https://www.facebook.com/Liantinis/photos
Ο Δημήτρης Λιαντίνης υπήρξε αναπληρωτής καθηγητής
του τομέα παιδαγωγικής του τμήματος της Φιλοσοφικής Σχολής
στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δίδασκε Φιλοσοφία της Αγωγής και Διδακτική
των Αρχαίων και Νέων Ελληνικών.
Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημ. Νικολακάκος, όμως το άλλαξε
με δικαστική πράξη.
Δίδαξε στο «Μαράσλειο Διδασκαλείο» αλλά η εξαίρετη πανεπιστημιακή του
μόρφωση, τον έκανε να διδάξει στα προγράμματα ¨Εξομείωσης¨ και
στα Περιφερειακά Επιμορφωτικά Κέντρα.
Εξαφανίστηκε αυτοθέλητα την 1η Ιουνίου 1998
σε ηλικία πενήντα έξι χρονών.
Στις 4 Ιουλίου 2005 αποκαλύφθηκε ο σκελετός του από τον πιο έμπιστο φίλο του
σε μία σπηλιά του Ταϋγέτου.Ήταν όλα σχεδιασμένα και οργανωμένα,
ένα πολύ καλό ¨σχέδιο θανάτου¨, που ο ίδιος είχε καταστρώσει.
Την αιτία ¨εξόδου¨ του θα τη δούμε παρακάτω, από το γράμμα
που άφησε στη κόρη του Διοτίμα.
Διαβάστε το γράμμα γιατί θα σας βοηθήσει στη κατανόηση αλλά
και στα συμπεράσματα που θα βγάλετε για τον Δημήτρη Λιαντίνη.
Παραθέτω επίσης και διάφορα αποσπάσματα από το βιβλίο του ΓΚΕΜΜΑ
για πιστοποίηση και καλύτερη κατανόηση των όσων θα αναφερθούν.
***
Διοτίμα μου,Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος.
Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε
πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου.
Τώρα, που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι
κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρά είναι το νωπό χιόνι στα όρη
και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι. Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα και τίμια,
όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές.
Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο δώρο της ζωής
στους ανθρώπους και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου
παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που
ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται.
Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους.
Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του.
Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης,
όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις.
Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπούκη,
και τον Παναγιώταρο, το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου τα κρατά ως ιδιοκτησία
ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς την μανούλα ως την τελευταία της ώρα.
Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα και για τους άλλους. ‘
Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο
στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο.
Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή*, το σπίτι μου δηλαδή,
που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς
ποιότητας και τάξης. Στη μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία.
Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή:
Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα.
Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος,
και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα
και το Διγενή να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές
Σολωμού στη Ζάκυνθο και του Λυκούργου στην Σπάρτη.
*Διγενής ονομάζονταν από τον Λιαντίνη ο άντρας της κόρης του Διοτίμας.
Ο Δημήτρης Λιαντίνης γεννήθηκε στο χωριό Λιαντίνα της Λακωνίας
(από την αγάπη του για την ιδιαίτερη πατρίδα του ,άλλαξε το όνομά του),
ένα χωριό 25 χλμ νότια της Σπάρτης, στις 23 Ιουλίου 1942, μαζί με το δίδυμο
αδερφό του Στέφανο. Είχε έναν ακόμη αδερφό μεγαλύτερο το Γιώργο.
Πατέρας του ήταν ο Θεόδωρος Νικολακάκος και
η μητέρα του Πολυτίμη Νικολακάκου.
Του Δημήτρη Λιαντίνη άρεσε πάρα πολύ το διάβασμα αλλά και σε όλη την οικογένεια.
Αυτό φάνηκε όταν κατά κάποιο τρόπο κληρονόμησαν τα βιβλία από τον αδερφό της μητέρας του που πέθανε, ο οποίος ήταν παπάς, γιατί οι ίδιοι λόγω οικονομικής
δυσχέρειας δεν μπορούσαν να αγοράσουν βιβλία.
Τότε ήταν οκτώ χρονών.
Ο ίδιος περνούσε πάρα πολλές ώρες διαβάζοντας κάτω από τα δέντρα.
Ήταν πάρα πολύ καλός μαθητής στο Δημοτικό αλλά και στο Γυμνάσιο όπου πήγε
τις πρώτες πέντε τάξεις στις Κροκεές και τη τελευταία στο Αρρένων στη Σπάρτη.
Στις 16 Σεπτεμβρίου του 1960 ήταν η πρώτη μέρα του στη Φιλοσοφική Σχολή
του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το 1965 πήγε φαντάρος, καθώς δεν ενθουσιάστηκε όπως φαίνεται από γράμματα
που έστελνε στα αδέρφια του και σε φίλους.
Τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας τα πέρασε ως καθηγητής φιλόλογος στο γυμνάσιο Μολάων της Λακωνίας.
Αργότερα έφυγε για τη Γερμανία. Πέρασε δύσκολα χρόνια ελλείψει χρημάτων,
κάνοντας δυσκολότερη τη ζωή του και η γερμανική γλώσσα.
***
Το 1973 είναι η αρχή μιας νέας περιόδου στη ζωή του, τα οποία δύο γεγονότα
λειτούργησαν καταλυτικά.
Το πρώτο είναι η επιστροφή του από τη Γερμανία και το δεύτερο o γάμος του με τη Νικολίτσα Γεωργοπούλου.
Η σύζυγός του είναι από ευκατάστατη οικογένεια της Καλαμάτας και ο Λιαντίνης
τη φώναζε Λου. Την είχε γνωρίσει τον Ιανουάριο του 1972 στο μουσείο της πόλης
του Μονάχου. Έκαναν και οι δύο μεταπτυχιακές σπουδές.
Παντρεύτηκαν την 1η Ιανουαρίου το 1973, στον Άγιο Δημήτριο στο Μυστρά.
Στην εκκλησία ήταν μόνο οι γονείς, ο κουμπάρος όπου τύχαινε να είναι και ο αδερφός
της νύφης. Είχε ζητήσει από τη γυναίκα του τη τελευταία στιγμή, πριν φύγουν
από το σπίτι για την εκκλησία, δύο πράγματα.
«Να μην τον ρωτήσει ποτέ που πηγαίνει κάθε Πέμπτη βράδυ και
ότι δεν θα κοιμόντουσαν ποτέ μαζί».
Η ίδια το εξομολογήθηκε στο συγγραφέα του βιβλίου
«ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ – Έζησα έρημος και ισχυρός», Δημήτρη Αλικάκο.
Όπως και δεν τον ρώτησε ποτέ που πήγαινε μισή ώρα περίπου πριν την αλλαγή
του χρόνου, ζητώντας συγνώμη από τους καλεσμένους και αφήνοντάς τους
με την απορία, επιστρέφοντας λίγα λεπτά πριν ή μετά από τις δώδεκα.
Αυτή τη μαρτυρία την τεκμηριώνει και ένας φίλος του που έτυχε να είναι σε κάποιο ρεβεγιόν στο σπίτι του.
Με τη γυναίκα του είχαν μεγάλες διαφορές σε πολλά θέματα.
Όταν π.χ. είχαν κάποιες προσκλήσεις για δεξιώσεις, εκείνος της έλεγε να πάρει
τη κόρη τους και να πάει. Εκείνος δεν πήγαινε.
Είχαν μια πολυτελή μεζονέτα στη Κηφισιά (οδός Αυγής).
Εκείνη έμενε στο σπίτι επάνω, ενώ εκείνος στο υπόγειο όπου είχε ένα μικρό κρεβάτι, το γραφείο του και τη βιβλιοθήκη του με πολλά βιβλία.
Κυκλοφορούσε με ένα αυτοκίνητο παλαιάς τεχνολογίας.
Είχε μετατοπίσει όλες τις ευθύνες του σπιτιού στη γυναίκα του.
Από τους λογαριασμούς μέχρι ότι άλλο είχε σχέση με το σπίτι ή αγορές.
Στο πανεπιστήμιο που δίδασκε είχε πολύ λίγους φίλους. Περισσότερους είχε εχθρούς.
Φίλος του ήταν ο πρώην αντιπρύτανης κ. Αντώνης Δανασσής –Αφεντάκης.
Είχε εχθρούς γιατί δεν πήγαινε να κάνει το μάθημά του στερεότυπα και ξερά αλλά ελεύθερα. Γι’ αυτό και η αίθουσα του αμφιθεάτρου ήταν πάντα γεμάτη.
Αυτό από μαρτυρίες φοιτητών του τότε και δασκάλων και καθηγητών τώρα.
Οι ημερομηνίες ανάβασης στον Ταΰγετο που είχε σημειώσει ο καθηγητής
σε ένα φύλλο χαρτί και που τώρα βρίσκεται στην ιδιοκτησία της συζύγου του,
το ονόμασε ¨Ορειπορικόν¨.
(Περισσότερες πληροφορίες για το θέμα αυτό απευθυνθείτε στο διαδίκτυο
και συγκρίνετε τις ημερομηνίες ανάβασης).
Ορόσημο για να εκπληρώσει αυτό που είχε σκοπό τόσα χρόνια να κάνει,
στάθηκε ο γάμος της κόρης του Διοτίμας, τον Οκτώβριο του 1997.
Όταν ρωτήθηκε, τι θα γίνει τώρα με τη Διοτίμα που θα μείνει μόνη;
Απάντησε πως η Διοτίμα είναι παντρεμένη τώρα και έχει τώρα ένα άντρα
(μαρτυρία σε φίλο του).
Σε ένα άλλο φίλο του είπε:
«Ήρθε η ώρα να φύγω.
Τέλειωσα με τις υποχρεώσεις μου. Είμαι ελεύθερος».
Ο πατέρας του πέθανε το 1987. Όταν τον ξέθαψαν για να βάλουν τα οστά του
στο οστεοφυλάκιο ο Λιαντίνης πήρε το κρανίο, το έπλυνε σε ένα ρέμα,
πήγε στο σπίτι και έβαλε το κρανίο επάνω στο τραπέζι.
Πήρε μια κανάτα με κόκκινο κρασί και δυο ποτήρια, έβαλε κρασί μέσα, πήρε
το ένα και ήπιε. Ύστερα πήρε το άλλο ποτήρι και έχυσε λίγο κρασί
στη κοιλότητα του στόματος της νεκροκεφαλής.
Κατόπιν πήρε το κρανίο και το πήγε στο παπά λέγοντάς του να πάρει το κρανίο
και να πει και αυτός τα δικά του, αφού εκείνος μίλησε με τον πατέρα του
απαντώντας του ο νεκρός στην ερώτησή του αν υπάρχει μεταθανάτια ζωή,
πως δεν υπάρχει.
Αγαπούσε πάρα πολύ τον πατέρα του.
Το 1997 ζήτησε από τα αδέρφια του να βγάλουν μία φωτογραφία όλοι μαζί
όπου έμελλε να ήταν και η τελευταία.
Στα τελευταία του μαθήματα με τους δασκάλους και συγκεκριμένα στις 27 Μαΐου,
ημέρα Τετάρτη, παρέδωσε το τελευταίο του μάθημα και είπε:
«Σήμερα θα πούμε τα στερνά μας λόγια. Αύριο οι ψυχούλες μας κάνουν φτερά…».
Στο τέλος του μαθήματος είπε: «Σταθείτε να πάρω τις ματιές σας…».
Τη Πέμπτη 28 Μαΐου κατεβαίνει στο χωριό του τη Λιαντίνα.
Ήθελε αποχαιρετώντας τους δικούς του να πάρει και την εικόνα του χωριού του,
τού πατρικού σπιτιού, των δέντρων που διάβαζε στη σκιά τους.
Δυο βράδια έμεινε στο χωριό.
Τη πρώτη έφαγε με τη μάνα του, τον αδερφό του και τη νύφη του.
Μετά κατέβηκε με τη μάνα του στο δωμάτιό της.
Φώναξε και τον αδερφό του Γιώργο και του έδωσε συμβουλές και κάτι χάπια,
σε περίπτωση που η μάνα του πάθαινε κάτι να της τα έδινε ώστε να πεθάνει ήρεμα,
χωρίς να το καταλάβει.
Η μάνα του παρακολουθούσε ατάραχη τη συζήτηση...[...]
Μετά πήγε σε δύο φίλους του στη Σπάρτη.
Τους ζήτησε μία χάρη.
Τους ζήτησε να στεφανώσουν τις μορφές του Λυκούργου στη Σπάρτη
και του Σολωμού στη Ζάκυνθο.
Η ημερομηνία ορίστηκε μέσα σε ένα γράμμα που τους έστειλε και που έλεγε
ότι έπρεπε να γίνει στις 3 Ιουνίου του 1998, το απόγευμα στις 7 η ώρα.
«Τη μέρα που θα πέσω…».
Μετά τη συνάντηση με τους δυο φίλους του, πήγε στο Ταΰγετο.
Το βράδυ της ίδιας ημέρας αποκάλυψε το μεγάλο μυστικό στη μάνα του.
«-Μάνα άκου.
Σύντομα θα λάβεις μια μαχαιριά, όχι στη πλάτη αλλά στη καρδιά.
Θέλω να φανείς γενναία, σαν Σπαρτιάτισσα που έχανε το γιο της αλλά
έστεκε περήφανη».
Η μάνα του κατάλαβε και αντέδρασε.
«-Όχι παιδί μου, εγώ πρέπει να φύγω πρώτη…»
«-Μανούλα ηρέμησε. Νιώθω ότι έχω ζήσει πέντε ζωές. Ήρθε η ώρα να φύγω.»
«-Παιδί μου, σπλάχνο μου, πάντα πίστευα σε σένα. Ας γίνει αυτό που θέλεις».
Τον αγκάλιασε και τον φίλησε. Εκεί είπε και τα στερνά του λόγια.
«-Μάνα σ’ευχαριστώ, εσένα και το πατέρα που με γεννήσατε».
Παρέμειναν περίπου μια ώρα μάνα και γιος, απ’ότι λέει ο αδερφός του Γιώργος.
Το Σάββατο το απόγευμα γύρισε στην Αθήνα από το χωριό του.
Όλο το σαββατοκύριακο ήταν πάρα πολύ καλά, έδειχνε ευτυχισμένος και κεφάτος.
Το βράδυ δεν κοιμήθηκε αλλά διάβασε μέχρι το πρωί «Τη ζωή εν τάφω» του Μυριβήλη, σημειώνοντας πάνω στο βιβλίο: ¨31/5/98, Κυριακή – Κηφισσιά –την προτεραίαν της αύριον¨ και στο τέλος του βιβλίου:
¨Αύριο είναι η μεγάλη μέρα¨. Ήταν Δευτέρα και η πρώτη μέρα του καλοκαιριού
που ξεκίνησε για τη Σπάρτη.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας (1η Ιουνίου 1998) η σύζυγός του διαβάζει την επιστολή
και ειδοποιεί τον αδερφό του Γιώργο στη Λιαντίνα...
Ήξεραν και οι δυο τους πως θα πήγαινε στον Ταΰγετο, αν και ο Λιαντίνης
δεν το είχε αναφέρει πουθενά.
Ο αδερφός του μαζί με έναν ντόπιο ξεκινούν για το καταφύγιο του Ταϋγέτου
φωνάζοντάς τον. Δεν αποκλείεται ο Λιαντίνης να άκουσε τη φωνή γιατί
η υψομετρική διαφορά δεν είναι παραπάνω από διακόσια με τριακόσια μέτρα.
Τη Τρίτη ξεκινούν τις έρευνες η ΕΜΑΚ, ελικόπτερο και συγγενείς του.
Οι έρευνες σταμάτησαν τη Παρασκευή.
Στις έρευνες όμως δεν πήρε ένας συγγενής του, ο Παναγιώτης (Παναγιώταρος) Νικολακάκος. Είχε τους λόγους του.
Όταν ρωτήθηκε είπε πως :
« Αφού δεν τον βρήκαν τα σκυλιά τώρα που μύριζε, δεν θα τον βρουν ποτέ».
Από τότε και για εφτά χρόνια θα λένε πως τον είδαν μια εδώ και μια εκεί.
Η γυναίκα του σε συνεντεύξεις της σε διάφορα κανάλια και περιοδικά έλεγε πως ζει
και ήδη έκανε και εργασίες ο σύζυγός της στο εξοχικό τους στις Κεχριές.
Και διάφορα άλλα από τις συνήθειές του.
Δεν μπορούσε να δεχτεί ότι είχε χαθεί έτσι ξαφνικά.
Ένας από τους λόγους που ήρθε και σε ρήξη με την οικογένειά του.
***
Ας δούμε τη σχέση τώρα του «Παναγιώταρου» και το καταλυτικό ρόλο που έπαιξε αφήνοντας τις φήμες να οργιάζουν και τα κανάλια της τηλεόρασης να έχουν θέμα
για συζήτηση.
Ήταν ο άνθρωπος που φορτώθηκε όλο το βάρος της ευθύνης από τη μυστική
συμφωνία του με τον καθηγητή Δημήτρη Λιαντίνη.
Συναντήθηκε πρώτη φορά .με τον Λιαντίνη στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών
κατόπιν επιθυμίας του καθηγητή, στις 10 Ιουνίου 1997.
Περνώντας μπροστά από το τάφο του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη
και βλέποντας τους δύο κίονες στο μνήμα λέει στο Παναγιώταρο :
«Τους βλέπεις αυτούς τους δύο κίονες;
Κράτα τους καλά στο μυαλό σου και μην πεις σε κανένα τίποτα».
Στις 28 Απρίλη του 1998, ανήμερα το Μ. Σάββατο, ανεβαίνοντας προς τον Μυστρά
μαζί με τον Παναγιώτη (η λέξη «Παναγιώταρος» με παραπέμπει στο βιβλίο
του Καζαντζάκη «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» αλλά και έτσι τον αναφέρει
και ο ίδιος ο Δ. Λιαντίνης.
Γι’αυτό στη συνέχεια θα τη παραλείψω αποκαλώντας τον με το κανονικό του όνομα)
στον Ταΰγετο, σταματώντας στη διασταύρωση για Σπάρτη και Γύθειο του δείχνει δύο κορυφές του Ταϋγέτου και του είπε να θυμάται τη μικρότερη.
Μετά σε ένα καφενεδάκι του αποκαλύπτει το μεγάλο μυστικό αλλά και την ευθύνη
που θα φέρει κρατώντας το.
Σ’αυτό το σημείο του έδωσε δύο βιβλία. Τη «Γκέμμα», λέγοντάς του πως
αν δεν τη καταλάβει να τη δώσει στα παιδιά του να τη διαβάσουν
και το «Οιδίπους επί Κολονώ».
Επίσης του είχε πει πως «στη κορυφογραμμή, εκεί που σου έδειξα, υπάρχει κάτι
σαν αλώνι…είναι το σημείο που θα είμαι».
Πηγαίνουμε τώρα στη Γκέμμα στη σελ. 162-163.
«Ύστερα ακκούμπησε στη σκιά ενός πέτρινου όγκου, μπροστά σ’ ένα πλάτωμα
που θύμιζε αρχαίο θέατρο, και οι ντόπιοι το λέγανε Στο Πετράλωνο.».
Αργότερα του μίλησε για τα σημάδια που του είχε δείξει
(στο Α΄νεκροταφείο και τη κορφή).
Του έγραψε στο εξώφυλλο του δεύτερου βιβλίου αυτό που ήθελε να γράψει
στο ¨τάφο-μνημείο¨ του:
« Ελλάδα και ήλιο ο πρώτος να βλέπω »
Του ανέφερε επίσης πως η γυναίκα του θα κινήσει και ουρανό για να τον βρει.
Ο Παναγιώτης τον ρώτησε πότε θα αποκάλυπτε το μυστικό.
Τα λόγια του ήταν, «ύστερα από επτά χρόνια».
Του είπε επίσης να το πει μόνο στο γιο του Παναγιώτη, Ηρακλή, στη περίπτωση
που θα θελήσει να το μοιραστεί ή λόγοι υγείας θα το επέβαλλαν.
Αφού ήπιαν τα κονιάκ έφυγαν.
Ο Παναγιώτης έκανε αναβάσεις στο Ταΰγετο προκειμένου να τον εντοπίσει.
Του είχε αναφέρει όμως πως δεν πρέπει να δει το πτώμα του.
Καθώς επίσης ότι είχε ανεβάσει και κάποια κομμάτια σίδερο.
Στις 12 Ιουλίου 1998, ενώ του είχε προσδιορίσει το μέρος όπου θα βρίσκεται,
ο Παναγιώτης στα μισά της διαδρομής προς τη κατάβαση από τη κορυφή,
του ήρθε μία παράξενη μυρωδιά σήψης αλλά δεν έδωσε σημασία γιατί ήταν ψηλά
από το σημείο που του είχε υποδείξει.
Κατέβηκε πιο χαμηλά χωρίς αποτέλεσμα ανεύρεσης.
Στις 19 Ιουλίου κάνει δεύτερη προσπάθεια χωρίς αποτέλεσμα.
Στις 17 Αυγούστου κάνει και άλλη προσπάθεια χωρίς και πάλι να μπορέσει να τον βρει. Όμως θυμήθηκε το στοιχείο που του είχε πει ο Λιαντίνης ότι είχε κουβαλήσει κάποια κομμάτια σίδερο.
Την επόμενη φορά που ανέβηκε πήρε και έναν ανιχνευτή μετάλλων και πήγε
στο σημείο που του είχε έρθει η μυρωδιά.
Επιτέλους τον βρήκε.
Ήταν 31 Οκτωβρίου 1998.
Στο τέλος είχε αγχωθεί γιατί του είχε δώσει την υπόσχεση.
Πείστηκε πως εκεί βρίσκεται χωρίς να ανοίξει τις πέτρες που ήταν σκεπασμένος,
τηρώντας την υπόσχεση που του είχε δώσει και που αναφέρεται και στο βιβλίο του
Γκέμμα, (σελ.152, «το σώμα του νεκρού δεν θα το ιδεί ανθρώπου μάτι…» ).
Παρ’όλα αυτά ήταν σίγουρος.
Στις 6 Ιουνίου 2005 πήρε τη γυναίκα του Λιαντίνη να της πει ότι τον βρήκε
αλλά εκείνη δεν τον πίστεψε.
Τον πήρε αργότερα η Διοτίμα και στις 4 Ιουλίου ανέβηκαν στο Ταΰγετο οι τρεις τους
(η Διοτίμα ήταν με τον άντρα της).
Όταν αναγνώρισε η Διοτίμα μερικά πράγματα που είχε μαζί του ο πατέρας της
(το στυλό του, το πακέτο από τα τσιγάρα ΚΙΜ που κάπνιζε, ο φακός του)
και πείστηκε πως ήταν ο πατέρας της, πήρε τη μητέρα της από το κινητό της
αλλά δεν τη πίστεψε.
***
Στις 6 Ιουλίου του 2005 τα οστά του Δημήτρη Λιαντίνη μεταφέρθηκαν
στο Νεκροτομείο Αθηνών για εξετάσεις DNA.
Μετά από πολλές εξετάσεις που έκανε ο ιατροδικαστής κ. Κουτσάφτης,
αποκλείει το γεγονός ότι πέθανε το 2005.
Κρατήστε αυτή την ημερομηνία.
Τα αντικείμενα που κατέγραψε η Αστυνομία όταν βρήκαν το σκελετό του [...] elladomania.blogspot.gr
Η γυναίκα του τον έθαψε στις Κεχριές Κορινθίας, βάζοντας επάνω στο τάφο του
λίγες πέτρες από τον Ταΰγετο αλλά και την επιγραφή:
« ΣΗΜΑ Δ. ΛΙΑΝΤΙΝΗΣ 1942-2005, έζησα την αλήθεια».
Άσχετα με αυτά που ζήτησε από τον Παναγιώτη Νικολακάκο και που
δεν είχε λόγο να πει κάτι διαφορετικό.
Ο τάφος του Λιαντίνη ή καλύτερα το «Λιαντίνη Σήμα» (= μνημείο Λιαντίνη)
που το είχε γράψει στο βιβλίο που έδωσε στον Παναγιώτη, να εκτελέσει μαζί
με την επιγραφή «Ελλάδα και ήλιο ο πρώτος να βλέπω».
Χρονολογία στο τάφο του η κ. Γεωργοπούλου έβαλε «1942-2005».
Ενώ ο ιατροδικαστής πιστοποίησε πως αποκλείει το γεγονός να ¨εξήλθε¨ τότε.
Ούτε καν τα τελευταία τρία χρόνια.
Αυτό ήταν και η αποκορύφωση της «σύγκρουσης» ανάμεσα στη σύζυγο
του Λιαντίνη και των συγγενών του.
Αυτός ήταν ο Δημήτρης Λιαντίνης.
«Ήταν ο πρίγκιπας, που μεταστοιχειώθηκε μέσα του η ύλη σε λάμψη»
(Γκέμμα, σελ.166).
Έγινε ένα άστρο στον ουρανό.
Είναι η «Γκέμμα» όπως το βλέπει κανείς στο εξώφυλλο του βιβλίου του.
Όσο ρομαντικό και αν ακούγεται μπορεί να είναι και ¨πραγματικότης¨.
Τώρα η Γκέμμα : «Και η Κόρη που μένει καταστερίζει με όλα τα πρεπά το Σήμα.
Απάνου στη στήλη του μάρμαρου διαβάζεις το επίγραμμα του τύμβου:
Ελλάδα και ήλιοΟ πρώτος να βλέπω.
Έγραψε κατά χρονολογική σειρά τα παρακάτω βιβλία -->elladomania.blogspot.gr
Ο τάφος του Λιαντίνη,
λίγα λεπτά μετά την αποκάλυψη του
"Εάν ο θάνατος ενσκήπτει σαν γεγονός βίαιο και τραχύ
(factum brutum) και αποσβολώνει την ανθρώπινη εμπειρία,
τούτο δεν οφείλεται στη φύση του θανάτου,
αλλά στη στάση του ανθρώπου.
Δεν είναι βάναυσος ο θάνατος, αλλά ο τρόπος με τον οποίο
μεταχειρίζεται ο άνθρωπος τη ζωή είναι αδέξιος και σκαιός".
- Δ. Λιαντίνης
"Έξυπνον Ενύπνιον"
σελ. 235
Το κασελάκι από ξύλο καρυδιάς
που έφτιαξε μόνος του
για να μπούν τα οστά του
http://liantinis.org
http://www.google.gr/search?q
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου