Μια από τις πολλές σημασίες της ελληνικής λέξης «λόγος»
(που με διάφορες μορφές έχει περάσει στις γλώσσες όλων των πολιτισμένων λαών του κόσμου) είναι εκείνη που την ταυτίζει με μιαν άλλη, πολύχρηστη κι αυτήν στην κοινή ομιλία: με το «επιχείρημα».
Τα εγχειρίδια της Λογικής ορίζουν το επιχείρημα (argumentum): διαλογισμό....
ή σειρά αλληλένδετων διαλογισμών, που συντίθενται για ν' αποδείξει την αλήθεια ή το ψεύδος μιας πρότασης (μιας διαπίστωσης, μιας υπόθεσης, ενός ισχυρισμού κτλ.). Πρόκειται δηλαδή για μια λογική κατασκευή που γίνεται για να βεβαιώσει ή για να ανασκευάσει μια κρίση, ξένη συνήθως, αλλά κάποτε και δική μας, επειδή με τη διατύπωσή της δεν αποκλείει την αμφιβολία. Όταν δεν πείθουμε το ακροατήριό μας — το δικαστήριο, την τάξη των μαθητών μας, το πλήθος το συγκεντρωμένο σε μια συνέλευση, επιστημονική, πολιτική, εμπορική κτλ. — η ερώτηση, που προβάλλεται ή υπονοείται, είναι:
(που με διάφορες μορφές έχει περάσει στις γλώσσες όλων των πολιτισμένων λαών του κόσμου) είναι εκείνη που την ταυτίζει με μιαν άλλη, πολύχρηστη κι αυτήν στην κοινή ομιλία: με το «επιχείρημα».
Τα εγχειρίδια της Λογικής ορίζουν το επιχείρημα (argumentum): διαλογισμό....
ή σειρά αλληλένδετων διαλογισμών, που συντίθενται για ν' αποδείξει την αλήθεια ή το ψεύδος μιας πρότασης (μιας διαπίστωσης, μιας υπόθεσης, ενός ισχυρισμού κτλ.). Πρόκειται δηλαδή για μια λογική κατασκευή που γίνεται για να βεβαιώσει ή για να ανασκευάσει μια κρίση, ξένη συνήθως, αλλά κάποτε και δική μας, επειδή με τη διατύπωσή της δεν αποκλείει την αμφιβολία. Όταν δεν πείθουμε το ακροατήριό μας — το δικαστήριο, την τάξη των μαθητών μας, το πλήθος το συγκεντρωμένο σε μια συνέλευση, επιστημονική, πολιτική, εμπορική κτλ. — η ερώτηση, που προβάλλεται ή υπονοείται, είναι:
— Ποιον ή ποιους λόγους έχεις για να υποστηρίζεις αυτή τη γνώμη;
Και τούτο σημαίνει: δώσε μας το επιχείρημα που τη θεμελιώνει, απόδειξέ την. Άρα το νόημα, επομένως και η αξία ενός επιχειρήματος είναι η πειστική του δύναμη. Κατασκευάζεται για να πείσει (να άρει τις εκφρασμένες ή τις υποτιθέμενες αντιρρήσεις) και μέτρο της αξίας του είναι το κατά πόσο πέτυχε το σκοπό του — έπεισε τους αμφιβάλλοντες ή όχι, και αν τους έπεισε, είναι τέλεια ή ατελής ακόμη η νίκη του;
Από τη φύση του λογικό ον ο σκεπτόμενος άνθρωπος, γυμνάζει και μοιράζει (από τα τρυφερά χρόνια) τη νόησή του σε δύο κυρίως έργα: στις «απορίες» και στα «επιχειρήματα». Με το πρώτο, το «θαυμάζειν» των Αρχαίων, πολιορκείται από ερωτηματικά: πότε; πού; πώς; γιατί κτλ. και ταλαντεύεται. Με το δεύτερο, το «λογίζεσθαι», δεν δίνει απλώς αλλά και θεμελιώνει τις απαντήσεις του, για να ξαναβρεί την ισορροπία, απορρίπτει τις υποθέσεις του, και το κύκλωμα ξεκινάει πάλι από την αρχή. Όπως το «απορείν», έτσι και το «διδόναι λόγον» είναι χαρακτηριστική ανθρώπινη ιδιότητα. Αλλά και βασανισμός. Από την άποψη αυτή τα άλλα ζώα είναι πιο τυχερά από μας. Ιδού λοιπόν κι ένα άλλο κριτήριο για να ελέγχουμε και να βαθμολογούμε την «ανθρωποσύνη» μας: όσο περισσότερο και πιο επίμονα «θαυμάζεις» και «λογίζεσαι», τόσο πιο πολύ, και πιο επιτυχημένα, πραγματοποιείς μέσα σου τον άνθρωπο. Και επειδή οι «φυσικές ιδιότητες αποκαλύπτονται, αναπτύσσονται και συντηρούνται με την ορθή καθοδήγηση και άσκηση, καταλαβαίνει κανείς εύκολα τη σημασία που έχει για τον άνθρωπο η παιδεία. Υπάρχει μια «τέχνη του απορείν» όπως και μια «τέχνη του διδόναι λόγον», και στις καλές περιπτώσεις η μία εισάγει και συμπληρώνει την άλλη: φιλοσοφία η πρώτη, ρητορική (με τον αρχαίο ορισμό της: «πειθούς σημιουργός») η δεύτερη. — Ο Πλάτων θα οργιζόταν αν μας άκουε να τις συμφιλιώνουμε...
Δεν προχωρώ στην ανάλυση, γιατί θα πήγαινα πολύ μακριά. Περιορίζομαι στο κύριο θέμα μου. Τι είναι εκείνο το προσόν ή το ευτύχημα που κάνει ένα επιχείρημα ισχυρό, δηλαδή πειστικό;
Ασφαλώς πρώτο και κύριο είναι το γερό, το στέρεο και άρρηκτο, λογικό δέσιμο των προτάσεών του. Καθεμιά πρέπει να έχει δεθεί καλά με την προηγούμενη, καθώς και με την επόμενη, ώστε μόλις ο νους πατήσει απάνω της να κινηθεί αμέσως προς την παραπέρα χωρίς διακοπή. Και η σειρά να έχει αρχή και τέλος. Η αρχή θα είναι μια αναμφισβήτητα παραδεγμένη (αυτονόητη ή αποδειγμένη ήδη) πρόταση, και το τέλος εκείνη ακριβώς που με τους διαλογισμούς μας επιδιώξαμε να τη βεβαιώσουμε ως «αληθή», ή να την απορρίψουμε ως «ψευδή». Αν ανάμεσα στις κρίσεις που συμπλέκουμε το δέσιμο είναι χαλαρό, ή αν στην αλυσίδα μας υπάρχουν κενά, το επιχείρημα χάνει την πειστική του δύναμη, όσο και αν σκεπάσουμε τη λογική του αναπηρία με εντυπωσιακά λεκτικά σχήματα επιστρατεύοντας τη ρητορική μας δεινότητα. Το ισχυρό λοιπόν επιχείρημα είναι ένας καλοδουλεμένος λογικός συρμός. Εντελώς διαφορετικός από τον ψυχολογικό ειρμό των παραστάσεων. Γιατί αυτός εδώ σχηματίζεται τυχαία και με (ποικίλλουσες από άτομο σε άτομο) υποκειμενικές εμπειρίες, ενώ εκείνος κατασκευάζεται σύμφωνα με τους «αναγκαίους» (δηλαδή τους μη υποκείμενους σε προσωπικές συμπτώσεις) νόμους της λογικής. Από την άποψη αυτή πρότυπο ισχυρού επιχειρήματος είναι η άψογη απόδειξη ενός γεωμετρικού θεωρήματος: το συμπέρασμα έρχεται εδώ ως λογικά αναγκαία απόρροια μιας σειράς αλληλένδετων προτάσεων που έχουν ήδη υποστεί τον έλεγχο της αλήθειας και ανατρέχουν («βήμα το βήμα») έως κάποιες πρώτες παραδοχές (τα «αιτήματα» — «postulata»), προτάσεις δηλαδή που δεν μπορούν ν' αμφισβητηθούν χωρίς να καταρρεύσει ολόκληρο το μαθηματικό μας σύστημα. Αν ο αρχαίος Ευκλείδης έδωσε το όνομά του στην κλασική Γεωμετρία, είναι γιατί οργάνωσε με αυστηρά λογική συνοχή και πειθαρχία τις «αλήθειες» της.
Εκτός απ' αυτόν, τον καθαρά λογικό («γεωμετρικό» θα τον ονόμαζα), υπάρχει κι ένας άλλος τύπος επιχειρήματος πολύ συνηθισμένος στην καθημερινή ζωή, που οδηγεί άμεσα στο αποτέλεσμά του με μιαν εύστοχη εικόνα, αλληγορία ή «παραβολή». Η δύναμή του είναι κυρίως καταλυτική· δεν τεκμηριώνει τόσο την αλήθεια, όσο κάνει φανερό το ψεύδος μιας δοξασίας ή ενός ισχυρισμού. Και ενεργεί ακαριαία. Μοιάζει με το επιδέξιο χτύπημα που μπορεί να γκρεμίσει ολόκληρο οικοδόμημα, σαν να είναι χτισμένο με τραπουλόχαρτα... Στο είδος τούτο «κριτικής» τέχνης διαπρέπουν οι άνθρωποι που συνδυάζουν πλούσια πείρα ζωής και νου δροσερό, όχι «στεγνωμένο» από βαριά διαβάσματα και δάνεια σοφία. Οι «θυμόσοφοι». Είναι ο τρόπος που πείθει το Κοινό (μιας πολιτικής συγκέντρωσης λ.χ.) ή τους λαϊκούς δικαστές ενός ορκωτού δικαστηρίου πολύ περισσότερο από τις λεπτεπίλεπτες λογικές κατασκευές του άλλου τύπου. Για τούτο, αν το καθαρά λογικό, το «γεωμετρικό» επιχείρημα επιβάλλεται στη δικονομία των αστικών υποθέσεων (στη σύνταξη των «προτάσεων»), οι καλοί δικηγόροι γνωρίζουν ότι στις ποινικές δίκες πολύ πιο αποτελεσματικό είναι το άλλο, το «θυμοσοφικό», εάν είναι επιτυχημένο.
Θα φανεί παράξενο, ωστόσο και σ' αυτήν ακόμη τη φιλοσοφική κριτική χρησιμοποιείται συχνά (και αποτελεσματικά πολλές φορές) αυτός ο δεύτερος τύπος επιχειρήματος. Αναφέρω πρόχειρα μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα.
1. Οι αρχαίοι συλλέκτες ανεκδότων μάς διέσωσαν την εντυπωσιακή ανασκευή της ελεατικής φιλοσοφίας, που έκανε με το κεραυνοβόλο χιούμορ του ο κυνικός Διογένης. Όταν κάποιος τού ανέπτυξε τις θεωρητικές αναλύσεις του Ζήνωνα (τα περίφημα παράδοξα του «Αχιλλέα και της χελώνας» και του «βέλους που δεν φτάνει ποτέ στο στόχο του») και το συμπέρασμά του ότι αυτό που ονομάζουμε κίνηση είναι πλάνη των αισθήσεων, ο Διογένης έμεινε αδιάφορος. «Ποια είναι η δική σου γνώμη;» ρώτησε ο συνομιλητής του. Και εκείνος αντί να απαντήσει ... σηκώθηκε και περπάτησε. Σα να έλεγε: «ιδού η κίνηση — όπερ έδει δείξαι».
2. Παρατήρησαν κάποτε στον Schopenhauer, τον θεωρητικό της ριζικής απαισιοδοξίας, ότι είναι ασυνεπής. Γιατί, ενώ υποστηρίζει στα συγγράμματά του ότι μια μόνο λύτρωση υπάρχει για τον άνθρωπο από τα δεινά της ζωής: η αυτοκτονία, αυτός εξακολουθεί να ζει, και μάλιστα μέσα στις ανέσεις του. «Κάνετε λάθος» απάντησε ο Γερμανός φιλόσοφος. «Όταν, για να πάτε εκεί που θέλετε, ρωτάτε κάποιον που συναντάτε τυχαία από ποιο δρόμο θα φτάσετε συντομότερα στον προορισμό σας, και εκείνος σας δείξει το σωστό δρόμο, μπορείτε να έχετε την αξίωση να σας συνοδέψει κιόλας;»
2. Η «παραβολή» είναι ίσως η καλύτερη παραλλαγή του επιχειρήματος αυτού του τύπου. Διάβασα τελευταία μιαν έξυπνη παραβολή στην κριτική που κάνει της ηθικής θεωρίας τού Εμμανουήλ Kant ένας Αμερικανός σε πρόσφατο μελέτημά του. Είναι γνωστός ο ανένδοτος ριγκορισμός του Kant: από την ηθική πράξη αποκλείει κάθε άλλο ελατήριο (παρόρμηση, συναίσθημα, σκέψη) εκτός από τον σεβασμό προς τον καθολικό και απόλυτα προστάζοντα ηθικό νόμο. Όπου παρτεμβάλλεται έστω και η πιο αθώα προσωπική διάθεση (στοργή, συμπάθεια, οίκτος κτλ.), η ηθική αξία της συμπεριφοράς μας πέφτει, η πράξη μας γίνεται ηθικά λιποβαρής... Υποθέσετε, παρατηρεί ο σημερινός κριτικός του (επηρεασμένος ασφαλώς από τα σαρκαστικά στιχουργήματα του ποιητή Schiller που κι αυτός, στην εποχή του, είχε σκανδαλιστεί από την αμείλικτη αυστηρότητα της καντιανής Ηθικής, παρά τον θαυμασμό που έτρεφε προς το έργο του μεγάλου Γερμανού φιλοσόφου), υποθέσετε ότι βρίσκεστε στο νοσοκομείο, στο στάδιο της ανάρρωσης από μια βαριά νόσο. Αισθάνεστε κουρασμένος και πλήττετε από τη μοναξιά. Αίφνης, να που έρχεται άλλη μια φορά ο Σμιθ να σας κάνει συντροφιά. Τώρα έχετε πια πεισθεί περισσότερο από άλλοτε ότι είναι λεπτός συνάδελφος και πραγματικός φίλος, αφού για να σας φανεί ευχάριστος θυσιάζει τόσο χρόνο διασχίζοντας την πόλη, από τη μια άκρη στην άλλη, για ναρθεί να σας συντροφέψει. Είστε τόσο διαχυτικός στους επαίνους και στις ευχαριστίες σας, που εκείνος διαμαρτύρεται.
Προσπαθεί, λέγει, να κάνει πάντοτε ό,τι θεωρεί καθήκον του, ό,τι κρίνει πως είναι το καλύτερο. Εσείς, στην αρχή συλλογίζεστε ότι από ευγένεια αυτοϋποτιμάται, ελαφρώνοντας το ηθικό βάρος της πράξης του. Αλλά όσο περισσότερο κουβεντιάζετε, τόσο πιο πολύ φανερό γίνεται ότι λέγει κυριολεκτικά την αλήθεια. Ότι δηλαδή πραγματικά έρχεται να σας δει, όχι επειδή είστε φίλοι, αλλά γιατί θεωρεί καθήκον του, καθαρό και γενικό, απρόσωπο καθήκον, να επισκέπτεται και να συντροφεύει τον οποιονδήποτε άρρωστο... Θα τον ονομάσετε καλό Σαμαρείτη; Θα θεωρήσετε αναμφισβήτητη και υψηλή, κορυφαία την αρετή του; Μπορεί μια ηθική πράξη να είναι τόσο «απάνθρωπη»;
Προσπαθεί, λέγει, να κάνει πάντοτε ό,τι θεωρεί καθήκον του, ό,τι κρίνει πως είναι το καλύτερο. Εσείς, στην αρχή συλλογίζεστε ότι από ευγένεια αυτοϋποτιμάται, ελαφρώνοντας το ηθικό βάρος της πράξης του. Αλλά όσο περισσότερο κουβεντιάζετε, τόσο πιο πολύ φανερό γίνεται ότι λέγει κυριολεκτικά την αλήθεια. Ότι δηλαδή πραγματικά έρχεται να σας δει, όχι επειδή είστε φίλοι, αλλά γιατί θεωρεί καθήκον του, καθαρό και γενικό, απρόσωπο καθήκον, να επισκέπτεται και να συντροφεύει τον οποιονδήποτε άρρωστο... Θα τον ονομάσετε καλό Σαμαρείτη; Θα θεωρήσετε αναμφισβήτητη και υψηλή, κορυφαία την αρετή του; Μπορεί μια ηθική πράξη να είναι τόσο «απάνθρωπη»;
Υπάρχει η τεχνική, αλλά υπάρχει και η ηθική του επιχειρήματος, αφού σχεδόν κατά κανόνα λίγα είναι τα επιτυχημένα και πολλά τα αποτυχημένα, καθώς δεν είναι καθόλου σπάνια και τα ανέντιμα επιχειρήματα και των δύο τύπων. Επιτυχημένο επιχείρημα του πρώτου είναι, καθώς είπαμε, το γερά συναρμολογημένο με αυστηρά λογική αλληλουχία των μελών του, που απολήγει στην αποδεικτέα (και μόνο στην αποδεικτέα) θέση. Στην περίπτωση του δεύτερου τύπου το καλό αποτέλεσμα έρχεται, όταν ο λόγος είναι καίριος και βρίσκει αμέσως το στόχο (και μόνο το στόχο). Για τα ανέντιμα επιχειρήματα, είτε του πρώτου είτε του δεύτερου τύπου, ισχύει πάντοτε ο αρχαίος ορισμός: είναι εκείνα που (δόλια ή και από επίδειξη δεξιοτεχνίας στις λογικές και φραστικές ακροβασίες) παρουσιάζουν τον «ήσσονα λόγον κρείσσονα, και τον κρείσσονα λόγον ήσσονα», την ασθενή θέση ισχυρή, και την ισχυρή θέση ασθενή. Κάποια πείρα του είδους τούτου έχουμε όλοι από τους δικανικούς λόγους, τις αγορεύσεις των πολιτικών, ακόμη και από μερικά εκκλησιαστικά κηρύγματα...
Ρήτορες και ευφυολόγοι αυτής της κατηγορίας προκαλούν πολλές φορές τον θαυμασμό (κυρίως των αφελών ή των απρόσεχτων) με τις επινοήσεις και τα ευρήματά τους, με τη δεινότητά τους να παραπείθουν (όχι να πείθουν) το ακροατήριο. Ο θρίαμβός τους όμως διαρκεί λίγο. Για τούτο, εάν δεν επιτύχουν αμέσως το αποτέλεσμα που επιδιώκουν και μείνει στους ακροατές ο απαραίτητος για τον «έλεγχο» χρόνος, χάνουν το παιχνίδι. Με τη λογική όπως και με την ηθική είναι επικίνδυνο να παίζει κανείς «εν ου πακτοίς».
Ρήτορες και ευφυολόγοι αυτής της κατηγορίας προκαλούν πολλές φορές τον θαυμασμό (κυρίως των αφελών ή των απρόσεχτων) με τις επινοήσεις και τα ευρήματά τους, με τη δεινότητά τους να παραπείθουν (όχι να πείθουν) το ακροατήριο. Ο θρίαμβός τους όμως διαρκεί λίγο. Για τούτο, εάν δεν επιτύχουν αμέσως το αποτέλεσμα που επιδιώκουν και μείνει στους ακροατές ο απαραίτητος για τον «έλεγχο» χρόνος, χάνουν το παιχνίδι. Με τη λογική όπως και με την ηθική είναι επικίνδυνο να παίζει κανείς «εν ου πακτοίς».
*πηγή: Ε. Π. Παπανούτσου,
"Η κρίση του πολιτισμού μας"
εκδόσεις Φιλιππότη,
Αθήνα 1982,
*σελ. 81-86
"Η κρίση του πολιτισμού μας"
εκδόσεις Φιλιππότη,
Αθήνα 1982,
*σελ. 81-86
---------
Ο Ευάγγελος Παπανούτσος ήταν σημαντικός Έλληνας παιδαγωγός,
φιλόσοφος και δοκιμιογράφος του 20ου αιώνα.
Η καταγωγή του ήταν από το Σοπωτό της Αχαΐας.
Η συμβολή του στη λειτουργία και στην ανακαίνιση της Ελληνικής
Παιδείας είναι ευρέως γνωστή.
1900 - 1982
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου