Σελίδες

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Δόμνα Σαμίου...μέ λίγα λόγια...πώς καί γιατί στήν....Καισαριανή

Φωτογραφία: Σαμίου Δόμνα (1928 - 2012 )
 
[Καισαριανή: το πορτρέτο ενός προσφυγικού συνοικισμού τη δεκαετία του ’30]
Σαμίου Δόμνα 

[Ο Γιάννος και η Μαριγώ σ’ ένα σχολειό πηγαίναν....]

 Γεννήθηκα στην Καισαριανή το 1928. Οι γονείς μου ήτανε Μικρασιάτες. Η μητέρα μου ήρθε το ’22 μαζί με τους πρόσφυγες, ήρθε μόνη της εδώ με διάφορους πατριώτες και γνωστούς. Έφυγε από το χωριό, το Μπαϊντίρι, πήγε στη Σμύρνη, απ’ ό,τι μου έλεγε, κρυβόντουσαν από το ένα σπίτι στο άλλο, μετά έπιασε φωτιά...
O πατέρας μου έμεινε αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία και γύρισε μετά από ένα χρόνο με την Ανταλλαγή των πληθυσμών. Στην αρχή η μητέρα μου, όπως όλοι οι πρόσφυγες έμενε σε αποθήκες, σε σχολεία, μετά τους δώσανε αντίσκηνα στην Καισαριανή. Υπάρχει μια φωτογραφία στο Δήμο της Καισαριανής που υπάρχουν τα αντίσκηνα, που είναι η πρώτη φάση. Ερχόμενος ο πατέρας μου από τη Μικρά Ασία, τους βγάλανε στον Πειραιά με το καράβι και άρχισε ο καημένος να ρωτάει πού υπάρχουνε Μπαϊντιριανές. Βρέθηκε μια Μπαϊντιριανιά, συχωριανή της μάνας μου, η οποία ήξερε πού μένει η μάνα μου, τον πήρε και τον οδήγησε και τον έφερε στην Καισαριανή. Φαντάζεσαι τη συγκίνηση και των δύο, ο πατέρας με τσουβάλια και με ψείρα κουκουνάρι... Συναντήθηκαν λοιπόν ο Γιάννης κι η Μαρία. Η μάνα μου δεν ήξερε αν ζούσε ή αν πέθανε. Απ’ ό,τι μου έλεγε πήγαινε και ρωτούσε κάποια μέντιουμ να της πει αν ζει, και της έλεγε ότι ζει και να μην ανησυχεί. Και τον έβλεπε, λέει, να ταΐζει καμήλες, και όντως τον είχανε οι Τούρκοι στο στρατό να ταΐζει καμήλες.
Τέλος πάντων ήρθε λοιπόν ο πατέρας μου και απ’ ό,τι μου ’λεγε η μάνα μου βάλανε γκαζοτενεκέδες και τάβλες να κάνουνε οι άνθρωποι κρεβάτι μες στο αντίσκηνο να κοιμηθούνε. Εντωμεταξύ είχανε φτιάξει και την εκκλησία, τον άγιο Νικόλαο. Ο πατέρας μου ήτανε, ας το πούμε θρησκόληπτος, του άρεσε πολύ η εκκλησιαστική μουσική και η εκκλησία. Μια και ήτανε κοντά το αντίσκηνο στην εκκλησία, πήγαινε την Κυριακή να παρακολουθήσει τη λειτουργία αλλά και πολλές φορές το απόγευμα που γίνονταν βαφτίσια και γάμοι...




 [Παλάτια θα σου χτίσω εγώ να σ’ έχω μέσα Μαριγώ...]

 Μια Κυριακή απόγευμα γινότανε ένας γάμος και ο πατέρας μου, σαν διασκέδαση το είχε ο άνθρωπος, πού να πάει, καφενεία δεν πήγαινε, δεν έπινε, πήγε λοιπόν στην εκκλησία να παρακολουθήσει το γάμο. Η μάνα μου έμεινε στο αντίσκηνο, ήτανε έγκυος τότε στην αδερφή μου. Περίμενε να γυρίσει ο Γιάγκος, πήγε δέκα, πήγε έντεκα, πήγε δώδεκα, πήγε μία, η εκκλησία ήταν κλειστή, δεν υπήρχε κανείς μέσα. Τι έγινε ο Γιάγκος, πού πήγε ο Γιάγκος, ανησυχούσε η κακομοίρα, δεν ήξερε τι να κάνει, δεν κοιμήθηκε περιμένοντας τον Γιάγκο. Πρωί πρωί ο Γιάγκος έρχεται. «Πού ήσουνα;» του λέει ανήσυχη. «Σώπα, της λέει, στην εκκλησία που ήμουνα άκουσα ότι δίνουν τις παράγκες και έφυγα απ’ το γάμο και έτρεξα και μπήκα σε μια παράγκα κι έκατσα για να μην μου την πάρει άλλος». Κι έμεινε μέχρι το πρωί ο καημένος. Του τη δώσανε, την πήρε μόνος του, δεν ξέρω, ευτυχώς ήτανε στην άκρη, ακριανή παράγκα, οπότε είχε και παράθυρο προς το στενάκι και είχαμε και αέρα και φως. Έτσι πήρε την παράγκα ο Γιάγκος. Το πρωί παρακάλεσε εκεί μια γειτόνισσα να προσέχει να μην του την πάρει κανείς κι έτρεξε γρήγορα να το πει στη Μαρία, να κουβαλήσουν τα πράγματα.
Ο πατέρας μου στη Μικρά Ασία έραβε γαϊτάνια στα γιλέκα γύρω γύρω, αυτή ήταν η δουλειά του. Όταν ήρθε εδώ δεν είχε ο άνθρωπος δουλειά και τότε η μάνα μου του πήρε δυο καλάθια και στο ένα έβαλε λεμόνια και στο άλλο αυγά. Και κείνος ντρεπότανε να πάει να τα πουλήσει κι έκλαιγε φαίνεται, αλλά η μάνα μου δυναμική, του έλεγε «Τι θα γίνει εδώ πέρα, θα δουλεύω μόνο εγώ; Κοτζάμ άντρας εσύ, μπρος, να πας να τα πουλήσεις». Τι να ’κανε ο φουκαράς, πήρε τα καλάθια και γύριζε τις γειτονιές, τα πούλησε τη μια φορά, γύρισε ευχαριστημένος και πήρε άλλα, ξαναγύρισε. Στην αρχή έκανε αυτό, μετά έγινε οδοκαθαριστής στο Δήμο Αθηναίων, στην οδό Αιόλου σκούπιζε τα πεζοδρόμια. Αλλά επειδή κάθε τόσο άλλαζε ο δήμαρχος –θυμάμαι τον Κοτζιά έλεγε κι ένα άλλο όνομα έλεγε– έπεφτε ο Κοτζιάς και ερχόταν ένας άλλος και κάθε που άλλαζε ο δήμαρχος σταματούσε κι αυτός να δουλεύει. Τώρα ο Κοτζιάς τον έβαζε, ο άλλος τον έβαζε; Δεν ξέρω. Έτσι δεν είχε μόνιμη δουλειά και πολλές φορές καθόταν, και η καημένη η μάνα μου δούλευε για να βοηθήσει το σπίτι. Η αδελφή μου πήγαινε σε μια γειτόνισσα που ήτανε μοδίστρα και μάθαινε, είχαμε και μία θεία στη Νέα Ιωνία που και κείνη ήτανε μοδίστρα και πήγαινε και κει και μάθαινε, αλλά δεν πρόλαβε να δουλέψει.
Ο πατέρας μου ήτανε βενιζελικός. Έλεγε ότι «και να με πνίξουν στη θάλασσα, εγώ θα βγάζω το δάχτυλό μου και θα φωνάζω Βενιζέλο». Όλοι οι Μικρασιάτες ήτανε βενιζελικοί, καλώς ή κακώς δεν ξέρω, η ιστορία θα το πει, τέλος πάντων. Η Καισαριανή βέβαια ήταν αριστερή. Εγώ αν έμενα στην Καισαριανή μπορεί και να μη ζούσα τώρα. Έφυγα μικρή, δεκατριών χρονών το ’41, αν έμενα σίγουρα θα είχα ανακατευτεί και μπορεί να μην υπήρχα, θα ’χα μπλέξει, κάπου θα την είχα φάει...




 [Καμαρούλα μια σταλιά δύο επί τρία...]

 Στην παράγκα γεννήθηκε η αδερφή μου, στην παράγκα γεννήθηκα κι εγώ, με μαμή βέβαια όπως κάνανε παλιά στη Μικρά Ασία –πού νοσοκομεία και μαιευτήρια βέβαια, δεν υπήρχανε, μαμές υπήρχανε και ξεγεννούσανε τις γυναίκες.
Απ’ ό,τι θυμάμαι, από μικρό μικρό παιδάκι εκεί στην Καισαριανή μέναμε σε παράγκα. Κι όχι μόνο εμείς, ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων της Μικράς Ασίας που τους εγκαταστήσανε στην Καισαριανή, από ένα σημείο και κάτω μας είχανε κάνει παράγκες. Δηλαδή ένα δωμάτιο, μια παράγκα, είχανε δώσει στην κάθε οικογένεια, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ατόμων της κάθε οικογένειας. Ομολογώ διαστάσεις δεν θυμάμαι, τέσσερα επί τέσσερα, τρία επί τέσσερα, δεν ξέρω, ήμουνα παιδάκι. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι ήτανε ένα δωμάτιο. Ήτανε οι παράγκες η μια πλάι στην άλλη και αν θυμούμαι καλά ήταν η δική μας, της θείας Ελενίτσας πλάι, μετά της κυρα-Βαγγελιώς, μετά της Μαρίας, μετά της κυρίας Αρχοντούλας και μετά της κυρίας Ολυμπίας, άρα ήτανε έξι οι παράγκες από τη μια πλευρά και έξι αντίστοιχα από την άλλη, την πίσω πλευρά. Μας χώριζε μια μεσοτοιχία από ξύλο, από τάβλες. Δηλαδή αν ροχάλιζε ο πίσω ή διαγώνια ο άλλος ο γείτονας, εμείς ακούγαμε το ροχαλητό και οτιδήποτε άλλους κρότους σίγουρα τους ακούγαμε.
Θυμάμαι, πίσω ακριβώς από μας έμενε μια οικογένεια, η μητέρα, η κόρη κι ο γιος, και φαίνεται η μάνα είχε ερωμένο ένα χωροφύλακα και υπήρχε ένα κουτσομπολιό εκεί γύρω. Η κόρη ήταν νέα κοπελίτσα, γύρω στα δακαέξι δεκαεφτά χρονών και τροφαντή. Και καταλαβαίνεις τώρα κοιμούντανε στο ίδιο δωμάτιο, η μάνα, ο ερωμένος και η κόρη. Ο γιος κάποια στιγμή έφυγε από το σπίτι. Κι εγώ παιδάκι άκουγα διάφορα κουτσομπολιά, χωρίς να καταλαβαίνω και πολύ πολύ.
Πλάι στην παράγκα ο πατέρας μου είχε κάνει μια κουζινίτσα από γκαζοτενεκέδες. Είχε ανοίξει γκαζοτενεκέδες και είχε φτιάξει απέξω μια κουζινούλα ώστε να μπορεί η μητέρα μου εκεί να μαγειρεύει, τρώγαμε εκεί σαν τραπεζαρία. Εκεί είχε μια σκάφη και κάθε Σάββατο μας έπλενε, μας έκανε μπουγάδα όλους, από τον πατέρα μου μέχρι την αδελφή μου και μένα. Είχε ένα βαρέλι μεγάλο μες στην κουζίνα όπου μάζευε βρόχινο νερό, γιατί με το βρόχινο νερό καθαρίζανε τα μαλλιά καλύτερα, ή και τα ρούχα που έπλενε ήταν καλύτερα.
Υπήρχε στη γειτονιά μας οικογένεια με οχτώ παιδιά και η γυναίκα λεγόταν Κωσταντία και τη φωνάζαμε Κωσταντία η λαδού, διότι το κουζινάκι που έφτιαξε ο άντρας της, το έκανε μπακάλικο και πουλούσε λάδι και τη φωνάζαμε Κωσταντία η λαδού, βγάζαν παρατσούκλια. Φαντάσου λοιπόν το χώρο! Σ’ αυτό το δωμάτιο μέσα, οχτώ παιδιά και δύο οι γονείς δέκα και το κουζινάκι να κάνει χρήση μπακάλικου....

Γεννήθηκα στην Καισαριανή το 1928. Οι γονείς μου ήτανε Μικρασιάτες. 

Η μητέρα μου ήρθε το ’22 μαζί με τους πρόσφυγες, ήρθε μόνη της εδώ με διάφορους πατριώτες και γνωστούς. Έφυγε από το χωριό, το Μπαϊντίρι, πήγε στη Σμύρνη, απ’ ό,τι μου έλεγε, κρυβόντουσαν από το ένα σπίτι στο άλλο, μετά έπιασε φωτιά...
O πατέρας μου έμεινε αιχμάλωτος στη Μικρά Ασία και γύρισε μετά από ένα χρόνο με την Ανταλλαγή των πληθυσμών. Στην αρχή η μητέρα μου, όπως όλοι οι πρόσφυγες έμενε σε αποθήκες, σε σχολεία, μετά τους δώσανε αντίσκηνα στην Καισαριανή. Υπάρχει μια φωτογραφία στο Δήμο της Καισαριανής που υπάρχουν τα αντίσκηνα, που είναι η πρώτη φάση. Ερχόμενος ο πατέρας μου από τη Μικρά Ασία, τους βγάλανε στον Πειραιά με το καράβι και άρχισε ο καημένος να ρωτάει πού υπάρχουνε Μπαϊντιριανές. Βρέθηκε μια Μπαϊντιριανιά, συχωριανή της μάνας μου, η οποία ήξερε πού μένει η μάνα μου, τον πήρε και τον οδήγησε και τον έφερε στην Καισαριανή. Φαντάζεσαι τη συγκίνηση και των δύο, ο πατέρας με τσουβάλια και με ψείρα κουκουνάρι... Συναντήθηκαν λοιπόν ο Γιάννης κι η Μαρία. Η μάνα μου δεν ήξερε αν ζούσε ή αν πέθανε. Απ’ ό,τι μου έλεγε πήγαινε και ρωτούσε κάποια μέντιουμ να της πει αν ζει, και της έλεγε ότι ζει και να μην ανησυχεί. Και τον έβλεπε, λέει, να ταΐζει καμήλες, και όντως τον είχανε οι Τούρκοι στο στρατό να ταΐζει καμήλες.
Τέλος πάντων ήρθε λοιπόν ο πατέρας μου και απ’ ό,τι μου ’λεγε η μάνα μου βάλανε γκαζοτενεκέδες και τάβλες να κάνουνε οι άνθρωποι κρεβάτι μες στο αντίσκηνο να κοιμηθούνε. Εντωμεταξύ είχανε φτιάξει και την εκκλησία, τον άγιο Νικόλαο. Ο πατέρας μου ήτανε, ας το πούμε θρησκόληπτος, του άρεσε πολύ η εκκλησιαστική μουσική και η εκκλησία. Μια και ήτανε κοντά το αντίσκηνο στην εκκλησία, πήγαινε την Κυριακή να παρακολουθήσει τη λειτουργία αλλά και πολλές φορές το απόγευμα που γίνονταν βαφτίσια και γάμοι...

[...]Μια Κυριακή απόγευμα γινότανε ένας γάμος και ο πατέρας μου, σαν διασκέδαση το είχε ο άνθρωπος, πού να πάει, καφενεία δεν πήγαινε, δεν έπινε, πήγε λοιπόν στην εκκλησία να παρακολουθήσει το γάμο. Η μάνα μου έμεινε στο αντίσκηνο, ήτανε έγκυος τότε στην αδερφή μου. 
Περίμενε να γυρίσει ο Γιάγκος, πήγε δέκα, πήγε έντεκα, πήγε δώδεκα, πήγε μία, η εκκλησία ήταν κλειστή, δεν υπήρχε κανείς μέσα. Τι έγινε ο Γιάγκος, πού πήγε ο Γιάγκος, ανησυχούσε η κακομοίρα, δεν ήξερε τι να κάνει, δεν κοιμήθηκε περιμένοντας τον Γιάγκο. Πρωί πρωί ο Γιάγκος έρχεται. «Πού ήσουνα;» του λέει ανήσυχη. «Σώπα, της λέει, στην εκκλησία που ήμουνα άκουσα ότι δίνουν τις παράγκες και έφυγα απ’ το γάμο και έτρεξα και μπήκα σε μια παράγκα κι έκατσα για να μην μου την πάρει άλλος». Κι έμεινε μέχρι το πρωί ο καημένος. 
Του τη δώσανε, την πήρε μόνος του, δεν ξέρω, ευτυχώς ήτανε στην άκρη, ακριανή παράγκα, οπότε είχε και παράθυρο προς το στενάκι και είχαμε και αέρα και φως. Έτσι πήρε την παράγκα ο Γιάγκος. Το πρωί παρακάλεσε εκεί μια γειτόνισσα να προσέχει να μην του την πάρει κανείς κι έτρεξε γρήγορα να το πει στη Μαρία, να κουβαλήσουν τα πράγματα.


Ο πατέρας μου στη Μικρά Ασία έραβε γαϊτάνια στα γιλέκα γύρω γύρω, αυτή ήταν η δουλειά του. Όταν ήρθε εδώ δεν είχε ο άνθρωπος δουλειά και τότε η μάνα μου του πήρε δυο καλάθια και στο ένα έβαλε λεμόνια και στο άλλο αυγά. Και κείνος ντρεπότανε να πάει να τα πουλήσει κι έκλαιγε φαίνεται, αλλά η μάνα μου δυναμική, του έλεγε «Τι θα γίνει εδώ πέρα, θα δουλεύω μόνο εγώ; Κοτζάμ άντρας εσύ, μπρος, να πας να τα πουλήσεις». Τι να ’κανε ο φουκαράς, πήρε τα καλάθια και γύριζε τις γειτονιές, τα πούλησε τη μια φορά, γύρισε ευχαριστημένος και πήρε άλλα, ξαναγύρισε. Στην αρχή έκανε αυτό, μετά έγινε οδοκαθαριστής στο Δήμο Αθηναίων, στην οδό Αιόλου σκούπιζε τα πεζοδρόμια. Αλλά επειδή κάθε τόσο άλλαζε ο δήμαρχος –θυμάμαι τον Κοτζιά έλεγε κι ένα άλλο όνομα έλεγε– έπεφτε ο Κοτζιάς και ερχόταν ένας άλλος και κάθε που άλλαζε ο δήμαρχος σταματούσε κι αυτός να δουλεύει. 
Τώρα ο Κοτζιάς τον έβαζε, ο άλλος τον έβαζε; Δεν ξέρω. Έτσι δεν είχε μόνιμη δουλειά και πολλές φορές καθόταν, και η καημένη η μάνα μου δούλευε για να βοηθήσει το σπίτι. 
Η αδελφή μου πήγαινε σε μια γειτόνισσα που ήτανε μοδίστρα και μάθαινε, είχαμε και μία θεία στη Νέα Ιωνία που και κείνη ήτανε μοδίστρα και πήγαινε και κει και μάθαινε, αλλά δεν πρόλαβε να δουλέψει.
Ο πατέρας μου ήτανε βενιζελικός. Έλεγε ότι «και να με πνίξουν στη θάλασσα, εγώ θα βγάζω το δάχτυλό μου και θα φωνάζω Βενιζέλο». 

Όλοι οι Μικρασιάτες ήτανε βενιζελικοί, καλώς ή κακώς δεν ξέρω, η ιστορία θα το πει, τέλος πάντων. 
Η Καισαριανή βέβαια ήταν αριστερή. Εγώ αν έμενα στην Καισαριανή μπορεί και να μη ζούσα τώρα. 
Έφυγα μικρή, δεκατριών χρονών το ’41, αν έμενα σίγουρα θα είχα ανακατευτεί και μπορεί να μην υπήρχα, 
θα ’χα μπλέξει, κάπου θα την είχα φάει... [...]Στην παράγκα γεννήθηκε η αδερφή μου, στην παράγκα γεννήθηκα κι εγώ, με μαμή βέβαια όπως κάνανε παλιά στη Μικρά Ασία –πού νοσοκομεία και μαιευτήρια βέβαια, δεν υπήρχανε, μαμές υπήρχανε και ξεγεννούσανε τις γυναίκες.
Απ’ ό,τι θυμάμαι, από μικρό μικρό παιδάκι εκεί στην Καισαριανή μέναμε σε παράγκα. 
Κι όχι μόνο εμείς, ένα μεγάλο μέρος των προσφύγων της Μικράς Ασίας που τους εγκαταστήσανε στην Καισαριανή, από ένα σημείο και κάτω μας είχανε κάνει παράγκες. Δηλαδή ένα δωμάτιο, μια παράγκα, είχανε δώσει στην κάθε οικογένεια, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ατόμων της κάθε οικογένειας. Ομολογώ διαστάσεις δεν θυμάμαι, τέσσερα επί τέσσερα, τρία επί τέσσερα, δεν ξέρω, ήμουνα παιδάκι. Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι ήτανε ένα δωμάτιο. Ήτανε οι παράγκες η μια πλάι στην άλλη και αν θυμούμαι καλά ήταν η δική μας, της θείας Ελενίτσας πλάι, μετά της κυρα-Βαγγελιώς, μετά της Μαρίας, μετά της κυρίας Αρχοντούλας και μετά της κυρίας Ολυμπίας, άρα ήτανε έξι οι παράγκες από τη μια πλευρά και έξι αντίστοιχα από την άλλη, την πίσω πλευρά. 
Μας χώριζε μια μεσοτοιχία από ξύλο, από τάβλες. Δηλαδή αν ροχάλιζε ο πίσω ή διαγώνια ο άλλος ο γείτονας, εμείς ακούγαμε το ροχαλητό και οτιδήποτε άλλους κρότους σίγουρα τους ακούγαμε.
Θυμάμαι, πίσω ακριβώς από μας έμενε μια οικογένεια, η μητέρα, η κόρη κι ο γιος, και φαίνεται η μάνα είχε ερωμένο ένα χωροφύλακα και υπήρχε ένα κουτσομπολιό εκεί γύρω. Η κόρη ήταν νέα κοπελίτσα, γύρω στα δακαέξι δεκαεφτά χρονών και τροφαντή. Και καταλαβαίνεις τώρα κοιμούντανε στο ίδιο δωμάτιο, η μάνα, ο ερωμένος και η κόρη. Ο γιος κάποια στιγμή έφυγε από το σπίτι. Κι εγώ παιδάκι άκουγα διάφορα κουτσομπολιά, χωρίς να καταλαβαίνω και πολύ πολύ.
Πλάι στην παράγκα ο πατέρας μου είχε κάνει μια κουζινίτσα από γκαζοτενεκέδες. Είχε ανοίξει γκαζοτενεκέδες και είχε φτιάξει απέξω μια κουζινούλα ώστε να μπορεί η μητέρα μου εκεί να μαγειρεύει, τρώγαμε εκεί σαν τραπεζαρία. Εκεί είχε μια σκάφη και κάθε Σάββατο μας έπλενε, μας έκανε μπουγάδα όλους, από τον πατέρα μου μέχρι την αδελφή μου και μένα. Είχε ένα βαρέλι μεγάλο μες στην κουζίνα όπου μάζευε βρόχινο νερό, γιατί με το βρόχινο νερό καθαρίζανε τα μαλλιά καλύτερα, ή και τα ρούχα που έπλενε ήταν καλύτερα.
Υπήρχε στη γειτονιά μας οικογένεια με οχτώ παιδιά και η γυναίκα λεγόταν Κωσταντία και τη φωνάζαμε Κωσταντία η λαδού, διότι το κουζινάκι που έφτιαξε ο άντρας της, το έκανε μπακάλικο και πουλούσε λάδι και τη φωνάζαμε Κωσταντία η λαδού, βγάζαν παρατσούκλια. Φαντάσου λοιπόν το χώρο! Σ’ αυτό το δωμάτιο μέσα, οχτώ παιδιά και δύο οι γονείς δέκα και το κουζινάκι να κάνει χρήση μπακάλικου....




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου