"Τούτος ο ουρανός θα παρέλθει" η ζωή ως υπέρβαση της ύλης
Είπεν ο Ιησούς:
«Τούτος ο ουρανός θα παρέλθει∙
κι αυτός που βρίσκεται από πάνω του θα παρέλθει∙
οι νεκροί δε ζουν κι οι ζώντες
δε θα πεθάνουν. Τις μέρες που τρώγατε
ό,τι είναι νεκρό, το κάνατε ζωή∙
όταν θα έρθετε μες στο Φως,
τι θα κάνετε; Τον καιρό που ήσασταν
ένας, γίνατε δύο. Αλλά τώρα που
έχετε γίνει δύο, τι θα κάνετε;»
Η υπέρβαση της ύλης είναι βέβαιη.
Όποιος είναι νεκρός, σύμφωνα με τη γνωστική έννοια της βύθισης στα πάθη
της ύλης, ακόμη κι αν ζει την υλική ζωή, δεν είναι πια ζωντανός.
Αντίθετα, όποιος ζει με τη γνωστική έννοια της φώτισης δε φοβάται
πια τον υλικό θάνατο.
Το ερμηνευτικά δύσκολο αυτό λόγιο, που ανάγει τη σύνθεσή του
σε διαφορετικές πηγές, αρχίζει με λέξεις που υπάρχουν και στα συνοπτικά
ευαγγέλια (Μτ. 24.35, Μκ. 13.31, Λκ. 21.33)∙ στο Θωμά όμως θα παρέλθουν
όχι ο ουρανός και η γη αλλά οι δυο ουρανοί και επομένως θα παραμείνει
ο τρίτος (πβ. την παύλεια κοσμολογία της 2 Κορ. 12.2, όπου η θεότητα κατοικεί
στον τρίτο ουρανό).
Ακολουθεί η μεταφορά της βρώσης πτωμάτων από ζωντανούς, η οποία χαρίζει ζωή
στα πτώματα, εφόσον έτσι γίνονται τμήμα ενός ζωντανού σώματος∙
τη συναντούμε και στο Κατά πασών αιρέσεων έλεγχος (ή Φιλοσοφούμενα)
του Ιππολύτου, ο οποίος αναφέρει και την ερμηνεία του λογίου από
τους Ναασσηνούς (5.8.32).
Η ναασσηνή εκδοχή του παρόντος λογίου που βρίσκουμε στον Ιππόλυτο μπορεί
να μεταφραστεί ως εξής:
«Αν φάγατε αυτά που είναι νεκρά και τα κάνατε ζωντανά,
τι θα κάνετε αν φάτε αυτά που είναι ζωντανά;».
Επίσης μπορεί να μας διαφωτίσει σχετικά με το παρόν λόγιο, η έννοια του οποίου
φαίνεται να είναι η εξής: όταν ο άνθρωπος υπερνικά την ύλη, μετατρέπει ακόμη
και το υλικό και κατώτερο σε ζωντανό και ανώτερο (πβ. λόγιο 6).
Όταν όμως ο άνθρωπος μπορεί να δοκιμάσει μόνο αυτό
που είναι φωτεινό, θεϊκό, αληθινό, αυτό δε σηματοδοτεί
μια ασυναγώνιστη δυνατότητα στην εξέλιξη της αληθούς ζωής του ατόμου;
Όποιος είναι νεκρός, σύμφωνα με τη γνωστική έννοια της βύθισης στα πάθη
της ύλης, ακόμη κι αν ζει την υλική ζωή, δεν είναι πια ζωντανός.
Αντίθετα, όποιος ζει με τη γνωστική έννοια της φώτισης δε φοβάται
πια τον υλικό θάνατο.
Το ερμηνευτικά δύσκολο αυτό λόγιο, που ανάγει τη σύνθεσή του
σε διαφορετικές πηγές, αρχίζει με λέξεις που υπάρχουν και στα συνοπτικά
ευαγγέλια (Μτ. 24.35, Μκ. 13.31, Λκ. 21.33)∙ στο Θωμά όμως θα παρέλθουν
όχι ο ουρανός και η γη αλλά οι δυο ουρανοί και επομένως θα παραμείνει
ο τρίτος (πβ. την παύλεια κοσμολογία της 2 Κορ. 12.2, όπου η θεότητα κατοικεί
στον τρίτο ουρανό).
Ακολουθεί η μεταφορά της βρώσης πτωμάτων από ζωντανούς, η οποία χαρίζει ζωή
στα πτώματα, εφόσον έτσι γίνονται τμήμα ενός ζωντανού σώματος∙
τη συναντούμε και στο Κατά πασών αιρέσεων έλεγχος (ή Φιλοσοφούμενα)
του Ιππολύτου, ο οποίος αναφέρει και την ερμηνεία του λογίου από
τους Ναασσηνούς (5.8.32).
Η ναασσηνή εκδοχή του παρόντος λογίου που βρίσκουμε στον Ιππόλυτο μπορεί
να μεταφραστεί ως εξής:
«Αν φάγατε αυτά που είναι νεκρά και τα κάνατε ζωντανά,
τι θα κάνετε αν φάτε αυτά που είναι ζωντανά;».
Επίσης μπορεί να μας διαφωτίσει σχετικά με το παρόν λόγιο, η έννοια του οποίου
φαίνεται να είναι η εξής: όταν ο άνθρωπος υπερνικά την ύλη, μετατρέπει ακόμη
και το υλικό και κατώτερο σε ζωντανό και ανώτερο (πβ. λόγιο 6).
Όταν όμως ο άνθρωπος μπορεί να δοκιμάσει μόνο αυτό
που είναι φωτεινό, θεϊκό, αληθινό, αυτό δε σηματοδοτεί
μια ασυναγώνιστη δυνατότητα στην εξέλιξη της αληθούς ζωής του ατόμου;
Θα μπορούσαμε ωστόσο να κάνουμε και μια άλλη ερμηνεία:
όσοι τηρούν τις εντολές του Ιησού θα ζήσουν αιώνια (πβ. λόγιο 111,
«όποιος ζει από το Ζώντα δε θα γνωρίσει ούτε θάνατο ούτε φόβο»),
ενώ όσοι δεν τις τηρούν είναι σαν να ζουν από τη βρώση πτωμάτων
και θα πεθάνουν.
Αυτή η κάπως σκοτεινή και απαισιόδοξη πρόσληψη της ζωής
και του θανάτου επανέρχεται στο Θωμά, μοιάζοντας πια τυπική στη σκέψη
του (πβ. λόγια 4, 7, 58, 60, 101), όπως και το θέμα του φωτός
(πβ. λόγια 24, 50, 61, 83).
Η αναφορά στο φως συνδέεται με την απαγόρευση της βρώσης πτωμάτων,
ενέργεια που απομακρύνει ωστόσο τον άνθρωπο από το αληθινό φως,
ενώ ανακαλεί στη μνήμη μας τον Ιωάννη, στον οποίο είναι σταθερό θέμα.
Τέλος, η ιδέα του ενός που γίνεται δύο μοιάζει να αντιτίθεται στην ιδέα
του «ενός μόνου» ή της «μοναχικότητας», που οδηγεί στη σωτηρία,
ιδέα που βρίσκουμε σε άλλες συνάφειες στο Θωμά.
Από γνωστική οπτική η ανθρωπότητα εξέπεσε από την αρχική
θέση της αδιαφοροποίητης ενότητας (δεν υπήρχε διάκριση φύλου),
που απολάμβανε κοντά στο Θεό.
Επίσης, στην αρχή ο αυθεντικός άνθρωπος δεν αποτελούνταν από
διαφορετικά στοιχεία (σώμα και πνεύμα), δηλαδή από δύο πράγματα
αντίθετα μεταξύ τους (πβ. λόγιο 16), αλλά μόνο από θεϊκή ουσία.
Στη συνέχεια εξέπεσε από την τελειότητα και η επιστροφή στην αρχική
κατάσταση είναι επίπονη και κοπιώδης.
όσοι τηρούν τις εντολές του Ιησού θα ζήσουν αιώνια (πβ. λόγιο 111,
«όποιος ζει από το Ζώντα δε θα γνωρίσει ούτε θάνατο ούτε φόβο»),
ενώ όσοι δεν τις τηρούν είναι σαν να ζουν από τη βρώση πτωμάτων
και θα πεθάνουν.
Αυτή η κάπως σκοτεινή και απαισιόδοξη πρόσληψη της ζωής
και του θανάτου επανέρχεται στο Θωμά, μοιάζοντας πια τυπική στη σκέψη
του (πβ. λόγια 4, 7, 58, 60, 101), όπως και το θέμα του φωτός
(πβ. λόγια 24, 50, 61, 83).
Η αναφορά στο φως συνδέεται με την απαγόρευση της βρώσης πτωμάτων,
ενέργεια που απομακρύνει ωστόσο τον άνθρωπο από το αληθινό φως,
ενώ ανακαλεί στη μνήμη μας τον Ιωάννη, στον οποίο είναι σταθερό θέμα.
Τέλος, η ιδέα του ενός που γίνεται δύο μοιάζει να αντιτίθεται στην ιδέα
του «ενός μόνου» ή της «μοναχικότητας», που οδηγεί στη σωτηρία,
ιδέα που βρίσκουμε σε άλλες συνάφειες στο Θωμά.
Από γνωστική οπτική η ανθρωπότητα εξέπεσε από την αρχική
θέση της αδιαφοροποίητης ενότητας (δεν υπήρχε διάκριση φύλου),
που απολάμβανε κοντά στο Θεό.
Επίσης, στην αρχή ο αυθεντικός άνθρωπος δεν αποτελούνταν από
διαφορετικά στοιχεία (σώμα και πνεύμα), δηλαδή από δύο πράγματα
αντίθετα μεταξύ τους (πβ. λόγιο 16), αλλά μόνο από θεϊκή ουσία.
Στη συνέχεια εξέπεσε από την τελειότητα και η επιστροφή στην αρχική
κατάσταση είναι επίπονη και κοπιώδης.
Η αρχική προπτωτική κατάσταση του ανθρώπου συμβολίζεται
με τη μονάδα (ενότητα), ενώ η δυάδα αποτελεί χαρακτηριστικό
της πτώσης∙ παρόμοια ιδέα εκφράζει και ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς
(Ότι άτρεπτον το θείον, 82-83, Περί της κατά Μωϋσέως κοσμοποιϊας,
151-152, Περί του βίου Μωϋσέως, 2.288), για τον οποίο η σωτηρία
εξασφαλίζεται μόνο με την εγκατάλειψη της ζωής της δυάδος
(που είναι αποτέλεσμα της σαρκικής επιθυμίας) και της επιστροφής
στην αρχική μονάδα (δηλαδή στο Θεό).
Και στο Ταλμούδ υπάρχει η άποψη ότι ο Αδάμ ήταν αρχικά ανδρόγυνος,
αλλά οι ραββίνοι ερμήνευαν διαφορετικά:
επιστροφή στην αρχική ενότητα επιτυγχάνεται διά του γάμου
(παρόμοια ιδέα υποβάλλει και ο Πλάτων στο Συμπόσιό του 191D).
με τη μονάδα (ενότητα), ενώ η δυάδα αποτελεί χαρακτηριστικό
της πτώσης∙ παρόμοια ιδέα εκφράζει και ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς
(Ότι άτρεπτον το θείον, 82-83, Περί της κατά Μωϋσέως κοσμοποιϊας,
151-152, Περί του βίου Μωϋσέως, 2.288), για τον οποίο η σωτηρία
εξασφαλίζεται μόνο με την εγκατάλειψη της ζωής της δυάδος
(που είναι αποτέλεσμα της σαρκικής επιθυμίας) και της επιστροφής
στην αρχική μονάδα (δηλαδή στο Θεό).
Και στο Ταλμούδ υπάρχει η άποψη ότι ο Αδάμ ήταν αρχικά ανδρόγυνος,
αλλά οι ραββίνοι ερμήνευαν διαφορετικά:
επιστροφή στην αρχική ενότητα επιτυγχάνεται διά του γάμου
(παρόμοια ιδέα υποβάλλει και ο Πλάτων στο Συμπόσιό του 191D).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου