Σελίδες

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

*Κωστής Παλαμάς...13 Ιανουαρίου 1859 Πάτρα

Κωστής Παλαμάς
Ο Κωστής Παλαμάς, Έλληνας εθνικιστής [1] ποιητής και πεζογράφος, κριτικός και
θεατρικός συγγραφέας, ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της λογοτεχνίας 
και εθνικός ποιητής της Ελλάδος, γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1859 στηνΠάτρα 
και πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου 1943 [2] στην Αθήνα.
Παντρεύτηκε στις 27 Δεκεμβρίου 1887 [3] [4], τη Μαρία Αποστόλου Βάλβη με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά, τη Ναυσικά μετέπειτα μουσικό το 1886, τον μετέπειτα ποιητή Λέανδρο το 1891, και το 1893 τον Άλκη, ο οποίος πέθανε πρόωρα στις 24 Φεβρουαρίου του 1898 από καρκινικό εγκεφαλικό όγκο, και ο ποιητής εικάζεται ότι έγραψε για το θάνατό του το ποιητικό αριστούργημα «Τάφος» [5] και τους «Παραδείσους».

Γονείς του ήταν ο δικαστικός Μιχαήλ Παλαμάς και η Πηνελόπη Πεταλά, οι οποίοι πέθαναν 
η μητέρα του τον Δεκέμβριος του 1864, από πρόωρο τοκετό και ο πατέρας του τον Φεβρουάριο του 1865, πριν ο ίδιος συμπληρώσει τα επτά του χρόνια και είχε άλλα δύο αδέλφια, το Χρήστο και το Νίκο και κατοικούσαν στην οδό Κορίνθου 241, σε ένα 
νεοκλασικό κτίριο στην Πάτρα. 
Στην ποιητική συλλογή του Παλαμά «Τα τραγούδια της πατρίδας μου», υπάρχει κι ένα 
μικρό ποίημα, με τίτλο «Η υστερνή ματιά της», στο οποίο περιγράφει τι ένιωσε σε ηλικία μόλις πέντε ετών, όταν αντίκρισε τη νεκρή μητέρα του,

«Όταν η δόλια μάνα μου
τον κόσμο παρατούσε,
με πήγαν κι εγονάτισα
μικρό, πουλί, μπροστά της,
την τελευταία της πνοή
ο Χάρος ερροφούσε...».
Η καταγωγή της οικογένειάς του ήταν από το Μεσολόγγι όπου έζησε κοντά στην οικογένεια του θείου του Δημητρίου Παλαμά, μεγαλύτερου αδελφού του πατέρα του και τελείωσε το Δημοτικό και το Γυμνάσιο, από το 1865 μέχρι το 1875, συγκατοικώντας μαζί τους, όπως και ο αδελφός του Χρήστος, ενώ ο άλλος τους αδελφός ο Νίκος, έζησε κοντά στην αδελφή της μητέρας τους στην Τεργέστη.
Το φθινόπωρο του 1875 άρχισε μαθήματα στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, όμως γρήγορα τον κέρδισε η λογοτεχνία και η ποίηση, καθώς από την ηλικία των εννέα χρόνων του έγραφε στίχους και διάβαζε με πάθος τον Βίκτορα Ουγκό, τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και τους ρομαντικούς της λόγιας παράδοσης. Είχε δημοσιεύει στίχους από 
το 1875 στο «Αττικόν Ημερολόγιον» και είχε επίσης υποβάλει τη συλλογή «Ερώτων έπη» στο «Βουτσιναίο» ποιητικό διαγωνισμό. 
Στη σύντομη φοιτητική του ζωή γνωρίστηκε με τους Γεώργιο Δροσίνη και Νίκο Καμπά
Την ίδια εποχή μεσουρανούσε ο Αχιλλέας Παράσχος και το κίνημα του ρομαντισμού και όπως διαπίστωνε ο Παλαμάς «Ποιητική κίνηση δεν υπήρχε στην Αθήνα. 
Η ποίηση τρισάθλια. Καιρός να σπαρθεί μια κάποια νέα ποιητική ζωή, με άλλη σκέψη, 
με άλλη φόρμα».[...]
Το 1930 έπαθε εγκεφαλικό επεισόδιο, από το οποίο συνήλθε, χωρίς ποτέ να φτάσει στο παλαιό επίπεδο αποδόσεως. Από τότε μέχρι το τέλος της ζωής του έζησε αποτραβηγμένος στο ασκητικό του γραφείο, αφοσιωμένος πάντα στην ποίηση και στην κριτική, τακτοποιώντας και συμμαζεύοντας το απέραντο έργο του. Έζησε για σχεδόν πενήντα χρόνια σε ένα σπίτι στην οδό Ασκληπιού 3, στην Αθήνα και λίγο μετά το 1930 μετακόμισε σε σπίτι της οδού Περιάνδρου 5 [7] στη συνοικία της Πλάκας. Την 1η Νοεμβρίου 1940, 
τρεις ημέρες μετά την έναρξη της Ιταλικής επιθέσεως κατά της Ελλάδος, απευθύνθηκε στους Έλληνες νέους με ένα τετράστιχό που έχει τίτλο, 

«Στη νεολαία μας». 
«Αυτό κρατάει ανάλαφρο μεσ’ την ανεμοζάλη
το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι, 
αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα 
Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα!» 

Μαζί με άλλους ανθρώπους των γραμμάτων προσυπέγραψε έκκληση προς τους διανοούμενους ολόκληρου του κόσμου, με την οποία καυτηριάζονταν η κακόβουλη 
ιταλική επίθεση, και διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων 
για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.
Πέθανε στις 3.20’ πρωί Σαββάτου, στη διάρκεια του Β Παγκοσμίου πολέμου όταν 
η Ελλάδα ήταν υπό τριπλή κατοχή. 
Ο θάνατός του αποτέλεσμα σοβαρής ασθένειας, 
συνέβη 18 ημέρες μετά το θάνατο της συζύγου του στις 9 Φεβρουαρίου 1943, 
τον οποίο δεν έμαθε ποτέ του, καθώς η υγεία του δεν το επέτρεπε. 
Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών εξέδωσε ψήφισμα για το θάνατό του και 
ο Ερρίκος Σκάσσης τότε πρύτανης του Ιδρύματος, έστειλε επιστολή προς το γιο του Λέανδρο Παλαμά, εκφράζοντας τη θλίψη του. Η κηδεία του που έγινε στις 28 Φεβρουαρίου 1943 στο Α Νεκροταφείο της Αθήνας, μετατράπηκε σε αντικατοχική διαδήλωση και την ακολούθησαν [8] χιλιάδες κόσμου, οι οποίοι τον συνόδευσαν 
στην τελευταία του κατοικία, τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο. 
Παρόντες ήταν ο κατοχικός Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος
καθώς επίσης και εκπρόσωποι των Γερμανικών και Ιταλικών αρχών κατοχής, 
ενώ ο Αδόλφος Χίτλερ έστειλε αεροπορικά από το Βερολίνο, προσωπικό στεφάνι.
Την ώρα που το φέρετρό του κατέβαινε στον τάφο, ο Άγγελος Σικελιανός
τιμούσε τον εθνικό ποιητή των Ελλήνων απαγγέλλοντας τους στίχους

«...Ηχήστε οι σάλπιγγες...
καμπάνες βροντερές
δονήστε σύγκορμη τη χώρα
πέρα ως πέρα...
Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
.................................
Σημαίες της λευτεριάς, ξεδιπλωθείτε!»
Πολλά χρόνια μετά το θάνατό του δημιουργήθηκε το «Ίδρυμα Κωστή Παλαμά», 
το οποίο έχει έδρα και στεγάζεται στην οδό Ασκληπιού 3, όπου ήταν η πρώτη του 
κατοικία στην Αθήνα.

Διακρίσεις [...] livepedia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου