Σελίδες

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Η οδός Ηρώδου Αττικού....



...αποτελεί σήμερα έναν από τους δρόμους που συνιστούν το κέντρο της Αθήνας. 
 Η αρχή της οδού βρίσκεται στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, ενώ το τέρμα της εντοπίζεται στη λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου, απέναντι από το Παναθηναϊκό Στάδιο.
Το συνολικό της μήκος φτάνει μόλις τα 4 οικοδομικά τετράγωνα.
Ο δρόμος αυτός πήρε το όνομά του από τον σπουδαίο αρχαίο ρήτορα και ευεργέτη της αρχαίας Αθήνας Ηρώδη τον Αττικό.
Η οδός Ηρώδου Αττικού αποτελεί το ανατολικό όριο του Εθνικού Κήπου, ενώ στην ανατολική πλευρά του δρόμου βρίσκονται το Προεδρικό Μέγαρο, όπου στεγάζεται η Προεδρία της Δημοκρατίας και το Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο αποτελεί το επίσημο γραφείο του εκάστοτε Πρωθυπουργού της Ελλάδας. Τέλος, στην Ηρώδου Αττικού βρίσκεται η είσοδος του καφενείου του Εθνικού Κήπου.
 
Ο δρόμος αυτός αποτελεί (?) έναν από τους ακριβότερους της Ελλάδας καθώς είναι δρόμος με τις υψηλότερες εμπορικές τιμές κατοικιών. Οι κατοικίες είναι μόνο υπερπολυτελή διαμερίσματα και στο δρόμο δεν υπάρχουν καθόλου καταστήματα.
Η οδός Ηρώδου Αττικού δεν είναι μόνο ένας από τους ωραιότερους δρόμους της πόλης, αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πολιτική και κοινωνική ζωή αυτού του τόπου.

Η περιοχή στην οποία εντοπίζεται το Προεδρικό Μέγαρο ήταν μέχρι τα τέλη του 19ουαι. έξω από το σχέδιο οικοδομήσεως της πόλης των Αθηνών. Η σημερινή Βουλή αποτελούσε το όριο της πόλης προς την ανατολή.
Πίσω από αυτό απλώνονταν άκτιστες εκτάσεις, χωράφια και περιβόλια. Τα μόνο κτίρια που διακρίνονται στους χάρτες της εποχής είναι το Μέγαρο της Δουκίσσης Πλακεντίας «Ιλίσια» (σημερινό Βυζαντινό Μουσείο) και η Μονή Πετράκη, κτισμένα και τα δύο στην εξοχή μακριά από το κέντρο της πόλης. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι όταν το 1854 αποφασίζεται η ίδρυση ορφανοτροφείου θηλέων κάτω από την προστασία της Βασίλισσας Αμαλίας, το οικόπεδο που επελέγη βρισκόταν δίπλα ακριβώς στο σημερινό Προεδρικό Μέγαρο. Το ορφανοτροφείο «Αμαλιείον» (κατεδαφισμένο σήμερα) βρισκόταν μεταξύ των οδών Ηρώδου Αττικού, Λυκείου και Στησιχόρου. ’κτιστα επίσης παρέμεναν και τα επί του άξονα της λεωφόρου Κηφισίας (σημερινή Βασιλίσσης Σοφίας) οικόπεδα τα οποία το κράτος προόριζε για την ανέγερση υπουργείων.proedriki-froura.gr
Μόλις το δημόσιο επέτρεψε την πώληση οικοπέδων σε ιδιώτες στις αρχές του 1870, άρχισαν να χτίζονται τα πρώτα ιδιωτικά μέγαρα που θα στέγαζαν τις μεγαλοαστικές οικογένειες της Αθήνας. Το 1868, με αφορμή τη γέννηση του διαδόχου Κωνσταντίνου, γιου του βασιλιά Γεωργίου Α΄, αποφασίστηκε η κατασκευή ενός ξεχωριστού Ανακτόρου του Διαδόχου.  Τη δεκαετία του 1890 ζητείται, με δωρεά του Ελληνικού Δημοσίου, από τον αρχιτέκτονα Ernst Ziller να οικοδομήσει το Ανάκτορο του Διαδόχου (σημερινό Προεδρικό Μέγαρο), στη θέση του βασιλικού λαχανόκηπου, λόγω του γάμου του Κωνσταντίνου με την πριγκίπισσα Σοφία της Πρωσίας. Οι εργασίες ξεκίνησαν το 1891 και ολοκληρώθηκαν το 1897. Πρόκειται για ένα τριώροφο νεοκλασικό κτίριο, με λιτή και αυστηρή συμμετρική πρόσοψη.
Όταν την Παραμονή των Χριστουγέννων του 1909 πυρκαγιά κατέστρεψε τα Παλαιά Ανάκτορα όπου κατοικούσε ο Γεώργιος Α΄, το κτίριο της Ηρώδου Αττικού χρησιμοποιήθηκε προσωρινά ως έδρα του βασιλιά. Το 1913 έπειτα από τη δολοφονία του Γεωργία Α΄ και την άνοδο του Κωνσταντίνου στο θρόνο, μετατράπηκε και επίσημα σε Βασιλικά Ανάκτορα («Νέα Ανάκτορα»). Το 1924 με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας το ανάκτορο έπαψε να φιλοξενεί τη βασιλική οικογένεια και χρησιμοποιήθηκε ως έδρα του Προέδρου της Δημοκρατίας μέχρι το 1935. Τότε παλινορθώθηκε η μοναρχία και η βασιλική οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Ηρώδου Αττικού. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 και την οριστική εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στη χώρα, το ιστορικό κτίριο χρησιμοποιείται πλέον ως Προεδρικό Μέγαρο και ως κατοικία του εκάστοτε προέδρου της Δημοκρατίας. Από την ίδρυσή του έως σήμερα στο Μέγαρο έχουν γίνει μικρές αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις, οι οποίες, όμως, δεν έχουν αλλοιώσει την αρχική μορφή του οικοδομήματος. Η σημαντικότερη μετατροπή είναι η προσθήκη της αίθουσας χορού –η σημερινή αίθουσα διαπιστευτηρίων- που χρονολογείται το 1909, καθώς και η προσθήκη της πίσω πτέρυγας –η σημερινή αίθουσα δεξιώσεων- που υλοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960.


Το Προεδρικό Μέγαρο φρουρείται από τους Ευζώνους. Η Προεδρική Φρουρά ιδρύθηκε το 1868 ως μάχιμο και ταυτόχρονα τελετουργικό άγημα. Με την πάροδο των χρόνων ο ρόλος της περιορίστηκε αποκλειστικά σε τελετουργικό. Το γεγονός αυτό υποδηλώνεται από τις διάφορες ονομασίες που κατά καιρούς έφερε: Ανακτορική Φρουρά, Φρουρά Σημαίας, Φρουρά Μνημείου Αγνώστου Στρατιώτη και τέλος Προεδρική Φρουρά, από το 1974 μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Από το ιδρυτικό της έτος έως σήμερα η Προεδρική Φρουρά έχει την έδρα της στο στρατόπεδο που βρίσκεται κοντά στο Προεδρικό Μέγαρο στην Ηρώδου Αττικού και φέρει τιμητικά το όνομα του Σουλιώτη οπλαρχηγού και ήρωα της Επανάστασης του 1821, Γιώργου Τζαβέλα.

 

Το Μέγαρο Μαξίμου βρίσκεται στην Ηρώδου Αττικού 19 και Βασιλέως Γεωργίου Β΄ και στεγάζει το γραφείο του εκάστοτε Πρωθυπουργού της Ελλάδας. Ο πρώτος Πρωθυπουργός που εγκαταστάθηκε σε αυτό ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1982. 
Το Μέγαρο Μαξίμου είναι ένα μονώροφο κτίριο με μαρμάρινο ιωνικό πρόστυλο και κλασικές αναλογίες. Μέχρι σήμερα δεν έχει εξακριβωθεί ποιος ήταν ο αρχιτέκτονας του κτιρίου. Σύμφωνα με τον Σόλωνα Κυδωνιάτη και τον Κώστα Μπίρη, το κτίριο  το σχεδίασε ο Αναστάσιος Χέλμης, ενώ σύμφωνα με τον Καμπάνη ο Αναστάσιος Μεταξάς. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανόν να ασχολήθηκαν και οι δύο με τη σχεδίαση του μεγάρου, καθώς οι κατασκευές πραγματοποιήθηκαν σε δύο φάσεις, η μία στις αρχές της δεκαετίας του 1910 και η άλλη κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920.
Το Μέγαρο Μαξίμου θεμελιώθηκε το 1912 με χρήματα του εφοπλιστή Αλέξανδρου Μιχαλινού, σε έναν από τους βασιλικούς κήπους. Έπειτα από το θάνατο του τελευταίου, η χήρα γυναίκα του, Ειρήνη Μιχαλινού-Μανούση, η οποία είχε ήδη ξαναπαντρευτεί τον Δημήτριο Μάξιμο, οικονομολόγο, διοικητή της Εθνικής Τράπεζας (1920-1922), γερουσιαστή (1933-1935), εξωκοινοβουλευτικό Πρωθυπουργό κυβέρνησης συνασπισμού (1974) και μέλος της Εφορίας του Αμαλίειου Ορφανοτροφείου, πούλησε το κτίριο αυτό στον Λεωνίδα Εμπειρίκο. Λίγο αργότερα, το 1921 η οικογένεια Μαξίμου ξαναγόρασε το ημιτελές έως τότε μέγαρο και αφού ολοκληρώθηκαν οι εργασίες εγκαταστάθηκε σε αυτό. Λόγω του ότι ο Δημήτριος Μάξιμος ήταν ιδιαίτερα φιλότεχνος οι τοίχοι του μεγάρου κοσμούνταν από περίφημους ζωγραφικούς πίνακες.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής, το κτίριο χρησιμοποιήθηκε από τις γερμανικές αρχές ως κατοικία του Γερμανού ναυάρχου των δυνάμεων του Αιγαίου. Ύστερα, όμως, από την απελευθέρωση στο μέγαρο διέμεινε για ένα χρονικό διάστημα ο πρώτος πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ελλάδα.
Το 1952 το Ελληνικό Δημόσιο αγόρασε το μέγαρο από τον Δημήτριο Μεταξά στην τιμή των 5.500.000.000 δραχμών, αν και η κυβερνητική επιτροπή είχε εκτιμήσει την αξία του στα 11.000.000.000. Ο Δημήτριος όχι μόνο δέχτηκε να παραχωρήσει το μέγαρο με τα μισά χρήματα, αλλά πρόσφερε και την επίπλωσή του μαζί με τους πίνακες που το κοσμούσαν. Η δωρεά αυτή είχε σαν μοναδικό σκοπό το μέγαρο να χρησιμοποιείται ως κατοικία φιλοξενίας των Ανωτάτων και Ανωτέρων ηγετών ξένων χωρών, που επισκέπτονταν την Ελλάδα με πρόσκληση του Προέδρου της Δημοκρατίας ή της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση για να τιμήσει την προσφορά του δήλωσε ότι το κτίριο θα διατηρήσει το αρχικό του όνομα, δηλαδή Μέγαρο Μαξίμου. Ωστόσο, σε μικρή απόκλιση του σκοπού της δωρεάς, από το 1974 εγκαταστάθηκε το γραφείο του Πρωθυπουργού και για τον πλήρη σεβασμό προς το δωρητή κάποια στιγμή τα τελευταία χρόνια διέμεινε και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός.



Μεταξύ των ετών 1968-1972 το μέγαρο στέγασε τον στρατηγό Γεώργιο Ζωιτάκη, στον οποίο το δικτατορικό καθεστώς είχε αναθέσει την αντιβασιλεία, μετά τη φυγή του Κωνσταντίνου και κινδύνευσε να γκρεμιστεί. Τελικά, αποφασίστηκε η συντήρηση και η επισκευή του μεγάρου, ενώ το 1982 παραχωρήθηκε στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως με σκοπό τη στέγαση του εκάστοτε Πρωθυπουργού. Οι εργασίες αποκατάστασης πραγματοποιήθηκαν από τους Αριστόδημο και Ειρήνη Μαντζουράνη και από την Γεωργία Ζώη.
Με το πέρασμα των ετών το μέγαρο δέχτηκε πολλές αλλαγές. Σύμφωνα με τον Σόλωνα Κυδωνιάτη ξηλώθηκαν τα ψηφιδωτά δάπεδα, διότι απεικόνιζαν τη σβάστικα, εξαφανίστηκαν δύο εξώθυρες και πίσω τους υψώθηκε καταφύγιο και το 1980 στην πρώτη αυλή του προς τη Βασιλέως Γεωργίου Β΄ προστέθηκε τριώροφη πτέρυγα.
Το κτίριο χαρακτηρίζεται από τον Σόλωνα Κυδωνιάτη «έργο οψίμου αθηναϊκής νοοτροπίας».  

...με πληροφορίες από

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου