Σελίδες

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Hegel: τι είναι το κακό άπειρο;


Κίβδηλη και αληθινή απειρότητα
(schlechte und wahrhafte Unendlichkeit)
§1: Η έννοια της απειρότητας ή απειρίας (Unendlichkeit) και του απείρου (unendlich),
στον Χέγκελ, έχει νόημα μόνο στο πλαίσιο της διαλεκτικής της/τους συνάφειας 
με την περατότητα ( Endlichkeit) και το περατό ή πεπερασμένο (endlich).
 Από άποψη γενικής αρχής έχουμε διαλεκτική  απείρου – πεπερασμένου 
και πιο εξειδικευμένα, σε επίπεδο ποιοτικά  διαμορφωμένης κατάστασης του Είναι, 
διαλεκτική περατότητας – απειρότητας. 
Άπειρο και περατό, απειρότητα και περατότητα, δεν είναι τυπικά
ήτοι εξωτερικά αντίθετα, αλλά εσωτερικά διαφοροποιημένα. 
Στην περίπτωση που συλλαμβάνονται στην εξωτερική τους αντίθεση – π.χ εδώ υπάρχει 
το πεπερασμένο ον, ας πούμε ο άνθρωπος, και κάπου αλλού ένα άλλο άπειρο ον, 
ας πούμε ο θεός – αυτό το άπειρο είναι ένα κίβδηλο, ψευδές, κακό άπειρο και 
οντο-λογικά συνιστά μια κίβδηλη απειρότητα
Όταν  συλλαμβάνονται στην εσωτερική τους κίνηση, όπου το άπειρο δεν νοείται ως 
ένα απλώς εξωτερικό άλλο, παρά ως το άλλο του ίδιου του Εαυτού του πεπερασμένου, 
τότε έχουμε το αληθινό άπειρο και αντίστοιχα την αληθινή απειρότητα.
§2: Στη διδασκαλία περί του Είναι[1], πιο ειδικά, ο Χέγκελ μας λέει πως, όταν σκεπτόμαστε 
ένα πεπερασμένο Κάτι, αυτόματα η σκέψη μας πάει να σκεφτεί ένα άλλο, 
δηλαδή το άλλο του, που δείχνει τον περιορισμό αυτού του πεπερασμένου. 
Εάν όμως αυτό το άλλο το σκεφτόμαστε ως ένα άλλο πεπερασμένο δίπλα στο πρώτο 
πεπερασμένο και το άλλο αυτού του άλλου πεπερασμένου ως ένα επόμενο πεπερασμένο 
κ.ο.κ ως το άπειρο, τότε αυτό το άλλο χωρίς τέλος, δηλαδή η γένεση και φθορά 
των πεπερασμένων όντων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κοινόν και το ίδιον 
της ποιότητάς τους και της ποιοτικής τους αλλαγής, είναι το κίβδηλο άπειρο 
και η συλλαμβανόμενη με τούτη την αντιδιαλεκτική μέθοδο αντίστοιχη κατάσταση του 
Είναι κίβδηλη απειρότητα.  Αυτή η μέθοδος σκέψης ιδιάζει στη διάνοια, 
ας πούμε με σημερινούς όρους, περίπου στον κοινό νου. 
Σύμφωνα όμως με τη μέθοδο σκέψης του Λόγου, τα πράγματα εξελίσσονται εντελώς 
διαφορετικά, καθώς το άπειρο δεν βρίσκεται σε κάποιο επέκεινα: ποιος ξέρει πού;, 
αλλά εντός του ίδιου του πεπερασμένου, ως η πιο ακατάλυτη δύναμη της Λογικής 
εξέλιξης του τελευταίου.

§3: Το άπειρο γενικώς αναδύεται από τη φθορά του πεπερασμένου[2]
Ετούτη η φθορά όμως, με τη σειρά της, δεν συνεπάγεται ή δεν σημαίνει 
οριστική κατάργηση, ολικό αφανισμό ή εκμηδενισμό του πεπερασμένου, αλλά 
άρνηση του περιορισμένου εαυτού του, δηλ. των καθ-ορισμένων/προσ-δι-ορισμένων
σε κάθε στιγμή ή κατάσταση, ορίων του εαυτού, μιας ορισμένης του ποιότητας, 
ως προσδιορισμένου-Είναι [ως ύπαρξης (Dasein)]και μετάβαση σε ένα άλλο, 
σε μια άλλη ποιότητα του Είναι. 
Πρόκειται, ως προκύπτει, για μια διαλεκτική διαδικασία εξέλιξης των πεπερασμένων όντων, 
η οποία όμως δεν τα καταργεί ως τέτοια στο όνομα ενός απείρου έξω απ’ αυτά, αλλά τα 
επαναπροσδιορίζει, μέσα από την προσδιορισμένη τους άρνηση, δηλ. μέσα από 
την άρνηση ορισμένων ποιοτήτων τους, μέσα από την άρνηση του ορισμένου 
και γι’ αυτό προσδιορισμένου φραγμού τους. 
Ετούτη η διαδικασία, ως διαλεκτική συνέχειας και ασυνέχειαςπαρ-ουσίας 
και απ-ουσίας, συνέχει ολόκληρο τον κόσμο του πεπερασμένου και έρχεται στο Είναι 
ως η αληθινή του απειρότητα
Είναι αληθινή, επειδή το άπειρο είναι μέσα μας και εντός μας και επειδή συγχρόνως 
και το περατό είναι μέσα του και εντός του.

§4:  Ας πάρουμε το παράδειγμα: άνθρωπος
Ως πεπερασμένο ον, εξελίσσεται μέσα στην ιστορία, επαναπροσδιοριζόμενος 
συνεχώς μέσα από τις προσδιορισμένες του αρνήσεις: άλλος, ας πούμε, είναι 
ο άνθρωπος της εποχής του Πλάτωνα, άλλος εκείνος της Αναγέννησης, 
άλλος ο σημερινός και άλλος ο αυριανός. 
Σε όλες αυτές τις διαφοροποιητικές αναπτύξεις του, δηλαδή στις αναπτύξεις που 
τον διαφοροποιούν από τον προηγούμενο εαυτό του,  και στις αυτοπροσδιοριζόμενες 
αλλαγές του ποιού του ή ποιοτικού του Είναι δεν παύει να είναι άνθρωπος 
ως Είναι (Sein), αλλά παύει να είναι άνθρωπος ως προσδιορισμένο
-Είναι (Da-Sein). 
Το τελευταίο απορροφάται μέσα στο πρώτο, ως στιγμή, πτυχή ή στάδιό του, 
με το νόημα ότι αυτο-προσδιορίζεται ως πεπερασμένο και τείνει να υπερβεί αυτό 
τον φραγμό του, να υπερβεί δηλαδή τον εαυτό του ως πεπερασμένο και με αυτή 
την έννοια του απείρου «είναι η άρνηση της άρνησης, το καταφατικό, 
το Είναι, το οποίο έχει αποκαταστήσει τον εαυτό του 
έξω από την περιοριστικότητα»[3]
Στο πιο πάνω παράδειγμα του ανθρώπου, ο Πλάτων, ας πούμε, αποκαθιστά 
τον εαυτό του, έξω από την περιοριστικότητα του προσδιορισμένου-Είναι του, 
ως αληθινή απειρότητα με τη μορφή του πνευματικού κεφαλαίου, της σκέψης. 
Υπ’ αυτή την έννοια συνεχίζει ο Χέγκελ να επιχειρηματολογεί υπέρ του αληθινού απείρου 
ότι «το άπειρο …είναι το αληθινό Είναι: η ανύψωση πάνω 
από τον φραγμό… 
Μέσα στο άπειρο, το πνεύμα δεν είναι απλώς αφηρημένα κοντά 
στον εαυτό του, αλλά ανυψώνεται στον ίδιο τον εαυτό του, 
στο φως της σκέψης του, της καθολικότητάς του, της ελευθερίας του»[4].  
Ο Πλάτων, για να μείνουμε στο ίδιο παράδειγμα, είναι το αληθινό Είναι, 
ήτοι το αληθινό άπειρο, επειδή ως προσδιορισμένο-Είναι, ως Dasein, ανέπτυξε τόσο πολύ 
το πνευματικό του Είναι, ώστε να υπερβεί τον φραγμό του Dasein του, ως περιορισμένης 
εν χρόνω και τόπω ύπαρξης και να φτάσει ως εμάς ως ελεύθερη, καθαρή, ακατάλυτη κ.λπ. σκέψη.
-------------
[1] Γκ. Χέγκελ: Η διδασκαλία περί του Είναι, μτφρ. Δημ. Τζωρτζόπουλος, 
εκδ. Νόηση 2013, σσ. 254 κ.εξ.
[2] Ό.π.
[3]  Ό.π., σ. 258
*Γκέοργκ Χέγκελ
177- 1831
Georg Wilhelm Friedrich Hegel  Στην ελληνική βιβλιογραφία αναφέρεται 
και ως Έγελος. 
Γεννήθηκε στη Στουτγκάρδη και σπούδασε στο Τύμπινγκεν Φιλοσοφία 
και Θεολογία (1788-93). 
Το 1802 έγινε λέκτορας στο Πανεπιστήμιο της Γένα, όπου συνέγραψε 
το πρώτο σημαντικό έργο του "Φαινομενολογία του πνεύματος" (1807). 
Ως συντάκτης εφημερίδας στο Bamberg και ως διευθυντής Γυμνασίου 
στη Νυρεμβέργη έγραψε το δεύτερο σημαντικό βιβλίο του 
"Η επιστήμη της λογικής" (1812-16). 
Το 1816 έγινε ο Χέγκελ καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης 

και το 1818 του Βερολίνου. 
Το 1830 έγινε πρύτανης αυτού του Πανεπιστημίου. 
Στο Βερολίνο ανέπτυξε ο Χέγκελ τη μεγαλύτερη φιλοσοφική δράση του, 
κυρίως μέσω των πανεπιστημιακών παραδόσεων, χαρακτηριζόμενος 
συχνά ως "πρωσικός κρατικός φιλόσοφος". 
Με το (εγελιανό) φιλοσοφικό του σύστημα, το οποίο ονομάστηκε 

"απόλυτος ιδεαλισμός" και ολοκληρώνει την ιδεαλιστική φιλοσοφία, συνεχίζει 
ο Χέγκελ τον προβληματισμό τού Καντ, δέχεται ότι το πνεύμα ταυτίζεται 
με το απόλυτο και διαιρείται σε τρία μέρη, τη λογική, τη φιλοσοφία της φύσης 
και τη φιλοσοφία του πνεύματος. 
Τα τρία αυτά μέρη του συστήματος αντιπροσωπεύουν τις τρεις διαλεκτικές 
βαθμίδες της θέσης, της άρνησης και τις σύνθεσης.
protoporia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου