Σελίδες

Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

...Τα αδέσποτα της Τζούτζης....


«Χωρίς δεσπότη, χωρίς κύριο και αφέντη, τριγύριζαν στην πόλη από 
το 2013, μέχρι το 2015.
Έζησαν την ταπείνωση και την εξαθλίωσή της, την απελπισία να μεγαλώνει 

καθώς οι δρόμοι γίνονταν όλο και πιο στενοί και δύσβατοι.
Είδαν τα παγκάκια να μετατρέπονται σε σπίτια, τα σκουπίδια σε τροφή, τα πάρκα 
σε τουαλέτες…
Είδαν την αγανάκτηση και την απελπισία να καλύπτουν τα πρόσωπα και τις ψυχές 

των κατοίκων, τον έρωτα να γίνεται απόγνωση και την Απώλεια να διαλύει τα πάντα.
Έτσι πέρασαν μέσα μου, με σημάδεψαν, και στο τέλος άφησαν το καθένα από αυτά, 

το αποτύπωμά τους στο χαρτί..
.
Μέσα σε ένα βιβλίο απόσταγμα ελεύθερης ψυχής, εξακολουθούν να μιλούν για όλα όσα ζήσαμε αυτά τα χρόνια, με τον δικό τους γλυκόπικρο τρόπο». Τζούτζη Μαντζουράνη

ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ
Μαθαίνεται ο πόνος!
Χαρακιά κι αλάτι
στη πληγή.
Κι ύστερα,
Κι άλλη χαρακιά
και πάνω της
κι άλλο αλάτι.
Σιγά σιγά
συνηθίζεται
κι αυτό,
όπως όλα.
Σιγά σιγά
σε πλησιάζει
ο θάνατος. 


Τα πιό πικρά δάκρυα
Τα πιό πικρά δάκρυα είναι εκείνα
που δεν κυλάνε ποτέ από τα μάτια μας.
Οι πιο δυνατοί οργασμοί είναι αυτοί
που δεν ακούγονται.
Η μεγαλύτερη απελπισία είναι αυτή
που κρύβεται πίσω από ένα χαμόγελο.
Την πιο μεγάλη δύναμη
τη βρίσκει ο άνθρωπος
όταν έχει παραλύσει από τον φόβο.
Το πιο έντονο φως
το βλέπεις μέσα απ' το σκοτάδι του θανάτου.
Και για τη ζωή σου
μπορείς να μιλήσεις
μόνο με ό,τι έχεις αφήσει πίσω σου
πεθαίνοντας.



Στους αγαπημένους μου νεκρούς




Αδερφέ μου,
θέλω να μιλήσουμε,
θέλω ν' ακούσω τη φωνή σου,
να σε ρωτήσω και να με συμβουλέψεις...
Μα, είσαι πεθαμένος,
πάνε χρόνια τώρα...
Κι όμως, σαν χτες είναι,
που τα λέγαμε... που με άκουγες
να σου λέω τα παράπονά μου,
τις πίκρες μου, τις αγωνίες μου...
Μάνα,
Πώς πέρασαν τόσα χρόνια κιόλας,
από την τελευταία φορά που
χώθηκα στην αγκαλιά σου κι έκλαψα;
Και μου χάιδευες το κεφάλι,
και «σώπα κορίτσι μου, σώπα...» έλεγες
κι όλα πέρναγαν.. Όλα.
Πατέρα,
Δεκαπέντε χρόνια μετράω πια
στην πλάτη μου,
τ α χρόνια που μου λείπεις...
£αν τον Σίσυφο τα κουβαλάω,
τΐάνω κάτω, πάνω, κάτω...
και τίποτα δεν αλλάζει.
Όσα μού 'μαθές, μπούσουλας στη ζωή μου...
Δεν με γλιτώνουν από τα λάθη
και τις κακοτοπιές,
αλλά, είναι εκεί, πάντα,
να δηλώνουν την παρουσία σου
όταν τα έλεγες,
και την απουσία σου
τώρα που τα σκέφτομαι ένα ένα...
Αχ! Πώς μεγαλώνουμε με κάθε θάνατο,
δικό μας...
Μεγαλώνουμε με τον πρώτο,
κι αρχίζουμε σιγά σιγά,
να γερνάμε από το δεύτερο και μετά...
Κι όταν μείνουμε μόνοι πια,
έχουμε γεράσει τόσο, που,
έρχεται και η δική μας η στιγμή...
Αφήνοντας κάποιον άλλον
να μεγαλώνει στη θέση μας,
ή και κανέναν.


Θρήνος


Κι εγώ,
που κοίταζα
την ομορφιά του κόσμου
και για τους δυο μας,
και ας μην σε είχα...
Τώρα,
τυφλώνομαι κάθε φορά
που την αντικρίζω.
Σαν μαχαιριά κοφτερή
μου ξεσκίζει τα μάτια
ο ήλιος, το καινούργιο φεγγάρι,
ο κοκκινολαίμης στο κλαδί...
Τίποτα πια, να μην βλέπουν!
Αφού μαζί σου δεν μπορώ
τώρα να τα μοιραστώ.
Τυφλώστε με καλύτερα,
αν πρέπει να συνεχίσω να ζω.
Μέσ' στο σκοτάδι να 'μαι,
αγάπη μου.
Στο ίδιο σκοτάδι να 'μαστέ μαζί
και ν' αναπνέω εγώ μονάχα πια,
και για τους δυο μας.

TZOYTZH MANTZOΥΡΑΝΗ.

"ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ"

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΦΙΛΝΤΙΣΙ
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου