..."-Σηκωθείτε, ξεγαντζώστε απο τον Επιτάφιο, σταθείτε στα πόδια σας!
Δεν βαρεθήκατε ακόμα να κλαίτε?
Σιχαίνεται ο Θεός τα κλάμματα.
Το νερόμυλο μπορούν να τον κινήσουν τα κλάματα του ανθρώπου,
τον Θεό δεν μπορούν!
Γυρίστε στις σπηλιές σας, καλέστε σε σύναξη τους άντρες, τις γυναίκες,
ανοίχτε το στόμα φωνάχτε:
Toύτα παραγγέλνει ο Παπα-Γιάνναρος απο το Καστέλο.
Τρεις οι δρόμοι που μπορούν να μας πάνε στην λύτρωση:
o Θεός, οι αρχηγοί του λαού, ο λαός!
Ο Θεός να το πάρετε απόφαση, μας κλείστηκε.
Δεν ανακατεύεται λέει στις δουλειές μας, μυαλό μας έδωκε, λευτεριά μας έδωκε,
πλένει και ξεπλένει τα χέρια του.
Μας σιχαίνεται? Δεν μας θέλει? για περίσσια μας αγαπάει και μας παιδεύει?
Δεν ξέρω, άνθρωπος είμαι αμαρτωλός , δεν μπορώ να μπω στα μυστικά του Θεού.
Μα ένα μονάχα ξέρω θετικά: o δρόμος αυτός είναι κλειστός, τυφλοσόκκακο.
Ο δεύτερος δρόμος, ανάθεμά τους, είναι οι αρχηγοί του λαού, οι κεφαλές.
Ολοι, όλοι οι αρχηγοί. Εγώ διάκριση δεν κάνω, δεν είμαι κόκκινος μήτε μαύρος,
να τους πεις, είμαι ο παπα-Γιάνναρος που μιλάει με τον Θεό και δεν καταδέχεται
ποτέ να προσκυνήσει κατουρημένες ποδιές των ανθρώπων!
Κι'αν σκίσεις την καρδιά μου, θα βρεις όπως στην χάρτα που κρέμεται στα σχολειά,
απο την μια άκρη ως την άλλη της καρδιάς μου, απλωμένη απάνω στο αίμα μου, την ΕΛΛΑΔΑ! Ολάκερη την ΕΛΛΑΔΑ!
Αυτό να τους πείτε, αυτό τ'ακούτε?
-Ακούμε ακούμε αποκρίθηκαν οι μανάδες ..λέγε γέροντα και μη θυμώνεις αυτός
ο δεύτερος δρόμος είναι ανοιχτός?
Ο δεύτερος δρόμος είναι κι'αυτός κλειστός.
Κανένας αρχηγός δεν έχει μέσα του ολάκερη την Ελλάδα, μήτε μαύρος,
μήτε κόκκινος.
Ολοι τους την έχουν μοιρασμένη, την άκαμαν οι κακούργοι δυο κομμάτια,
σαν να μην ήταν ζωντανή.
Και το κάθε κομμάτι λύσσιαξε να φάει το άλλο.
Βασιλιάδες, πολιτικάντηδες, γαλονάδες, δεσποτάδες, κοτζαμπάσηδες,
καπεταναίοι του βουνού και του κάμπου, όλοι, όλοι έχουνε λυσσιάξει.
Είναι λύκοι λιμασμένοι, πεινούν κι'είμαστε εμείς ο λαός το κρέας γιατί
μας βλέπουν ως κρέας και μας τρώνε!
-Ο τρίτος δρόμος, ο τρίτος δρόμος γέροντα μου? τον ρώτησε μιαν άλλη γρια
τραβώντας τον απο το φαρδομάνικο
-Ποιος τρίτος δρόμος?
Δεν έχει τρίτο δρόμο!
Δεν έχει ακόμα ανοίξει να γίνει δρόμος.
Πρέπει εμείς, μοχτώντας προχωρώντας να τον ανοίγουμε, να γίνει δρόμος.
-Ποιοι εμείς?
-Ο Λαός!
Απο τον λαό αρχίζει ο δρόμος αυτός, με τον λαό προχωράει
και στον λαό τελειώνει!
Βολές, βολές αστραπή σκίζει το νού μου...ποιός ξέρει , λέω, μπορεί ο Θεός
να μας σπρώχνει στην άκρα ετούτη συφορά για να μας αναγκάσει ν'ανοίξουμε
θέλοντας και μη, για να σωθούμε, τον τρίτο αυτό δρόμο...
Δεν ξέρω μανάδες, πού να σταθώ, να βγάλω κρίση, μα αν ρωτήστε
την καρδιά μου, αυτό λέει, να μη πιάνεστε ακόμα απο την άκρα του ρούχου μου,
σα τα μωρά.
Σηκωθείτε, ορθοί, περπατάτε μόνοι σας!
Οι γριές δεν καταλάβαιναν καλά- καλά τα λόγια του παπά, μα η καρδιά τους
μια στάλα ειρήνεψε, έδεσαν σφιχτά τα μαύρα τσεμπέρια τους, έκρυψαν το κούτελο,
το πιγούνι, τ'αυτιά, το στόμα..συντάχτηκαν για το δρόμο.
-Στην ευκή του Θεού και της πατρίδας, είπε και σταύρωσε απάνω
απο τις γερόντισσες τον αέρα.
Στάθηκε στο κατώφλι της εκκλησιάς και κοίταξε τις μανάδες, την μια πίσω
απο την άλλη, ν'αραδίζουν τον τοίχο τοίχο και αφανίζουνται.
Ανέβαινε το φεγγάρι απο το πετρόχαρο βουνό, μύριζε ο αγέρας θρούμπα
και σαπίλα
-Κακόμοιρη Ελλάδα, μουρμούρισε ο γέροντας κοιτάζοντας τις μανάδες
ν'αφανίζονται ανάμεσα στις πέτρες, κακόμοιρη Ελλάδα με το μαύρο τσεμπέρι!"....
Δεν βαρεθήκατε ακόμα να κλαίτε?
Σιχαίνεται ο Θεός τα κλάμματα.
Το νερόμυλο μπορούν να τον κινήσουν τα κλάματα του ανθρώπου,
τον Θεό δεν μπορούν!
Γυρίστε στις σπηλιές σας, καλέστε σε σύναξη τους άντρες, τις γυναίκες,
ανοίχτε το στόμα φωνάχτε:
Toύτα παραγγέλνει ο Παπα-Γιάνναρος απο το Καστέλο.
Τρεις οι δρόμοι που μπορούν να μας πάνε στην λύτρωση:
o Θεός, οι αρχηγοί του λαού, ο λαός!
Ο Θεός να το πάρετε απόφαση, μας κλείστηκε.
Δεν ανακατεύεται λέει στις δουλειές μας, μυαλό μας έδωκε, λευτεριά μας έδωκε,
πλένει και ξεπλένει τα χέρια του.
Μας σιχαίνεται? Δεν μας θέλει? για περίσσια μας αγαπάει και μας παιδεύει?
Δεν ξέρω, άνθρωπος είμαι αμαρτωλός , δεν μπορώ να μπω στα μυστικά του Θεού.
Μα ένα μονάχα ξέρω θετικά: o δρόμος αυτός είναι κλειστός, τυφλοσόκκακο.
Ο δεύτερος δρόμος, ανάθεμά τους, είναι οι αρχηγοί του λαού, οι κεφαλές.
Ολοι, όλοι οι αρχηγοί. Εγώ διάκριση δεν κάνω, δεν είμαι κόκκινος μήτε μαύρος,
να τους πεις, είμαι ο παπα-Γιάνναρος που μιλάει με τον Θεό και δεν καταδέχεται
ποτέ να προσκυνήσει κατουρημένες ποδιές των ανθρώπων!
Κι'αν σκίσεις την καρδιά μου, θα βρεις όπως στην χάρτα που κρέμεται στα σχολειά,
απο την μια άκρη ως την άλλη της καρδιάς μου, απλωμένη απάνω στο αίμα μου, την ΕΛΛΑΔΑ! Ολάκερη την ΕΛΛΑΔΑ!
Αυτό να τους πείτε, αυτό τ'ακούτε?
-Ακούμε ακούμε αποκρίθηκαν οι μανάδες ..λέγε γέροντα και μη θυμώνεις αυτός
ο δεύτερος δρόμος είναι ανοιχτός?
Ο δεύτερος δρόμος είναι κι'αυτός κλειστός.
Κανένας αρχηγός δεν έχει μέσα του ολάκερη την Ελλάδα, μήτε μαύρος,
μήτε κόκκινος.
Ολοι τους την έχουν μοιρασμένη, την άκαμαν οι κακούργοι δυο κομμάτια,
σαν να μην ήταν ζωντανή.
Και το κάθε κομμάτι λύσσιαξε να φάει το άλλο.
Βασιλιάδες, πολιτικάντηδες, γαλονάδες, δεσποτάδες, κοτζαμπάσηδες,
καπεταναίοι του βουνού και του κάμπου, όλοι, όλοι έχουνε λυσσιάξει.
Είναι λύκοι λιμασμένοι, πεινούν κι'είμαστε εμείς ο λαός το κρέας γιατί
μας βλέπουν ως κρέας και μας τρώνε!
-Ο τρίτος δρόμος, ο τρίτος δρόμος γέροντα μου? τον ρώτησε μιαν άλλη γρια
τραβώντας τον απο το φαρδομάνικο
-Ποιος τρίτος δρόμος?
Δεν έχει τρίτο δρόμο!
Δεν έχει ακόμα ανοίξει να γίνει δρόμος.
Πρέπει εμείς, μοχτώντας προχωρώντας να τον ανοίγουμε, να γίνει δρόμος.
-Ποιοι εμείς?
-Ο Λαός!
Απο τον λαό αρχίζει ο δρόμος αυτός, με τον λαό προχωράει
και στον λαό τελειώνει!
Βολές, βολές αστραπή σκίζει το νού μου...ποιός ξέρει , λέω, μπορεί ο Θεός
να μας σπρώχνει στην άκρα ετούτη συφορά για να μας αναγκάσει ν'ανοίξουμε
θέλοντας και μη, για να σωθούμε, τον τρίτο αυτό δρόμο...
Δεν ξέρω μανάδες, πού να σταθώ, να βγάλω κρίση, μα αν ρωτήστε
την καρδιά μου, αυτό λέει, να μη πιάνεστε ακόμα απο την άκρα του ρούχου μου,
σα τα μωρά.
Σηκωθείτε, ορθοί, περπατάτε μόνοι σας!
Οι γριές δεν καταλάβαιναν καλά- καλά τα λόγια του παπά, μα η καρδιά τους
μια στάλα ειρήνεψε, έδεσαν σφιχτά τα μαύρα τσεμπέρια τους, έκρυψαν το κούτελο,
το πιγούνι, τ'αυτιά, το στόμα..συντάχτηκαν για το δρόμο.
-Στην ευκή του Θεού και της πατρίδας, είπε και σταύρωσε απάνω
απο τις γερόντισσες τον αέρα.
Στάθηκε στο κατώφλι της εκκλησιάς και κοίταξε τις μανάδες, την μια πίσω
απο την άλλη, ν'αραδίζουν τον τοίχο τοίχο και αφανίζουνται.
Ανέβαινε το φεγγάρι απο το πετρόχαρο βουνό, μύριζε ο αγέρας θρούμπα
και σαπίλα
-Κακόμοιρη Ελλάδα, μουρμούρισε ο γέροντας κοιτάζοντας τις μανάδες
ν'αφανίζονται ανάμεσα στις πέτρες, κακόμοιρη Ελλάδα με το μαύρο τσεμπέρι!"....
Αφιερωμένο σ'όσους ανατριχιάζουν
στην θέα του αδελφού τους
Έλληνα κομμουνιστή,
Έλληνα στρατιωτικού,
Έλληνα αστυνομικού,
Ελληνα δικαστικού,
Έλληνα δημόσιου υπάλληλου,
'Ελληνα εκπαιδευτικού,
'Ελληνα ελεύθερου επαγγελματία,
'Ελληνα Ιδιωτικού υπάλληλου,
'Ελληνα ταχυδρομικού, ΟΤΕτζή, ΔΕΗτζή, οικοδόμου,
λιμενεργάτη, εργάτη, γεωργού, κτηνοτρόφου,
Ελληνα...Ελληνα , ωρέ ΑΔΕΛΦΟΥ!!!
στην θέα του αδελφού τους
Έλληνα κομμουνιστή,
Έλληνα στρατιωτικού,
Έλληνα αστυνομικού,
Ελληνα δικαστικού,
Έλληνα δημόσιου υπάλληλου,
'Ελληνα εκπαιδευτικού,
'Ελληνα ελεύθερου επαγγελματία,
'Ελληνα Ιδιωτικού υπάλληλου,
'Ελληνα ταχυδρομικού, ΟΤΕτζή, ΔΕΗτζή, οικοδόμου,
λιμενεργάτη, εργάτη, γεωργού, κτηνοτρόφου,
Ελληνα...Ελληνα , ωρέ ΑΔΕΛΦΟΥ!!!
«Οι "Αδερφοφάδες" μιλούν για την αδελφοκτόνο σύγκρουση σε ένα χωριό κατά
τον Ελληνικό Εμφύλιο στα τέλη τής δεκαετίας τού 1940.
Πολλοί από τους χωριανούς, μαζί και ο Καπετάν Δράκος, ο γιος τού εφημέριου,
ο παπα-Γιάνναρος, πήραν τα βουνά και ενώθηκαν με τους κομμουνιστές αντάρτες.
Είναι Μεγάλη Εβδομάδα και, με τον φόνο, τον θάνατο και την καθημερινή
καταστροφή, ο παπα-Γιάνναρος αισθάνεται ότι κουβαλάει στους ώμους του
τις αμαρτίες τού κόσμου.»
- Η έκδοση 2009 των "Αδερφοφάδων" περιέχει, για πρώτη φορά, Επίμετρο
(του Εκδότη-Επιμελητή Δρος Πατρόκλου Σταύρου), με πραγματολογικά σχόλια
και ιστορικές πληροφορίες για τα δραματικά γεγονότα που ενέπνευσαν το έργο,
το οποίο υπερβαίνει τα τοπικά δεδομένα του και προσλαμβάνει οικουμενικούς συμβολισμούς επώδυνων και καταστροφικών ανθρώπινων παθών.
«Ένα χωριό τραχύ, στο χρώμα τής στάχτης, μαυρειδερά σπίτια κάτω από
τον ανήλεο ήλιο των νησιών τής Μεσογείου, κάτοικοι καμένοι από τη μιζέρια
και τα πάθη.
Σήμερα, το κυρίαρχο πάθος είναι το μίσος.
Ένα πολιτικό μίσος φονικό, που ρίχνει τον αδερφό ενάντια στον αδερφό του.
Και μπροστά σ’ αυτή τη θύελλα των ανομιών, στέκει ένας ηλικιωμένος άντρας, απελπισμένος, γιατί η φωνή του είναι "φωνή βοώντος εν τη ερήμω".
Για τον παπα-Γιάνναρο αυτό το κύμα φρίκης δεν μπορεί παρά να σημαίνει
την ίδια την ανικανότητα της ιερωσύνης του: ο διάβολος κυβερνά τον κόσμο.
Ή ο διάβολος ή ο Λένιν.
Γιατί για τον δάσκαλο, που ξεσηκώνεται με ενθουσιασμό από τις νέες ιδέες,
η πάλη έχει νόημα. Βαριά άρρωστος, σχεδόν ετοιμοθάνατος, κρατάει
την ψυχή του με όλες του τις δυνάμεις, γιατί θέλει να προφτάσει
να δει την άφιξη της Ελευθερίας.
...αυτό το επιθανάτιο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη είναι,
ανάμεσα σε όλα τα έργα του, το πιο κοντινό στον κόσμο μας,
που σπαράζεται από αδελφοκτόνες μάχες.
*Από τη γαλλική έκδοση Nikos Kazantzaki, "Les freres enemis", Plon, Paris 1978
τον Ελληνικό Εμφύλιο στα τέλη τής δεκαετίας τού 1940.
Πολλοί από τους χωριανούς, μαζί και ο Καπετάν Δράκος, ο γιος τού εφημέριου,
ο παπα-Γιάνναρος, πήραν τα βουνά και ενώθηκαν με τους κομμουνιστές αντάρτες.
Είναι Μεγάλη Εβδομάδα και, με τον φόνο, τον θάνατο και την καθημερινή
καταστροφή, ο παπα-Γιάνναρος αισθάνεται ότι κουβαλάει στους ώμους του
τις αμαρτίες τού κόσμου.»
- Η έκδοση 2009 των "Αδερφοφάδων" περιέχει, για πρώτη φορά, Επίμετρο
(του Εκδότη-Επιμελητή Δρος Πατρόκλου Σταύρου), με πραγματολογικά σχόλια
και ιστορικές πληροφορίες για τα δραματικά γεγονότα που ενέπνευσαν το έργο,
το οποίο υπερβαίνει τα τοπικά δεδομένα του και προσλαμβάνει οικουμενικούς συμβολισμούς επώδυνων και καταστροφικών ανθρώπινων παθών.
«Ένα χωριό τραχύ, στο χρώμα τής στάχτης, μαυρειδερά σπίτια κάτω από
τον ανήλεο ήλιο των νησιών τής Μεσογείου, κάτοικοι καμένοι από τη μιζέρια
και τα πάθη.
Σήμερα, το κυρίαρχο πάθος είναι το μίσος.
Ένα πολιτικό μίσος φονικό, που ρίχνει τον αδερφό ενάντια στον αδερφό του.
Και μπροστά σ’ αυτή τη θύελλα των ανομιών, στέκει ένας ηλικιωμένος άντρας, απελπισμένος, γιατί η φωνή του είναι "φωνή βοώντος εν τη ερήμω".
Για τον παπα-Γιάνναρο αυτό το κύμα φρίκης δεν μπορεί παρά να σημαίνει
την ίδια την ανικανότητα της ιερωσύνης του: ο διάβολος κυβερνά τον κόσμο.
Ή ο διάβολος ή ο Λένιν.
Γιατί για τον δάσκαλο, που ξεσηκώνεται με ενθουσιασμό από τις νέες ιδέες,
η πάλη έχει νόημα. Βαριά άρρωστος, σχεδόν ετοιμοθάνατος, κρατάει
την ψυχή του με όλες του τις δυνάμεις, γιατί θέλει να προφτάσει
να δει την άφιξη της Ελευθερίας.
...αυτό το επιθανάτιο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη είναι,
ανάμεσα σε όλα τα έργα του, το πιο κοντινό στον κόσμο μας,
που σπαράζεται από αδελφοκτόνες μάχες.
*Από τη γαλλική έκδοση Nikos Kazantzaki, "Les freres enemis", Plon, Paris 1978
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου