- Το βλέπεις αυτό;
-Αφού δεν καθαρίζουμε εδώ και χρόνια μωρέ, τι περιμένεις;
-Δεν είναι αυτό βρωμιά, αυτό αν το καθαρίσεις, μεγάλη γρουσουζιά θα έρθει..
-Μα τί είναι αυτό επιτέλους;
-Πού να το ξέρεις κι εσύ; Είναι φωλιά. Χειροποίητη φωλιά χελιδονιού, φτιαγμένη κλαδί κλαδί.
-Αλήθεια; Και είναι γρουσουζιά να τη χαλάς;
Μα πώς να μην το κάνεις αν δεν ξέρεις τι είναι;
- Είναι. Και υπάρχει λόγος γι αυτό. Τον ξέρεις;
-Πού να τον ξέρω;
-Κάτσε να σου πω λοιπόν.
Λένε λοιπόν ότι τα χελιδόνια είναι από τα πιο παλιά πλάσματα αυτού του κόσμου.
Έχουν δει πολλά με τα μάτια τους και αν είχαν ανθρώπινη λαλιά, θα είχαν πολλά να πουν. Υπάρχουν όμως και πολλές ιστορίες, οι πιο πολλές από τις οποίες ξεχάστηκαν, που κράτησαν οι άνθρωποι στη θύμισή τους γι αυτά.
Η πιο γνωστή είναι η εξής:
Κάποτε τα χελιδόνια ήταν πιο πολλά και οι άνθρωποι πιο γνωστικοί, τόσο ώστε
να γνωρίζουν όλα τα πετούμενα, τα πατούμενα, τα πλεούμενα, τα ριζωμένα,
τα μυστικά και τα φανερά.
Ήταν άνοιξη. Τα παιδιά έβγαιναν έξω σε δρόμους και πλατείες για να παίξουν.
Ένα από αυτά ωστόσο, που δεν ήταν και πολύ μεγάλο και δεν του άρεσε να παίζει
και να τρώει, ανέβαινε μόνο στα πιο ψηλά σημεία, σε κλαδιά, ταράτσες και σκεπές,
σε λόφους και μπαλκόνια, όπου μπορούσε να φτάσει, και καθόταν εκεί με τις ώρες
και παρατηρούσε.
Κοίταζε μία κάτω τη ζωή των ανθρώπων και τα άλλα παιδιά που έπαιζαν, μία πάνω
τον ουρανό, τα σύννεφα, τον καιρό, τα πετούμενα και τη ζωή τους.
Τις πιο πολλές ώρες κοιτούσε ψηλά.
Αν και μικρό, ήξερε να αναγνωρίζει κάθε τι που πετούσε.
Ήξερε τους κόρακες και τις καρακάξες, που ζουν εκατοντάδες χρόνια, να πετούν
κράζοντας που και που, πάντα όμως με τον ίδιο τρόπο, αυτό που έλεγες ότι
αν σταματούσαν να κουνάνε τόσο επίμονα τα φτερά τους θα έπεφταν στο έδαφος.
Ήταν κακοί οι κόρακες και τα έβαζαν με όλα τα πετούμενα, τα έβαζαν ακόμα
και με αυτόν όταν τον απειλούσαν ότι θα τον γκρεμίσουν από τα ψηλά όπου στέκονταν.
Ήξερε τα περιστέρια που πετούσαν με το δικό τους τρόπο και που μαζεύονταν σαν
τα σκυλιά της γης όταν οι άνθρωποι τα τάιζαν, ενώ όταν στέκονταν έβγαζαν αυτό
το χαρακτηριστικό τους ήχο.
Ήξερε και τις κουκουβάγιες, με το δικό τους ιδιαίτερο τραγούδι και με τα γουρλωτά τους μάτια. Ήξερε μάλιστα ότι η εμφάνιση τους πάντα τον προειδοποιούσε γι αυτό που θα επακολουθούσε κάθε φορά.
Ήξερε επίσης και τα γεράκια, θανάσιμο εχθρό της καρακάξας με την οποία έστηναν ομηρικούς καυγάδες, τα οποία αναγνώριζε από το ίσο πέταγμα με ακίνητα φτερά
σε μεγάλα ύψη. Και το πέταγμα του γερακιού άλλωστε αποτελούσε οιωνό
για τα μελλούμενα.
Ήταν καλός οιωνός τα γεράκια και έδιναν δύναμη σε όποιον τα έβλεπε.
Ήξερε τέλος πολλά άλλα μικρά χαριτωμένα πετούμενα, όπως τους κοτσυφούς και άλλα,
που του άρεσε πολύ το μελωδικό τραγούδι τους την ώρα που σηκωνόταν ή έπεφτε ο ήλιος.
Από όλα τα πετούμενα όμως, αυτά που αγαπούσε πιο πολύ ήταν τα χελιδόνια.
Όλα τους είχαν λίγο πολύ κοινές συνήθειες. Έφτιαχναν τις φωλιές τους, εκπαίδευαν
και τάιζαν τα παιδιά τους. Τραγουδούσαν, ήταν φιλικά ή εχθρικά.
Τα χελιδόνια όμως γι αυτόν ήταν ξεχωριστά.
Συνήθιζε να τα παρατηρεί νωρίς την άνοιξη όταν εμφανίζονταν στη γειτονιά,
που πετούσαν από εδώ και από εκεί και έστηναν τα καινούργια τους σπιτικά ή
επιδιόρθωναν όσα είχαν μείνει, λες και έπαιρναν μέρος και αυτά στις χαρές
των ανθρώπων.
Τα χελιδόνια, έτσι όπως ήταν περαστικά από τον κόσμο τούτο, δεν κρατούσαν τίποτα
για τον εαυτό τους. Έτσι λοιπόν, όλο το θαυμασμό, όλα τα χαμόγελα και την αγάπη
του μικρού, τη γυρνούσαν πίσω προς αυτόν. Τον πλησίαζαν, κάθονταν δίπλα του, του κελαηδούσαν.
Λένε ότι τόσο αγαπήθηκε με τα χελιδόνια που κι αυτά κάθονταν με τις ώρες μαζί του
και του έκαναν παρέα. Και λένε τότε ότι όχι μόνο την αγάπη του του ανταπέδιδαν αλλά
τον άφηναν να μάθει και όλα τους τα μυστικά, για τον τρόπο που έφτιαχναν τις φωλιές
αλλά και για όσα έβλεπαν στα μέρη που πήγαιναν.
Ωστόσο δεν ίσχυε το ίδιο και για τους ανθρώπους.
Κατ' αρχήν ήταν τα υπόλοιπα παιδιά που, επειδή δεν έπαιζε μαζί τους, τον απέφευγαν,
τον έδειχναν με το δάχτυλο και τον κορόιδευαν. Το ίδιο και χειρότερα έκαναν και οι μεγάλοι, που είχαν βγάλει ιστορίες και κουτσομπολιά και τρόμαζαν ο ένας τον άλλον για να το αποφεύγουν. Έτσι για τη γειτονιά των ανθρώπων, το παιδί ήταν δακτυλοδεικτούμενο
ή στην καλύτερη μαγεμένο ή άρρωστο.
Λένε λοιπόν ότι έφτασαν παραμονές της μεγαλοβδομάδας και βγήκε αυτό ευτυχισμένο
και παρατηρούσε. Όταν πλησίαζε η Λαμπρή, ο μικρός ήταν στα καλύτερά του.
Του άρεσε να στέκει στο πιο ψηλό σημείο της γειτονιάς, στο καμπαναριό της εκκλησίας
και να χαζεύει όλες τις προετοιμασίες, τα ασβεστώματα, τα στολίδια και τα βαψίματα,
τα μαγειρέματα καθώς και τις τελετουργίες, με αποκορύφωμα τον επιτάφιο, όπου
του άρεσε να μετράει τα μικρά φώτα, κεριά και φαναράκια, που έκαναν βόλτα
στη γειτονιά, λες και μετρούσε τα αστέρια του ουρανού.
Εκείνη όμως τη συγκεκριμένη Λαμπρή λένε ότι έγινε η συμφορά.
Κάποιος νεωκόρος, λένε ότι ανέβηκε ένα βράδυ στο καμπαναριό, και μέσα στη
θέρμη του να είναι όλα παστρικά στην εκκλησία, πήγε και γκρέμισε μια
χελιδονοφωλία εκεί. Το παιδί ανέβηκε το επόμενο πρωί για να κάτσει, όπως έκανε
κάθε ημέρα και είδε τι είχε συμβεί.
Και τότε έγιναν όλα.
Κανείς ποτέ δεν έμαθε πώς το παιδί βρέθηκε φαρδύ πλατύ νεκρό στον περίβολο της εκκλησίας.
Άλλοι είπαν ότι αυτά παθαίνουν όσα παιδιά ανεβαίνουν ψηλά μόνα τους και κατηγόρησαν
τη μάνα του που δεν το είχε μαντρωμένο.
Άλλοι είπαν ότι το ζάλισε ο ήλιος και ότι ήταν ατύχημα και δεν κατηγόρησαν κανένα.
Άλλοι είπαν ότι το παιδί τρελάθηκε από την παρέα του με τα πλάσματα του ουρανού,
που νόμισε ότι μπορεί και αυτό να πετάξει, και κατηγόρησαν το δάσκαλο που δεν
του τα είχε εξηγήσει καλά.
Άλλοι είπαν ότι τάχατες κάποια καρακάξα επιτέθηκε στο παιδί και το έριξε κάτω, αλλά έτσι κακές είναι οι καρακάξες από τη φύση τους.
Άλλοι (λιγότεροι) έμαθαν για τη χαλασμένη φωλιά και κατηγόρησαν το νεωκόρο.
Άλλοι είπαν ότι το παιδί το πήρε ο Θεός μαζί του για να το γλιτώσει από τον πόνο και
την τρέλα και έπειτα κοιμήθηκαν ήσυχοι το βράδυ. (ίσως να κοιμούνται ακόμα μέχρι
και σήμερα)
Άλλοι τέλος είπαν ότι τα χελιδόνια παρέσυραν το παιδί, το μάγεψαν και άρχισαν έτσι
να γκρεμίζουν τις φωλιές τους όπου τις πετύχαιναν.
Κανείς ποτέ ωστόσο δε μπόρεσε να αποδείξει με στοιχεία τον ισχυρισμό του.
Το μόνο που έμεινε πιο δυνατό και από αυτή την ιστορία, είναι ότι
όταν γκρεμίζεις τη φωλιά του χελιδονιού, έρχεται η συμφορά.
Κατάλαβες;
http://acrobatis.blogspot.gr/2014/04/blog
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου