Σελίδες

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2013

Για τους περισσότερους γλάρους σημασία δεν έχει το πέταγμα, αλλά το φαγητό. Για τούτον, όμως, το γλάρο σημασία δεν είχε το φαγητό, αλλά το πέταγμα....



                                    

Καθώς βούλιαξε χαμηλά στο νερό, μια παράξενη κούφια φωνή 
αντήχησε μέσα του. 

Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγω. 

Είμαι γλάρος. Είμαι απ᾿ την φύση μου περιορισμένος. 

Αν ήμουν φτιαγμένος να μάθω τόσα πολλά για το πέταγμα θα’ χα διαγράμματα 
αντὶ για μυαλό. 
Αν ήμουν φτιαγμένος να πετάω σε τέτοιες ταχύτητες, θα’ χα μικρές φτερούγες 
όπως το γεράκι και θα΄ τρωγα ποντίκια, όχι ψάρια. 
Ὁ πατέρας μου είχε δίκιο. Πρέπει να τις ξεχάσω αυτὲς τις τρέλες. 
Πρέπει να πετάξω πίσω στο σμήνος και ν᾿ αρκεσθώ σ᾿ αυτὸ που είμαι, 
ένας φουκαριάρης γλάρος. Σκοτάδι! 
Ἡ κούφια φωνή στρίγγλισε τρομαγμένη. 
Οι γλάροι ποτέ δεν πετούν στο σκοτάδι! Κατέβα! 
Οι γλάροι δεν πετούν ποτὲ στα σκοτεινά! 
Αν ήσουν φτιαγμένος για να πετάς στο σκοτάδι θα 'χες μάτια κουκουβάγιας! 
Θα 'χες σχεδιαγράμματα στο κεφάλι σου, όχι μυαλό! 
Θα 'χες κοντά φτερά όπως το γεράκι! 

                                    

Εκεί, μέσα στη νύχτα, εκατὸ πόδια ψηλά στον αέρα, ὁ Ιωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος 
έπαιξε το μάτι. 
Ὁ πόνος του, οι αποφάσεις του έγιναν καπνός. 
Κοντά φτερά. 
Κοντά φτερά όπως το γεράκι! 
Να ἡ λύση! Τί βλάκας που ήμουν! 
Μου αρκεί ένα τόσο δα φτερό, αρκεί ν᾿ αναδιπλώσω τις φτερούγες μου 
και να πετάω μόνο με τις άκρες τους! Κοντά φτερά!

Ανέβηκε δύο χιλιάδες πόδια πάνω απ᾿ τη σκοτεινή θάλασσα και δίχως 

να συλλογιστεί ούτε στιγμή την αποτυχία ή το θάνατο, 
έφερε το μπρός μέρος της κάθε του φτερούγας σφιχτά πάνω στο σώμα του, 
άφησε μόνο σα στενά λεπίδια τις άκρες τους να ξεπεταχτούν στον αέρα, 
και έπεσε σε κάθετη πτήση.
Ὁ αέρας μούγγριζε σα θεριό στο κεφάλι του. 

Εβδομήντα μίλια την ώρα, ενενήντα, εκατόν είκοσι και πιο γρήγορα ακόμα. 
Τώρα ἡ πίεση του αέρα, στα εκατὸν σαράντα μίλια την ώρα, 
ήταν πολὺ λιγότερη ἀπ᾿ ότι πριν στα εβδομήντα, και με μια ελάχιστη στροφή 
στις άκρες των φτερών του βγήκε άνετα ἀπ᾿ την κατάδυσή του και 
τινάχτηκε προς τα πάνω, μακριά ἀπ᾿ τα κύματα, 
σα μια σταχτιά οβίδα στο φεγγαρόφωτο.

Έκλεισε σχεδόν ολότελα τα μάτια του απέναντι στον άνεμο κι ένιωσε χαρά. 

Εκατὸν σαράντα μίλια την ώρα! και με απόλυτο έλεγχο! 
Αν βουτήξω απὸ τα πέντε χιλιάδες πόδια, αντὶ απὸ τα δύο χιλιάδες, πόσο γρήγορα άραγε...

Οι προηγούμενοι όρκοι του ξεχάστηκαν, σκορπίστηκαν μακριά μέσα στον μεγάλο γρήγορο άνεμο. Κι όμως δεν ένιωσε ένοχος, καθώς καταπατούσε τις υποσχέσεις που ὁ ίδιος είχε δώσει. 

Τέτοιες υποσχέσεις είναι μόνο για τους γλάρους που αποδέχονται τα συνηθισμένα. 

Όποιος αρίστευσε μαθαίνοντας, δεν χρειάζεται τέτοιες υποσχέσεις...

        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου