| Χιονισμένο τοπίο στον Ταύγετο. |
[...] ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΌ :http://messiniaka.blogspot.gr
A
1. Αγκλιά = Δοχείο για το διάλεγμα της τελευταίας ποσότηας του λαδιού από την κασέλα του
ελαοτριβείου.
ελαοτριβείου.
2. Αγκωνή =άκρη καρβελιού φρατζόλας
3. Ακρίθια = παρανυχίδες, άγρια σημεία του δέρματος
4. Αγγειό = δοχείο ή λέγεται και το γυναικείο γεννητικό όργανο.
5. Αγκορτσια=η αγρια αχλαδια.
6. Άγγουσα ζέστη = η κάψα
7. Αγκωνάρι=Ακρογωνιαίος λίθος και γενικά μεγάλη πέτρα
8. Αγροικάω = ακούω ή ξαγρυπνώ
10. Ακουμπέτι = παρά ταύτα
11. Ακώ = ακούω
12.Αλάργα= μακριά
13. Αλλαξιά= σύνολο ένδυσης,
14. Αλετροπόδα = η πούλια.
15 .Αληστρατήσει = έχεις ξεφύγει, το έχεις παρακάνει, σας έκανα άνω - κάτω
16. Αλουποτινάζω = ταρακουνάω δυνατά κάποιον (θα σε αλουποτινάξω.
17. Αμάδι = λεπτή και στρογγυλή πέτρα.
18. Αμάρκαλη – Αμαρκάλιστη = Η ανέραστη, η παρθένα (επί ζώων)
19. Aμπαρώνω= κλειδώνω
20 Αμπλαούμπλας = ο πολυλογάς, ο σαχλαμάρας
21. Αμπέχονο = καπαρντίνα
22. Αμπολάω=Αφήνω.
23. Αναβόλα = Πεζούλα χωραφιού (από την περιοχή Κυπαρισσίας) 24. Αναγρυμώνω = παίρνω θάρρος
25. Ανακλανιέμαι = τεντόνωμαι
26. Αναζούπωσε = ξαναζωντάνεψε.
27. Αναρίγησα = ανατρίχιασα
27. Αναρίγησα = ανατρίχιασα
28. Aνασκελώνομαι= ετοιμάζομαι να φύγω
29 Αμπολάω = αφήνω, ελεύθερα, ασύδοτα.
32. Ανασκουμπούτα = Τούμπα. «τον έφερα ανασκουμπούτα». (Μανιάτικη λέξη)
33. Ανεβάσταγη = ανυπόμονη, αυτή που δεν κρατιέται.
34. Αντιβαδιάζω = Κοροϊδεύω, ξεγελώ, εξαπατώ. (Μανιάτικη λέξη).
35. Αντραμάκι = Φόρα στο ξεκίνημα «πήρε αντραμάκι». (Μανιάτικη λέξη)
36. Αντρομίδα = Χοντρή υφαντή κουβέρτα (Από την περιοχή Κυπαρισσίας)
37. Ανήλιαγο = Αυτό που δεν το βλέπει ο ήλιος.
38. Αξύριγος = αξύριστος.
39. Απαγγιο = δεν το πιάνει ο αέρας.
40. Απίδι= αχλάδι,
41. Απόκανα = παρακουράστηκα,
41. Απόκανα = παρακουράστηκα,
42. Αποπερα=απεναντι.
43. Αποσταίνω = κουράζομαι
44. Αποσπερού = απόψε το βράδυ
43. Αποσταίνω = κουράζομαι
44. Αποσπερού = απόψε το βράδυ
45. Αραχνος = κακομοίρης,
46. Αρμάκι = μάντρα.
| Μανιάτικο ηλιοβασίλεμα στην Καρδαμύλη. |
μετά το κάπνισμα.
48. Αρούκατος= άτσαλος
49. Αρναούτης = ισχυρογνώμων
50. Ασκί = τουλούμι.
51. Απαυτώνω = κάνω έρωτα με μια γυναίκα
52. Απόπατος = τουαλέτα
53. Αραούζης = ασουλούπωτος
54. Απαντοχή = υπομονή
51. Απαυτώνω = κάνω έρωτα με μια γυναίκα
52. Απόπατος = τουαλέτα
53. Αραούζης = ασουλούπωτος
54. Απαντοχή = υπομονή
55. Αυτούνο αυτού = αυτό εκεί
56. Αποκορωμένος = καταραμένος
57. Αποκρεύω=σταματώ να τρώω κρέας
58. Απάγκιο = μέρος χωρίς αέρα
59. Ανάρτυγο=φαγητό χωρίς λάδι
60. Απόρριξε =απέβαλλε
61. Ανεβάσταγος=ανυπόμονος
62. Αράδα = σειρά.
56. Αποκορωμένος = καταραμένος
57. Αποκρεύω=σταματώ να τρώω κρέας
58. Απάγκιο = μέρος χωρίς αέρα
59. Ανάρτυγο=φαγητό χωρίς λάδι
60. Απόρριξε =απέβαλλε
61. Ανεβάσταγος=ανυπόμονος
62. Αράδα = σειρά.
65. Αρίλογος: Ειδικό κόσκινο για δημητριακά, για τραχανά κλπ.
66. Αστράχα = αστράχα είναι το μέρος η εσοχή που σχηματίζει το τέλειωμα του τοίχου με τα κεραμίδια απο μέσα στο σπίτι εκεί που ακουμπούν τα ξύλα της σκέπης.
67 . Ασκελιά = Το βήμα, «πήρε μεγάλη ασκελιά».
68. Αταρος ή άταλος = αδυναμος, που δεν πιάνουν τα χέρια του.
69. Ατσάγγλιγος = ο απεριποίητος
70. Αφαλόκομα= μαχαίρωμα, σφάξιμο (θα σε αφαλοκόψω= θα σε μαχαιρώσω, θα σε σφάξω)
71. Αφόρμησα = μολύνθηκα
72. Αχάραγο = αφώτιστο
73. Αψίω = τρώω χωρίς ψωμί
73. Αψίω = τρώω χωρίς ψωμί
Β.
74. Βακέτα = Χοντρό κατεργασμένο δέρμα. (Μανιάτικη λέξη)
74. Βακέτα = Χοντρό κατεργασμένο δέρμα. (Μανιάτικη λέξη)
75. Βαλμάς = ο εργάτης που χτύπαγε τα άλογα στο λιοτρίβι.
76. Βατεύω = κάνω sex με παρθένα
77. Βαγένι = βαρέλι
77. Βαγένι = βαρέλι
78. Βαγιολι = πανι για τρόφιμα
79. Βανιώνω = παχαίνω.
79. Βανιώνω = παχαίνω.
80. Βασιλίκι = Παιδικό παιχνίδι με κότσι αρνιού ή κατσικιού. (Μανιάτικη λέξη)
81. Βερεσιγέ = χωρίς πληρωμή
82. Βουή σας μαύρη = προσέξτε θα σας βρει μεγάλο κακό
![]() |
| Μανιάτικος Πύργος |
82. Βουή σας μαύρη = προσέξτε θα σας βρει μεγάλο κακό
83. Βρακοζώνι = ανδρικό εσώρουχ0 με πόδια
84. Βίκα = στάμνα.
84. Βίκα = στάμνα.
85. Βικύ = πήλινο δοχείο για κρασί με στενό στόμιο.
86. Βιλάδα = η ζούρλια που κουβαλάει κάποιος
87. Βίτσα=Λεπτό κλαδί
88. Βατουριώνω, βατώνα= σύμπλεγμα από βάτα
89. Βιζιδάδι = έμπλαστρο
90. Βαβίζω = γαυγίζω ή φωνάζω
91. Βαρελίτσα=μικρό βαρελοειδές ξύλινο δοχείο.
89. Βιζιδάδι = έμπλαστρο
90. Βαβίζω = γαυγίζω ή φωνάζω
91. Βαρελίτσα=μικρό βαρελοειδές ξύλινο δοχείο.
92. Βολοκόπος = Αυτός που ακολουθούσε το ζευγολάτη και με την αξίνα του θρυμμάτιζε
το χώμα. (Μανιάτικη λέξη)
93. Bούζα= χοντρή γυναίκα
94. Βούλωσα = έσκασα από την ζέστη!
95. Βούτα = τη χρησιμοποιούμε για τα μεγάλα βαρέλια χτιστά συνήθως που είχαν στα
χτήματα για να γεμίζουν νερό για τις διάφορες αγροτικές εργασίες.
χτήματα για να γεμίζουν νερό για τις διάφορες αγροτικές εργασίες.
96. Βουτσί ή Βαένι = το βερέλι που έβαζαν το μούστο.
97. Βρουλέα = Πλατύγυρο καπέλο φτιαγμένο από χοντρό «πλεμάδι». (Περιοχή Μάνης).
Γ΄
98. Γαστέρα = κοιλιά
98. Γαστέρα = κοιλιά
99. Γράνα = ) χαντάκι αποστράγγισης νερών ή οριοθέτησης αγροτεμαχίων.
| Η ευλογημένη ελιά, στους Μανιάτικους βράχους |
από την πείνα" (από την περιοχή Κυπαρισσίας).
101. Γηστέρνα = Υπόγεια υδατοδεξανενή που γέμιζε με νερό βροχής. (Περιοχή Μάνης).
102. Γουρνοπούλα, = γουρουνόπουλα
. Γερούτσος = γεροντοπαλλήκαρο.
102. Γουρνοπούλα, = γουρουνόπουλα
. Γερούτσος = γεροντοπαλλήκαρο.
103.Γεμενί = χρωματιστό μαντήλι του κεφαλιού
104 Γιούρντες = είδος γυναικείου παλτώ χωρίς μανίκια
105 Γκαβαλίνα = η κοπριά των ζώων. Από εκεί πηγάζουν και οι χαρακτηρισμοί Γκάβαλος που
σημαίνει ότι κάποιος είναι σκατάς, βλάκας, όπως και το γκάβαλο που είναι η ακαθαρσία
της μύτης.
106.Γκάνιαξα = κοράκιασα, δίψασα.
107. (Γ)καρούτζος = Ο λαιμός π.χ. Θα σου κόψω τον (γ)καρούτζο (από την περιοχή
Κυπαρισσίας)
Κυπαρισσίας)
108. Γκοργκούνι= αστράγαλος
109. Γκώνω= μπουχτίζω από το πολύ φαγητό – επέρχεται κορεσμός, έγκωσε από το πολύ
φαγητό.
φαγητό.
110. Γιακου = οταν οι γιαγιές άκουγαν κάτι απίστευτο ή κάτι περίεργο.
113 Γιόμα = απογευμα.
114. Γιούκος, τρακάδα = κουβέρτες και παπλώματα το ένα πάνω στο άλλο, που τα έβαζαν οι
νοικοκυρές πάνω στα μπαούλα.
114. Γιούκος, τρακάδα = κουβέρτες και παπλώματα το ένα πάνω στο άλλο, που τα έβαζαν οι
νοικοκυρές πάνω στα μπαούλα.
115. Γιουρούκι = σκουντούφλης.
116 Γκόρτσα= άγρια αχλάδια,
117 Γκριτζάλα = ειδικό ξύλο με δόντια.
118 Γκουργκούνι = αστράγαλος
119. Γλυφοσαγανάς = αυτός που γλείφει το πιάτο.
117 Γκριτζάλα = ειδικό ξύλο με δόντια.
118 Γκουργκούνι = αστράγαλος
119. Γλυφοσαγανάς = αυτός που γλείφει το πιάτο.
120. Γνέματα = νήματα
121. Γούπατο = η περιοχή που είναι χαμηλή (γούβα)
122. Γουστέρα = σαύρα
123 Γούτος = αρσενικό περιστέρι, αυτός που είναι διπλοσάγωνος όταν είναι μουτρωμένος.
124. Γράβαλο = Είδος τσουγκράνας που χρησιμοποιείται στον καθαρισμό της σταφίδας.
125. Γράδο = Οξυμετρητής κρασιού/μούστου.
126. Γρέκια = μαντριά
Δ΄
127. Δανά = Τώρα, αυτή τη στιγμή. (Περιοχή Μάνης).
127. Δανά = Τώρα, αυτή τη στιγμή. (Περιοχή Μάνης).
![]() |
| Αγ. Νικόλαος Μάνης |
να βοηθηθεί και εκείνος μετά. π.χ. "κάνω δανεικαριά με τον τάδε".
129. Δεν κοτάς να τσίξεις = Δεν τολμάς να μιλήσεις
130. Δέμπλα = Ξύλινο ραβδί για ράβδισμα ελιών.
131. Δικόνες μου = ο δικός μου.
132. Δίκορος = αυτός που έχει δύο κλαδιά. Ο διχαλωτός. (Μανιάτικης προέλευσης).
133 Διπουτσοσε = έδεναν τα κατσίκια απο τα πόδια. (Μανιάτικη λέξη)
134. Δράλαπας = θυελλώδης άνεμος.
135. Δραπέτσι = πολύ ξυνό (το πορτοκάλι είναι δραπέτσι)
136. Δριστέλια = η νεροτριβή.
137. Δώθενε = από εδώ
137. Δώθενε = από εδώ
Ε΄
138. ‘Εγιουρναν = άλλαζαν δρόμο και σταματούσαν κάπου. (Μανιάτικη λέξη)
139. Ευτού = εκεί
140. Έκα = κάνε πιο πέρα
141. Εντο = νάτο
141. Εντο = νάτο
143. Ερχόσαντε = Ερχόντουσαν
144. Εφτούνο = αυτό
144. Εφτούνο = αυτό
145. Έχουτε = έχετε.
146. Έχω δικοσύνη = Είμαι συγγενής. (Μανιάτικης προέλευσης)
Ζ΄
147. Ζάρκουλα = Η κουκούλα που έχουν τα παλτά. (Από τη Μάνη.
148. Ζεματάω = ρίχνω σε καυτό νερό.
149. Ζεμπερέκι = πετούγια πόρτας
150. Ζωστήρα = Ζώνη
151. Ζουλάπι = άγριο ζώο
Η 152. Ήσαντε = Ήσαν, ήτανε
153. Ήντουσαν= Ήσαν, ήτανε
153. Ήντουσαν= Ήσαν, ήτανε
Θ΄
154. Θέλουτε = θέλετε.
Ι ΄
155. Ιδιάζω = Προετοιμασία νήματος για τον αργαλιό.
Κ΄
156. Κακάβι = το καζάνι που ζέσταιναν το νερό για να πλύνουν. Τη λέξη αυτή συνήθως τη
συναντάμε στην περιοχή των Φιλιατρών.
156. Κακάβι = το καζάνι που ζέσταιναν το νερό για να πλύνουν. Τη λέξη αυτή συνήθως τη
συναντάμε στην περιοχή των Φιλιατρών.
157. Κακαβολίθι = τρεις πέτρες που τοποθετούσαν το καζάνι όταν πήγαιναν στη νεροτριβή.
159. Καλικούτσα = παίρνω κάποιον στην πλάτη….θα σε πάω καλικούτσα.
160. Καμούσι = Το τελευταίο κρασί (στα Μανιάτικα).
161. Καμώνομαι = σωπαίνω.
162. Καπισταλι = ξυλο στο στομα για ταζωα για να μην βυζένουν.
163. Καράγιαλης = Βορειοδυτικός άνεμος.
164. Καράκλα = Ορθάνοιχτα (Μανιάτικη φράση που αναφέρεται στα πορτοπαράθυρα)
165. Καραμουτζαχείλης= αυτός που έχει σαρκώδη χείλη, 166. Καριόλα = ξύλινο κρεβάτι
167. Καρκατζέλες = κοπριά κατσίκας.
168 Καρκάτζουλας = πολύ αδύνατος άνθρωπος.
169. Καρλαύτης = αυτός που έχει μεγάλα και πεταχτά αυτιά
170. Καρίτζαφλας = Ο λάρυγκας της κότας, κόκορα κλπ
171. Καρούτα= ξύλινη σκάφη ή ποτίστρα ζώων
172. Καταλιακού= μες τον ήλιο.
173. Καταλαχού= κατά τύχη.
174. Καταράχη = μικρό ύψωμα σε κτήμα.
175. Καστραπέτσια = αγγούρια.
176. Κατρούτσο = Δοχείο κρασιού σε ταβέρνες.
177. Κατσαβονιά, κατσαβονιάρης = η ζαβολιά, ο ζαβολιάρης.
178. Κατσιβέλα = Τσιγγάνα. (Η λέξη αυτή λέγεται στα χωριά γύρω από το Κοπανάκι).
179. Κατσίγαρος = Το λιόζουμο μετά τη διαλογή του λαδιού. (Μανιάτικη)
180. Κατσικώθηκε= αυτός/αυτή που καθεται και δεν φεύγει με τίποτα.
182. Κατσιφάρα= καταχνιά, ομίχλη
183. Κατσούλα = γάτα
183. Κατσούλα = γάτα
184. Κατσόνι = ένα ξύλινο εργαλείο σα μαγκούρα ή γκλίτσα που κατεβάζουν την κλάρα της ελιάς.
185. Καταπίτης ή καταπιώνα= οισοφάγος
185. Καταπίτης ή καταπιώνα= οισοφάγος
186. Κατακεφαλιά =καρπαζιά.
187. Κάφυρος = Το ρουθούνι
188. Καψερός = ο καημένος.
189. Κείθενε = από ‘κει,
190. Κειώνω = τελειώνω, συμπληρώνω.
191. Κλαίει τα μυρενά = κλαίει και οδύρεται, κλαίει από την πολύ στενοχώρια.
192. Κλιτσινάρα = Το πίσω μέρος του γόνατου, η κλείδωση.
193. Κλ.ωνα = κλωστή
193. Κλ.ωνα = κλωστή
194. Κιόσα (τα) = Χρέη
195. Κιούπι = πήλινο,λαγήνι.
196. Κλωσσούδες = Οι κότες που κλωσάνε (επωάζουν) αυγά. (Μανιάτικη).
197. Κουτσούνα= κούκλα, το παιχνίδι
198. Κούκλα = καλαμπόκι
197. Κουτσούνα= κούκλα, το παιχνίδι
198. Κούκλα = καλαμπόκι
199. Kοκόσια = αμύγδαλο
200. Κολιάνιτσα = ευκοίλια.
200. Κολιάνιτσα = ευκοίλια.
201. Κολιάστρα = Το πρωτόγαλα του αιγοπρόβατου μετά τη γέννα )από την περιοχή
Κυπαρισσίας).
Κυπαρισσίας).
202. Κολιτσάκια = ‘αγκιστρα στο σαμάρι.
204. Κουλούκι = το κουτάβι
205. Κουλουμπαράς = Κουμπαράς που μαζεύουμε χρήματα.
206. Κουτρούλι= σωρός χώματος,αυλάκι ντομάτας
206. Κουτρούλι= σωρός χώματος,αυλάκι ντομάτας
207. Κουμούτσι = χοντρό κομμάτι ψωμιού
208. Κουβενταρία = λογοδιάρρια.
208. Κουβενταρία = λογοδιάρρια.
209. Κουνενές = μωρό.
210. Κουνούκλα: το φυτό λαδανιά
211. Κόρυζα = αρρώστια πτηνών.
211. Κόρυζα = αρρώστια πτηνών.
212. Κοτοκάθια = Εκεί που κούρνιαζαν οι κότες τη νύχτα. (στα Μανιάτικα).
213. Κρησάρα = λεπτό κόσκινο.
213. Κρησάρα = λεπτό κόσκινο.
214. Κονταυγές = χαράματα
215. Κουτσουμπέλι = πιτσιρίκι
216. Κενώνω = σερβίρω- αδειάζω.
217. Κιβούρι = μνήμα
216. Κενώνω = σερβίρω- αδειάζω.
217. Κιβούρι = μνήμα
218. Κολετσίνες, Μποτσίκια = Η Κρεμμύδα που κρεμάμε την πρωτοχρονιά.
219. Κόρτσα = η τραγανή πέτσα απ την ψητή γουρουνοπούλα.
220. κόσα η (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :σλαβ. λ. kosa] είδος μεγάλου δρεπανιού με μακρύ
στειλιάρι, που χρησιμεύει για το θερισμό του τριφυλλιού ή άλλων χόρτων τα οποία είναι
κατάλληλα για ζωοτροφή, αλλιώς κοσιά
στειλιάρι, που χρησιμεύει για το θερισμό του τριφυλλιού ή άλλων χόρτων τα οποία είναι
κατάλληλα για ζωοτροφή, αλλιώς κοσιά
221. Κοτάω = τολμώ (Δεν κοτάω να μιλήσω = δεν τολμώ να μιλήσω)
212. Κόφα = μεγάλο καλάθι.
213. Κοφίνι =καλάθι.
213. Κοφίνι =καλάθι.
215. Κότσαλα = κοτσάνια
216. Κουκουνιάζω = Όταν τα βόδια έτρεχαν εξαγριωμένα όταν τα τσίμπαγε η μύγα
κουκουνόμυγα.
217. Κούμπλα = βρύση,
218. Κουργιαλοί = αυλάκι για φύτεμα ντομάτας.
κουκουνόμυγα.
![]() |
| Η Βοϊδοκοιλιά από το Παλαιόκαστρο της Πύλου |
217. Κούμπλα = βρύση,
218. Κουργιαλοί = αυλάκι για φύτεμα ντομάτας.
219. Κουτουρού = τυχαία
220. Κοτσώνομαι = καμαρώνω
220. Κοτσώνομαι = καμαρώνω
221. Κατσόνι = ξύλινο εργαλείο τραβήγματος κλαριού
222. Κοπελάτος = υπηρέτης
222. Κοπελάτος = υπηρέτης
223. Κουλουπώνομαι =χώνομαι στα σκεπάσματα.
224. Κούρβουλο = αυτός που χτυπάει, κουτσαίνεται.
225. Κρεματζουλίζομαι= κρεμιέμαι.
226. Κυλίφι = μαξυλαροθήκη
227. Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα.5
227. Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα.5
Λ΄
228. Λαγκεύει (το μάτι μου) = Παίζει το μάτι μου (νευρικό), πετιάται.
229. Λαγκουνίζει = γυαλίζει (συνήθως λόγω λαδώματος)
230. Λαδούσα=Δοχείο για μεταφορά λαδιού.
231. Λακαω = φευγω μακρια γρηγορα,τρεχω
232. Λάκκος = αργαλειός.
233. Λαίμαργο = Κλαδί ελιάς που είναι κατακόρυφο για να τραβάει τους χυμούς και να καρπίζει
τον επόμενο χρόνο.
τον επόμενο χρόνο.
235. Λατσιάρα = κατάβρεγμα λασπερό.
236. Λούρα = λουρί
237. Λαπάντε: Για λάδι, σημαίνει διάφανο (Και για τη θάλασσα μεταφορικά, όταν λέμε είναι η
θάλασσα λάδι λαπάντε σημαίνει είναι ήρεμη και διάφανη)
238. Λάχανα = τα άγρια χόρτα των αγρών.
θάλασσα λάδι λαπάντε σημαίνει είναι ήρεμη και διάφανη)
238. Λάχανα = τα άγρια χόρτα των αγρών.
239. Λεγνεύτηκα = Έπαθα μεγάλο κακό.
(στα Μανιάτικα).
(στα Μανιάτικα).
240. Λέχουρδες = Αγριόσκορδα που μαγειρεύονται σαν τσιγαριστά χόρτα.
(Έτσι τα λένε στα χωριά γύρω από το Κοπανάκι).
241. Λιαδώματα = Κατσίκια
242. Λινάτσα = (Μεταφορική λέξη) Κατεργάρης, απατεώνας.
243. Ληνός = Πατητήρι σταφυλιών (από την περιοχή Κυπαρισσίας)
244. Λιόζουμο = Υγρό απόβλητο ελαιοτριβείων
245. Λιοκόκκι = Πυρήνας από επεξεργασία της ελιάς στο ελαιοτριβείο
246. Λιοπανάζω= δέρνω κάποιον τόσο πολύ που σέρνεται σαν λιόπανο (θα σε λιοπανιάσω)
247. Λουτσίζομαι = πλένομαι, βρέχομαι
248. Λοκάνικο = λουκάνικο.
249. Λιάστρα = απλωμένα κάτω.
250. Λιμπιά = τσιμεντένια υπαίθρια πλυντήρια.
251. Λόπια = Φασόλια ξερά.
252. Λουθουνάρι = ο καλόγερος, ο δοθήνας.
253. Λουμπούσια = το στέλεχος του καλαμποκιού.
254. Λουτριάζω τα βαρέλια = Πλύσιμο και καθάρισμα των βαρελιών από τη λάσπη.
Μ΄
255. Μαθές = λοιπόν.
256. Μάκινα = Μηχανή κοσκινίσματος στεγνωμένης σταφίδας
257. Μαλαστούπα= σφουγγαρίστρα
258. Μαμούκαλα = τίποτε ( τι θα φάμε σήμερα ; μαμούκαλα (τίποτε)
259 Ματσούκι = κοντόχοντρο ραβδί
260. Μάπα= λάχανο.
260. Μάπα= λάχανο.
261. Μάπα = σφουγκαρίστρα
262. Μάπισμα = το σφουγκάρισμα.
263. Μάρα μου = Μάτια μου, αγάπη μου
264. Μαρτίνι = κατσίκι
265. Μαπίζω = σφουγκαρίζω.
265. Μαπίζω = σφουγκαρίζω.
266. ματσουλάω = μασάω
267. Με μερμελάει= με ενοχλεί
268. Με πήγε σούρσιμο, σούρτσι = είχα διάρροια.
269. Μελιγκόνια= μυρμίγκια,
270. Μέσκουλες = μούσμουλα
271. Μολόχα = γεράνι
272. Μαναστήρα=Η ευλογημένη
273. Μούργα =χοντρό κατακάθι λαδιού.
274. Μούρτζι = Αχνοφεγγιά
275. Μουστρίθηκες = Πασαλίφθηκες στο πρόσωπο.
277. Μπαρμπούτια=Αποκριάτικες στολές
278. Μπαρτουμια= τα δερματα που κρατάνε το Σαμαρι
279. Μπατανία= χοντρή κουβέρτα.
279. Μπατανία= χοντρή κουβέρτα.
280. Μπερτσού= αναμαλλιασμένη,
281. Μπλεζενιές = τα καρπούζια.
282. Μπουγέλος = κουβάς.
282. Μπουγέλος = κουβάς.
283. Μπορούτε = μπορείτε
284. Μπόσικα = χαλαρά.
284. Μπόσικα = χαλαρά.
285. Μπαζίνα την χρησιμοποιούν και μεταφορικά θέλοντας να πουν ότι κάτι είναι πολύ πηχτό
286. Μπάκα = κοιλιά.
287. Μπαμπουλώνομαι ή μπουμπουλώνομαι = φοράω πολλά ζεστά ρούχα
288. Μπούρδας = χοντρός
289. Μπουρνέλια = κορόμηλα
290. Μπουσουρντάνο = ντενεκές.
291. Μασιά = σιδερένιο όργανο για τα κάρβουνα.
292. Μπάκακας =βάτραχος.
290. Μπουσουρντάνο = ντενεκές.
291. Μασιά = σιδερένιο όργανο για τα κάρβουνα.
292. Μπάκακας =βάτραχος.
293. Μπανιερό = μαγιό
294. Μπερντεδάκια = κουρτινάκια
295. Μπλαφούσκιασα = ζάρωσε, κρέμασε το πρόσωπό μου
296. Μπλαβιάζω, μπλαβινίζω = μελανιάζω.
297. Μπικιόνα = Τενεκές
298. Μπιντόνα = ντενεκές
299. Μπότης= πήλινο δοχείο κρασιού.
| Πανοραμική Άποψη στην Παραλία της Μ. Μαντίνειας |
300. Μπουζία = γουρούνια.
301. Μπορμπόλια = στα μπούνια, όταν παίρνουμε κάποιον στους ώμους μας.
312. Μπουκουβάλα = Γάλα με μπουκιές μαλακωτό ψωμί. (Μανιάτικη λέξη)
303. Μπότσα = ειδικό δοχείο από ορείχαλκο που χωρούσε δύο οκάδες λάδι.
304. Μπουχίζω = καταβρέχω με νερό
305. Μπράσκα=Βάτραχος ξηράς.
306. Μπρίσκαλα = τα άγουρα σύκα.
307. Μπροστέλα, μπροστοποδιά = ποδιά της νοικοκυράς.
308. Μαζόχτη = μαζεύτηκε- έφτασε
309. Μπαζίνα = χυλός από καλαμποκάλετρο
310. Μου βγήκε η λασά = μου βγήκε η γλώσσα.
308. Μαζόχτη = μαζεύτηκε- έφτασε
309. Μπαζίνα = χυλός από καλαμποκάλετρο
310. Μου βγήκε η λασά = μου βγήκε η γλώσσα.
311. Μυθίες = Μικρά παραμυθάκια (στα Μανιάτικα).
312. Μώρα (με πλάκωσε η μώρα) = Η αίσθηση ότι δε μπορείς να κουνηθείς όταν ονειρεύεσαι ή
όταν ξυπνάς (από παλιά δοξασία)Ν΄
όταν ξυπνάς (από παλιά δοξασία)Ν΄
313. Ναχρικά = κατσαρολικά.
| Ηλιοβασίλεμα στην Κ. Βέργα με φόντο την ελιά |
315. Νίδι = ένα μικρό κομμάτι
316. Νταβάς = χάλκινο ταψί με καπάκι
317. Νάκα = φορητή κούνια μωρών που έβαζαν στην πλάτη τους οι αγρότισσες
318. Νόμου (μια δραχμή) = δώς μου μια δραχμή
319. Νταμαχιαρης = Αχόρταγος
320. Ντενεκές στον ούρλο = ντενεκές στον κώλο του σκύλου ή γάτας.
320. Ντενεκές στον ούρλο = ντενεκές στον κώλο του σκύλου ή γάτας.
321. Ντόνω = ξεμουδιάζω,
322. Ντελέγκα – Ντελέγκα = Γρήγορα – γρήγορα. (Μάνης λέξη)
323. Ντεληκατσώνης = αυτός που είναι ψηλός και λεπτός.
324. Ντορβάς = ταγάρι.
325. Ντουράκος = πέτρινο κάθισμα.
326. Ντρουμπούκι = καλαμένια κουβαρίστρα για χοντρές κλωστές.
Ξ΄
327. Ξάϊ = το δικαίωμα 10% που έπαιρνε ο μυλωνάς για το άλεσμα του σταριού.
Ξ΄
327. Ξάϊ = το δικαίωμα 10% που έπαιρνε ο μυλωνάς για το άλεσμα του σταριού.
328. Ξαχιούρης = Ο σκορποχέρης, ο σπάταλος. (Μανιάτικη λέξη)
329. Ξείκλωτος = ατιμέλητος
330. Ξεκάμπησε, = βγήκε από τον κάμπο, συνήθως τη χρησιμοποιούμε όταν έχει αργήσει
κάποιος και επιτέλους τον βλέπουμε να έρχεται.
κάποιος και επιτέλους τον βλέπουμε να έρχεται.
331. Ξεκορφαρίζω = ο ψηλός που ξεχωρίζει.
332. Ξεκοτσαλίζω = βγάζω τα κότσαλα (συνήθως με το γράβαλο)
333. Ξελέμιασμα = σφάξιμο κόκορα.
334. Ξεσαγωνιάστηκα = αδυνάτισα πολύ.
| Η εξωτική παραλία της Καλαμάτας |
334. Ξεσαγωνιάστηκα = αδυνάτισα πολύ.
335. Ξεσυνέρια = ζήλεια, καχυποψία
336. Ξεκωλώνω = ξεριζώνω
337. Ξυλοκέρατα = χαρούπια.
336. Ξεκωλώνω = ξεριζώνω
337. Ξυλοκέρατα = χαρούπια.
338. Ξεμπατινιάστηκα = ξεπατώθηκα.
339. Ξεμπινιάστηκα = ξεμεσιάστικα
340. Ξεμποχιασμένο = Ξεχειλωμένο
341. Ξεσπίνισμα = η αφαίρεση του σπόρου του καλαμποκιού.
342. Ξεστερίζουμαι = δεν λαμβάνω υπ’ όψιν.
342. Ξεστερίζουμαι = δεν λαμβάνω υπ’ όψιν.
343. Ξετσάγκλισα = ξεμπέρδεψα (ξετσάγκλισε τα μαλλιά σου = ξεμπέρδεψε τα μαλλιά σου)
344. Ξυλοκατσούλα = Ξύλινη φάκα για ποντίκια (Μανιάτικη λέξη)
Ο΄
345. Οβριές: Είδος χόρτου-λαχανικού, οι τρυφερές κορυφές από το αρκουδόβατο
(μοιάζει λίγο με κισσό ή και σπαράγγι)
345. Οβριές: Είδος χόρτου-λαχανικού, οι τρυφερές κορυφές από το αρκουδόβατο
(μοιάζει λίγο με κισσό ή και σπαράγγι)
346. Ολούθε = παντού
347. Ολοτρυπίριστος = γεμάτος τρύπες, αυτόν που έχουν τσιμπήσει πολλά κουνούπια.
347. Ολοτρυπίριστος = γεμάτος τρύπες, αυτόν που έχουν τσιμπήσει πολλά κουνούπια.
348. Ορδινιά = Προετοιμασία (στα Μανιάτικα).
349. Ούλοι = Όλοι
Π΄
350. Παλιόπραμα = παλιάνθρωπος.
350. Παλιόπραμα = παλιάνθρωπος.
| Συνεφιασμένος Μεσσηνιακός κόλπος |
φουρνους
352. Πάντα = μεριά, πλευρά, άκρη (κάνε στην πάντα)
353. Πάκια = πλευρά (στο ανθρώπινο σώμα)
354. Παράλυτε, (ρε) = ο βλάκας, ο άχρηστος.
355. Παραγώνι = τζάκι
355. Παραγώνι = τζάκι
356. Παράφθαστο = αξεπέραστο
357. Παρδαλίζουν = λέγετε όταν οριμάζουν τα σταφύλια.
357. Παρδαλίζουν = λέγετε όταν οριμάζουν τα σταφύλια.
358. Πασαράς = σουρωτήρι (το σκεύος)
359. Πασπαλώ = ρίχνω άχνη ζάχαρη.
360. Πασταριά = η μια πάνω στην άλλη.
361. Πάστρεφτο = καθάριστο
362. Πατάκα = πατάτα.
363. Παταλιά = οριζόντια θέση τραυματία
364. Πατσαβούρα, πετσάφι = πρόχειρο πανί που χρησιμοποιείται κατά και μετά το φαγητό.
363. Παταλιά = οριζόντια θέση τραυματία
364. Πατσαβούρα, πετσάφι = πρόχειρο πανί που χρησιμοποιείται κατά και μετά το φαγητό.
365. Πελεκάω = χτυπάω.
366. Πελενά = Τετράγωνο ύφασμα. Μέσα σ’ αυτήν δίπλωναν διάφορα πράγματα και την
ζαλωνόντουσαν. (Μανιάτικη διάλεκτος)
ζαλωνόντουσαν. (Μανιάτικη διάλεκτος)
367. Περικάλεση = συγκέντρωση γυναικών σε σπίτια για ομαδική εργασία.
368. Περονιάζω = Διαπερνώ, π.χ.με περόνιασε το κρύο (από την περιοχή Κυπαρισσίας)
369. Πετσάφι = μικρό πανί κουζίνας
370. Πετσί λουρί = χέσιμο,
370. Πετσί λουρί = χέσιμο,
371. Πηνιάτα = πήλινο δοχείο φαγητού.
372. Πίγκωσα = βούλωσε η μύτη μου
373. Πιλαλάω = τρέχω,
374. Πιλάλα = τρέξιμο,
373. Πιλαλάω = τρέχω,
374. Πιλάλα = τρέξιμο,
375. Πινακωτή = ξύλινη τάβλα που έβαζαν το ζυμάρι να φουσκώσει πριν το φουρνίσουν
377. Πιτάκοι = Μικρά άσπρα σκουληκάκια που έπιανε το τυρί. (από την περιοχή της Μάνης)
378. Πιτάρι = μελισσοκέρι
379. Πιοτούρα = κρασοκατάνυξη
380. Πέσε μου = πες μου,
381. Πλακουτσά = πλακωτά.
378. Πιτάρι = μελισσοκέρι
379. Πιοτούρα = κρασοκατάνυξη
380. Πέσε μου = πες μου,
381. Πλακουτσά = πλακωτά.
382. Πλευρομετρώ= σπάω το κόκκαλα ( θα σε πλευρομετρήσω)
383. Πλέχτρες = Οι πλεξίδες των κρεμμυδιών.
384. Πολυβαρδία - πολυκοσμία
385. Πουντιάζω = ξεπαγιάζω
386. Πούντος = το μεγάλο δάχτυλο του χεριού,
386. Πούντος = το μεγάλο δάχτυλο του χεριού,
387. Πράϊτα (τα) = τα πρόβατα
388. Προγκάω = διώχνω κάτι με φωνές, τον φοβίζω
389. Πούργι = μεγάλο και φαρδύ καλάθι φρούτων,
388. Προγκάω = διώχνω κάτι με φωνές, τον φοβίζω
389. Πούργι = μεγάλο και φαρδύ καλάθι φρούτων,
390. Πρασιές = Κοπάδια γουρουνιών, που έβοσκαν ελεύθερα στο βουνό.
391. Προσμπούκι = κολατσιό
392. Προσφέρνω = παρομοιάζω με κάποιον άλλο
393. Προσώρας = προσωρινά.
391. Προσμπούκι = κολατσιό
392. Προσφέρνω = παρομοιάζω με κάποιον άλλο
393. Προσώρας = προσωρινά.
394. Πρωιμιές = πρώιμα σπαρτά.
395. Πρωτολασία = Πρώτη βόσκηση χωραφιού. Πρωτονομή. (Μανιάτικης προέλευσης)
Ρ΄
396. Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίο
396. Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίο
398. Ρέφουλο = Πνοή, φύσημα αγέρα. (Μανιάτικη φράση)
399. Ρεψοχέρης =αυτός που κρατάει κάτι και του πέφτει εύκολα.
400. Ροβολάω = κατεβαίνω τρέχοντας.
400. Ροβολάω = κατεβαίνω τρέχοντας.
401. Ρογός = αποθηκευτικός χώρος του άχυρου στο κατώι του σπιτιού.
402. Ρόμπα = Ο ξεφτύλας, ρεζίλης ευτελής. (Η λέξη αυτή λέγεται πλέον σε όλη την Ελλάδα,
αλλά ξεκίνησε από τη Μεσσηνία)
403. Ροί = σκεύος που βάζουμε το λάδι, λαδερό
404. Ρούγα = γειτονιά
404. Ρούγα = γειτονιά
405. Ρουκουνιάζω= τρώω πολύ και γρήγορα
406. Ρουκούλησε = κύλησε
407. Ρουπώνω = χορταίνω
408. Ρουτα = πανινι/φτιαρι Καθαριζαν το φουρνο ξυλοφουρνο
409. Ριτσίδι = βράχηκα ως το κόκαλο.
410. Ρεντάω = ραντίζω.
409. Ριτσίδι = βράχηκα ως το κόκαλο.
410. Ρεντάω = ραντίζω.
Σ΄
411. Σαγάνι = πιάτο,
411. Σαγάνι = πιάτο,
412. Σάϊσμα = Χοντρό ύφασμα πλεγμένο από μαλλί κατσίκας που το στρώνουν σαν χαλί και
παλιά το φόραγαν οι βοσκοί (η κάπα)
παλιά το φόραγαν οι βοσκοί (η κάπα)
414. Σακείθε = Αντε πήγαινε από εκεί.
415. Σαλάγημα = Κυνήγημα
416. Σαμαροπάϊδα = η λεπτή σανίδα στο πλάϊ του σαμαριού.
416. Σαμαροπάϊδα = η λεπτή σανίδα στο πλάϊ του σαμαριού.
417. Σάμπως = Σάματις = Μήπως
418. Σαπάνου = εκεί επάνω.
419. Σαρίδια = σκουπίδια.
420. Σαρωματίνα = χορτάρινη σκούπα,
421. Σαρώνω = σκουπίζω,
422. Σαρωματίνα = χορτάρινη πρόχειρη σκούπα
423. Σάψαλο = σάπιο.
421. Σαρώνω = σκουπίζω,
422. Σαρωματίνα = χορτάρινη πρόχειρη σκούπα
423. Σάψαλο = σάπιο.
424. Σβαρνάω = που σκοντάφτω ,πέφτω πάνω σε κάτι, κάτι τέτοιο τέλος πάντων. .
425. Σβερκώνω = χτυπώ κάποιον στο σβέρκο.
425. Σβερκώνω = χτυπώ κάποιον στο σβέρκο.
426. σβώλος = μικροκαμωμένος.
427. Σβιλάδα = ζούρλια, τρέλλα.
428. Σγαρλίζω = σκαλίζω το χώμα επιφανειακά όπως οι κότες.
429. Σγούφτω=σκύβω,
430. Σγρουμπούλι = ογκίδιο στρογγυλό
431. Σγουμπαίνω = καμπουριάζω, είμαι σκυφτός
432. Σειριά = σόϊ
433. Σεργούνι = η ξεφτύλα.
428. Σγαρλίζω = σκαλίζω το χώμα επιφανειακά όπως οι κότες.
429. Σγούφτω=σκύβω,
430. Σγρουμπούλι = ογκίδιο στρογγυλό
431. Σγουμπαίνω = καμπουριάζω, είμαι σκυφτός
432. Σειριά = σόϊ
433. Σεργούνι = η ξεφτύλα.
434. Σιδερωστια = το σιδερένιο τρίγωνο του τζακιού
436. Σιρίτια = κορδόνια
437. Σίχλος = κουβάς
438. Σκάλος = σκάλισμα
439. Σκαρίζω = βγαίνω, προβάλω από κάπου
440. Σκατοψύχια = κατάρες.
439. Σκαρίζω = βγαίνω, προβάλω από κάπου
440. Σκατοψύχια = κατάρες.
441. Σκαβούτα = χελώνα
442. Σκαφίδα = η σκάφη που έπλεναν τα ρούχα.
443. Σκαφίδι = η σκάφη που ζύμωναν το ψωμί.
444. Σαπέρα = πήγαινε πέρα,
445. Σκαπέτησα = έφτασα ή έφυγα,
442. Σκαφίδα = η σκάφη που έπλεναν τα ρούχα.
443. Σκαφίδι = η σκάφη που ζύμωναν το ψωμί.
444. Σαπέρα = πήγαινε πέρα,
445. Σκαπέτησα = έφτασα ή έφυγα,
446. Σκεύομαι = σκέπτομαι
447. Σκουληκαντέρα = γλίτσα.
447. Σκουληκαντέρα = γλίτσα.
448. Σκουτέλα= κούπα
449. Σκιάχτηκα = τρόμαξα,
449. Σκιάχτηκα = τρόμαξα,
450. Σκουτέλα = φλυτζάνα
451. Σουβή=συμφορά,
451. Σουβή=συμφορά,
452. Σκατογένης = διάβολος
453. Σκορδοστούμπι = γουδί,
454. Σκουράντζος= ρέγγα,
455. Σκούζω = φωνάζω,
453. Σκορδοστούμπι = γουδί,
454. Σκουράντζος= ρέγγα,
![]() |
| Κάστρο Μεθώνης (Μπούρτζι) |
456. Σκουτέλα= κούπα
457. Σμερδάκια = κακοποιά δαιμόνια.
458. Σοροβλιάστηκε = έπεσε
459. Σούγελο = υδροροή
460. Σούδα = στενό δρομάκι,
461. Σουράω= σφυρίζω,
458. Σοροβλιάστηκε = έπεσε
459. Σούγελο = υδροροή
460. Σούδα = στενό δρομάκι,
461. Σουράω= σφυρίζω,
462. Σούρσιμο = διαροια.
463. Σπάρτο = κατσαφάνα
464. Σταθιμός= σταθμός,
465. Σπερνά = κόλυβα,
466. Σποράκλα, με σπόρισε = διάρροια.
463. Σπάρτο = κατσαφάνα
464. Σταθιμός= σταθμός,
465. Σπερνά = κόλυβα,
466. Σποράκλα, με σπόρισε = διάρροια.
467. Στιβάλια = Ψηλά παπούτσια που έκλειναν από το μέσα μέρος του ποδιού με φερμουάρ.
468. Στοιχερό = χοντρό ξύλο με διχάλα στο πάνω μέρος που έδεναν τα άλογα στο κέντρο του
αλωνιού.
469. Στρατόνι = πεζούλα
470. Στράφι = άδικα (πήγε στράφι)
471. Στρεκλάω = βαδίζω δεξιά αριστερά, σκοντάφτω
αλωνιού.
469. Στρατόνι = πεζούλα
470. Στράφι = άδικα (πήγε στράφι)
471. Στρεκλάω = βαδίζω δεξιά αριστερά, σκοντάφτω
472. Στρινιάζω = στραβομουτσουνιάζω.
473. Στρογγός = ο γιούκος,= η ντάνα με τα ρούχα.
474. Στροφιάζομαι = πέφτω για ύπνο
474. Στροφιάζομαι = πέφτω για ύπνο
475. Συγγενικό (που να σεβρει συγγενικό) = που να σε βρει κακό.
476. Συφουλιάζομαι = σκεπάζομαι,
477. Συμπράκαλα = διάφορα είδη οικιακής ή ατομικής χρήσης.
476. Συφουλιάζομαι = σκεπάζομαι,
477. Συμπράκαλα = διάφορα είδη οικιακής ή ατομικής χρήσης.
478. Συμπούπουλο = θα καεί ολόκληρο
479. Συνεμπάζω = μαζεύω, γυρίζω
481. Στάσεις = βραγιές που φυτεύουν πχ σκόρδα
482. Σκούρκος =χρυσόμυγα.
483. Σιγουρεύω = κρύβω,
483. Σιγουρεύω = κρύβω,
484. Στεγνώξω = στεγνώσω.
485. Συγκαρτσαλοι = περπατούσαμε όλοι μαζί, οι φίλοι, οι συγγενείς, το σόι
486. Σύχλο = κουβάς
487. Σφαρδάκλι = βάτραχος.
487. Σφαρδάκλι = βάτραχος.
488. Σφέλαχτρο: Φυτό όπως το σκίντο.
489. Σφελίδα = Στενόμακρο κομμάτι κυρίως σκληρού τυριού. (στα Μανιάτικα)
490. Σώνει = φτάνει.
491. Σώστο = πιάστο
492. Σωμάρα = Όταν μειώνονται οι δυνάμεις μας.
Τ΄
493. Τάσι ή τασάκι= σταχτοδοχείο,
494. Τανιέμαι = σφίγκομαι,
493. Τάσι ή τασάκι= σταχτοδοχείο,
494. Τανιέμαι = σφίγκομαι,
495. Ταπίστωμα = ανάποδα
495. Ταχειά = αύριο,
497. Τέτζερης = κατσαρόλα,
498. Τέντα = ανοιχτά, διάπλατα,
| Το θαύμα της φύσης, το Πολυλίμνιο κοσμεί τη Μεσσηνία. |
498. Τέντα = ανοιχτά, διάπλατα,
499. Τηλώθηκα = χόρτασα
500. Τίκλα = Πλάκα από σχιστόλιθο για ψήσιμο πίτας. (Μανιάτικη λέξη)
500. Τίκλα = Πλάκα από σχιστόλιθο για ψήσιμο πίτας. (Μανιάτικη λέξη)
501. Τι λογό = τι είδος,
502. Τζάρα= Μεγάλο πήλινο αγγείο για βρόχινο νερό ή λάδι.
503. Τηράου=βλέπω,
503. Τηράου=βλέπω,
504. Τούμπησα = έπεσα επάνω, κουτούλησα
505. Τουρλώνω = φουσκώνω,
505. Τουρλώνω = φουσκώνω,
506. Τουρνόκολα = ανάποδα
507. Τουρνοκολιάστηκε = έπεσε άγαρμπα
508. Τράβα= καδρόνι στέγης,
507. Τουρνοκολιάστηκε = έπεσε άγαρμπα
508. Τράβα= καδρόνι στέγης,
509. Τραγατσούλα ή Δραγατσούλα= Καλύβα από ξύλα και φτέρη.
510. Τράφος = Τείχος που χωρίζει δύο ανισόπεδα λαχίδια χωραφιού (Μανιάτικη διάλεκτος)
511. Τριφτάδια = είδος ζυμαρικών που έφτιαχναν οι νοικοκυρές.
512. Τριχιά = σκοινί
513. Τρόκανι = κουδούνι αιγοπροβάτων
513. Τρόκανι = κουδούνι αιγοπροβάτων
514. Τσαγανά – τσαγανά = Σιγά – σιγά αθόρυβα. «Ήρτες τσαγανά – τσαγανά». (Μανιάτικα)
515. Τσακάω (ου) = τσακίζω
515. Τσακάω (ου) = τσακίζω
![]() |
| Βοϊδοκοιλιά |
517. Τσαλίμια, τσαλιμάκια = νάζια
518. Τσαντίλα = ύφασμα που πήζουν το τυρί.
519. Τσάπια (τα) = Οι κακές συνήθειες
520. Τσαούσα = γυναίκα που δεν ανέχεται και πολλά πολλά
521. Τσαφάρι = κνήμη του ποδιού,
522. τσεράνα = δύστυχη
523. Τσιγαρολάχανα = μυρωδικά χόρτα,
524. Τσικάου = τσουγκρίζω.
524. Τσικάου = τσουγκρίζω.
525. Τσοκανάω = κόβω, πετσοκόβω.
526. Τσότρα= δοχείο κρασιού,
526. Τσότρα= δοχείο κρασιού,
527. Τσουλάγρα = πιτσιλιά
528. Τσουτσουρώνω = αγριεύω
529. Τσεμπερέκι ή ζεμπερέκι= πόμολο ή σύρτης πόρτας,
530. Τσουμπλέκια= κουζινικά σκεύη,
531. Τσουράπι= κάλτσα,
532. Τσιγκλάω = προτρέπω,
533. Τσεμπέρι ή τσεμπέρα = Γυναικείο μαντήλι.
528. Τσουτσουρώνω = αγριεύω
529. Τσεμπερέκι ή ζεμπερέκι= πόμολο ή σύρτης πόρτας,
530. Τσουμπλέκια= κουζινικά σκεύη,
531. Τσουράπι= κάλτσα,
| Μαρίνα Πύλου |
533. Τσεμπέρι ή τσεμπέρα = Γυναικείο μαντήλι.
Φ΄
534. Φακλάνα= κακόφημη γυναίκα (πουτάνα).
535. Φαγανιάρης = λαίμαργος
536. Φελί = ένα κομμάτι παστού βακαλάου
534. Φακλάνα= κακόφημη γυναίκα (πουτάνα).
535. Φαγανιάρης = λαίμαργος
536. Φελί = ένα κομμάτι παστού βακαλάου
537. Φιλιατρό = Το χείλος του πηγαδιού
538. Φινωμένο φρούτο = το φρούτο που είναι στεγνό, χωρίς πολλούς χυμούς.
539. Φιότσος = βαφτηστήρι
540. Φκτίκια = βαφτιστικά ρούχα
541. Φλέσουρα = μικρά σκουπιδάκια από ξύλα.
540. Φκτίκια = βαφτιστικά ρούχα
541. Φλέσουρα = μικρά σκουπιδάκια από ξύλα.
542. Φλέτσουρα = Οι φλοίδες από τα λουβία (κάψες) των ψυχανθών. (Μανιάτικη λέξη)
543. Φλομώνω = ζαλίζω.
543. Φλομώνω = ζαλίζω.
544. Φλουμπέτες = Οι καντήλες με υγρό
545. Φλύχτρες = σπυράκια
546. Φόλος = Το αυγό που έβαζαν οι νοικοκυρές, εκεί όπου γεννούσαν οι κότες τα αυγά, σαν
οδηγό.
οδηγό.
547. Φορτσάτο = λεπτή τριχιά.
548. Φορτσέρι = μπαούλο
549. Φούγα = οργή.
549. Φούγα = οργή.
550. Φούλης = Αδελφούλης
551. Φουντουλώνει (το φουντούλωσα) = φουντώνει
552. Φουρφουράω = θορυβώ.
552. Φουρφουράω = θορυβώ.
553. Φουστεκιαζω = δένω το μπρος με το πίσω πόδι ζώου με τριχιά για να μην τρέχει
| Πολυλίμνιο |
554. Φούφουτος = ο ανύπαρκτος
555. Φρύξες = ψωμί προηγούμενης ημέρας που το ψήνουν στο φούρνο
556. Φτενός = λεπτός.
557. Φτούνος = αυτός.
557. Φτούνος = αυτός.
Χ.
558. Χαήλωσα = χάζεψα, έμεινα με το στόμα ανοιχτό και αφηρημένο ύφος.
559. χανταβουλιάζομαι= χάνομαι, είναι για τα λιόπανα= είναι πολύ μεθυσμένος!!!
560. Χάμου = κάτω.
561. Χαμούρι = το σπάσιμο του ελαιόκαρπου και μετατροπή του σε πολτό.
562. Χαρανί = μεγάλο χάλκινο καζάνι,
562. Χαρανί = μεγάλο χάλκινο καζάνι,
563. χαράρι = δυκτιωτό πλέγμα, για τη μεταφορά άχυρου/σανού.
564. Χανταβουλιάστηκα ή σωρώθηκα = Έπεσα κάτω (χανταβούλης: διάβολος, δαίμονας)
565. Χαντρολέμι = κολιέ,
566. Χαλαστάρι = πέτρα
567. Χαβάνι = σιδερένιο γουδί.
566. Χαλαστάρι = πέτρα
567. Χαβάνι = σιδερένιο γουδί.
568. Χαράκι = η αφαίρεση κομματιού από το φλοιό στον κορμό του κλήματος.
569. Χαρανιάστρες = Εκεί που έβραζαν τα λούπινα. Οι λιάστρες. (Μανιάτικη διάλεκτος)
571. Χαρμπί = Είναι ένα είδος μικρού ξίφους.
572. Χαρχαλεύω = ψάχνω
572. Χαρχαλεύω = ψάχνω
573. Χαμοκέλα = η παράγκα, το παλιό μισοχαλασμένο σπίτι.
574. Χάφτω = καταπίνω λαίμαργα, ξεγιελιέμαι.
574. Χάφτω = καταπίνω λαίμαργα, ξεγιελιέμαι.
575. χεσαμόλι = φαγητό άθλιας ποιότητας (από το χέσαμε όλοι)
576. Χιούρος = Το αρσενικό γρούνι. Ο κάπρος. (Μανιάτικη)
577. Χόβολη = στάχτη.
578. Χουνέρι = πάθημα.
582. Χόχλος ή χούχλος = Όταν αρχίζει να βράζει πχ ένα φαγητό.
583. Χρίζω = αλείφω.
584. Χρονιάρα = η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές
584. Χρονιάρα = η ημέρα που είναι αργία, καθώς και οι μεγάλες γιορτές
Ψ.
585. Ψηλαριδα=γυναικα με ψηλα ποδια.
586. Ψικαστήρα=Δοχείο για ψεκασμό-ράντισμα
Ω.
588. Ωρέ = Ρε










Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου