Μια εκκλησιά, ένα τούρκικο τζαμί, ένα μουσείο!
Της Ελένης Μπετεινάκη*
Κάποτε ήταν μια εκκλησιά από τις μεγαλύτερες του Μεγαλόκαστρου. Μετά άλλαξε χρήση έγινε τζαμί ,επίσης από τα πιο ξακουστά. Κι ύστερα την έκαναν αυτοκινητοστάσιο την περίοδο της Κατοχής, και χώρο απορριμμάτων, και πάλι εκκλησία και σήμερα λειτουργεί σαν Μουσείο Χριστιανικής Τέχνης.
Γκρίζος ο ουρανός σήμερα, μουντός ο καιρός, τα σύννεφα φτιάχνουν χίλια δυο σχέδια στο πέρασμα τους. Η πλατεία είναι σχεδόν έρημη το πρωί, περιστέρια μόνο ψάχνουν για ένα σπυρί και οδοκαθαριστές μαζεύουν τα απομεινάρια της προηγούμενης νύχτας. Το ρολόι του Αγίου Μηνά δείχνει σχεδόν χαράματα, ετοιμάζεται να κτυπήσει κι εγώ προχωράω αργά με το ποδηλάτό μου πάντα, στην άδεια πλατεία και θαυμάζω για μια ακόμα φορά τα μνημεία μας, την ιστορία μας …και θυμάμαι και αναρωτιέμαι πως άντεξαν, τι έχουν «ζήσει» στο πέρασμα των αιώνων.
Γειτόνισσα ξεχωριστή του Αϊ Μηνά, η Αγία Αικατερίνη, στέκει χρόνια και κοσμεί την πλατεία και την όχι και τόσο καλαίσθητη από κτίρια γειτονιά, που όλη η ιστορία της πόλης έχει περάσει μέσα από αυτήν, τόσους αιώνες μέχρι και σήμερα…
Δεν ξέρω πόσοι συμπολίτες μας έχουν επισκεφτεί τούτο το κτίσμα μετά την ανακαίνισή του, αλλά πιστεύω πως είναι υποχρέωση του καθενός μας αν θέλουμε να είμαστε πολίτες τούτης της πόλης και αν λίγο νοιαζόμαστε για την ιστορία, τον πολιτισμό και γιατί όχι την κουλτούρα μας,να το δούμε τουλάχιστον μία φορά!
«…Λοιπόν, αξιότιμοι αδερφοί μου! Τέτοιο τζαμί δεν υπάρχει άλλο μέσα στο Χάνδακα, ίσως και σ' όλες τις οθωμανικές χώρες. Ήταν εκκλησία των Ρωμιών και είχε ήδη πέτρινο θόλο. Δεν υπάρχει στο εσωτερικό της τίποτε ξύλινο. Οι πόρτες και οι τοίχοι της είχαν χρυσοποίκιλτα σχέδια. Τώρα χίλιες φορές περισσότερα σχέδια και στολίδια έχει. Όλοι οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με χρυσά σχέδια. Είναι ένα φωτεινό τζαμί...Ο μιναρές του τζαμιού ήταν παλιό καμπαναριό. Όμως η κορυφή του φτιάχτηκε σύμφωνα με την αρχιτεκτονική των μιναρέδων και προστέθηκε κι ένα μπαλκόνι για την πρόσκληση της προσευχής. Είναι ένα έργο τέχνης. Αυτό το όμορφο τζαμί μοιάζει με περίπτερο του παραδείσου, έτσι που βρίσκεται μέσα σε τριακόσια βήματα πλατύ κήπο του Ιρέμ (κήποι του παραδείσου) με τριαντάφυλλα και υακίνθους. Οι τρούλοι του τζαμιού είναι κόκκινοι και σοβαντισμένοι με χορασάνι και ασβέστη. Γύρω υπάρχουν τα δωμάτια των μαθητών, το σχολείο, ο μεντρεσές (Ιεροδιδασκαλείο) κι άλλα όμορφα κτίσματα. Δεν υπάρχει άλλο τέτοιο τζαμί στο Χάνδακα ούτε κι αλλού. Ας προστατεύει ο Θεός τον κόσμο!...»*
«…Όταν είδε ο Εβλιά Τσελεμπί τούτο το τζαμί είπε στο χρονόγραμμά του: Ας είναι σ' αυτό το κτίσμα ο Παντοτινός Θεός Διώκτης της αμαρτίας και Βοηθός. Έτος 1080».*
Λένε πως η αρχική φάση ύπαρξης του ναού, πιθανολογείται τον 12ο ή 13ο αιώνα.
Για το κτίσιμο της εκκλησίας δεν διατίθενται και πολλά στοιχεία. Την περίοδο της Ενετοκρατίας ήταν η ορθόδοξη εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης. Γράφουν επίσης οι ιστορικοί πως την Β΄Βυζαντινή περίοδο αποτέλεσε πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο με τμήματα γραμματικής, λογικής, ρητορικής, μαθηματικών, ζωγραφικής, μουσικής και πολλών άλλων ακόμη. Απ΄αυτήν την σχολή αποφοίτησαν πολλοί γνωστοί Κρητικοί που διέπρεψαν στα γράμματα, στις τέχνες και στην εκκλησία. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει ο ζωγράφος Μιχαήλ Δαμασκηνός, κυριότερος εκπρόσωπος της "Κρητικής Σχολής". Επίσης οΠατριάρχης Κύριλλος Λούκαρης, ο Πατριάρχης Μελέτιος Πηγάς, ο Επίσκοπος Εμμανουήλ Μαργούνιος.
Λέγεται ότι μέχρι τα μέσα του ΙΣΤ’ αιώνα,είχε δεσπόζουσα θέση στο Σιναϊτικό Μοναστηριακό μετόχι του Χάνδακα. Πως οι μοναχοί ήταν εγγράμματοι και η Εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης ήταν η πιο λαμπρή, από τις Εκκλησίες του.
Γράφει ο Τζουάνες Παπαδόπουλος στις αναμνήσεις του από τον Βενετοκρατούμενο Χάνδακα στο βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα, « Στον καιρό της σχόλης»* :
«…Ήταν μετά ο ορθόδοξος ναός της Αγίας Αικατερίνης με μοναχούς του τάγματος του Αγίου Βασιλείου, που δεν έτρωγαν κρέας, που πριν από το πόλεμο ήταν ο πλουσιότερος σε έσοδα απ όλες τις ορθόδοξες και καθολικές εκκλησίες και συντηρούσε σχεδόν εκατό καλόγερους, με χωριά και εισοδήματα τεράστια που έβγαιναν από αυτά, όχι μακριά, κοντά στην πόλη. Αυτή η εκκλησία ήταν επίσης παλαιό οικοδόμημα αλλά με θολωτή στέγη και ήταν κατάγραφη με αγίους, με μεγάλα έξοδα, γιατί υπήρχε πολύ χρυσάφι στις εικόνες. Τη διοικούσε ο αββάς, που εκλεγόταν κάθε τόσα χρόνια, και είχε την ευθύνη, χωρίς να δίνει λογαριασμό στο τέλος της θητείας του, επειδή ζούσαν σαν πραγματικοί μοναχοί και δεν συνήθιζαν να διαχειρίζονται χρήματα ή να έχουν στην κατοχή τους ούτε ένα κατρίνι, το μοναστήρι τους έτρεφε πλουσιοπάροχα, πόσο μάλλον που δεν έκαναν ακριβά ρούχα και πάντα ήταν ντυμένοι με ράσο από τραχύ ύφασμα και παρόμοια κάπα, ο καρναβάς και η κουκούλα τους από το ίδιο χοντροϋφασμένο πανί. Κι ο αββάς λεγόταν στα ελληνικά Ηγούμενος. Και κάθε χρόνο, χάρη στο κληροδότημα μιας αρχόντισσας του ορθοδόξου δόγματος, για οκτώ ημέρες πριν από το πανηγύρι της Αγίας Αικατερίνης μοίραζαν συνέχεια ένα μεγάλο ψωμί, παρόμοιο μ΄ αυτό που μοιράζεται της Αγίας Βαρβάρας μα όχι τόσο λευκό, σ όλες τις ψυχές που παρουσιάζονταν, κάθε φύλο, ακόμα και σε πλασματάκια στις φασκιές, μαζί με μισό μπουκάλι καθαρό κρασί. Και στο διάστημα αυτών των οκτώ ημερών έτρεχαν όχι μόνο οι κάτοικοι της πόλης αλλά και οι χωρικοί από το διαμέρισμα, και φρόντιζαν να έχουν αποθήκες ολόκληρες γεμάτες ψωμί και φούρνιζαν συνέχεια μέσα στο μοναστήρι για να φτάσει. Κι ήταν φορές που πήγαιναν γυναίκες να πάρουν αυτό το ψωμί κρατώντας δύο και τρία μωρά στην αγκαλιά και από το χέρι. Και τότε , κάπου κάπου , τύλιγαν στις φασκιές ακόμα και γάτες ή σκυλάκια και ξεγελιόταν μέσα στη σύγχυση της διανομής εκείνοι που έκανα τη μοιρασιά, μετά όμως αποκαλύφθηκε το κόλπο και πήραν τα μέτρα τους για να μην τους κοροϊδεύουν…»*
«…Μετά την ημέρα της εορτής, ιδίως στον όρθρο, μοίραζαν απλόχερα κερί σε λαμπάδες, λευκές, που παράγγελναν από τη Βενετία, γιατί οι άλλες ορθόδοξες εκκλησίες χρησιμοποιούσαν λαμπάδες από κίτρινο, παρθένο κερί, που τις έφτιαχναν εκεί, στην πόλη, κι έδιναν όποιον πήγαινε στον όρθρο ένα κερί κι όπως το άναβαν όλοι, γινόταν η νύχτα μέρα. Κι αυτά τα κεριά ζύγιζαν το καθένα μια και δύο ουγγιές, και διανέμονταν ανάλογα με την κοινωνική θέση του καθενός, όπως γινόταν σε όλες τις εκκλησίες την ημέρα της εορτής τους στον όρθρο ή καμιά φορά στη λειτουργία. Έστελναν μετά στα μέγαρα των Εκπροσώπων από μια λαμπάδα βάρους μιας λίβρας επιχρυσωμένη με την εικόνα της Αγίας Αικατερίνης. Παρόμοια δώρα έκαναν στους ευγενείς πάτρωνές τους και σ όλους τους επιφανείς αξιωματούχους του Χάνδακα. Την ημέρα της εορτής έκαναν το τραπέζι στους Εκπροσώπους, καλούσαν και άλλους ευγενείς, της Αποικίας και Κρητικούς, εκτός από τον Γενικό Προβλεπτή. Για φαγητό είχε ψάρι και κρέας σε πολύ μεγάλη αφθονία, το ένα πιάτο μετά το άλλο κατά τη συνήθεια του Χάνδακα, σ΄ένα μακρύ τραπέζι, ποτέ στρογγυλό. Και την επόμενη έκαναν άλλο ένα γεύμα ή συμπόσιο, χωρίς κρέας όμως, γιατί αυτή τη φορά καθόταν στο τραπέζι ο Ηγούμενος με τους υπόλοιπους ανώτερους μοναχούς και με όλους τους ευεργέτες της μονής, ευκατάστατους ανθρώπους…»*
Μετά το 1669 ο Χάνδακας περνάει οριστικά στα χέρια των Οθωμανών και ο ναός μετατρέπεται μουσουλμανικό τέμενος. Δωρήθηκε στον Ζουλφικάρ Αλή Πασά. Στα βιβλία των Βακουφίων, σημειώνεται ως “Κετχουντά Βέη Τζαμισί” και επίσης ήταν γνωστό με την ονομασία Ζουλφιακάρ Αλί Τζαμισί ή Αγιά Κατερίνα Τζαμισί.
Με την κατάκτηση από τους Τούρκους της πόλης όλα σταματούν. Η μεγάλη σχολή και η βιβλιοθήκη που υπήρχε σ΄αυτήν δεν λειτουργούν πια. Αποκτά έναν μεγαλοπρεπή και διπλό μιναρέ που κι αυτός όπως και τόσα άλλα καταστρέφεται στις αρχές του 20ου αιώνα.
Σύμφωνα με την μετάφραση των Τούρκικων Αρχείων του Νικόλαου Σταυρινίδη βρέθηκε έγγραφο που δείχνει κάτι σχετικό με την επιδιόρθωση του τζαμιού στα 1720.
« …31 Αυγούστου 1720 - 26 Seval 1132Π. Μ. Η στέγη των προπυλαίων του τεμένους Ζουλφικάρ ήτο κεραμωτή. Κατά τον χειμώνα τα όμβρια ύδατα εισερχόμενα δια των κεράμων ημπόδιζον τους προσκυνητάς από του να εκτελούν την προσευχήν των. Κατόπιν διαταγής του Πασά Χάνδακος μετέβη επί τόπου ο Αρχιτέκτων του Δημοσίου Μιχάλης, όστις μετ' άλλων εμπειρογνωμόνων υπελόγισε την απαιτηθησομένην δαπάνην, καθώς και ταύτην των υδαταγωγών του τεμένους.»
Ο Ζαχαρίας Πρακτικίδης, πάλι, στη χωρογραφία του η οποία συντάχθηκε το 1818 αναφέρει για το συγκεκριμένο κτίσμα: “...Κεχαγιάμπεη τζαμισί. Άμα τη αλώσει υπό των τούρκων εδωρήθη υπό του Σουλτάνου εις τον Κεχαγιά Βέη του κατακτητού Κιοπρουλή. Μίαν εκ των δύο δεξαμενών που προμήθευαν την Πόλιν με ύδωρ γλυκυτάτου, καθαρωτάτου και ψυχροτάτου, ήτο λιθόκτιστος, μεγάλην και σκεπαστήν ευρίσκετο εις την περιοχήν του Κεχαγιά Μπέη του σημερινού Ναού της Αγίας Αικατερίνης… ”.
Κάτω από τον Άγιο Μηνά υπάρχει και σώζεται μέχρι σήμερα η μεγάλη υπόγεια δεξαμενή, η οποία δέχονταν το νερό των πολλών υδρορροών του Ναού, το νερό αυτό πήγαινε σ’ αυτήν την στέρνα της Αγίας Αικατερίνης. Την περίοδο μάλιστα του Μεσοπολέμου έπαιρναν νερό από εκεί οι Ηρακλειώτες…
Από τις αρχές του 20ου το μουσουλμανικό τζαμί περνάει στη δικαιοδοσία της Χριστιανικής εκκλησίας όπως φαίνεται σε ένα βασιλικό διάταγμα της 12ης Μαρτίου 1919, για την μελλοντική χρήση του.
Γράφει ο Νικόλαος Ζευγαδάκηςσε άρθρο του «Προς απόδοσιν αυτού εις την χριστιανικήν λατρείαν » :
“…Εις τον ούτω πως ανακαινιζόμενον και καθιερούμενον λαμπρόν ναόν θα λαμβάνη χώραν μεγαλοπρεπής και επιβλητική η πανήγυρις της Αγίας Αικατερίνης, θα τελούνται δε, εκτός άλλων ακολουθιών, και το καθιερωμένον κατά Ιούλιον μνημόσυνον υπέρ του αειμνήστου μεγάλου Οικουμενικού Πατριάρχου Κυρίλλου του Λουκάρεως, εκλεκτού της πόλεως τέκνου, σπουδάσαντος και διδάξαντος εν τη περί τον ναόν τούτον περιφήμω σχολή, μετά του οποίου μνημοσύνου θα είναι δυνατόν να συνδυθασθή γενικώτερον τοιούτον και υπέρ των εν τη σχολή ταύτη εκπαιδευθέντων και διδαξάντων μεγάλων δ’ έπειτα αποβάντων εις τα γράμματα και την Εκκλησίαν ανδρών της μεγαλονήσου”.
Πολλές οι σκέψεις για τη χρήση του κτιρίου. Άρχισε να δέχεται για φιλοξενία πρόσφυγες πολύ πριν τη φοβερή χρονιά του 1922. Οι ιδέες και οι σκέψεις για τη χρήση του συνέχισαν να υπάρχουν και επί δημαρχίας Μηνά Γεωργιάδη, τον χώρο αυτό επισκέφθηκε ειδικός υπάλληλος του υπουργείου Παιδείας και αφού εξέτασε το προαναφερόμενο κτήριο διαπίστωσε ότι ένας τέτοιος χώρος για την καλή διατήρηση των βιβλίων είναι ακατάλληλος.
Την περίοδο της Μάχης της Κρήτης και του βομβαρδισμού της πόλης αναφέρει σε άρθρο του στην εφημερίδα ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ο καθηγητής Μ. Παπαμιχαλάκηςπως δύο βόμβες… « …διετρύπησαν την στέγην αυτού. Η μία διετρύπησε την στέγην του κεντρικού κλίτους, ολίγον αριστερά της κόγχης του ποτέ Ι.Βήματος και η άλλη διετρύπησε την στέγην του συνδέοντος το κλίτος της Αγ.Αικατερίνης με το κλίτος των Αγ. Δέκα. Το τέμενος ουδεμία άλλην ζημίαν υπέστη. Κατά τη διάρκειαν της κατοχής οι Γερμανοί εχρησιμοποίησαν το τέμενος ως αυτοκινητοστάσιον…».
Στο ίδιο άρθρο του ο καθηγητής Παπαμιχαλάκης γράφει πως το κλίτος ή παρεκκλήσιο των Αγ. Δέκα πριν από τη Μάχη της Κρήτης χρησιμοποιείτο «…ως πρόχειρον αφοδευτήριον ή τόπος απορριμάτων…Ήτο εις άθλιαν κατάστασιν…».
Τελικά ύστερα από εισήγηση του ως άνω καθηγητή ο οποίος διετέλεσε και εκκλησιαστικός σύμβουλος τα έτη 1942 – 1943 δήλωσε αν γινόταν να χρησιμοποιηθεί ξανά ο χώρος για θρησκευτική λατρεία κατόπιν επισκευής και υπό την προεδρίατου Γεωργίου Κριτσωτάκη οι εργασίες ξεκίνησαν. Την 24η Νοεμβρίου 1943 έγινε ο εσπερινός και την επομένη ημέρα της Αγίας Αικατερίνης, ο όρθρος και η θεία λειτουργία. Αξιοσημείωτο ήταν επίσης το γεγονός πως δόθηκε σαν τιμή στον πρώτο πλειοδότη τον έμπορο κ. Βατίστα, που προσέφερε το ποσόν των 200.000 δραχμών για την επισκευή του ναού , να κτυπήσει πρώτος την καμπάνα. Και πάλι λόγω άγνοιας το κλίτος των Αγ. Δέκα χρησιμοποιήθηκε αρχικά σαν κλίτος της αγίας Αικατερίνης και αφού τελικά αποκαλύφθηκε επιγραφή πάνω στη θύραν του κλίτους το 1948 έγινε ο επίσημος εγκαινιασμός του.
Χαρακτηριστική η αναφορά του Νικολάου Ζευγαδάκη, επίσης κατά την πρώτη αυτή επαναλειτουργία του ναού :
“…Το ιερουργηθέν το πρώτον κατά την 25ην Νοεμβρίου 1943 παρεκκλήσιον του ειρημένου παλαιού ενταύθα ναού ελειτούργησεν από τότε άνευ εγκαινίων δι αντιμηνσίου ως ευκτήριος οίκος της Αγίας Αικατερίνης, επ’ ονόματι της οποίας ετιμάτο ο όλος ναός.Θα διατηρήση όμως το παρεκκλήσιον την τοιαύτην του ονομασίαν εφ’ όσον, ως είναι γνωστόν, ετιμάτο επ’ ονόματι των Αγίων Δέκα των εν Κρήτη μαρτυρησάντων, το όνομα δε της Αγίας Αικατερίνης έφερε το μέγα του ναού κλίτος, ποίαν δε ονομασίαν ενδείκνυεται όπως λάβη τούτο κατά τα ιερά εγκαίνια; Περί τας απορίας ταύτας, αίτινες ως λίαν φυσικαί, προεβλήθησαν ευθύς εξ αρχής, θα περιστραφή το παρόν σημείωμα”.
Έκανα μια τελευταία βόλτα στην πλατεία… Τα σύννεφα όλο και πύκνωναν και τα περιστέρια κουρνιασμένα πια στο ψηλό γείσο της εκκλησίας και στο μεγάλο στρογγυλό παράθυρο ή μαζεμένα σε μια άκρη συνέχιζαν να ψάχνουν και να …τρέμουν.
Σχεδόν ψυχή πουθενά… Τελικά άρχισε να ψιλοβρέχει…
Πήρα το ποδήλατο μου και έφυγα περνώντας ανάμεσα τους. Τρόμαξαν, σηκώθηκαν με μιας στον αέρα… Κι ένοιωσα πως ξεκίνησε πάλι η ζωντάνια της μέρας. Γύρισα και κοίταξα πίσω, όπως κάθε φορά… Τόσες θύμησες πάλι… τόση ιστορία και πόση ακόμα, που αγνοούμε…
Χρόνια πολλά στην Αγία Αικατερίνη…για τη σημερινή μέρα,
που΄ταν αιτία της θύμησης!
που΄ταν αιτία της θύμησης!
*Η Ελένη Μπετεινάκη είναι νηπιαγωγός
ΠΗΓΕΣ :
- Χωρογραφία της Κρήτης,Ζαχαρία Πρακτικίδη, ΤΕΕ,1983- Εβλιά Τσελεμπί, Οδοιπορικό στην Ελλάδα (1668-1671), Εκάτη, Αθήνα 1994,
- Νικολάου Σ. Σταυρινίδη, Μεταφράσεις Τουρκικών Αρχείων,Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη
*Στον καιρό της σχόλης, Τζουάνες Παπαδόπουλος, ΠΕΚ
- Το Ηράκλειο στο πέρασμα των αιώνων, Στέργιου Σπανάκη, εκδ. Δήμου Ηρακλείου 1990
- Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ
- Ηeraklion.gr
-Αρχείο Μηνά Γεωργίαδη
- Αρχεία Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου
- Εφημερίδα Μεσόγειος
*αναδημοσίευση zhtunteanagnostes.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου