Σελίδες

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2012

... αγαπητέ Θεέ ...























( ... )
Αγαπητέ Θεέ,
Σήμερα έγινα ογδόντα χρονών και σκέφτηκα πάρα πολύ.
Πρώτα απ’ όλα, χρησιμοποίησα το χριστουγεννιάτικο δώρο της θείας Ροζ. Σού μίλησα ποτέ γι’ αυτό; Δε θυμάμαι. Είναι ένα φυτό της Σαχάρας που ζει μόνο μία μέρα. Μόλις ο σπόρος πιει νερό, μπουμπουκιάζει, γίνεται μίσχος, βγάζει φύλλα, πετάει ένα λουλούδι, παράγει σπόρους, μαραίνεται, και χοπ, το βράδυ, τέλος. Καταπληκτικό δώρο — σ’ ευχαριστώ που το δημιούργησες. Σήμερα το πρωί, στις επτά, το ποτίσαμε η θεία Ροζ, οι γονείς μου κι εγώ (δεν ξέρω αν σ’ το ’χω πει! οι γονείς μου αυτόν τον καιρό μένουν στης θείας Ροζ γιατί το σπίτι της είναι πιο κοντά στο νοσοκομείο) κι έτσι μπόρεσα να παρακολουθήσω όλη του τη ζωή. Συγκινήθηκα. Δε λέω, το λουλούδι είναι μάλλον καχεκτικό και λίγο αστείο, δεν είναι σαν το μπαομπάμπ, αλλά τη δουλειά του την κάνει μια χαρά, σαν μεγάλο φυτό, μπροστά στα μάτια μας και μέσα σε μια μέρα.
Παρέα με την Πέγκι Μπλου διαβάσαμε το Λεξικό Ιατρικών Όρων. Είναι το αγαπημένο της βιβλίο. Έχει πάθος με τις αρρώστιες κι αναρωτιέται τι αρρώστια μπορεί να της έρθει μετά. Εγώ έψαξα για τις λέξεις που μ’ ενδιέφεραν! «Ζωή», «Θάνατος», «Πίστη», «Θεός». Ε, θέλεις με πιστεύεις, θέλεις δε με πιστεύεις, δεν υπήρχαν! Τι σημαίνει αυτό; Να σού πω τι σημαίνει αυτό. Σημαίνει ότι ούτε η ζωή, ούτε ο θάνατος, ούτε η πίστη, ούτε εσύ είστε αρρώστιες, κάτι που μάλλον είναι καλό νέο. Από την άλλη, όμως, δε θα ’πρεπε, σ’ ένα τόσο σοβαρό βιβλίο, να υπάρχουν και απαντήσεις στις πιο σοβαρές ερωτήσεις;
«Θεία Ροζ, μου φαίνεται ότι στο Λεξικό Ιατρικών Όρων υπάρχουν μόνο ειδικά θέματα και απαντήσεις σε προβλήματα που μπορούν να συμβούν στον καθένα μας χωριστά, αλλά δεν υπάρχουν θέματα που μας αφορούν όλους! η Ζωή, ο Θάνατος, η Πίστη, ο Θεός.»
«Ίσως θα ’πρεπε να πάρεις ένα φιλοσοφικό λεξικό, Όσκαρ. Ωστόσο, ακόμα κι αν βρεις τις ιδέες που ψάχνεις, και πάλι κινδυνεύεις να απογοητευτείς. Το λεξικό προτείνει πολλές και διάφορες ερμηνείες για κάθε έννοια.»
«Πώς γίνεται αυτό;»
«Οι πιο ενδιαφέρουσες ερωτήσεις παραμένουν ερωτήσεις. Περιβάλλονται από μυστήριο. Σε κάθε απάντηση πρέπει να προσθέτουμε ένα "ίσως". Οριστική απάντηση έχουν μόνο οι ερωτήσεις που δεν παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον.»
«Θέλετε να πείτε ότι για τη "Ζωή" δεν υπάρχει λύση;»
«Θέλω να πω ότι για τη "Ζωή" υπάρχουν πολλές λύσεις και, άρα, καμία.»
«Εγώ, αυτό που πιστεύω, θεία Ροζ, είναι ότι η μόνη λύση για τη ζωή είναι το να ζεις.»
Πέρασε να μας δει ο γιατρός Ντίσελντορφ. Ήταν σαν σκυλί δαρμένο, κι αυτό το έδειχναν ακόμα πιο έντονο τα μαύρα φρύδια του.
«Τα χτενίζετε τα φρύδια σας, γιατρέ;» τον ρώτησα.
Κοίταξε γύρω του με απορία, σαν να ’θελε να ρωτήσει τη θεία Ροζ ή τους γονείς μου αν είχε ακούσει καλά. Στο τέλος, είπε ναι με πνιχτή φωνή.
«Δεν πρέπει να έχετε τέτοια μούτρα, γιατρέ. Ακούστε. .. Θα σας μιλήσω ειλικρινά, γιατί και εγώ ήμουν πολύ εντάξει στα φάρμακα, κι εσείς στην αντιμετώπιση της αρρώστιας. Μην έχετε ένοχο ύφος. Δεν είναι δικό σας λάθος αν είστε υποχρεωμένος να λέτε τα κακά νέα στον κόσμο, όλες αυτές τις ανίατες αρρώστιες με τα λατινικά ονόματα. Πρέπει να χαλαρώσετε... να ηρεμήσετε. Δεν είστε Θεός. Δεν κυβερνάτε εσείς τη φύση. Εσείς είστε ένας απλός επισκευαστής. Μη δίνετε τόση σημασία, γιατρέ, γιατί, αλλιώς, δε σας βλέπω να συνεχίσετε αυτό το επάγγελμα για πολύ καιρό. Αν βλέπατε τα μούτρα σας...»
Όσην ώρα με άκουγε, ο γιατρός Ντίσελντορφ είχε ένα στόμα σαν να ρουφούσε ένα αβγό. Μετά χαμογέλασε, χαμογέλασε μέσα απ’ την καρδιά του, και με φίλησε.
«Έχεις δίκιο, Όσκαρ. Σ’ ευχαριστώ που μου τα είπες όλα αυτά.»
«Παρακαλώ, γιατρέ. Στη διάθεση σας. Μπορείτε να ξανάρθετε όποτε θέλετε.»
Αυτά, Θεέ. Εσένα, όμως, ακόμα σε περιμένω. Έλα. Μη διστάζεις. Έλα, ακόμα κι αν έχω πολύ κόσμο αυτόν τον καιρό. Θα χαρώ πραγματικά πολύ.
Τα λέμε. Φιλάκια,
Όσκαρ.

Αγαπητέ Θεέ,
Η Πέγκι Μπλου έφυγε. Γύρισε σπίτι της. Δεν είμαι χαζός... ξέρω πολύ καλά πως δε θα την ξαναδώ.
Δε θα σού γράψω, γιατί είμαι πολύ στενοχωρημένος. Η Πέγκι κι εγώ περάσαμε μαζί μια ολόκληρη ζωή, και τώρα να ’μαι πάλι μόνος, φαλακρός, ξεκούτης, κουρασμένος στο κρεβάτι μου. Είναι άσχημα τα γηρατειά.
Σήμερα δεν σ’ αγαπώ πια.
Όσκαρ.

Αγαπητέ Θεέ,
Ευχαριστώ που ήρθες.
Διάλεξες την καλύτερη στιγμή, γιατί είχα τα χάλια μου. Ίσως και να σε πείραξε το χτεσινό μου γράμμα...
Όταν ξύπνησα, αναλογίστηκα ότι ήμουν ενενήντα χρονών, κι έστρεψα το κεφάλι προς το παράθυρο για να δω το χιόνι.
Και τότε κατάλαβα ότι ερχόσουν. Ήταν πρωί. Ήμουν μόνος πάνω στη Γη. Ήταν τόσο νωρίς, που τα πουλάκια ακόμα κοιμόνταν, που η νυχτερινή νοσοκόμα, η κυρία Ντικρί, έπαιρνε ακόμα τον υπνάκο της, που εσύ προσπαθούσες να φτιάξεις το ξημέρωμα. Ζοριζόσουν, αλλά επέμενες. Ο ουρανός ξεθώριαζε. Γέμιζες την ατμόσφαιρα με άσπρο, με γκρίζο, με γαλάζιο, έδιωχνες τη νύχτα, ξυπνούσες τον κόσμο. Χωρίς σταματημό. Και τότε κατάλαβα σε τι διαφέρεις απ’ όλους εμάς! είσαι ακατάβλητος! Είσαι αυτός που δεν κουράζεται ποτέ. Πάντα στη δουλειά. Και να η μέρα! Και να η νύχτα! Και να η άνοιξη! Και να ο χειμώνας! Και να η Πέγκι Μπλου! Και να ο Όσκαρ! Και να η θεία Ροζ! Τι υγεία!
Κατάλαβα ότι ήσουν εδώ· ότι μού ’λεγες το μυστικό σου! Κοίτα κάθε μέρα τον κόσμο σαν να ’ταν η πρώτη φορά.
Ε λοιπόν, την ακολούθησα τη συμβουλή σου: Σαν να ’ταν η πρώτη φορά. Κοίταζα το φως, τα χρώματα, τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα. Ένιωθα τον αέρα να περνάει μέσα απ’ τα ρουθούνια μου, να εισπνέω. Άκουγα τις φωνές που έρχονταν απ’ το διάδρομο σαν απ’ το θόλο μιας εκκλησίας. Ζούσα. Ριγούσα από χαρά. Η ευτυχία της ύπαρξης. Ήμουν μαγεμένος.
Σ’ ευχαριστώ, Θεέ, που το ’κανες αυτό για χάρη μου. Αισθανόμουν ότι με είχες πάρει από το χέρι και με οδηγούσες στην καρδιά του μυστηρίου για ν’ αντικρίσω το μυστήριο. Ευχαριστώ.
Τα λέμε. Φιλάκια,
Όσκαρ.
Υ.Γ. Η σημερινή χάρη που σού ζητάω: αυτό το κόλπο με την «πρώτη φορά», μήπως μπορείς να το ξανακάνεις στους γονείς μου; Η θεία Ροζ, νομίζω ότι το ξέρει ήδη. Και μετά, αν έχεις χρόνο, και στην Πέγκι...

Αγαπητέ Θεέ,
Σήμερα είμαι εκατό χρονών. Όσο και η θεία Ροζ. Κοιμάμαι πολύ, αλλά αισθάνομαι καλά.
Προσπάθησα να εξηγήσω στους γονείς μου ότι η ζωή είναι ένα περίεργο δώρο. Στην αρχή, το υπερεκτιμάμε αυτό το δώρο: πιστεύουμε ότι αποκτήσαμε την αιώνια ζωή. Μετά, το υποτιμάμε: το βρίσκουμε χάλια, πολύ μικρό, είμαστε σχεδόν έτοιμοι να το πετάξουμε. Στο τέλος, καταλαβαίνουμε ότι δεν ήταν δώρο, αλλά δάνειο. Και τότε, προσπαθούμε να το αξιοποιήσουμε. Το λέω εγώ, που ξέρω τι λέω, γιατί έχω πατήσει τα εκατό. Όσο γερνάμε, τόσο πρέπει να δείχνουμε ότι έχουμε το χάρισμα να εκτιμήσουμε τη ζωή. Πρέπει να εκλεπτυνόμαστε, να γινόμαστε καλλιτεχνικές φύσεις. Κάθε κρετίνος μπορεί να απολαμβάνει τη ζωή στα δέκα ή στα είκοσι, αλλά στα εκατό, όταν δεν μπορεί πια να κουνηθεί, πρέπει να χρησιμοποιεί την εξυπνάδα του.
Δεν ξέρω αν τους έπεισα.
Κάν’ τους μια επίσκεψη. Άρχισες μια δουλειά;
Τέλειωσε την. Εγώ είμαι λίγο κουρασμένος.
Τα λέμε. Φιλάκια,
Όσκαρ.

Αγαπητέ Θεέ,
Εκατόν δέκα. Πολύ δεν είναι; Νομίζω πως αρχίζω να πεθαίνω.
Όσκαρ.

Αγαπητέ Θεέ,
Το αγοράκι πέθανε.
Θα συνεχίσω να είμαι μια ροζ κυρία, αλλά δε θα ξαναείμαι ποτέ θεία Ροζ. Θεία Ροζ ήμουν μόνο για τον Όσκαρ.
Ξεψύχησε σήμερα το πρωί, τη μισή ώρα που οι γονείς του κι εγώ είχαμε πάει για να πιούμε έναν καφέ. Το ’κανε όταν λείπαμε. Νομίζω ότι περίμενε τη συγκεκριμένη στιγμή για να μας απαλλάξει. Σαν να ’θελε να μάς προστατέψει από το να τον δούμε, να φεύγει. Βλέπεις, τελικά εκείνος πρόσεχε εμάς.
Η καρδιά μου είναι βαριά, σφιγμένη. Ο Όσκαρ μένει στην καρδιά μου και δεν μπορώ να τον διώξω. Πρέπει να κρατηθώ και να μην κλάψω ως το βράδυ, γιατί ο πόνος μου δε συγκρίνεται με τον αξεπέραστο των γονιών του.
Σ’ ευχαριστώ που μού γνώρισες τον Όσκαρ. Χάρη στον Όσκαρ έλεγα αστεία, έφτιαχνα ιστορίες, γινόμουν ακόμα και παλαίστρια. Χάρη στον Όσκαρ γέλασα και γνώρισα τη χαρά. Με βοήθησε να πιστέψω σε σένα. Είμαι γεμάτη αγάπη, φλέγομαι από αγάπη, μου ’δωσε τόσο πολλή, που θα έχω για όλη μου τη ζωή.
Τα ξαναλέμε σύντομα,
Θεία Ροζ.
Υ. Γ. Τις τρεις τελευταίες μέρες, ο Όσκαρ είχε βάλει μια καρτέλα πάνω στο κομοδίνο του. Νομίζω ότι σε αφορά. Είχε γράψει: «Μονάχα ο Θεός έχει το δικαίωμα να με ξυπνήσει».

* Ερίκ  Εμμανουέλ Σμίτ





... μιάν άλλη φορά η ... αρχή !

Ρ.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου