με υγρό
545. Φλύχτρες = σπυράκια
546. Φόλος = Το αυγό που έβαζαν οι νοικοκυρές, εκεί όπου γεννούσαν οι κότες τα αυγά, σαν
        οδηγό.
547. Φορτσάτο = λεπτή τριχιά.
548. Φορτσέρι = μπαούλο
549. Φούγα = οργή.
550. Φούλης = Αδελφούλης
551. Φουντουλώνει (το φουντούλωσα) = φουντώνει
552. Φουρφουράω = θορυβώ.
553. Φουστεκιαζω = δένω το μπρος με το πίσω πόδι ζώου με τριχιά για να μην τρέχει
Πολυλίμνιο

554. Φούφουτος = ο ανύπαρκτος
555. Φρύξες = ψωμί προηγούμενης ημέρας που το ψήνουν στο φούρνο
556. Φτενός = λεπτός.
557. Φτούνος = αυτός.

Χ.
558. Χαήλωσα = χάζεψα, έμεινα με το στόμα ανοιχτό και αφηρημένο ύφος.
559. χανταβουλιάζομαι= χάνομαι,  είναι για τα λιόπανα= είναι πολύ μεθυσμένος!!! 


560. Χάμου = κάτω.
561. Χαμούρι = το σπάσιμο του ελαιόκαρπου και μετατροπή του σε πολτό.
562. Χαρανί = μεγάλο χάλκινο καζάνι, 
563. χαράρι = δυκτιωτό πλέγμα, για τη μεταφορά άχυρου/σανού.
564. Χανταβουλιάστηκα ή σωρώθηκα = Έπεσα κάτω (χανταβούλης: διάβολος, δαίμονας)
565. Χαντρολέμι = κολιέ, 
566. Χαλαστάρι = πέτρα
567. Χαβάνι = σιδερένιο γουδί.
568. Χαράκι = η αφαίρεση κομματιού από το φλοιό στον κορμό του κλήματος.
569. Χαρανιάστρες = Εκεί που έβραζαν τα λούπινα. Οι λιάστρες. (Μανιάτικη διάλεκτος)

570. Χαράργια = για μεταφορά του άχυρου.
Η Κυπαρισσία
571. Χαρμπί = Είναι ένα είδος μικρού ξίφους.
572. Χαρχαλεύω = ψάχνω
573. Χαμοκέλα = η παράγκα, το παλιό μισοχαλασμένο σπίτι. 
574. Χάφτω = καταπίνω λαίμαργα, ξεγιελιέμαι.
575. χεσαμόλι = φαγητό άθλιας ποιότητας (από το χέσαμε όλοι)




576. Χιούρος = Το αρσενικό γρούνι. Ο κάπρος. (Μανιάτικη)
577. Χόβολη = στάχτη.
578. Χουνέρι = πάθημα.
579. Χούνι = το φαράγγι
580. Χορήγι = ασβέστης.
Η Κυπαρισία από το Κάστρο
581. Χουγιάζω = βρίζω.
582. Χόχλος ή χούχλος = Όταν αρχίζει να βράζει πχ ένα φαγητό.
583. Χρίζω = αλείφω. 
584. Χρονιάρα = η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές



Ψ.
585. Ψηλαριδα=γυναικα με ψηλα ποδια.
586. Ψικαστήρα=Δοχείο για ψεκασμό-ράντισμα
587. ψες = χθές.        
Η Νέδα, το ποτάμι της Μεσσηνίας 
                   
Ω.
588. Ωρέ = Ρε








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου