εικοσιένα έτη – εικοσιενός ετών
( = είκοσι και ένα έτη – εικοσι και ενός ετών)
Τόσο το «είκοσι ένα» όσο και το «είκοσι ενός» γράφονται με δύο λέξεις,
ενώ στον προφορικό λόγο το καθένα αποτελεί, συνήθως, ένα εκφώνημα,
[ikosiéna] και [ikosienós] αντίστοιχα.
Τόσο το «είκοσι ένα» όσο και το «είκοσι ενός» γράφονται με δύο λέξεις,
ενώ στον προφορικό λόγο το καθένα αποτελεί, συνήθως, ένα εκφώνημα,
[ikosiéna] και [ikosienós] αντίστοιχα.
το σωστό ΕΙΝΑΙ:
εικοσ-ά-χρονος
εικοσιεν-ά-χρονος
εικοσιδυ-ά-χρονος
εικοσιτρι-ά-χρονος
εικοσιτετρ-ά-χρονος
εικοσιπεντ-ά-χρονος
εικοσιεξ-ά-χρονος
εικοσιεπτ-ά-χρονος / εικοσιεφτ-ά-χρονος
εικοσιοκτ-ά-χρονος / εικοσιοχτ-ά-χρονος
εικοσιεννι-ά-χρονος
τριαντ-ά-χρονος
...
ΛΚΝ
-χρονος -η -ο [xronos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι:
1. το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει την ηλικία που εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό
που υπάρχει ως α' συνθετικό: εξά~, οχτά~, δεκά~, δεκαεξά~. ||εκατό~, χιλιό~,
ως ευχή για μακροημέρευση.
2. το προσδιοριζόμενο διαρκεί τόσο χρόνο όσο εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που υπάρχει ως α' συνθετικό: δί~, τρί~, δεκά~, πεντά~.
3. το προσδιοριζόμενο έχει όσον αφορά το χρόνο τη σχέση που εκφράζει το α' συνθετικό: ισό~, προτερό~, ταυτό~, υστερό~.
[1, 2: μσν. -χρονος θ. του ουσ. χρόν(ος) -ος ως β' συνθ.: μσν. πολύ-χρονος·
3: λόγ. < ελνστ. -χρονος: ελνστ.ὑστερό-χρονος `κατοπινός΄, δί-χρονος `
που αντιστοιχεί σε δύο χρονικές ενότητες΄]
εικοσ-ά-χρονος
εικοσιεν-ά-χρονος
εικοσιδυ-ά-χρονος
εικοσιτρι-ά-χρονος
εικοσιτετρ-ά-χρονος
εικοσιπεντ-ά-χρονος
εικοσιεξ-ά-χρονος
εικοσιεπτ-ά-χρονος / εικοσιεφτ-ά-χρονος
εικοσιοκτ-ά-χρονος / εικοσιοχτ-ά-χρονος
εικοσιεννι-ά-χρονος
τριαντ-ά-χρονος
...
ΛΚΝ
-χρονος -η -ο [xronos] : β' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι:
1. το προσδιοριζόμενο πρόσωπο έχει την ηλικία που εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό
που υπάρχει ως α' συνθετικό: εξά~, οχτά~, δεκά~, δεκαεξά~. ||εκατό~, χιλιό~,
ως ευχή για μακροημέρευση.
2. το προσδιοριζόμενο διαρκεί τόσο χρόνο όσο εκφράζει το απόλυτο αριθμητικό που υπάρχει ως α' συνθετικό: δί~, τρί~, δεκά~, πεντά~.
3. το προσδιοριζόμενο έχει όσον αφορά το χρόνο τη σχέση που εκφράζει το α' συνθετικό: ισό~, προτερό~, ταυτό~, υστερό~.
[1, 2: μσν. -χρονος θ. του ουσ. χρόν(ος) -ος ως β' συνθ.: μσν. πολύ-χρονος·
3: λόγ. < ελνστ. -χρονος: ελνστ.ὑστερό-χρονος `κατοπινός΄, δί-χρονος `
που αντιστοιχεί σε δύο χρονικές ενότητες΄]
-----
*θα μπορούσαμε να πούμε «ενάχρονο βρέφος»;
χρονιάρικο βρέφος
δί-χρονο / διχρονίτικο νήπιο
τρί-χρονο αγόρι
τετρ-ά-χρονος
πεντ-ά-χρονος
...
δεκ-ά-χρονος
εντεκ-ά-χρονος / ενδεκάχρονος
δωδεκ-ά-χρονος
δεκατρι-ά-χρονος
δεκατετρ-ά-χρονος
δί-χρονο / διχρονίτικο νήπιο
τρί-χρονο αγόρι
τετρ-ά-χρονος
πεντ-ά-χρονος
...
δεκ-ά-χρονος
εντεκ-ά-χρονος / ενδεκάχρονος
δωδεκ-ά-χρονος
δεκατρι-ά-χρονος
δεκατετρ-ά-χρονος
το επίθετο: «χρονιάρης–χρονιάρα–χρονιάρικο»
(στο έχουν ΛΚΝ και ΛΝΕΓ, σημαίνει ότι χρησιμοποιείται ευρύτερα)
ΛΝΕΓ:
(στο έχουν ΛΚΝ και ΛΝΕΓ, σημαίνει ότι χρησιμοποιείται ευρύτερα)
ΛΝΕΓ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου