...είπα σήμερα να παρουσιάσω ένα άρθρο γλωσσικό -όμως ένα άρθρο που να έχει ως αντικείμενο όχι ακριβώς τις λεξιλογικές διαφορές βορρά
και νότου, αφού
έχουμε ήδη ασχοληθεί με το θέμα αυτό παρουσιάζοντας το βιβλίο
Μπαγιάτηδες και χαμουτζήδες του Μπάμπη Μεταξά, ούτε τον τύπο
«σε λέω» (με τον οποίο έχουμε επίσης ασχοληθεί),
αλλά λέξεις που θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι αρκετά διαδεδομένες
στη Βόρεια Ελλάδα όχι όμως στη Νότια.
Θα μου πείτε, δεν είναι ιδιωματισμοί αυτοί;
Η απάντηση είναι θέμα οπτικής γωνίας. Σε ένα λεξικό της κοινής νεοελληνικής
κανονικά δεν έχουν θέση οι ιδιωματισμοί, ας πούμε ο κρητικός μπέτης,
τα ποντιακά καρτόφια ή το επτανησιακό τζαντζαμίνι. Ωστόσο, σε ένα λεξικό της
κοινής νεοελληνικής που εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη, όπως το ΛΚΝ,
υπάρχουν λέξεις που δεν τις περιλαμβάνουν τα λεξικά της κοινής νεοελληνικής
που έχουν εκδοθεί στην Αθήνα.
Οι λέξεις αυτές, επομένως, μπορούν να θεωρηθούν λέξεις της «κοινής βορειοελλαδικής», αφού είναι αρκετά κοινές ώστε να θεωρούνται άξιες λημματογράφησης σε ένα
«θεσσαλονικιό πανελλήνιο» λεξικό -αλλά όχι σε ένα «αθηναϊκό» πανελλήνιο λεξικό.
Η απάντηση είναι θέμα οπτικής γωνίας. Σε ένα λεξικό της κοινής νεοελληνικής
κανονικά δεν έχουν θέση οι ιδιωματισμοί, ας πούμε ο κρητικός μπέτης,
τα ποντιακά καρτόφια ή το επτανησιακό τζαντζαμίνι. Ωστόσο, σε ένα λεξικό της
κοινής νεοελληνικής που εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη, όπως το ΛΚΝ,
υπάρχουν λέξεις που δεν τις περιλαμβάνουν τα λεξικά της κοινής νεοελληνικής
που έχουν εκδοθεί στην Αθήνα.
Οι λέξεις αυτές, επομένως, μπορούν να θεωρηθούν λέξεις της «κοινής βορειοελλαδικής», αφού είναι αρκετά κοινές ώστε να θεωρούνται άξιες λημματογράφησης σε ένα
«θεσσαλονικιό πανελλήνιο» λεξικό -αλλά όχι σε ένα «αθηναϊκό» πανελλήνιο λεξικό.
Πρακτικά, ζητάμε λέξεις που να τις έχει το ΛΚΝ (το λεγόμενο και λεξικό Τριανταφυλλίδη,
το οποίο εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη) και να μην τις έχει το Λεξικό Μπαμπινιώτη ή το Χρηστικό της Ακαδημίας, αλλά βέβαια λέξεις λαϊκές και όχι λόγιες ή επιστημονικές -διότι βέβαια η μη συμπερίληψη ενός όρου σε ένα λεξικό μπορεί επίσης να οφείλεται σε
διαφορές στη λεξικογραφική νοοτροπία και πολιτική του κάθε λεξικού.
το οποίο εκδίδεται στη Θεσσαλονίκη) και να μην τις έχει το Λεξικό Μπαμπινιώτη ή το Χρηστικό της Ακαδημίας, αλλά βέβαια λέξεις λαϊκές και όχι λόγιες ή επιστημονικές -διότι βέβαια η μη συμπερίληψη ενός όρου σε ένα λεξικό μπορεί επίσης να οφείλεται σε
διαφορές στη λεξικογραφική νοοτροπία και πολιτική του κάθε λεξικού.
Έφτιαξα λοιπόν τον εξής κατάλογο, με 52 λέξεις που τις καταγράφει το ΛΚΝ και που,
απ’ όσο μπορώ να κρίνω, χρησιμοποιούνται στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά δεν τις συμπεριλαμβάνει το λεξικό Μπαμπινιώτη. Φυσικά, τα λήμματα του ΛΚΝ που δεν
υπάρχουν στο λεξικό Μπαμπινιώτη είναι πολύ περισσότερα -στον μικρό μας κατάλογο
έχω 52 μόνο λήμματα, που όλα είναι δάνεια, 51 από τα οποία είναι
δάνεια από τα τουρκικά. Αυτό οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο συνέταξα τον κατάλογο, διότι θα ήταν πρακτικά αδύνατο να συγκρίνω το συνολικό λημματολόγιο των δύο λεξικών.
απ’ όσο μπορώ να κρίνω, χρησιμοποιούνται στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά δεν τις συμπεριλαμβάνει το λεξικό Μπαμπινιώτη. Φυσικά, τα λήμματα του ΛΚΝ που δεν
υπάρχουν στο λεξικό Μπαμπινιώτη είναι πολύ περισσότερα -στον μικρό μας κατάλογο
έχω 52 μόνο λήμματα, που όλα είναι δάνεια, 51 από τα οποία είναι
δάνεια από τα τουρκικά. Αυτό οφείλεται στον τρόπο με τον οποίο συνέταξα τον κατάλογο, διότι θα ήταν πρακτικά αδύνατο να συγκρίνω το συνολικό λημματολόγιο των δύο λεξικών.
Στον κατάλογο παραθέτω το περιεχόμενο του ΛΚΝ για τα σχετικά λήμματα,
χωρίς δικό μου σχολιασμό.
χωρίς δικό μου σχολιασμό.
Οι 52 λέξεις:
1.αβτζής ο : (παρωχ., λαϊκότρ.) κυνηγός, καλός σκοπευτής. [τουρκ. avcι -ς]
2. ανταλής ο : (λαϊκότρ.) νησιώτης, ιδίως αυτός που κατάγεται από τα νησιά
του ανατολικού Aιγαίου ή της Προποντίδας. [τουρκ. adalι -ς (ada `νησί΄)]
2. ανταλής ο : (λαϊκότρ.) νησιώτης, ιδίως αυτός που κατάγεται από τα νησιά
του ανατολικού Aιγαίου ή της Προποντίδας. [τουρκ. adalι -ς (ada `νησί΄)]
3. αντάμης ο : (λαϊκ.) θαρραλέος, παλικαράς: Mας κάνει τον αντάμη. || φίλος,
λεβέντης, άντρας. [τουρκ. adam `άνθρωπος, άντρας΄ -ης· αντάμ(ης) -ισσα]
λεβέντης, άντρας. [τουρκ. adam `άνθρωπος, άντρας΄ -ης· αντάμ(ης) -ισσα]
4. αντέτι το : (λαϊκότρ.) συνήθεια, έθιμο. (έκφρ.) το ΄χω ~, το συνηθίζω.
κάνω το ~ μου, κάνω ό,τι θέλω· ΣYN έκφρ. κάνω το δικό μου.
[τουρκ. âdet (από τα αραβ.) -ι]
κάνω το ~ μου, κάνω ό,τι θέλω· ΣYN έκφρ. κάνω το δικό μου.
[τουρκ. âdet (από τα αραβ.) -ι]
5. ασουρές ο : είδος ανατολίτικου γλυκίσματος από βρασμένο σιτάρι, που σχηματίζει
μια πολτώδη μάζα και όπου προσθέτουν σταφίδες και καρύδια.
[τουρκ. aşure (από τα αραβ.) -ς]
μια πολτώδη μάζα και όπου προσθέτουν σταφίδες και καρύδια.
[τουρκ. aşure (από τα αραβ.) -ς]
6. αχμάκης ο : (λαϊκότρ.) για άνθρωπο αφελή, απλοϊκό: Tην έπαθε σαν ~.
|| για άνθρωπο νωθρό. [τουρκ. ahmak -ης· αχμάκ(ης) -ισσα]
|| για άνθρωπο νωθρό. [τουρκ. ahmak -ης· αχμάκ(ης) -ισσα]
7. γκιούμι το : μεταλλικό δοχείο με λαβή και με λαιμό που στενεύει.
[τουρκ. güğüm -ι (χαλαρή άρθρ. του [ğ] στα τουρκ.) με απλοπ. των δύο όμ. φων.]
[τουρκ. güğüm -ι (χαλαρή άρθρ. του [ğ] στα τουρκ.) με απλοπ. των δύο όμ. φων.]
8. ζαρίφης ο : (λαϊκότρ., για πρόσ.) κομψός, λεπτός, ευγενικός στους τρόπους.
[τουρκ. zarif -ης· ζαρίφ(ης) -ισσα]
[τουρκ. zarif -ης· ζαρίφ(ης) -ισσα]
9. καζάζης ο : (παρωχ.) αυτός που κατεργάζεται το μετάξι.
[μσν. καζάζης < τουρκ. kazaz -ης]
[μσν. καζάζης < τουρκ. kazaz -ης]
10. κανάτι το : (τεχν., λαϊκότρ.) παραθυρόφυλλο από συμπαγές ξύλο, χωρίς γρίλιες.
[τουρκ. kanat -ι]
[τουρκ. kanat -ι]
11. καπάντζα η & καπαντζές ο : (λαϊκότρ.) 1. είδος παγίδας για πουλιά ή για ποντίκια. 2. καταπακτή. [τουρκ. kapanca· ίσως τουρκ. kepenk, -gi `καταπαχτή΄ -ές με επίδρ. της λ. καπάντζα]
12. κεζάπι το : κοινή ονομασία για το υδροχλωρικό οξύ.
[τουρκ. kezzap (αραβ. kezzab) -ι]
[τουρκ. kezzap (αραβ. kezzab) -ι]
13. κερεστές ο : (λαϊκότρ.) οικοδομήσιμη ξυλεία. [τουρκ. kereste -ς]
14. λεμόντοζου το & λεμόντουζου το (άκλ.) : το κιτρικό οξύ, στη μαγειρική, ως
υποκατάστατο του ξιδιού ή του χυμού του λεμονιού:
Έβαλε ~ στο γλυκό που έκανε για να μη ζαχαρώσει.
[τουρκ. limontozu, limontuzu με τροπή [i > e] κατά το λεμόνι]
υποκατάστατο του ξιδιού ή του χυμού του λεμονιού:
Έβαλε ~ στο γλυκό που έκανε για να μη ζαχαρώσει.
[τουρκ. limontozu, limontuzu με τροπή [i > e] κατά το λεμόνι]
15. λεμπλεμπί το (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκότρ.) τα μαλακά στραγάλια. [τουρκ. leblebi]
16. μάσαλα επιφ. : (λαϊκότρ., παρωχ.) για να εκφράσουμε θαυμασμό, επιδοκιμασία, επιβράβευση ή για αποτροπή βασκανίας: ~ το παιδί, πόσο ψήλωσε!
[τουρκ. maşallah (από τα αραβ.)]
[τουρκ. maşallah (από τα αραβ.)]
17. μασάλι το : (προφ., σπάν.) ψέμα ή σαχλαμάρα.
[τουρκ. masal `παραμύθι, ψέμα΄ (αραβ. mesel) -ι]
[τουρκ. masal `παραμύθι, ψέμα΄ (αραβ. mesel) -ι]
18. ματζίρης ο : (προφ.) ο τσιγκούνης ή ο κακομοίρης.
[τουρκ. muhacir -ης (από τα αραβ.) `πρόσφυγας΄ με αποφυγή της χασμ.·
ματζίρ(ης) -ισσα]
[τουρκ. muhacir -ης (από τα αραβ.) `πρόσφυγας΄ με αποφυγή της χασμ.·
ματζίρ(ης) -ισσα]
19. μισμίζης ο : (προφ.) άνθρωπος μίζερος ή σχολαστικός.
[τουρκ. mιzmιz `αναποφάσιστος, δυσάρεστα λεπτολόγος΄ -ης· μισμίζ(ης) -α]
[τουρκ. mιzmιz `αναποφάσιστος, δυσάρεστα λεπτολόγος΄ -ης· μισμίζ(ης) -α]
20. μουχαλεμπί το : γλύκισμα τουρκικής προέλευσης με γάλα και ρυζάλευρο.
[τουρκ. muhallebi (από τα αραβ.)]
[τουρκ. muhallebi (από τα αραβ.)]
21. μουχαμπέτι το : ψιλοκουβέντα: Tους βρήκα να το ΄χουν ρίξει στο ~. (έκφρ.) αμέτι* ~. [τουρκ. muhabbet -ι (από τα αραβ.) `φιλική κουβεντούλα΄]
22. μπάρεμ επίρρ. : (λαϊκότρ.) τουλάχιστο.
[τουρκ. bari, barim (από τα περσ.) `τουλάχιστον΄]
[τουρκ. bari, barim (από τα περσ.) `τουλάχιστον΄]
23. μπατάλης ο : (προφ.) για άνθρωπο μεγαλόσωμο και άχαρο ή δυσκίνητο. ||
(ως επίθ.).
(ως επίθ.).
24. μπεζεστένι το : γενική ονομασία για στεγασμένη αγορά σε τουρκικές
ή αραβικές πόλεις.
[μσν. μπεζεστένι(ν) < τουρκ. bezesten `αγορά υφασμάτων΄ (από τα περσ.) -ι]
ή αραβικές πόλεις.
[μσν. μπεζεστένι(ν) < τουρκ. bezesten `αγορά υφασμάτων΄ (από τα περσ.) -ι]
25. μπουγάς ο : (λαϊκότρ.) ο ταύρος, ιδίως ο επιβήτορας.
[τουρκ. boğa -ς ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]
[τουρκ. boğa -ς ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] )]
26. νισαντίρι το : συνθετικά παρασκευασμένη χημική ουσία, που ανήκει στα
αμμωνιακά άλατα και που χρησιμοποιείται στη βιομηχα νία χρωμάτων,
στην ηλεκτροτεχνία και για τον καθαρισμό της επιφάνειας των μετάλλων· χλωριούχο αμμώνιο. [τουρκ. nιşadιr (από τα περσ.) -ι]
αμμωνιακά άλατα και που χρησιμοποιείται στη βιομηχα νία χρωμάτων,
στην ηλεκτροτεχνία και για τον καθαρισμό της επιφάνειας των μετάλλων· χλωριούχο αμμώνιο. [τουρκ. nιşadιr (από τα περσ.) -ι]
27. νούτικος : νούτικη κωμωδία, αυτοσχέδια μονόπρακτη κωμωδία που την έπαιζαν
σε λαϊκές συγκεντρώσεις. [τουρκ. nut(u)k `διάγραμμα θεατρικής παράστασης για
τους δόκιμους δερβίσηδες΄ με προσαρμ. στο επίθημα -ικος]
σε λαϊκές συγκεντρώσεις. [τουρκ. nut(u)k `διάγραμμα θεατρικής παράστασης για
τους δόκιμους δερβίσηδες΄ με προσαρμ. στο επίθημα -ικος]
28. ντεμέκ : (προφ., λαϊκ.) δήθεν, τάχα: Ρώτησε πού σε γνώρισα· ~ δεν ήξερε. ||
σε θέση επιθέτου για να προσδιορίσει ή να δηλώσει κτ. προσποιητό, ψεύτικο
που παρουσιάζεται ως αληθινό: Ήταν, λέει, ~ συμμαθήτριά του.
[τουρκ. demek]
σε θέση επιθέτου για να προσδιορίσει ή να δηλώσει κτ. προσποιητό, ψεύτικο
που παρουσιάζεται ως αληθινό: Ήταν, λέει, ~ συμμαθήτριά του.
[τουρκ. demek]
29. ντουγάνι το : άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει, που είναι ξεροκέφαλος ή αμαθής.
[ίσως τουρκ. doğan `γεράκι΄ -ι με τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ]
[ίσως τουρκ. doğan `γεράκι΄ -ι με τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ]
30. όζα η : βερνίκι για τα νύχια. [μάλλον από γαλλ. auge μέσω τουρκ.]
31. πεσκίρι το : (λαϊκότρ.) η πετσέτα του προσώπου.
[τουρκ. peşkir (από τα περσ.) -ι]
[τουρκ. peşkir (από τα περσ.) -ι]
32. ραγάνι το : (λαϊκότρ.) καταιγίδα με ανεμοστρόβιλο· (πρβ. τυφώνας).
[τουρκ. urağan (< γαλλ. ouragan) -ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
[τουρκ. urağan (< γαλλ. ouragan) -ι με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]
33. ρεντές ο : (παρωχ.) σκεύος της κουζίνας που χρησιμοποιείται για να τρίβουν τυρί, κρεμμύδι κτλ.· τρίφτης.
[τουρκ. rede -ς]
[τουρκ. rede -ς]
34. σαν φιστίκ το : φιστίκι Aιγίνης. [τουρκ. şamfιstιğι (“φιστίκι της Συρίας”) με διαίρεση
στα δύο συνθετικά, τροπή του τελικού [m > n] και προσαρμ. στη λ. φιστίκι]
στα δύο συνθετικά, τροπή του τελικού [m > n] και προσαρμ. στη λ. φιστίκι]
35. σελτές ο : (λαϊκότρ.) το στρώμα.
[τουρκ. şilte `λεπτό στρώμα΄ -ς με τροπή [si > se] ]
[τουρκ. şilte `λεπτό στρώμα΄ -ς με τροπή [si > se] ]
36. σουλιμάς ο : (οικ., συνήθ. χλευ.) παρασκεύασμα, συνήθ. σε μορφή αλοιφής,
για τον καλλωπισμό του προσώπου· φτιασίδι, ψιμύθιο.
[τουρκ. sulama `διάλυση με νερό΄ -ς]
για τον καλλωπισμό του προσώπου· φτιασίδι, ψιμύθιο.
[τουρκ. sulama `διάλυση με νερό΄ -ς]
37. ταρατόρι το : (σπάν.) τζατζίκι.
[τουρκ. tarator -ι]
[τουρκ. tarator -ι]
38. τιτίζης ο : (μειωτ., προφ.) άνθρωπος σχολαστικά λεπτολόγος.
[τουρκ. titiz -ης· τιτίζ(ης) -α]
[τουρκ. titiz -ης· τιτίζ(ης) -α]
39. τόκα η : αγκράφα ζώνης.
[τουρκ. toka (ίσως από τα βεν.)]
[τουρκ. toka (ίσως από τα βεν.)]
40. τούρνα η : μόνο στη ΦΡ γίνομαι / είμαι ~ (στο μεθύσι), για άνθρωπο πολύ
μεθυσμένο. [ίσως < ιταλ., σύγκρ. τουρκ. turna ( [túr-] ) `γερανός 1, όν. ομαδικού
παιδικού παιχνιδιού΄]
μεθυσμένο. [ίσως < ιταλ., σύγκρ. τουρκ. turna ( [túr-] ) `γερανός 1, όν. ομαδικού
παιδικού παιχνιδιού΄]
41. τσαμπάσης ο : (λαϊκότρ.) ζωέμπορος, κυρίως αλόγων.
[τουρκ. cambaz -ης με αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ.
με παρόμοια εναλλ.]
[τουρκ. cambaz -ης με αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ.
με παρόμοια εναλλ.]
42. τσάταλο το & τσατάλι το : 1. (λαϊκότρ.) διχαλωτός πάσσαλος· φούρκα.
2. (μτφ., λαϊκ.) α. ξυλοδαρμός: Θα πέσει ~. β. αυστηρή επίπληξη.
[τουρκ. çatal -ο, -ι]
2. (μτφ., λαϊκ.) α. ξυλοδαρμός: Θα πέσει ~. β. αυστηρή επίπληξη.
[τουρκ. çatal -ο, -ι]
43. τσατί το : (λαϊκότρ.) ο ξύλινος σκελετός της στέγης και ο χώρος που σχηματίζεται
μετά την κάλυψη της στέγης.
[τουρκ. çatι]
μετά την κάλυψη της στέγης.
[τουρκ. çatι]
44. τσατμάς ο : στη λαϊκή αρχιτεκτονική, είδος τοιχοποιίας η επιφάνεια της οποίας κατασκευάζεται από λεπτές σανίδες ή από πλεγμένα καλάμια που τα γεμίζουν με
λάσπη ή με τούβλα και τα καλύπτουν με σοβά.
[τουρκ. çatma -ς]
λάσπη ή με τούβλα και τα καλύπτουν με σοβά.
[τουρκ. çatma -ς]
45. τσελίκι : 1. (λαϊκότρ.) ατσάλι. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο με ατσάλινη υγεία,
πολύ γερό.
[τουρκ. çelik -ι· υποχωρ. αφομ. [e-i > i-i] ]
πολύ γερό.
[τουρκ. çelik -ι· υποχωρ. αφομ. [e-i > i-i] ]
46. τσιβί το : (οικ.) 1. ξύλινο καρφί. 2. (μτφ.) για κτ. πολύ ενοχλητικό, δυσάρεστο
ή δύσκολο.
[τουρκ. çivi (στη σημ. 1)]
ή δύσκολο.
[τουρκ. çivi (στη σημ. 1)]
47. τσιλές ο : κούκλα 2: Nήματα σε τσιλέδες. [τουρκ. çile -ς]
48. τσιμένι το : ουσία με την οποία καλύπτουν τον παστουρμά.
[τουρκ. çemen (από τα αρμεν.) -ι με τροπή [tse > tsi] αναλ. προς άλλες λ.
με παρόμοια εναλλ.: τσελίκι – τσιλίκι ]
[τουρκ. çemen (από τα αρμεν.) -ι με τροπή [tse > tsi] αναλ. προς άλλες λ.
με παρόμοια εναλλ.: τσελίκι – τσιλίκι ]
49. τσινάρι το : λαϊκός τύπος νεαρού ατόμου που είναι μοντέρνα αλλά πολύ
κακόγουστα ντυμένος.
[παλ. σημ.: `πλατάνι΄ < τουρκ. çιnar -ι]
κακόγουστα ντυμένος.
[παλ. σημ.: `πλατάνι΄ < τουρκ. çιnar -ι]
50. φαρφάρας ο : (προφ.) άνθρωπος φλύαρος, που λέει πολλά και χωρίς ουσία λόγια. [τουρκ. farfar(a) ( [-fará] ) -ας (από τα αραβ., σύγκρ. φαμφαρόνος)]
51. χαντούμης ο : (λαϊκότρ., υβρ.) ευνούχος, ανίκανος.
[τουρκ. hadιm -ης]
[τουρκ. hadιm -ης]
52. χικ μικ : (προφ.) για να δηλώσουμε ότι δε δεχόμαστε αντιρρήσεις ή δικαιολογίες:
Θα πας οπωσδήποτε· ~ δεν έχει.
[τουρκ. hιk mιk για έκφραση υπεκφυγής ή δισταγμού, hιk: ηχομιμ. `γκλου γκλου΄, mιk: τροποποίηση του hιk, δες στο μ-]
Θα πας οπωσδήποτε· ~ δεν έχει.
[τουρκ. hιk mιk για έκφραση υπεκφυγής ή δισταγμού, hιk: ηχομιμ. `γκλου γκλου΄, mιk: τροποποίηση του hιk, δες στο μ-]
https://sarantakos.wordpress.com/2017/03/02
*διαβάστε και τα σχόλια, είναι (πολλά) και πολύ διαφωτιστικά
i-rena
*διαβάστε και τα σχόλια, είναι (πολλά) και πολύ διαφωτιστικά
i-rena
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου