Πάντα ονειρευόταν, να κάνει Χριστούγεννα στο βουνό.
Θέλεις το χιόνι, που ποτέ δεν είχαν δει στο νησί, θέλεις το άστρο της Βηθλεέμ, που....
στο παιδικό της μυαλό το είχε ζωγραφίσει να κρύβεται πίσω από ένα ψηλό βουνό, της ταίριαζε καλύτερα η γέννηση του Χριστού, να γιορτάζεται στα ορεινά.
στο παιδικό της μυαλό το είχε ζωγραφίσει να κρύβεται πίσω από ένα ψηλό βουνό, της ταίριαζε καλύτερα η γέννηση του Χριστού, να γιορτάζεται στα ορεινά.
Η γιαγιά έλεγε πως άλλη ήτανε η εξήγηση, ότι τα βουνά είναι μια ανάσα κάτω από την αγκαλιά του Θεού και είναι πιο πρέπον, να φιλοξενούν τη ''σαρκωμένη αγάπη''.
Δεν ήξερε γράμματα η γιαγιά μου, μα ήταν σοφή, διαμάντι ακατέργαστο.
Εκείνα τα Χριστούγεννα δεν ήταν σαν και τ' άλλα, ο πατέρας είχε καιρό να στείλει χρήματα και τα πράγματα είχαν αρχίσει να στενεύουν.
Άκουσε κρυφά τη μάνα, που έλεγε στο μεγάλο αδελφό της, πως ο πατέρας είχε πάθει αβαρία μεγάλη στο καράβι και πως θα ΄κανε καιρό να στείλει τα χρειαζούμενα, μιας και το κομπόδεμα είχα ξοδευτεί για τη ζημία. Τι σήμαινε ''κομπόδεμα'', μήτε και που καταλάβαινε.
Μα το σκυθρωπό βλέμμα της μάνας έλεγε πολλά.
Για καινούρια παπούτσια ούτε λόγος, δεν τολμούσε λέξη να ξεστομίσει.
Η γιαγιά καθόταν συνέχεια δίπλα στο τζάκι και είχε παρατήσει το αγαπημένο της πλέξιμο, στεναχωριόταν για το γιο της που θαλασσοδερνόταν.
Ξεχνιόταν με τις ώρες και αφηρημένη μουρμούραγε κάτι λέξεις ανάμεσα από τα λιγοστά της δόντια, δεν ξεχώριζες αν ήταν γιορτινό το τραγούδι ή μοιρολόι.
Η μάνα πάλευε να τα βγάλει πέρα, να μην τους λείψει τίποτα, μα τα νούμερα δεν της έβγαιναν.
Η δασκάλα τους είχε ζητήσει να φέρουν από δυο δραχμές, γιατί την ημέρα της σχολικής γιορτής των Χριστουγέννων, θα πηγαίναν όλοι μαζί να δούνε ένα θέατρο για τη γέννηση του μικρού Χριστού.
Πώς να ζητήσει από τη μάνα το δίφραγκο; Φοβόταν ακόμα και να το ξεστομίσει.
Την έτρωγε το σαράκι, μα δεν έβγαζε άχνα.
Στη δασκάλα είχε πει ότι δε θα ερχόταν στο θέατρο, γιατί έπρεπε να πάει με τη γιαγιά στο γιατρό το πρωί της μέρας εκείνης.
Ευτυχώς, η κυρία έδειξε να την πιστεύει αμέσως.
Το θέατρο όμως ήταν η μεγάλη της αγάπη και τώρα που είχε την ευκαιρία, έπρεπε να το στερηθεί.
Είχε ακούσει τόσα πολλά από τον πατέρα, που είχε δει παραστάσεις πολλές φορές, γιατί το καράβι του έδενε σε μεγάλα ευρωπαϊκά λιμάνια, που είχαν πανέμορφα θέατρα.
Ίσως οι διηγήσεις του πατέρα, να ευθύνονταν για τούτη την αγάπη της.
Την είχε μυήσει άθελά του στο μαγικό κόσμο του θεάτρου.
Συχνά, σκάρωνε αυτοσχέδια σκετσάκια και παρίστανε τη μεγάλη θεατρίνα, που μάγευε το κοινό με τις ερμηνείες και το μπρίο της.
Στηνόταν μπροστά στον καθρέφτη, εκείνον με τα κοχύλια και τα πετράδια της θάλασσας γύρω γύρω και στη μέση το "Καλημέρα" με τα ροζ τριαντάφυλλα.
Τραγουδούσε κιόλας, είχε ωραία φωνή, της το 'χε πει και η δασκάλα.
Κάποτε, έβαψε τα χείλη της με το κοκκινάδι της μάνας κι όταν την είδε, άρπαξε πολλές ξυλιές, μα δεν την ένοιαξε ούτε στάλα.
Τότε ήταν που το αποφάσισε, θα γινόταν θεατρίνα κι ας την έδερνε η μάνα.
Ο πατέρας σίγουρα θα την υποστήριζε, όσο να το πεις ήταν πολυταξιδεμένος, άλλο μυαλό, πιο ανοιχτό, άσε που ήταν και θεατρόφιλος.
Την τελευταία βραδιά πριν τη θεατρική παράσταση, δεν την έπιανε ύπνος.
Γυρνούσε στο κρεβάτι της σαν τη σβούρα.
Ο λαιμός της είχε γεμίσει λυγμούς, έκλαιγε κρυφά και σιωπηλά.
Δε πίστευε την κακοτυχία της.
Τέτοια ευκαιρία και να πάει χαμένη.
Όταν πήρε να ξημερώνει, αποκαμωμένη παραδόθηκε του Μορφέα.
"Μα για στάσου, τι όμορφο φως είναι ετούτο, τι λαμπιόνια πολύχρωμα, τι μουσικές θεσπέσιες, ποια είναι εκείνη η όμορφη κόρη στο βάθος;
Την πλησίασε χαμογελώντας με θέρμη, πόσο όμορφη που ήταν, το φουστάνι της πολύ ασυνήθιστο, σαν να το 'χαν κεντήσει με κλωστές στο χρώμα των άστρων και του φεγγαριού.
Της άπλωσε το χέρι, σαν να ήθελε κάτι να της δώσει. Θα πας κι εσύ αύριο στο θέατρο, Χρυσάνθη, της είπε, εγώ θα σου δώσω τα χρήματα. Κι έβγαλε από το πλεκτό τσαντάκι της ένα δίφραγκο γυαλιστερό
". Δεν πίστευε στην τύχη της. Έβαλε το δίφραγκο με προσοχή στην τσέπη, σαν να ήταν το πιο ακριβό φυλαχτό. Γύρισε να ευχαριστήσει την όμορφη κόρη, μα αυτή δεν ήταν πουθενά.
Για πότε έφυγε, μήτε που το πήρε χαμπάρι. Τι κρίμα!
"Ειιιιιι, Χρυσάνθη, ξύπνα, εφτά πήγε η ώρα, της φώναξε η γιαγιά, θα αργήσεις στο σχολείο, τη σκούντηξε τρυφερά. Ωχχχ, βρε γιαγιά, δε θα πάω σήμερα, δεν είπαμε, αφού όλοι θα πάνε στο θέατρο.
"Ειιιιιι, Χρυσάνθη, ξύπνα, εφτά πήγε η ώρα, της φώναξε η γιαγιά, θα αργήσεις στο σχολείο, τη σκούντηξε τρυφερά. Ωχχχ, βρε γιαγιά, δε θα πάω σήμερα, δεν είπαμε, αφού όλοι θα πάνε στο θέατρο.
Ξεκούτιανες, για θέλεις να ρίχνεις αλάτι στις πληγές μου, τη ρώτησε παραπονεμένα. Χρυσάνθη, σήκω, κόρη μου, σου σιδέρωσα το γαλάζιο το φόρεμα, που τόσο το αγαπάς, να το φορέσεις στο θέατρο, που 'ναι μέρα γιορτής. Θα σου δώσω εγώ το δίφραγκο, της χάιδεψε με αγάπη τα μαλλιά.
Τα μάτια της Χρυσάνθης γιόμισαν δάκρυα. "Πού τα βρήκες, γιαγιούλα τα λεφτά;
Αφού δεν είχες άλλα, τα ξόδεψες όλα, όσα είχες στο κεντητό σου μαντίλι!
.......το Πνεύμα των Χριστουγέννων τα άφησε, παιδί μου το ξημέρωμα στο μαξιλάρι μου, να τα δώκεις της Χρυσάνθης, μου μήνυσε. Χρόνια μετά έμαθα ότι η γιαγιά πούλησε το χρυσό της σταυρό, για να κάνουμε Χριστούγεννα εκείνη τη δύσκολη χρονιά!
"Καλά κι Ευλογημένα Χριστούγεννα, με υγεία, ανθρωπιά κι αγάπη".
*Αφιερούται με πολλή αγάπη στις νεράιδες των παιδικών μας χρόνων,
τις γιαγιούλες μας!!!
σημείωση από : Άννα Τιρικανίδου Καθηγήτρια εκ Θεσσαλονίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου