Η ιστορία των σχέσεων μεταξύ των μαρξιστών και του Νίτσε είναι πλούσια σε παράδοξα, που οφείλονται στο γεγονός ότι οι μαρξιστές ανέκαθεν γοητεύονταν από
την εξαιρετική ισχύ τής προδρομικής κριτικής τού «εχθρού» Νίτσε κατά του αστικού κόσμου. Αυτά τα παράδοξα καθίσταντο ακόμη περισσότερο πολύπλοκα απ’ το γεγονός ότι, στη συζήτηση μέσα στους κόλπους τού εργατικού κινήματος, η γοητεία που ασκούσε ο Νίτσε ήταν αναγκασμένη να περάσει μέσα από δύο τουλάχιστον θεμελιώδη πεδία αντιπαράθεσης μεταξύ των διαφόρων σχολών: τον ορισμό τού υλισμού και την κρίση περί της νεωτερικότητας. Πεδία τα οποία επέβαλλε ο «εχθρός».
Ο Νίτσε εισέρχεται διαμιάς, κατά διφορούμενο τρόπο, στη συζήτηση του μαρξιστικού κινήματος: ο Franz Mehring στις αρχές του αιώνα αναλαμβάνει την ευθύνη αυτής της πρώτης επαφής. Ο Νίτσε γνωρίζει διάδοση στους κύκλους της ανατρεπτικής σκέψης της επαναστατικής περιόδου που ακολουθεί τον Οκτώβριο του 1917. Ο Λένιν και ο Γκράμσι τον διαβάζουν, χωρίς να πολυγνωρίζουμε με ποια οπτική: πρόκειται άραγε για μια ερμηνεία που να τοποθετεί τη «θέληση για δύναμη» από την πλευρά τής εξέγερσης, ως μια «νέα αρχή (principe)», ή μήπως για μια αποκήρυξη του νιτσεϊσμού ως ενός αποδυναμωμένου παράγοντα «εξτρεμισμού»; To Σοβιέτ τού Μονάχου του 1919 φαίνεται πως υπήρξε, για να αναφερθούμε και στον Χομπσμπάουμ, η κύρια έκφραση αυτού του διφορούμενου χαρακτήρα – πρώτη σύμπηξη αυτού του αναρχίζοντος «υποκειμενισμού» (κατ’ αντονομασία, «νιτσεϊκού») που η ορθολογιστική προκατάληψη και η γραφειοκρατική καταστολή του επίσημου μαρξισμού δεν θα έπαυαν να καταδικάζουν τις επόμενες δεκαετίες. Αλλά μόνο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι που ο Νίτσε γίνεται «τόπος» [1] τής εσωτερικής και εξωτερικής πολεμικής τού μαρξιστικού εργατικού κινήματος, όταν ο Γκ. Λούκατς, υιοθετώντας την ερμηνεία που είχε δώσει ο ναζισμός για το Νίτσε (και ιδίως εκείνη του Άλφρεντ Μπόιμλερ, επίσημου επιμελητή τής έκδοσης των έργων του στη δεκαετία του τριάντα), την κατευθύνει κατά του ανορθολογισμού της αστικής κουλτούρας τής παρακμής και, συγχρόνως, κατά του ζντανοφικού υλισμού.
Το 1952, ο Γκ. Λούκατς εκδίδει το Die Zerstoerung der Vernunft [2]. Εδώ υποστηρίζεται για πρώτη φορά, με εξαιρετική βιαιότητα, η θέση περί του «πρωτο-φασισμού» τού Νίτσε. Το κατηγορητήριο είναι αδυσώπητο. «Όλο το έργο τού Νίτσε υπήρξε μία πολεμική κατά του μαρξισμού και του σοσιαλισμού, έστω και αν είναι φανερό ότι δεν διάβασε ποτέ έστω και μια γραμμή τού Μαρξ και του Ένγκελς». Ο Νίτσε «ενστικτωδώς» (αλλά «κατά μεγαλοφυή τρόπο») ερμήνευσε τις πολιτιστικές και πολιτικές ανάγκες τού ιμπεριαλισμού, καθιστάμενος έτσι ο «φιλόσοφος-οδηγός» του, «παρά τις διάφορες αλλαγές τής κατάστασης και της αντίστοιχης τακτικής τής αντιδραστικής αστικής τάξης»: απ’ όπου απορρέει και η διαρκής «επικαιρότητα» του Νίτσε, από την εποχή τού Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου μέχρι και μετά τον Δεύτερο. Στο έργο του ο Νίτσε προτείνει μία ρωμαλέα ερμηνεία της παρακμής, ως θεμελιώδους φαινομένου της αστικής εξέλιξης του καιρού του, και θέλει να δείξει το δρόμο για το ξεπέρασμά της. Σε αυτό συνίσταται η πραγματική «κοινωνική αποστολή» της φιλοσοφίας τού Νίτσε, η οποία προσβλέπει στην ικανότητα λύτρωσης της αστικής διανόησης που συνταρασσόταν από την απώλεια του οικουμενικού νοήματος της ίδιας της τής λειτουργίας. Ο Νίτσε προτείνει μία «επανάσταση» η οποία θα διατηρούσε όλα τα προνόμια της αστικής τάξης και θα υπερασπιζόταν με σθένος την προνομιούχα και παρασιτική θέση τής ιμπεριαλιστικής διανόησης, μία επανάσταση κατευθυνόμενη κατά των μαζών, που απέκρυπτε, πίσω από την εμπαθή-επιθετική μορφή τού ύφους της, τον εγωιστικό χαρακτήρα των κινήτρων της. Όσο για τη «θέληση για δύναμη» και τη θεωρία τού «υπερανθρώπου», αυτές συνίστανται απλώς στην «γνωσιολογική παραπομπή στον ακραίο ανορθολογισμό, στην άρνηση κάθε δυνατότητας να γνωρίσουμε τον κόσμο, στην απεύθυνση σε όλα τα βάρβαρα και κτηνώδη ένστικτα».
Οι εκατό σελίδες που είναι αφιερωμένες στον «Νίτσε ως θεμελιωτή τού ανορθολογισμού τής ιμπεριαλιστικής περιόδου» καταλήγουν και πάλι στην παράδοξη αναγνώριση του μεγαλείου μιας σκέψης που, μόνη αυτή, πέτυχε να κατασκευάσει, στην πάλη της κατά του σοσιαλισμού, μία αξιοθαύμαστη δύναμη αντίθεσης στο μύθο, προορισμένη να διαρκέσει επί πολλές δεκαετίες. Σε αυτή την παράδοξη αναγνώριση μπορεί κανείς να διακρίνει την επιμονή αυτής της νιτσεϊκής διδασκαλίας η οποία, στον κύκλο τού Μαξ Βέμπερ και του Γκέοργκ Ζίμμελ[3], είχε βαθιά επηρεάσει το νεαρό Λούκατς και τον είχε σίγουρα συνοδεύσει στις πρώτες μεγάλες αναλύσεις του πάνω στις μορφές της κουλτούρας και ίσως είχε συντελέσει στην προσχώρησή του στον επαναστατικό μαρξισμό.
Στην αντινιτσεϊκή πολεμική τού Λούκατς ωστόσο βρίσκουμε ένα άλλο στοιχείο, εγγενές στην πολιτική πάλη τού κομμουνιστικού εργατικού κινήματος. Στο έργο του «Η παρούσα σημασία τού κριτικού ρεαλισμού» τού 1956 και στον πρόλογό του στην ιταλική μετάφραση τού Zerstoerung der Vernunft(1959)[4], ο Λούκατς το δηλώνει ανοιχτά. Η πολεμική κατά του ανορθολογισμού ουσιαστικά κατευθυνόταν κατά «του απλουστευτικού δόγματος του Ζντάνοφ που καθιέρωνε τη διάκριση υλισμού – ιδεαλισμού ως τη μόνη αντίθεση στην ιστορία της φιλοσοφίας». Η επίθεση του Λούκατς κατά του Νίτσε, θεωρούμενου ως υπέρτατου αντιπροσώπου τού ανορθολογισμού, εμφανιζόταν εδώ στη σωστή της διάσταση: είναι μία επίθεση που κατευθύνεται εναντίον όλων των ρευμάτων τού σοσιαλισμού που δεν θέτουν ως καθήκον τους τον εκσυγχρονισμό ως πρακτικό περιεχόμενο της ουτοπίας, δηλαδή –σύμφωνα με τον Λούκατς- την ορθολογική μεταμόρφωση της κοινωνίας σύμφωνα με κανόνες προόδου, της ολόπλευρης ανάπτυξης της ελευθερίας, της ισότητας και της ειρήνης. Ο αντινιτσεϊκός Λούκατς είναι εκείνος που θέλει να ξανασηκώσει όλες τις σημαίες που η αστική τάξη είχε αφήσει να πέσουν μέσα στη λάσπη και που, συνεπώς, αρνείται τη νιτσεϊκή διάγνωση για το μοιραίο τής παρακμής, για το μηδενισμό ως ουσία του αστικού πολιτισμού. Πραγματικά, στο ζντανοφισμό, ο Λούκατς διάβαζε αυτό που μπορεί κανείς να βρει σ’ αυτόν, μία λαϊκιστική –ή καλύτερα πληβειακή – εκδοχή στη λογοτεχνία, μία εργαλειακή μεταστροφή στη φιλοσοφία και την επιστήμη, έναν κυνικό βολονταρισμό στην πολιτική και όλα αυτά τα ερμηνεύει ως μία επάνοδο στις ανορθολογικές όψεις τής ιδεολογίας. Ο ανθρωπισμός του αντιδρούσε: o αντινιτσεϊκός Λούκατς είναι ο αντισταλινικός Λούκατς. Eνάντια σε μια σχετικιστική γνωσιολογία, ενάντια στο δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», πρότεινε για το σοσιαλισμό την ορθολογικότητα μιας κοσμοαντίληψης προερχόμενης από τον Γκαίτε, την έξοδο από την αλλοτρίωση και την πραγμοποίηση ως επανασύνθεση της ανθρώπινης ολότητας.
Το βιβλίο τού Λούκατς ανάγεται στο 1952. Η συζήτηση γύρω από την ευθύνη τού ναζισμού και η οξεία αντιπαράθεση σχετικά με το Schuldfrage (ζήτημα της ενοχής) βρίσκεται στο απόγειό της. Η κρίση τού Λούκατς για το Νίτσε γίνεται αποδεκτή από ένα σημαντικό μέρος τής κοινής γνώμης, όχι απαραίτητα της σοσιαλιστικής. Και ωστόσο, μέσα στην ανοικοδόμηση της καπιταλιστικής Ευρώπης, ο Νίτσε ξαναζεί και παρουσιάζεται εκ νέου ως ένας επίκαιρος κριτικός. Ήταν άραγε ο Νίτσε πιο μαρξιστής από τους μαρξιστές; Για άλλους λόγους, ο Φραντς Μέριγκ είχε ήδη θέσει στον εαυτό του το ερώτημα αυτό. Ο αντι-βισμαρκικός Νίτσε, ο υλιστής και επαναστάτης Νίτσε, ο Νίτσε – επικριτής κάθε ιδεολογικού «ταρτουφισμού», μπορεί και πρέπει να είναι «ένας σταθμός στο δρόμο για το σοσιαλισμό». Και έπειτα; Μήπως ο Νίτσε δεν ήταν πια παρά ένας παιδαγωγός; Στη δεκαετία τού 50 βγαίνουν στην κυκλοφορία τα καλύτερα βιβλία που γράφτηκαν για το Νίτσε στη διάρκεια της δεκαετίας τού 30: πρόκειται για έργα των οποίων οι συγγραφείς υπήρξαν όλοι αντίπαλοι του ναζισμού, όπως ο Karl Loewith, o Karl Jaspers, o Edgar Salin και o Erich Podach. O Heinrich Mann αναδεικνύεται ως ο ερμηνευτής αυτής της νέας επικαιρότητας του Νίτσε και, μεταξύ άλλων, την προτείνει προς τους σοσιαλιστές και τους μαρξιστές. Να λοιπόν που ξαναεμφανίζεται, πάνω στη σκηνή της νέας καπιταλιστικής κυριαρχίας του κόσμου, η εικόνα ενός Νίτσε «αθώου», προφήτη και διαλεκτικού, ο οποίος ξεκινώντας από την αποκήρυξη της «αντιστροφής των αξιών» καταλήγει στο μύθο τού υπερανθρώπου. Ο Νίτσε δεν είναι υπεύθυνος για το ναζισμό: ακόμα περισσότερο, δεν έπαψε να καταδικάζει τον εθνικισμό και ισχυρίστηκε ότι «η κουλτούρα και το κράτος είναι ανταγωνιστές». Υπήρξε πάντα με το μέρος των καταπιεσμένων και συνέλαβε την απελευθέρωση ως παραγωγή – παραγωγή καινούρια, παραγωγή ελεύθερη και νεαρή. Το διονυσιακό θέμα είναι ένα θέμα υλιστικό και παραγωγικό: «είμαστε όλοι εργάτες». Στο έργο τού Walter Kaufman που ανάγεται στο 1950 (όπως εξάλλου και στις νέες αναγνώσεις αυτών των χρόνων του Henri Lefevbre), αυτά τα στοιχεία ανασυντίθενται σε μία εικόνα τού Νίτσε που χαρακτηρίζεται αποφασιστικά ως «κριτικός διαφωτιστής», ως συγγραφέας τού «μετα-μηδενισμού».
Μέχρι ποιο σημείο ήταν πιστευτή αυτή η εικόνα ενός «Νίτσε χωρίς Ζαρατούστρα», ενός Νίτσε που είχε «λειανθεί» για να γίνει όχι ένας κριτικός τής νεωτερικότητας αλλά απλώς ο κριτικός τής καπιταλιστικής νεωτερικότητας; Δεν θα ήταν δυνατό να παράσχουμε μία απάντηση σε αυτή τη διερώτηση αν δεν θεωρήσουμε ακόμα μια φορά τα ιδεολογικά εκείνα στοιχεία, τα εγγενή στις συζητήσεις στους κόλπους τού εργατικού κινήματος, που μπαίνουν στο παιχνίδι μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Ο θετικός, διαφωτιστής, υλιστής Νίτσε που αντιπαρετίθετο στην καταλυτική κριτική τού Λούκατς, ήταν στην πραγματικότητα προϊόν τής απολογητικής τού ζντανοφισμού. Η σύγκρουση που, σχετικά με τον εκσυγχρονισμό, αντιπαρέθετε τον ορθολογισμό τού Λούκατς στη σταλινική εκδοχή τού υλισμού, είχε εδώ επιλυθεί. Ο Heinrich Mann[5] μάς παρέχει την απόδειξη: «Ενα ερώτημα τίθεται: ποιος υπήρξε πραγματικά ο μελλοντικός κυρίαρχος άνθρωπός του; Ο Νίτσε εξέφρασε την άποψή του για τον εργάτη που σήμερα θα ήταν καθαρός μπολσεβικισμός. "Σκηνή από τη μελλοντική ζωή του εργάτη", εδώ δεν υπάρχουν πια αμφισβητήσεις και δισταγμοί: Οι εργάτες θα έπρεπε να μάθουν να αντιδρούν σαν στρατιώτες. Αποζημιώσεις, οδοιπορικά, αλλά όχι μισθός! Καμία σχέση μεταξύ πληρωμής και εργασίας! Ας βάλουμε κάθε άτομο, ανάλογα με το είδος του, στη θέση που θα του επιτρέψει να παράγει όσο το δυνατόν περισσότερο στην ειδικότητά του»… Οποίον κιτς! Οποίον απίστευτο συμπέρασμα! Στην πραγματικότητα το έδαφος του διαλόγου σχετικά με το Νίτσε που κατελάμβαναν οι μαρξιστές ήταν αναπόφευκτα παγιδευμένο από τη στιγμή που συνέχιζαν να θεωρούν το Νίτσε από την άποψη της εκμέρους του αποκήρυξης της διάλυσης των αξιών και από την άποψη της εκπλήρωσης της νεωτερικότητας και από τη στιγμή που δεν άρχιζαν να τον θεωρούν από την άποψη της υπέρβασης της νεωτερικότητας, με βάση το Ζαρατούστρα και τη «θέληση για δύναμη». Αλλά αυτό, στον ορίζοντα του υπαρκτού σοσιαλισμού, στον οποίο τοποθετούνταν ο Γκ. Λούκατς και οι «διαφωτιστές» αντίπαλοί του, ήταν κάτι αδύνατο.
Ο Νίτσε ανορθολογιστής αντίπαλος, ο Νίτσε υλιστής σύμμαχος: τι νόημα μπορεί να έχει μία τέτοια διάζευξη; Και αν ο υλισμός ήταν «ανορθολογικός»; διερωτώνται μια ορισμένη στιγμή ορισμένοι μαρξιστές. Το πολιτικό κλίμα έχει αλλάξει. Μετά το 1968 η σύλληψη ενός σοσιαλισμού που συλλαμβάνει τον εαυτό του ως συνέχιση της νεωτερικότητας έχει κλείσει τον κύκλο της. Η κριτική κατά της εργαλειακής ορθολογικότητας του ώριμου καπιταλισμού όπως και του υπαρκτού σοσιαλισμού, οδηγούσε κάποιους να σκέφτονται το μαρξισμό πέραν της νεωτερικότητας. Μέσα στην ανορθολογικότητα, μέσα στον κομμουνισμό. Και από δω δεν θα μπορούσε να λείπει μία «νιτσεϊκή διάσταση»: και συγκεκριμένα η διάσταση της ελευθερίας του πνεύματος που γεννιέται από την κριτική, ορθολογική και απελευθερωτική αποστολή της σκέψης του και που δεν αναλώνεται στο να θέτει εκ νέου τα πάντα υπό αμφισβήτηση, και που επιτρέπει στον εαυτό της ακόμα και να απαιτήσει για το άτομο (ακόμα και σε μια κοινωνία τυπικά ίσων ανθρώπων) ένα χώρο άμυνας και ένα πεδίο για τη δική του αυθόρμητη δραστηριότητα (με την έννοια που το αντιλαμβανόταν και ο Burckhardt) σε μια κατεύθυνση, σε τελευταία ανάλυση, αντικρατική: εννοείται βέβαια ότι πιστεύει κανείς στ’ αλήθεια στην αναγκαία εξάλειψη του κράτους μέσα στο "βασίλειο της ελευθερίας", με άλλα λόγια ότι επιθυμεί πραγματικά την υπέρβαση της "πολιτικής" ως καταπίεσης».
Ξαναπιάνοντας αυτά τα λόγια τού Mazzino Montinari[6], ιταλού μαρξιστή και επιμελητή μιας νέας έκδοσης του Νίτσε, μπαίνουμε στην τελευταία φάση της σχέσης μεταξύ των μαρξιστών και του Νίτσε. Η φάση αυτή ανοίγει με ένα επεισόδιο που λαμβάνει χώρα αμέσως μετά τον πόλεμο, στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, όταν ορισμένοι κομμουνιστές όπως ο Luporini και ο Timpanaro, ερμηνεύοντας τον υλιστικό ανορθολογισμό τού Giacomo Leopardi (ιταλού ποιητή του 19ου αιώνα, από αρκετές απόψεις πρόδρομου του Νίτσε), ανακάλυπταν τον μοναδικά προοδευτικό χαρακτήρα τού αντιμοντερνισμού του[7]. De te fabula narratur: για τη δυνατότητα να πάμε πέρα από τον καταπιεστικό εναγκαλισμό τού σοσιαλισμού, της ορθολογικότητας και της νεωτερικότητας. Στη δεκαετία τού εξήντα, στους κόλπους αυτής της σχολής, ο Μοντινάρι και ο Κόλλι αρχίζουν στην RDT μία σημαντική προσπάθεια επανέκδοσης των έργων τού Νίτσε – που στην ουσία ήταν πρώτη έκδοση για ορισμένα θεμελιώδη κείμενα όπως Η θέληση για δύναμη, το Ecce Homo και η αλληλογραφία. Την ίδια εποχή η νέα ανάγνωση του Νίτσε στη Γαλλία, από τον Deleuze και τον Foucault, ανοίγει ένα νέο έδαφος για τον κριτικό μαρξισμό[8].
Yπάρχει λοιπόν ένα θεμελιώδες στοιχείο που καθορίζει την επανεξέταση του Νίτσε από τον κριτικό μαρξισμό: η μετατόπιση της θεωρητικής προσοχής, η οποία απομακρύνεται από τις παραλλαγές τού ορθολογισμού και του υλισμού στο εσωτερικό τής νεωτερικότητας, για να στραφεί προς την κριτική τής νεωτερικότητας. Με άλλους όρους, η πτώση τού ενδιαφέροντος για τον ορθολογισμό ως μορφή μιας καπιταλιστικής νεωτερικότητας που ο σοσιαλισμός ήθελε να επανοικειοποιηθεί και η επείγουσα κριτική ανάγκη να πάμε πέρα από την καπιταλιστική νεωτερικότητα για να οικοδομήσουμε το σοσιαλισμό. Ο Νίτσε δεν ήταν αποδεκτός για τον υπαρκτό σοσιαλισμό, όπως επίσης και για όλους τους εραστές τής νεωτερικότητας: αντίστροφα, γίνεται ένας σύντροφος στην πορεία όλων εκείνων που σκέφτονται την καπιταλιστική νεωτερικότητα ως μια φυλακή της σκέψης και έναν βάναυσο καταναγκασμό για τη ζωή. Δεν χρειάζεται πλέον και κανένας ερμηνευτικός άθλος προκειμένου να αποσπάσει κανείς το σοσιαλισμό από το παρεφθαρμένο προϊόν τής χριστιανικής ηθικής. Ο σοσιαλισμός είναι ο «υπαρκτός σοσιαλισμός», ή πάντως κάποια άλλη μορφή, λιγότερο ή περισσότερο κοινότυπα δημοκρατική, του μοντέρνου μηδενισμού. Πέρα από όλα αυτά, υπάρχει αυτό το νέο δημιουργικό άνοιγμα της ιστορικότητας που ο κριτικός μαρξισμός αποκαλεί κομμουνισμό. Αλλά υπάρχει και ένα δεύτερο νιτσεϊκό στοιχείο που ο κριτικός μαρξισμός υποδέχεται πλήρως: είναι ο τονισμός της δύναμης, ως περιεχομένου της θέλησης, και συνεπώς ως μήτρας παραγωγής τής συλλογικής υποκειμενικότητας, δηλαδή παραγωγής κουλτούρας, δηλαδή ως γίγνεσθαι των υποκειμένων εναντίον του κράτους[9].
*Αντόνιο Νέγκρι: Διδάσκει στο College de philosophie (Montagne Sainte-Genevieve) στο Παρίσι. ‘Έργο του μεταξύ άλλων το L´anomalie sauvage : puissance et pouvoir chez Spinoza (ed. PUF, 1982).[=H άγρια ανωμαλία: δύναμη και εξουσία στο Σπινόζα].
[1]. [Στο πρωτότυπο : topos –σ. τ. μ.]
[2]. La destruction de la raison, L’ Arche, 1958 [=H καταστροφή του Λόγου –σ. τ. μ.].
[3]. Βλ. L.A. Scaff., Fleeing the Iron Cage : Culture, Politics and Modernity in the thought of Max Weber [=Απόδραση από το σιδερένιο κλουβί.Κουλτούρα, πολιτική και νεωτερικότητα στη σκέψη τού M.W.], University of California Press, 1990.
[4]. Τορίνο 1959.
[5]. H. Mann, Les pages immortelles de Nietzsche,textes choisis et presentes par …, [=Οι αθάνατες σελίδες τού Νίτσε, επιλογή και παρουσίαση κειμένων από τον …], Paris 1958.
[6] [Στο πρωτότυπο, στο τέλος τής αμέσως προηγούμενης παραγράφου (στο ίδιο δηλαδή σημείο με το ελληνικό κείμενο) κλείνουν εισαγωγικά, τα οποία όμως, προφανώς λόγω τυπογραφικού λάθους, δεν ανοίγουν πουθενά στα προηγούμενα. έτσι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ποια ακριβώς από «αυτά τα λόγια» είναι του Ματσίνο Μοντινάρι και ποια του ίδιου του Νέγκρι -σ.τ.μ.].
[7]. Για το σύνολο του ζητήματος βλ. A. Negri, Lenta ginestra. Saggio sull’ ontologia di G.Leopardi,Milano 1987, υπό έκδοση στα γαλλικά στις εκδόσεις Le Quai Voltaire. [O τίτλος αν δεν κάνουμε λάθος σημαίνει: Το αργό σπάρτο (πιθανώς αναφορά σε κάποιο σημείο από το ποιητικό έργο τού Λεοπάρντι) – Δοκίμιο για την οντολογία τού G.L.].
[8]. Nietzsche, Cahiers de Royaumont,Philosophie, n. VI, Paris 1967.
[9]. A. Negri, Fabbriche del soggetto [=Βιομηχανίες τού υποκειμένου], Πίζα-Λιβόρνο 1987.
*Μετάφραση: Άκης Γαβριηλίδης
*Tο παραπάνω κείμενο δημοσιεύθηκε στον «Πολίτη», (το αθηναϊκό περιοδικό που δεν υπάρχει πια, όχι την κυπριακή εφημερίδα), το 1993. Στη δημοσίευση εκείνη, υπήρχε η εξής εισαγωγή:
Το τεύχος Απριλίου του 1992 του γαλλικού περιοδικού Magazine Litteraire, ήταν αφιερωμένο στον Φρίντριχ Νίτσε και στις «ζωές» του (ο τίτλος του είναι Les vies de Nietzsche). Στο τεύχος αυτό περιλαμβανόταν και ένα κείμενο του ιταλού μαρξιστή φιλόσοφου Αντόνιο Νέγκρι, που ζει εδώ και χρόνια αυτοεξόριστος στο Παρίσι, το οποίο επιχειρεί έναν απολογισμό της υποδοχής τού γερμανού στοχαστή από τη μαρξιστική σκέψη στις διάφορες εκδοχές της. Το κείμενο αυτό γράφτηκε από το Νέγκρι στα ιταλικά και μεταφράστηκε στα γαλλικά για το Magazine Litteraire από την Μarie-Josee Tramuta.
philipposphilios.com* Αντόνιο Νέγκρι (γνωστος και ως Toni Negri, γεννημένος στην Πάδοβα, 1 Αυγούστου 1933
είναι Ιταλός συγγραφέας, καθηγητής και πολιτικός επιστήμονας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου