Μεταξύ των Πελοποννησίων και των
Μανιατών υπήρχαν
σημαντικές διαφορές στην αμφίεση.
Οι άνδρες στο Μοριά φορούσαν
φουστανέλλα, για την οποία υποστηρίζεται σημαντικές διαφορές στην αμφίεση.
ότι διαδόθηκε από τους Αλβανούς
μετοίκους του 14ου αιώνα.
μέχρι τα γόνατο.
Η αμφίεσή τους έμοιαζε με τους
νησιώτες του Αρχιπελάγους.
Οι γυναίκες σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία
φορούσαν σαλβάρια
που έφθαναν χαμηλά μέχρι τους αστραγάλους,
ενώ οι Μανιάτισσες αποτελούσαν μοναδική εξαίρεση
σε όλες τις τουρκοκρατούμενες περιοχές, διότι φορούσαν φορέματα
όπως στην Ευρώπη.
που έφθαναν χαμηλά μέχρι τους αστραγάλους,
ενώ οι Μανιάτισσες αποτελούσαν μοναδική εξαίρεση
σε όλες τις τουρκοκρατούμενες περιοχές, διότι φορούσαν φορέματα
όπως στην Ευρώπη.
Ελλιπείς πληροφορίες προερχόμενες
από το Niculai Jorga,
ο οποίος το 1715 έλαβε μέρος στην τουρκική εκστρατεία στο Μοριά,
αναφέρουν ότι οι Μανιάτες και οι Τσάκωνες φορούσαν κοντό λευκό μανδύα
και κάλυπταν το κεφάλι με σιδερένιο κράνος[1].
ο οποίος το 1715 έλαβε μέρος στην τουρκική εκστρατεία στο Μοριά,
αναφέρουν ότι οι Μανιάτες και οι Τσάκωνες φορούσαν κοντό λευκό μανδύα
και κάλυπταν το κεφάλι με σιδερένιο κράνος[1].
Το 1795 ο Άγγλος περιηγητής J. Morritt περιέγραψε τη φορεσιά
τής καπετάνισσας ανιψιάς τού Τζανέτμπεη Κουτούφαρη,
και του ιδίου ως εξής[2]: ‘’
τής καπετάνισσας ανιψιάς τού Τζανέτμπεη Κουτούφαρη,
και του ιδίου ως εξής[2]: ‘’

...Η καπετάνισσα φορούσε ελαφρό γαλάζιο φόρεμα χρυσοκεντημένο,
με ζώνη γύρω στη μέση, κι ένα κοντογούνι χωρίς μανίκια από ολοκέντητο
κρεμεζί βελούδο.
με ζώνη γύρω στη μέση, κι ένα κοντογούνι χωρίς μανίκια από ολοκέντητο
κρεμεζί βελούδο.
Πάνω από αυτά φορούσε σκουροπράσινο βελουδένιο πολωνέζικο μαντώ
με πλατειά ανοιχτά μανίκια, επίσης πλουσιοκεντημένα.
με πλατειά ανοιχτά μανίκια, επίσης πλουσιοκεντημένα.
Στο κεφάλι μια κίτρινη χρυσοκεντημένη
σκούφια που έμοιαζε με στέμμα.
Ένα μαντήλι από άσπρη χρυσοΰφαντη μουσελίνα,
στερεωμένο στο δεξιό ώμο,
περνούσε πάνω από το στήθος και κάτω από τον αριστερό ώμο, ανέβαινε
στο κάλυμμα της κεφαλής, έπεφτε πίσω της και κρεμόταν ως το πάτωμα...’’
περνούσε πάνω από το στήθος και κάτω από τον αριστερό ώμο, ανέβαινε
στο κάλυμμα της κεφαλής, έπεφτε πίσω της και κρεμόταν ως το πάτωμα...’’

Για τον Τζανέτμπεη έγραψε:
‘’...Φορούσε σφιχτό γελέκι με ανοιχτά μανίκια όλο κεντήματα από ασήμι
και μάλαμα, κι ένα βελουδένιο ρούχο με μαύρες ούγιες στα μανίκια.
Το ζουνάρι του, που συγκρατούσε την πιστόλα και το στιλέτο, ήταν χρυσοϋφαντο
κόκκινο μαντήλι.
Η βράκα του έφθανε ως τα γόνατα κι από κει και κάτω φορούσε σφιχτές γκέτες
από γαλάζια τσόχα και μαλαμοκαπνισμένες και ασημένιες θήκες για να
προστατεύονται οι αστράγαλοι.
Όταν βγήκε από τον πύργο έρριξε στους ώμους του ένα πλούσιο φαρδομάνικο μανδύα, γαλάζιο απ’ έξω και κόκκινο από μέσα.
Το σαρίκι του ήταν πράσινο και χρυσό.
Κι αντίθετα με τις τούρκικες συνήθειες τα γκρίζα μαλλιά του κρέμονταν
κάτω από το σαρίκι.
Ίδια ήταν και η φορεσιά των παρακατιανών, αλλά χωρίς τα
πλούσια
κεντήματα και στολίδια. Τα παπούτσια τους από κίτρινο δέρμα,
δένονταν σφιχτά στο πόδι.
κεντήματα και στολίδια. Τα παπούτσια τους από κίτρινο δέρμα,
δένονταν σφιχτά στο πόδι.
Οι γυναίκες φορούσαν φουστάνια απαράλλαχτα με τα ευρωπαϊκά
κι όχι σαλβάρια (βράκες) όπως όλος ο θηλυκόκοσμος της Οθωμανικής ανατολής...’’.
κι όχι σαλβάρια (βράκες) όπως όλος ο θηλυκόκοσμος της Οθωμανικής ανατολής...’’.
Το 1805 πέρασε από τις Κιτριές ένας
άλλος Άγγλος περιηγητής,
ο W. Gell[1], ο οποίος μας έδωσε πληροφορίες για
την αμφίεση του Αντώνμπεη Γρηγοράκη:
ο W. Gell[1], ο οποίος μας έδωσε πληροφορίες για
την αμφίεση του Αντώνμπεη Γρηγοράκη:
‘’...Βρήκαμε
ότι ο μπέης ήταν ένας καλός ηλικιωμένος άνθρωπος,
ντυμένος με ένα μακρύ γαλάζιο μπενίσσι (επανωφόρι) και με
μια εσωτερική φανέλα ριγωτή μπαμπακομέταξη, που τα ένωνε ένα πλατύ
κόκκινο ζωνάρι.
ντυμένος με ένα μακρύ γαλάζιο μπενίσσι (επανωφόρι) και με
μια εσωτερική φανέλα ριγωτή μπαμπακομέταξη, που τα ένωνε ένα πλατύ
κόκκινο ζωνάρι.
Δεν φορούσε ούτε καλπάκι (καπέλο),
όπως οι επιφανείς Έλληνες,
ούτε το είδος του σαρικιού που φορούσαν οι Τούρκοι,
αλλά σαν κι αυτό που φορεί στο κεφάλι του ο υπηρέτης μου ο Δημήτρης στην εικόνα
ούτε το είδος του σαρικιού που φορούσαν οι Τούρκοι,
αλλά σαν κι αυτό που φορεί στο κεφάλι του ο υπηρέτης μου ο Δημήτρης στην εικόνα
(στο βιβλίο του υπάρχει η σχετική
εικόνα-βλέπε εικόνα Μανιατών
στο εξώφυλλο των αγωνιστών) και τα μαλλιά του που ήταν κατάξανθα
και φουντωτά προεξείχαν μέσα από τις πτυχές....’’.
στο εξώφυλλο των αγωνιστών) και τα μαλλιά του που ήταν κατάξανθα
και φουντωτά προεξείχαν μέσα από τις πτυχές....’’.
Ο W. Gell[2] μας έδωσε ακόμη πληροφορίες για την
αμφίεση
του Γεωργίου Καβαλιεράκη-Γρηγοράκη, τον οποίο θεώρησε
σαν τον πατέρα του Δημήτριο-Καβαλιέρη Γρηγοράκη και έγραψε:
‘’…Φορούσε άσπρη ζακέττα και ανατολίτικα σαλβάρια που έφταναν ως τα γόνατα...’’.
του Γεωργίου Καβαλιεράκη-Γρηγοράκη, τον οποίο θεώρησε
σαν τον πατέρα του Δημήτριο-Καβαλιέρη Γρηγοράκη και έγραψε:
‘’…Φορούσε άσπρη ζακέττα και ανατολίτικα σαλβάρια που έφταναν ως τα γόνατα...’’.
Ο Φ. Πουλεβίλ[3] το
1815 επισκέφθηκε το Μυστρά και περιέγραψε
τη φορεσιά δύο μουσουλμάνων, πιθανώς Τουρκοβαρδουνιωτών, ως Μανιατών:
τη φορεσιά δύο μουσουλμάνων, πιθανώς Τουρκοβαρδουνιωτών, ως Μανιατών:
‘’Στο
Μυστρά είδε τους πρώτους Μανιάτες.
Ήταν ψηλοί, με ξυρισμένα κεφάλια, εκτός από
το κορφοκέφαλο που σκεπαζόταν
από ένα φεσάκι.
από ένα φεσάκι.
Φορούσαν μια κόκκινη μεταξωτή
τζάκα χρυσοκέντητη, ζουνάρι με δύο πιστόλες
κι ένα χατζάρι, χοντρές άσπρες ευρωπαϊκές κάλτσες και παπούτσια
και κουβαλούσαν ένα μακρύκανο βενέτικο τουφέκι.
κι ένα χατζάρι, χοντρές άσπρες ευρωπαϊκές κάλτσες και παπούτσια
και κουβαλούσαν ένα μακρύκανο βενέτικο τουφέκι.
‘’Ήταν η πιο γραφική φορεσιά που είδα στην Ελλάδα’’.
Κεφάλι
ξυρισμένο δεν είχαν οι Μανιάτες αλλά
οι Μουσουλμάνοι.
οι Μουσουλμάνοι.
[1]
William Gell, Narrative of a journey in the Morea, London 1823,
σ. 261 Σοφίας Καπετανάκη, Περιγραφή της διαδρομής Καλαμάτας-Κιτριών
από το W. Gell, Λακωνικαί Σπουδαί 10(1990)518.
σ. 261 Σοφίας Καπετανάκη, Περιγραφή της διαδρομής Καλαμάτας-Κιτριών
από το W. Gell, Λακωνικαί Σπουδαί 10(1990)518.
[2]
W.Gell, ό.π., σ. 280. Κ.Σιμόπουλου, ό.π., τόμ Γ 1’ , σ.140-1.
[3]
Κ.Σιμόπουλου, ό.π., τόμ. Γ 2’ , σ. 477.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου