Σελίδες

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

σαν παραμύθι...

   Μάρκος Βαμβακάρης - Αυτοβιογραφία. Συγγραφέας: Αγγελική Βέλλου Κάιλ Εκδόσεις Παπαζήσης, 1978        
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Με τις πηγές του στα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου του 19ου αιώνα, το λαϊκό μας τραγούδι, το τραγούδι της ελληνικής εργατιάς, κάνει την εμφάνισή του στον Πειραιά
τα πρώτα τριάντα χρόνια του αιώνα μας, φουντώνει και ακμάζει απ΄το 1930 ως το 1950, κι από κει και πέρα ξεφτίζει. Το βρυκολάκιασμά του των τελευταίων χρόνων ίσως συνεχιστεί, ώσπου να το θάψουμε σωστά· να λιώσει, να γίνει λίπασμα ενός νέου τραγουδιού που θα μπορέσει να μας ψυχαγωγήσει.
Μια επαρκής μελέτη της εξέλιξης του λαϊκού τραγουδιού, ή μια σωστή εισαγωγή στη ζωή του Μάρκου, πρέπει να καταπιαστεί με το δύσκολο θέμα της διαλεκτικής σχέσης της δημιουργίας του τραγουδιού και της αποδοχής του και χρήσης του από το κοινό του. Ακόμη και η σκιαγράφηση αυτού του φαινομένου παίρνει τεράστιες διαστάσεις. Χρειαζόμαστε ιστορικό βάθος. Ποιά ήταν π.χ. η ζωή της ελληνικής και μη ελληνικής εργατιάς στα λιμάνια της Πόλης, της Σμύρνης κλπ.; Χρειαζόμαστε ιστορική και λαογραφική δουλειά, όχι μόνο για τα λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και για τα λιμάνια του Ελληνικού κράτους, ιδίως τη Σύρα και τον Πειραιά. Χρειάζεται ειδική μουσικολογική ανάλυσητων διαφόρων συνθετών και στυλ καθώς και έρευνα των ανατολικών και δυτικών στοιχείων. Τέλος χρειαζόμαστε μελέτη των συμβόλων και της γλώσσας των τραγουδιών και συσχέτισή τους με την κοινωνική εξέλιξη του λαού μας. Αν θέλουμε βέβαια να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία της εξέλιξης του λαϊκου τραγουδιού από βαρύ ζεμπέκικο σε συρτάκι, κι από τον τεκέ στις αμερικανικού τύπου τηλεοπτικές διαφημίσεις της Ολυμπιακής, θα πρέπει να το μελετήσουμε όχι μόνο σαν την κατ' εξοχήν τέχνη της εργατιάς μας, αλλά σε συσχέτιση με την τέχνη, τις ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του Έλληνααστού· κι αυτά όλα σε σχέση με την ιστορία μας και την θέση μας στην παγκόσμιο σκηνή.
Είναι ολοφάνερο ότι η δουλειά αυτή δεν έχει γίνει και ούτε μπορεί να γίνει με ένα πρόλογο ή από έναν άνθρωπο.
Γιατί αυτό το υλικό δεν έχει συγκεντρωθεί και οργανωθεί έτσι; Ίσως γιατί πρέπει να ξεσκαλίσουμε τρία θέματα που μας τρομάζουν και η πνευματική μας δραστηριότητα παραλύει μπροστά τους. Αυτά τα τρία θέματα είναι:
1) Η φύση της εξάρτησής μας από την "Δύση".
2) Η "ανατολίτικη" υφή της νεοελληνικής παράδοσης.
3) Η ταξική διάρθρωση της κοινωνίας μας.
Μια θαρραλέα και υπεύθυνη αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων είναι απαραίτητη όχι μόνο για να ερευνήσουμε σωστά το λαϊκό τραγούδι, αλλά και για να δούμε καθαρά ποιοί είμαστε, να καταλάβουμε τη ζωή μας του χτες και να ονειρευτούμε το αύριο.


Η ΕΠΟΧΗ

Το λαϊκό μας τραγούδι, τα αστικά μας κέντρα και το Ελληνικό κράτος αναπτύχθηκαν σχεδόν συγχρόνως. Και είναι παράδοξο, αν και ιστορικά τελείως κατανοητό, ότι η εποχή αυτή, που βέβαια αρχίζει από το 1821 και φτάνει μέχρι σήμερα, είναι ακριβώς η εποχή που ο ελληνικός χώρος κατακλύζεται από την οικονομική, πολιτική, και στρατιωτική δύναμη καθώς και από τις μεθόδους και ιδέες της Δύσης.
Το Ελληνικό κράτος από την αρχή θεώρησε την λαϊκή παράδοση ύποπτη γιατί ήταν παράδοση σκλαβιάς, υλικής φτώχειας και πολιτικής αδυναμίας. Όχι μόνο δεν θα μπορούσε να συμβάλει στη δημιουργία ενός ακμαίου, μοντέρνου κράτους, αλλά ίσως θα ήταν και εμπόδιο. Η δύναμη, η ακμή ήταν στην Ευρώπη. Πολιτική και οικονομική εξάρτηση από τη Δύση υπήρξε το χαρακτηρηστικό όλων των ελληνικών κυβερνήσεων.Η ανάγκη προσαρμογής σ' αυτήν την εξάρτηση, καθώς και άλλες αιτίες καθόρισαν τόσο την επίσημη εθνική μας στάση όσο και το ποιοί είμαστε. Οι Αρχαίοι ημών πρόγονοι θεωρήθηκαν το μόνο ίσως στοιχείο στην εθνική μας οντότητα άξιο περηφάνειας και αναγνώρισης. Η εξαφάνιση της ζωντανής παράδοσης του Έλληνα χωριάτη ήταν αναγκαία για να πλησιάσουμε τον μεσουρανούντα δυτικό πολιτισμό.
Στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου είναι πια δεδομένο ότι η "πρόοδος", η δύναμη, δηλαδή κεντρικός κρατικός μηχανισμός, αστική ιδεολογία, τεχνολογία, Ευρωπαϊκή εκπαίδευση, ιδέες, μόδες, αν θα έρθουν στην Ελλάδα, θα έρθουν μόνο μέσω του Ευρωπαϊκού αυτού πολιτισμού.
Ο αστός που έχει τα μέσα να ακολουθήσει αυτό το προσοδοφόρο ρεύμα προς τη δύση έχει κάθε λόγο, ενθάρρυνσηκαι οικονομικό κίνητρο να αποδεχτεί την κουλτούρα της. Όσο πιο πολύ καταλαβαίνει, κατέχει και χρησιμοποιεί με ευκολία τις μεθόδους της, τόσο θα πάει μπροστά οικονομικά. Οικονομική σωτηρία και ασφάλεια βασίζονται όχι μόνο στην αποδοχή αλλά στην οικειοποίηση της δυτικής κουλτούρας. Ο τρόπος που γίνεται αυτό δεν είναι απλός. Η τάξη που καταπίνει αμάσητο τον δυτικό πολιτισμό, δημιουργεί παράλληλα μια ιδεολογία που προσπαθεί να δείξει ότι αυτό δεν είναι άρνηση του παραδοσιακού θησαυρού μας, του ιστορικού εαυτού μας. Όμως βασικά ερωτήματα για τις κύριες αξίες της Δύσης δεν τίθενται και η εκδυτικοποίηση γίνεται βίαια, σαν άλωση της παράδοσης μάλλον παρά σαν γάμος με την παράδοση. Ο σωβινισμός και η πατριδοκαπηλία απλώς συμβαδίζουν με την καταστροφή της λαϊκής παράδοσηςκαι ρίχνουν στάχτη στα μάτια μας.
Αντίθετα με τους αστούς, η τελευταία τάξη στην οικονομικο-κοινωνική ιεραρχία, δεν έχει άμεσο κίνητρο ή ευκαιρία να αποκτήσει και να χρησιμοποιήσει την δυτική κουλτούρα. Η μοίρα τους, και το ξέρουν, είναι συνδεδεμένη με το κάρβουνο που φκιαρίζουν, τα εμπορεύματα που χαμαλεύουν, με τα ζώα που σφάζουν για να καταλωθούν από το δράκο της δυτικοποιημένης αστικής κοινωνίας. Αυτή η τάξη θα θρέφει την μηχανοποιημένη δύναμη όντας πάντα αποκλεισμένη από τη χρήση της και την απόλαυση των αγαθών της. Η θέση τους αυτή στην κοινωνία προσδιορίζει και την στάση τους απέναντι στην καινούρια και κυρίαρχη κουλτούρα. Τη αντικρύζουν μέσα απ' τη δικιά τους πείρα και αντί για το μύθο της προόδου, βλέπουν το τι τους κοστίζει. Ξέρουν ότι πρέπει να μάθουν να ζουν υπηρετώντας το δράκο και να πεθαίνουν τροφοδοτώντας τον, δεν γίνεται αλλοιώς, και αντικρύζουν τον δυτικοαστικό πολιτισμό μοιρολατρικά χωρίς να τον πιστεύουν σαν αξία.
Αναζητώντας στις δικιές τους αξίες συνεχίζουν να αγκαλιάζουν την λαϊκή παράδοση που ψυχορραγεί κάτω από τα πλήγματα της δυτικής κουλτούρας. Οι παραδοσιακές αξίες που διέπουν βασικά θεσμούς οικονομικούς, ξεχαρβαλώνονται πρώτες. Οι οικονομικοί θεσμοί είναι ο άμεσος στόχος της δυτικοποίησης. Το ίδιο γίνεται και με τις τέχνες που είναι στενά συνδεδεμένες με την οικονομία π.χ. υφαντική, μεταλλουργία, ξυλουργική κλπ. Οι εκφραστικές όμως τέχνες (οι τέχνες δηλαδή που χρησιμοποιούν  τον άνθρωπο σαν το βασικό τους μέσο και υλικό), που δεν είναι άμεσα συνδεδεμένες με την οικονομία, παραμένουν ακμαίες και ο νέος προλετάριος τις αγκαλιάζει σαν το μόνο σανίδι που απομένει απ' το ναυάγιο της παράδοσης.
Η εργατική τάξη των νέων πόλεων σ' αυτή την καμπή της ιστορίας μας είναι η μόνη κοινωνική τάξη που συνεχίζει και προωθεί την λαϊκή μας παράδοση. Και οι εκφραστικές τέχνες, το μόνο κλαδί της παράδοσης που δεν χτικιάζει από την επιβολή της δυτικής κουλτούρας, αλλά που μπολιάζεται θετικά και καρποφορεί.
Κι αν αυτό γίνεται μόνο απ' τους ανθρώπους των κατωτέρων τάξεων, όχι γιατί αυτοί είναι πιο ενάρετοι ή καλοί και ικανοί από τους αστούς αλλά γιατί είναι οι μόνοι που οι οικονομικές συνθήκες αφήνουν ελεύθερους, σ' αυτόν τον τομέα της τέχνης και μόνο σ' αυτόν, να δράσουν με πρωτοβουλία και δημιουργικότητα.
Γι' αυτό οι εκφραστικοί τρόποι του λαού (χορός, τραγούδι, λαϊκό Θέατρο, κουβέντα) είναι τα μόνα είδη λαϊκής τέχνης που μεταφυτεύονται και ζουν στην πόλη εκφράζοντας τις νέες συνθήκες και μπολιασμένα με δυτικά στοιχεία και τεχνικές επιδράσεις, γεννούν νέες μορφές.

ΟΙ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ

Πως αλλάζει ο κοινωνικός χώρος με τη συρροή στις πόλεις;
Οι πόλεις γεμίζουν ανθρώπους που ανήκαν σ' ένα μικρό κοινωνικό σύνολο. Οι παραδόσεις, οι αξίες κι οι αρχές τους είναι ριζωμένες σ' αυτό το στενό κοινωνικό χώρο. Στην πόλη όσο κι αν μερικοί θεσμοί διατηρούνται μέσα στην οικογένεια και τον στενό κύκλο των φίλων και συμπατριωτών, το κοινωνικό σύνολο του χωριού παύει να υπάρχει σαν μονάδα. Το άτομο έρχεται σε συνεχή επαφή με άλλα άτομα που έχουν τις αξίες τους ριζωμένες σε άλλες πατρίδες. Ο κοινωνικός χώρος γίνεται ανομοιογενής. Η γειτονιά πάει να παίξει το ρόλο του χωριού, όμως μέχρις ένα σημείο. Η ζωή στην πόλη αναγκάζει το άτομο να σταθεί μόνο του.
Αυτή η ατομικοποίηση ξεπηδάει από τη νέα οικονομική οργάνωση. Η αξία του εργάτη είναι ακριβώς το μεροκάματό του. "Ο άνθρωπος στα χρόνια μας με χρήμα σε ζυγιάζει". Οι θεσμοί μέσα από τους οποίους το άτομο μπορούσε να φανεί χρήσιμο στο κοινωνικό σύνολο, μεταφέρονται στο κέντρο, στο κράτος.
Η αξία του ατόμου πρώτα ξεπηδούσε όχι μόνον από την αποδοτική δουλειά για την παραγωγή των υλικών αγαθών που τρέφουν τη ζωή, αλλά και από τη συμμετοχή του στις τέχνες, στις τελετές, στις κοινωνικές εκδηλώσεις επαφής και επικοινωνίας που κρατούν το σύνολο σε ομόνοια και ακμή. Ο προσδιορισμός της προσωπικότητας (θετικά ή αρνητικά) βασιζόταν όχι μόνο σε αξίες παραγωγικότηταςαλλά και αξίες συμμετοχής στο μικρό κοινωνικό σύνολο.
Στην πόλη, η προσφορά στο σύνολο, που συνίσταται στο να είναι κανείς καλός χορευτής, καλός μουσικός, αφηγητής, ή να ξοδεύει το βιός του για τη διοργάνωση συνγκεντρώσεων(πανηγύρια, γάμοι κ.λ.π.) όπου θα συμμετάσχει όλη η κοινότητα αν και συνεχίζεται, χάνει το βαθύτερο νόημά της γιατί η κοινότητα -το χωριό- δεν υπάρχει πια. Αυτή η προσφορά συνεχίζεται μάλλον σαν προσωπική ανάγκη και συνήθεια. Αυτές οι λειτουργίες αφού δεν διοχετεύονται σε ζωντανό σύνολο είτε θα ξεφτίσουν από οικονομικές πιέσεις είτε θα τις εκμεταλλευθεί το οικονομικό σύστημα και θα τις απορροφήσει, όπως π.χ., ήδη άρχισε να γίνεται με τη γιορτή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
Έτσι οι αξίες που ξεπηδούν από τη φάμπρικα και από την κοινωνική οργάνωση του μοντέρνου κράτους είναι:
1) Αξία του ατόμου = αξία μεροκάματου. Η προσωπικότητα, το ταλέντο, η παράδοση του ατόμου δεν έχουν καμιά σημασία. Το μεροκάματο βγαίνει από τη σχέση του ατόμου με την "παραγωγική" μηχανή. Μπροστά στη μηχανή όπως μπροστά στην ανάγκη, τα άτομα είναι ίσα και όμοια.
2) Ο χρόνος = χρήμα.
3) Υποταγή, αν όχι πίστη, στο Κέντρο. Αν ο εργάτης υπηρετήσει πιστά τη φάμπρικα, ή ο καθένας το πόστο του, τότε θα έλθει αυτό  που λέμε πρόοδος, που θα καλυτερέψει τη ζωή όλων μας. Πίστη λοιπόν στην πρόοδο, στο μέλλον.
Η νέα οργάνωση παραγωγής και κοινωνίας αναδεικνύει το χρήμα σαν τη μόνη αξία  και αντικαθιστά τη συμμετοχή στο κοινωνικό σύνολο με την υποταγή στο Κέντρο (είτε εργοστάσιο είναι, είτε κράτος, είτε στρατός, είτε φυλακή).
Είναι ολοφάνερο ότι μ' αυτήν την εξομολόγηση η εργατιά σαν τάξη βρίσκεται στο τελευταίο σκαλοπάτι. Το μεροκάματο πότε υπάρχει και πότε όχι. Κι όταν ακόμη υπάρχει είναι μικρό. Το Κέντρο είναι απρόσιτο γι' αυτήν την τάξη. Το Κέντρο μόνο χρησιμοποιεί την εργατιά.
Τρεις τάσεις διακρίνονται απέναντι στο νέο τρόπο ζωής, στην αστική ιδεολογία και τις καινούριες συνθήκες:
1) Οι περισσότεροι εργάτες δέχονται με παράπονο την αξιολόγηση της αστικής κοινωνίας, έστω κι αν έτσι δεν μπορούν να αποφύγουν την αρνητική αξιολόγηση του εαυτού τους. Αποθέτουν την ελπίδα τους στην πρόοδο και με συνεχή και πολύωρη εργασία και στέρηση, αποταμιεύουν τα μέσα να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Έτσι τουλάχιστον τα παιδιά τους θα ξεφύγουν από το κατώτερο σκαλί της κοινωνικής ιεραρχίας και θα περάσουν στην αστική τάξη.
2) Μια άλλη στάση είναι η προσχώρηση στο σοσιαλισμό δηλαδή την κριτική στάση απέναντι στο Κέντρο. Βασικά η λύση αυτή λέει: "Τα προβλήματά μας πηγάζουν απ' το γεγονός ότι η σχέση του Κέντρου προς εμάς είναι σχέση εκμετάλλευσης. Η μόνη σωτηρία, η μόνη δίκαιη λύση βρίσκεται στην ανατροπή αυτού του Κέντρου και στην δημιουργία ενός Κέντρου που θα μας υποστηρίζει και στο οποίο θα συμμετέχουμε".
3) Η τρίτη στάση είναι αυτή που παίρνουν οι μάγκες. Αρνούνται το χρήμα σαν αξία. Η αξία του ατόμου δεν μετριέται με το μεροκάματό του αλλά με την προσωπικότητά του.
Ο χρόνος δεν είναι χρήμα. Μάλλον ο χρόνος που κατ' ανάγκη είναι χρήμα περιορίζεται όσο γίνεται. Και ο μάγκας χρησιμοποιεί την παρέα, το χασίσι, το χορό, την πεννιά, τον έρωτα για να αρνηθεί αυτή την εξίσωση.
Το Κέντρο είναι κακιά μοίρα. Μόνο οι κουτοί ελπίζουν κάτι από το κέντρο. Ο μάγκας το αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι, το ξεγελάει, το υπονομεύει έστω με κίνδυνο, το αγνοεί σα να μην υπάρχει. Ακόμη και στην φυλακή ορθώνει την προσωπικότητά του ενάντια στο απολυταρχικό Κέντρο.

ΟΙ ΜΑΓΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΣΤΟΙ

Τι είναι οι μάγκες σαν κοινωνική ομάδα;
Από την εργατιά ξεπηδάει μια ομάδα που ίσως αποτελείται από τους πιο έξυπνους, πιο ανήσυχους, πιο ανυπότακτους και ίσως πεισματάρηδες, ή ακόμα κι από άτομα με ιδιαίτερες ικανότητες παραδοσιακού τύπου. Αυτή η ομάδα στις πόλεις δημιουργεί έναν τρόπο ζωής σαν αντίδραση στον αστικό.
Στην Ελλάδα μια τέτοια ομάδα ήταν οι μάγκες και πριν απ' αυτούς οι Κουτσαβάκηδες.
Αυτοί δεν είναι αποκλειστικά Ελληνικό φαινόμενο. Κάθε χώρα ανάλογη καμπή της ιστορίας της έχει να μας δείξει παρόμοιες κοινωνικές ομάδες που προβάλλουν αντίσταση στη νέα κουλτούρα ιδεολογική και προσωπική αλλά όχι πολιτική.
Οι μάγκες που ρώτησαν "Τι θα πει μάγκας;" ξέραν πολύ καλά "τι λέει και τι νομίζει ο κόσμος", και στωικά μου δώσαν το δικό τους ορισμό που έχει δυο βασικά στοιχεία:
1) Ο μάγκας ξέρει να ζει. Δηλαδή του αρέσουν τα ωραία. Η μουσική και χορός, η καλή παρέα και το μαύρο, η γυναίκα και η αποχή από τις κραυγαλέες ανάγκες της καθημερινότητας, αποτελούν την ουσία της έννοιας "τα ωραία".
2) Δεν πειράζει κανένα και δεν θέλει να τον πειράζουν. Αυτή η στάση ανοχής απέναντι στον συνάνθρωπό του δεν είναι μόνο ένας τρόπος για να βρει την ησυχία του, είναι βασική αξία που δεν είναι παραδοσιακή. Ξεπροβάλλει από τις συνθήκες ζωής στην πόλη, όπου συνωστίζεται κάθε καρυδιάς καρύδι. Είναι σεβασμός για την προσωπικότητα, είναι πίστη στην πλήρωση που έρχεται σαν αποτέλεσμα προσωπικής εκλογής.
Ο μάγκας για τον εαυτό του έχει διαλέξει, όπως είπαμε, "τα ωραία" και απορρίπτει το κυνήγι του χρήματος. Η δουλειά είναι αναγκαία για την ανεξαρτησία του και για να ζήσει την οικογένειά του. Η οικογένεια συνήθως δεν συμμερίζεται τις αξίες του μάγκα και γι αυτό δεν συμπεριλαμβάνεται στα "ωραία", πρέπει όμως να είναι "εντάξει", να μην της λείπουν τα μέσα για μια αξιοπρεπή ζωή.
Ο μάγκας, ενώ στο χρήμα είναι ολιγαρκής και ποτέ δεν θα θυσίαζε "τα ωραία" στο κυνήγι του χρήματος, θυσιάζει "το παν" για το μεράκι του, το πάθος του. Σ' αυτό το σημείο έρχεται σε σύγκρουση με "την κοινωνία" που τον βρίζει σαν ελεεινό και σάπιο στοιχείο. Ο μάγκας επιμένει. Αυτό είναι ίσως το πιο σπουδαίο στοιχείο της ανθρωπιάς του. Από την κοινωνία έχει αποκοπεί, δηλαδή από την εξάσκηση δύναμης και εξουσίας. Συνήθως είναι ένας άτεχνος εργάτης, ή κι αν είναι τεχνίτης πάλι η επιρροή του είναι μηδαμινή.
Στη μουσική και το χορό καθώς και στις άλλες εκδηλώσεις του (ντύσιμο. κουβέντα) είναι ελεύθερος όχι μόνο να εκφράσει τον πόνο του για την αδυναμία και τη σκληρή ζωή του αδυνάτου, αλλά να χρησιμοποιήσει όλη του την εξυπνάδα, όλη του την υπομονή, την εφευρετικότητα, τη δίψα του για τάξη, την παράδοσή του και να δημιουργήσει τέχνη. Σ' αυτή την τέχνη διοχετεύει όλες του τις ικανότητες και τα χαρίσματα που το κοινωνικό σύστημα, ακριβώς επειδή τον έταξε στο περιθώριο, υποστηρίζει ότι δεν έχει. Γι αυτό και η τέχνη του είναι τόσο σφοδρή και δυνατή. Είναι η απόδειξη της αξίας του και η άσκηση της ελευθερίας του.
Η τέχνη του είναι απλή, μετρημένη, αυστηρή. Ο τελετουργικός χαρακτήρας αυτής της τέχνης κρατά την ομάδα ζωντανή.
Ο αστός δεν μπορεί να καταλάβει το περιεχόμενο της τέχνης αυτής, που είναι εν μέρει η μιζέρια και οι "φρικαλεότητες" του υποκόσμου και νομίζει ότι οι απόκληροι γλεντούν ακριβώς αυτές τις φρικαλεότητες. Ο αστός έχει μάθει να βλέπει τάξη, μέτρο, εξυπνάδα και ομορφιά μόνο στο δρόμο που οδηγεί στο χρήμα, στη δύναμη, στη σιγουριά. Τυφλά τελείως αγνοεί ότι οι μάγκες χαίρονται την αυστηρή τάξη, ομορφιά και μέτρο της μουσικής και του χορού τους που οι ίδιοι με τη θάλησή τους επέβαλαν σαν απάντηση στο χάος που τους κληροδώτησε η κοινωνία.
Ο Μάγκας ζει πραγματικά στην παρέα του. Η παρέα αντικαθιστά την οργανωμένη γύρω από το Κέντρο κοινωνία. Μέσα στην παρέα όπως και μέσα στο εργοστάσιο, το άτομο βρίσκεται έξω από την οικογένεια, όμως η προσωπικότητά του δεν ισοπεδώνεται, όπως μπροστά στη μηχανή. Στην μαγκιά η προσωπικότητα με όλα της τα χαρακτηρηστικά και τις ιδιοτυπίες είναι ακριβώς η προσφορά του ατόμου στο σύνολο της παρέας. Η παρέα είναι ανομοιογενής. Άλλος είναι από την Κούλουρη, άλλος από τη Σύρα, άλλος απ' την Κρήτη, τη Ρούμελη, τη Θεσσαλία. Κι ο μάγκας που θα καταφέρει να προσφέρει χαρά, παρηγοριά, θάρρος, ζεστασιά, υπομονή, ελπίδα, ρυθμό, τραγούδι, σοφία κ.λ.π., φερμένα από την δική του πατρίδα κι από την δική του παράδοση, με τρόπο που να είναι αποδεκτός, αντιληπτός και θαυμαστός σ' αυτήν την παρέα, αυτός ο μάγκας αναγνωρίζεται.
Αυτό είναι ακριβώς το εργαστήρι των καινούργιων μορφών στο τραγούδι και το χορό. Η παρέα της εργατιάς από όλες τις άκρες και τις γωνιές της χώρας διαμορφώνει στη νέα πόλη μορφές που είναι η ζωντανή συνέχεια της τέχνης της υπάιθρου.
Η ύπαιθρος απογυμνώνεται και πεθαίνει σιγά-σιγά. Ο θάνατος δεν θα έρθει για άλλα 50 ή 100 χρόνια, όμως το χτικιό έχει ριζώσει. Χάνει τα νιάτα της, χάνει το υλικό της, οι αποφάσεις που δημιουργούν τις προϋποθέσεις της ζωής παίρνονται πια στην ετερόφωτη πόλη. Η ύπαιθρος καταντάει απλώς αποθήκη έμψυχου και μη υλικού που θα καταναλωθεί από την πόλη. Το χωριό είναι αδύνατο να συνεχίσει πια την παράδοση. Οι τέχνες παύουν να ανθοβολούν, ξεφτούν και χάνονται.
Στην πόλη η μεσαία τάξη (οι επίδοξοι αστοί και οι αστοί) δεν μπορεί να δημιουργήσει τέχνη. Ο μεσοαστός δεν έχει ρίζες στην κουλτούρα που θαυμάζει και προσπαθεί να κόψει τις πραγματικές του ρίζες, από μίσος για τον χωριάτη εαυτό του. Η σχέση του με την κουλτούρα της δύσης, ίσα που αντέχει να δημιουργήσει ορισμένες καρικατούρες τέχνης που δεν δίνουν νόημα στη ζωή ούτε ψυχαγωγούν. Δημιουργούνται και πατρονάρονται κυρίως από το φόβο και τη ντροπή του πρώην χωριάτη για την παράδοσή του.
Έτσι η μόνη τέχνη που ζει, είναι αυτή που γεννιέται από την παντρειά της λαϊκής παράδοσης με τη νέα πόλη· κουμπάρα είναι η παρέα του μάγκα.
Η μεσοαστική τάξη ασχολείται όχι με την λαϊκή παράδοση αλλά με την καλλιέργεια του ατόμου και την αποστήθιση ή δημιουργία μιας ιδεολογίας που θα βοηθήσει την ταξική της υπεροχή. Επίσης ασχολείται με την διακυβέρνηση της κρατικής και οικονομικής μηχανής. Σιγά σιγά αρχίζει να προβάλλει καλλιτέχνες-άτομα, για τους οποίους όμως η παράδοση της δύσης είναι τουλάχιστον εξίσου και πολλές φορές περισσότερο σημαντική απ' την Ελληνική λαϊκή παράδοση. Το κοινό αυτών των καλλιτεχνών είναι αριθμητικά περιορισμένο γιατί αυτή η τέχνη δεν αποτελεί λειτουργία στον κοινωνικό χώρο, αλλά επικοινωνία ενός ατόμου με ορισμένα άτομα. Γι' αυτό καιστις τέχνες όπου η κοινωνική λειτουργία είναι αδύνατο να διαχωριστεί από την ατομική έκφραση (μουσική, χορός, θέατρο) η τέχνη του μεσοαστού μας δεν έχει και τίποτε άξιο να μας δείξει. Απλώς μασάει και ξαναμασάει ξένα πρότυπα, και σαν αστοί πάντα αισθανόμαστε με κάποια ντροπή ότι ανήκουμε σε λαό "απολίτιστο" γιατί το κοινό αυτών των έργων είναι πάντα ολιγάριθμο και νυσταλέο.
Σε μια - δυο γενιές οι αστοί πικραμένοι και χαμένοι από το ξέκομά τους από τις ρίζες, απογοητευμένοι από την τελική αδυναμία του ατόμου, ανακαλύπτουν σαν άτομα και σαν τάξη την τέχνη της εργατιάς και την εγκολπώνονται. Τα στοιχεία που για τους δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού ήταν συνέχεια ζωντανή της παράδοσης, γι' αυτή τη γενιά αντιπροσωπεύουν ακόρεστη νοσταλγία. Το κοινωνικό στρώμα και υπόβαθρο που έθρεψαν αυτήν την Τέχνη έχουν πια διαβρωθεί. Η πείρα της πάλης (πότε εχθρικής και πότε ερωτικής) ανατολής και δύσης που έδωσε το χαρακτήρα της σ' αυτήν την Τέχνη, δεν είναι η πείρα των βολεμένων αστών. Το πολύ είναι κάτι εξωτικό, κάτι που ανακουφίζει ίσως γιατί απηχεί την γενική πραγματικότητά στον τόπο μας, όμως δεν είναι κάτι στο οποίο συμμετέχουν. Δεν είναι ο δικός τους αγώνας, η δική τους ζωή.
Όταν ο Μάρκος κι όλος ο Πειραιάς τραγουδούσε την Φραγκοσυριανή, το τραγούδι ήταν το ερωτικό ραντεβού στον τόπο του καθενός, όπου το σεριάνισμα κάθε τοποθεσίας με την αγαπημένη κάνουν τον τόπο πιο πολύ πατρίδα. Ο έρωτας ζυμώνεται με το τοπίο.
Τώρα που ακούμε ή και τραγουδάμε "Στη Σέριφο, στην Κάλυμνο, στη Νιό, στη Σαντορίνη..." το τραγούδι μοιάζει με περαστικό ειδύλλιο τουρίστα με τουρίστρια. Γνωρίστηκαν σε κάποια εξαήμερη κρουαζιέρα, έκαναν τα ψώνια τους στις μπουτίκ και διάβασαν ίσως Σεφέρη σε μετάφραση.
Έχουμε σχεδόν φτάσει στο σημείο να βλέπουμε τον τόπο μας με τα μάτια του τουρίστα.
...
*Από την Αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη, 
της Αγγελικής Βέλλου-Κάιλ, 
εκδόσεις Παπαζήση 1978.
Η αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη πρωτοκυκλοφόρησε το 1973, 
σε επιμέλεια της Αγγελικής Βέλλου-Κάιλ. 
Η έκδοση ήταν το αποτέλεσμα μακρόχρονης μελέτης της συγγραφέως, 
στα πλαίσια  μαθημάτων στο πανεπιστημιακή Σχολή Καλών Τεχνών στη Νέα Υόρκη. Πρόκειται για μια επιμελημένη έκδοση με πολλαπλό ενδιαφέρον: γλωσσολογικό, λαογραφικό, μουσικό και βεβαίως ιστορικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου