Σελίδες

Παρασκευή 2 Αυγούστου 2013

"Η πιο δύσκολη στιγμή"...ένα μοναδικά τρυφερό άρθρο όπως μόνο ο Μάνος ξέρει νά γράφει. *Μάνος Αντώναρος - Δημοσιογράφος καί...φίλος μου τολμώ νά πώ !



Η πιο δύσκολη στιγμή
-Ποιο είναι το πιο δύσκολο πράγμα που έχεις κάνει ποτέ; με ρώτησαν κάποτε.
Έμεινα σκεφτικός, γιατί στις απλές ερωτήσεις, αντιστοιχούν (συνήθως) οι πιο δύσκολες απαντήσεις.
-Ηταν τότε που πέθανε ο πατέρας σου; ήρθε κολλητά η επόμενη ερώτηση.
-Όχι!
-Δεν ήταν;
-Ε, ήταν! Δηλαδή όχι ακριβώς!
-Τι εννοείς;
-Δεν ήταν η στιγμή που έμαθα ότι πέθανε. Πέθανε στον ύπνο του, ευτυχισμένος και σε μεγάλη σχετικά ηλικία.
-Ε, πες μου, τότε τι εννοείς;
Δεν είπα, γιατί δεν ήθελα να περιγράψω την σκηνή. Ετσι απλά: Δεν ήθελα! Εκείνη η σκηνή-στιγμή είναι δικιά μου και δεν ήθελα να την πω. Μου κόλλησε όμως να την γράψω. Νομίζω ότι τώρα είναι η στιγμή.
Eχουν ήδη περάσει 15 χρόνια. (Δεν είμαι καλός με τις ημερομηνίες). Ηταν βράδυ και δούλευα σε ένα περιοδικό. Χτύπησε το κινητό μου. Ηταν ο αδελφός μου.
αρχέλαος-Πέθανε ο πατέρας.
Δεν ένιωσα τίποτα.
-Πότε;
-Πριν από λίγο. Μου τηλεφώνησαν από το Ιπποκράτειο.
-Η μάνα το ξέρει;
-Όχι! Πήγαινε να της το πεις. Εγώ πρέπει να πάω στο Νοσοκομείο να κανονίσω τα διαδικαστικά. Είσαι εντάξει;
-Εντάξει, είμαι.
-Θα πας;
-Θα πάω.
Μόλις μου “χε δώσει το μπαλάκι.
Ο πατέρας μου είχε μπει για μια ακόμη φορά στο Νοσοκομείο. Είχε χρόνια προβλήματα με την καρδιά του. Είχα πάει το απόγευμα να τον δω. Ηταν μια χαρά. Του είχα πάει βιβλία και φεύγοντας έκανε κάτι που δεν συνήθιζε.
-Ελα εδώ.
Πήγα κοντά.
Απλωσε το χέρι του.
Του το έπιασα.
-Να προσέχεις.
-Και συ!
Τον φίλησα και τράβηξα το χέρι μου. Εχω την εντύπωση ότι κάτι μου έδωσε. Δεν τολμώ να σας πω τί.
Πήγα στο περιοδικό για δουλειά.
Αυτά θυμάμαι. Η αμέσως επόμενη θύμησή μου είναι να βρίσκομαι έξω από την εξώπορτα του πατρικού μου στην Καλλιθέα. Μια όμορφη μονοκατοικία, που υπάρχει ακόμα και ζει σ” αυτην η μητέρα μου. Ηταν άνοιξη και οι μυρωδιές μού ήταν γνωστές. Νύχτα.
Όμως αυτά δεν έπαιζαν κανέναν ρόλο. Απλώς αυτή τη στιγμή μου ξανάρθαν. Ζούσα τον εφιάλτη των εφιαλτών μου:
Επρεπε να το πώ στην μάνα μου. Σε εκείνη που “χε ζήσει μαζί του τρισευτυχισμένα σχεδόν 50 χρόνια. Πάντα φιλιόντουσαν στο στόμα και πάντα περπατούσαν χέρι-χέρι και ποτέ δεν είχαν κοιμηθεί χώρια.
Ο εφιάλτης μου δεν ήταν αν θα πεθάνει κάποιος από τους δυό τους ή το ποιος, αλλά πώς θα το έπαιρνε αυτός που θα έμενε πίσω.
Και να “μαι τώρα, βραδιάτικα. Μόνος έξω από την εξώπορτα. Είχα ζήσει πάνω από 20 χρόνια μόνος και η μοναξιά δεν με φόβισε ποτέ. Αντιθετως την είχα ερωτευθεί. Αυτή την φορά όμως με είχε στην γωνιά και κλώτσαγε βάναυσα και κάτω από την ζώνη.
Ανοιξα τον σύρτη της πόρτας που οδηγούσε στην κυρίως εξώπορτα. Ανέβηκα τα σκαλιά. Φρικτό σκοτάδι. Εβαλα το κλειδί στην πόρτα. Μέσα ήταν όλα σκοτεινά. Το “χα σχεδιάσει. Θα πήγαινα στην κρεβατοκάμαρα της απαλά, θα της χάιδευα την πλάτη και θα της το ψιθύριζα.
Ξεκλείδωσα.
Εκείνη την ημέρα όμως η τύχη δεν μαζί μου.
Η μάνα μου είχε βάλει την κλειδαριά ασφαλείας. Το “ξερα, αφού πάντα έτσι έκαναν, αλλά το “χα ξεχάσει.
Και τώρα;
Τα γιασεμιά της Καλλιθέας των παιδικών μου χρόνων γέμισαν την μύτη μου. Μα δεν υπήρχαν πια γιασεμιά.
Κτύπησα το κουδούνι.
Τίποτα.
Ξανακτύπησα. Και ξανά! και ξανά! μαλακά, για να μην τρομάξει.
Μετα από λίγο είδα από το ρομβοειδές παράθυρο ένα αχνό φως (της κρεβατοκάμαρας) να ανάβει στο βάθος. Όπως τότε που ήμουν πιτσιρικάς και είχα αργήσει να επιστρέψω έχοντας ξεχάσει τα κλειδιά μου.
Ερχόταν.
Σιγά-σιγά.
ΤΑ ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ.
Την άκουσα πίσω από την πόρτα.
-Ποιος είναι;
-Εγώ μαμά.
-Α, ναι αγαπούλα μου. Σου ανοίγω. Μισό λεπτό.
Κλατς! κλατς! κλατς!
Την είδα με το φως πίσω της.
Φορούσε το καλύτερο της χαμόγελο.
Την είχα συνηθίσει σε τέτοιες νυχτερινές επισκέψεις. Δεν ανησύχησε. Πάντα είχε αυτό το χαμόγελο.
-Ελα μέσα.
-Κοιμόσουν; την ρώτησα ηλιθίως.
-Όχι. Ελα!
Μπήκα.
Με αγκάλιασε και μου έδωσε ένα φιλί.
Ηταν εντελώς ανυποψίαστη. Ο Θεός με τιμωρούσε για κάτι.
Εκανα δυο βήματα στο χολ.
-Ελα να κάτσουμε.
-Μάνα!
-Τι είναι;
Την πήρα αγκαλιά.
-Ο μπαμπάς !
-Τι;
(Εχω περάσει έμφραγμα. Αστεία στιγμή στην ζωή μου. Αυτή εδώ ήταν η χειρότερη.)
-Ο μπαμπάς έφυγε!
Με κοίταξε, όπως με κοιτάει πάντα.
Γλυκά.
Μάνος
Υ.Γ. Αυτό το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στο προσωπικό μου blog το 2006. Η Ολίβια το ξαναδιάβασε χθες τυχαία και πίστεψε ότι έχει μια θέση εδώ στο eimaimama. Νομίζω είχε δίκιο…
Ο Μάνος Αντώναρος είναι ο μπαμπάς της Αθηνάς και του Αρχέλαου.
Είναι δημοσιογράφος.
Θα τον βρείτε εδώ στο eimaimama αλλά και στο προσωπικό του blog στο gazzetta.gr

κι εγώ τό ξαναδιάβασα....αλλά πρώτη φορά τό δημοσιεύω....
από ΕΔΩ : http://www.eimaimama.gr
Ρένα 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου