Σελίδες

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Ο Καρνάβαλος πρωτοεμφανίζεται στην Αθήνα...το 1899


1899: Ο Καρνάβαλος πρωτοεμφανίζεται στην Αθήνα


Η αποθέωση της τρέλας...
«Αθηναίοι και Αθηναίες! Να κλείσετε τα σπίτια σας, τις πόρτες σας και να τρέξετε να υποδεχθήτε εις τας 2 το απόγευμα τον Καρνάβαλον, τον βασιλέα του γέλωτος, όστις θα μας κάνη την μεγάλην τιμήν να επισκεφθή τον τόπον μας!»

Με αυτήν την προκήρυξιν εσκανδάλιζαν και διήγειραν τα πλήθη τρείς ντελάληδες,

απεσπασμένοι εις την ιδιαιτέραν υπηρεσίαν του αποκρηάτικου κομιτάτου, ιππεύοντες λιποσάρκους όνους και περιερχόμενοι με σαλπίσματα τας συνοικίας των Αθηνών διά να ειδοποιήσουν το κοινόν ότι ο Καρνάβαλος έρχεται!



Αλλ’ οι Αθηναίοι δεν είχαν ανάγκην ντελάληδων διά να πέσουν με τα μούτρα εις την αποκρηάτικη πανδαισία. Από της 8ης πρωϊνής κύματα ανθρώπων επλημμύριζαν τους κεντρικώτερους δρόμους και τας τρείς μεγάλας αρτηρίας της πρωτευούσης: οδόν Σταδίου, Αιόλου, Ερμού.

Ένας ακράτητος και αφηνιασμένος χείμαρρος… Εις τα πεζοδρόμια των προνομιούχων οδών που θα ετίμα διά της διελεύσεώς του ο Καρνάβαλος, οι κάτοικοι Αθηνών, Πειραιώς και περιχώρων είχαν στήσει τα υπαίθρια θεωρεία των, φθονούντες εκείνους οι οποίοι είχαν την προνοητικότητα να εγκατασταθούν από νωρίς μεταξύ ουρανού και γής: δηλαδή εις τα φανάρια και τα δένδρα από τα οποία εκρέμοντο … βοτρυδόν οι πλέον φιλοθεάμονες αλλά και ριψοκίνδυνοι συμπολίται. 

Σπανίως εσημειώθη εις τας Αθήνας μεγαλύτερος συνωστισμός και μεγαλύτερο σπρώξιμο, η δε αστυνομία απεδείχθη ανίσχυρος να προλάβη τα αλλεπάλληλα επεισόδια τα οποία προκαλούσε ο αρειμανίως εστριμμένος μύσταξ του καβαλλιέρου, η ντάμα του οποίου υφίστατο απατηλάς ψηλαφήσεις και βεβήλους προστριβάς.



Ο μεγαλύτερος πανζουρλισμός εσημειώθη έξω από το Υπουργείον των Οικονομικών (σ.σ. ευρίσκετο στη σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος). Απέναντί του και επί της οδού Κοραή είχε στηθή η εξέδρα της Ελλανοδίκου Επιτροπής του Κομιτάτου.

Και αυτή ακόμη η βασιλική οικογένεια δεν είχε μείνει ξένη εις το εξαιρετικόν γεγονός της ημέρας. Ο βασιλεύς Γεώργιος και η βασίλισσα Όλγα, ο διάδοχος Κωνσταντίνος και η πριγκήπισσα Σοφία παρηκολούθουν με ενδιαφέρον την κίνησιν από δύο παράθυρα του Υπουργείου των Οικονομικών.

Ο κόσμος είχε καταληφθή από ανυπομονησίαν:

-Πού είνε ο Καρνάβαλος;

-Γιατί αργεί;

Περί την 2αν μ.μ. ηκούσθη ένας ξηρός κρότος. Ήτο η συνθηματική ρουκέττα που ανήγγελλε εις το κοινόν την είσοδον του Καρναβάλου.



Επηκολούθησαν εξωφρενικαί σκηναί. Ένα σύμφυρμα ανθρώπων, ρούχων, καπέλλων, μπαστουνιών, γυναικείων μποά. Η προς την οδόν Κοραή γραμμή των κλητήρων διασπάται και από το τέρμα της οδού Σταδίου προβάλλει η πομπή του Καρναβάλου. Προηγείται εικοσάς ποδηλατιστών με φαντασμαγορικάς στολάς. Ένας όμιλος ανηλίκων παληάτσων με σφυρίχτρες, καραμούζες, ροκάνες. 

Ακολουθεί μια ορχήστρα από πενήντα όργανα και έπεται το άρμα του Καρναβάλου. Το άρμα καλλιτεχνικόν, κομψότατον και τριώροφον, σύρεται από οκτώ ίππους τους οποίους οδηγούν ιπποκόμοι με ομοιόμορφον στολήν. Εις τον πρώτον όροφον εικοσάς μασκαράδων βομβαρδίζει το πλήθος με άνθη και κομφετί. Εις τον δεύτερον, δεκάς μετημφιεσμένων κυριών ρίπτει εις τον κόσμον σερπαντίνες και τέλος εις τον τρίτον, επί μεγαλοπρεπούς θρόνου, κάθεται ο Καρνάβαλος έχων παρ’ αυτόν την βασίλισσάν του με αμφίεσιν πολυτελεστάτην.

Προς την Α. Μεγαλειότητα τον Καρνάβαλον Α’, όταν εστάθη πρό της εξέδρας της οδού Κοραή, απηύθυνεν προσφώνησιν ένα μέλος της επιτροπής:

«Μεγαλειότατε!

Η πόλις την οποίαν επισκέπτεσαι, είνε πόλις πρωτότυπος, πρωτοτυποτάτου βασιλείου πρωτεύουσα. Δεν θα αργήσης να αντιληφθής, ευθύς ως εξέλθης από την μάνδραν που σε έχουν κλεισμένο, ότι ευρίσκεσαι εις τόπον γνωστόν, εις τόπον όπου η βασιλεία σου είνε διαρκής και όπου δι’ αυτόν ακριβώς τον λόγον δεν εορτάζοντο αι Απόκρεω όπως έπρεπε.

Όλα τα πράγματα του τόπου αυτού είνε διαρκώς μασκαρεμένα. Τα δένδρα φορούν αιωνίως ένα αιώνιον ντόμινο από σκόνη, δια το οποίον δεν υπάρχει Καθαρά Δευτέρα. 



Μεγαλειότατε!

Έρχεσαι διά πρώτην φοράν εις τον τόπον, τον οποίον φυσικώς νομίζεις ξένον. Φεύγων όμως θα μείνης πεπεισμένος ότι τόσον είμεθα όλοι οι φυσικώτεροί σου υπήκοοι, ώστε εδώ θα έπρεπε να θέσης αιώνιον θρόνον του βασιλείου σου…»

Ο υψηλός ξένος χαιρετά συγκεκινημένος, πίνει λίγο κονιάκ από μια μποτίλια και αντιφωνεί με τους αλατισμένους αυτούς στίχους:

Ευχαριστώ ώ άνδρες Αθηναίοι
Για την υποδοχήν. Καλώς σας βρήκα!
Ξέρω ποιοι είσθε, γέροντες και νέοι
Ξέρω σε ποιο φρενοκομείο μπήκα.

Ότ’ είσθε μασκαράδες και κωθώνια
Να μου το πήτε ήταν περιττό.
Σας ξέρω και από τα παληά σας χρόνια
Για τέτοιους και εγώ σας χαιρετώ.

Χαίρετε άνδρες Αθηναίοι, χαίρετε!
Κι’ ας ακουσθούν οι λόγοι μου οι ύστατοι
Χαίρω πολύ που βλέπω πως το ξέρετε
Πως είσθε μασκαράδες αυτοσύστατοι

Χαίρετε με τα έξυπνα κεφάλια σας!
Πού έπρεπε ένα μασκαρά να φέρετε
Διά να καταλάβετε τα χάλια σας 
Και να του πήτε την αλήθεια: Χαίρετε!

Τόπο λοιπόν να παρή δρόμο η φιέστα
Γιατί έχουμε να πάμε κι’ απ’ αλλού
Και αύριο σας στέλνω εγώ τα ρέστα
Και το λογαριασμό… η Μιχαλού»!

Το ρεπορτάζ είναι του Α. Φούφα στην εφημερίδα «Ηχώ της Ελλάδος»



Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου