Σελίδες

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2016

...ο Κωστής Παλαμάς κι ο...έρωτας...και μια Ελένη!..



...γνωστός.... περισσότερο για τα εθνικά θέματα που δεσπόζουν 
στο Δωδεκάλογο του Γύφτου, για τη θριαμβική υμνολογία των ελληνικών τόπων 
στην Φλογέρα του Βασιλιά, και φυσικά, για την έμπνευση της εθνικής ομοψυχίας 
στον Ολυμπιακό Ύμνο, γίνεται απολαυστικός όταν σε αφήνει 
να... κρυφακούσεις το τραγούδι της ψυχής του και να ψηλαφήσεις 
τους χτύπους της καρδιάς του για την αγαπημένη του Ραχήλ...!!!!



Του σκλάβου ο σκλαβος είμ΄εγώ ο ανέλπιδος,
Το λυτρωτή δεν τον προσμένω πια,
Πάω καθώς πάει του ρηχού νερού το αγρό ξεψύχισμα
Προς την πάντερμη ακρογιαλιά.
Μα όλα τα ξέχασα, τα ξέχασα, τα ξέχασα,
Και σα Μεσσίας υψώνομαι σε νέα μιας γης Ιουδαία,
Κάθε που γέρνεις και φυσάς προς τα μαλλιά μου
Την απαλήν ιερή πνοή σου, ω Μούσα Ιδέα.
Ένα απόσπασμα από τα γράμματα του ποιητή, μέσα στα ερωτικά παραληρήματα προς την Chere Clarte, αγαπημένη λάμψη του ποιητή , του ρομαντικού, με τις χιμαιρικές επιθυμίες, την ποικιλότητα των επιθέτων, τη γλωσσική ακρίβεια, τον υψηλό τόνο...

Κωστής Παλαμάς - Ραχήλ (Ελένη Κορτζά)
Οταν πρωτοσυναντήθηκαν σε ένα φιλικό σπίτι τα Χριστούγεννα του 1921, η Ελένη Κορτζά ήταν μια όμορφη, φιλομαθής κοπέλα γύρω στα 20. Παρ' ότι αγνοούσε την ύπαρξή του («Δεν γνωρίζω ποιητή Παλαμά»), η Ελένη κατάφερε να εντυπωσιάσει τον εξηντάρη τότε Παλαμά, όχι μόνο με τη μορφή αλλά και με τη μόρφωσή της. Η συζήτησή τους γύρω από τον Μποντλέρ και τον Ουγκό αποδείχθηκε τόσο ενδιαφέρουσα που συμφώνησαν ότι πρέπει να συνεχιστεί. Ετσι, για τον σκοπό αυτόν άρχισαν, παρουσία και άλλων ενδιαφερομένων, να συναντιούνται κάθε Σάββατο στο ίδιο σπίτι ­ κάτι σαν κοσμικό φιλολογικό «σαλόνι» της εποχής. Ο Παλαμάς όμως δεν άντεχε την πολυκοσμία και ζήτησε από την Ελένη να τον επισκέπτεται στο Κελλί (το «ησυχαστήριο» και σπουδαστήριό του). Σιγά σιγά αναπτύχθηκε μεταξύ τους μια ερωτική σχέση που έδωσε νέα πνοή στον κουρασμένο ποιητή: οι φόβοι, οι αμφιβολίες και οι ανησυχίες καταλάγιασαν χάρη στο γεμάτο προσμονή και πίστη βλέμμα της Ελένης. Και εκείνη όμως με τη σειρά της ­ που έπασχε από φυματίωση και είχε μια μελαγχολική φύση ­ άντλησε δύναμη από την προσοχή αυτή που την κολάκευε τόσο. Συχνά, κυρίως τους χειμώνες, αναγκάζονταν να μείνουν χωριστά, εφόσον η άρρωστη Ελένη έπρεπε να αναζητήσει ηπιότερα κλίματα. Τα διαστήματα αυτά αλληλογραφούσαν εκτεταμένα. Στα γράμματά του ο Παλαμάς άρχισε να την αποκαλεί «Ραχήλ». Η σχέση συνεχίστηκε σίγουρα ως τον Αύγουστο του 1935 ­ τότε χρονολογείται το τελευταίο γράμμα που διασώθηκε. Από εκεί και πέρα δεν είμαστε σίγουροι. Η Ελένη ακολούθησε τον στρατηγό πατέρα της στην Αίγυπτο και μετά στη Νότιο Αφρική. Οταν επέστρεψε το 1944, ο Παλαμάς είχε πια πεθάνει.
«Η αλήθεια είναι πως τα γράμματά σου ­ και μάλιστα το τελευταίο σου ­ είναι σαν κάποια ωραία μάτια εκφραστικά που σε κοιτάζουν δακρυοπνιγμένα, μα χωρίς να στάζουνε τα δάκρυά τους, και χωρίς να χάνουν τίποτε από την ομορφιά τους τα μάτια αυτά. Μάλιστα γίνονται ομορφότερα. Μα η αλήθεια είναι πως θα τα ήθελα τα μάτια αυτά (παραμερίζοντας κάθε αισθητικό εγωισμό), πως θα τα ήθελα να μη πνίγονται δακρυσμένα, θα τα ήθελα ολοκάθαρα να λάμπουν και να χαμογελούν με το χαμόγελο εκείνο των ωραίων ματιών που κάποτε και πότε είναι εκφραστικώτερο και ποθητότερο από το χαμόγελο που ανατέλλει στα χείλη· κάποτε και πότε σημειώνω, γιατί δεν είναι τίποτε ωραιότερο ­ καθώς κάπου το παρατηρεί και ο Τολστόης ­ από το χαμόγελο του ανθρώπου· το μειδίαμα, βέβαια, που κέντρο του το στόμα είναι, μα που απλώνεται φωτίζοντας, με το φως μιας αυγής, ολόκληρο το πρόσωπο... Τα γράμματά σου πώς πονούν! Παλμός τους είναι η μελαγχολία, μιαdeception τα τρεμοσαλεύει κ' ένας φόβος τα κιτρινίζει. Αστείος και αφελής θα ήμουν ανπροσπαθούσα να σε παρηγορήσω. Μα και δεν πρέπει να σου σιωπήσω δυο πράγματα:Πρώτα, πως μου δίνουν κ' εμένα ένα πένθος που όσο κι αν είναι δυσκολοέκφραστο, εύκολα θα μπορής να το εννοήσης. Επειτα και μαζί πως μου δίνουν μια χαρά. Το πένθος είναι από το πένθος σου, και η χαρά από τη σκέψη πως με θεωρείς άξιο της εμπιστοσύνης σου ώστε να γέρνης προς την ψυχή μου το πρόσωπο της θλίψης σου» (31 Αυγούστου 1924).
*από: tovima.gr

Κωστής και Ραχήλ (1)

Τα Χριστούγεννα του 1921, ο Κωστής Παλαμάς γνωρίζει για πρώτη φορά την κατά 40 χρόνια μικρότερή του Ελένη Κορτζά, συγγενή μιας συγγενικής οικογένειας του ποιητή. Εκείνος, ήδη μια μεγάλη ποιητική μορφή, εκείνη μια χαριτωμένη κοπέλα με καταπληκτική για την ηλικία της μόρφωση. Η πρώτη θετικότατη εντύπωση που αφήνει η, αργότερα αποκαλούμενη Ραχήλ, θα φέρει μια σειρά συναντήσεων , κάθε Δευτέρα και Παρασκευή απόγευμα, στο Κελλί του ποιητή για ατέλειωτες συζητήσεις.
       Η πρώτη της επίσκεψη στεριώνει κιόλας μια σχέση ακατάλυτη, καθώς η γοητεία της σκέψης που αφειδώλευτα ξεχύνεται στη συναναστροφή αυτή, γεμίζει την αδειασμένη από την πίκρα και την ασθένεια ψυχή της νεαρής ύπαρξης(Η Ελενίτσα ήταν φυματική). Αλλά και ο ποιητής, που είναι πια αρκετά ώριμος για να μην σταματά στην ικανοποίηση που του προσφέρει η δόξα από την αναγνώριση του έργου του, αρνητής και αντιφατικός στη σκέψη και τη ζωή, βρίσκει στα ρεμβώδη μάτια της Ραχήλ κάποια κατάφαση που μπορεί να ισορροπήσει αυτή την ανικανοποίητη αμφιβολία του.
        Τις συναντήσεις στο Κελλί κανένας βέβηλος δεν επιτρέπεται να τις παρακολουθήσει. Όταν και όποτε αναγκαστικά διακόπτονται (λόγω αρρώστιας της κοπέλας, κακοκαιρίας...), τα γράμματα του Κωστή εκφράζουν τις μύχιες σκέψεις του, τα συναισθήματά του και αποτελούν σχισμές στο χώρισμα που στέκει ανάμεσα στον κόσμο και στη δέηση.
      Η Ραχήλ του γράφει γράμματα χωρίς προσφωνήσεις. Ο ποιητής μερικές  δυσκολεύεται, δεν ξέρει πώς να την αποκαλέσει, παραλείπει κι εκείνος τις προσφωνήσεις.  Μέχρι που η Ελενίτσα γίνεται η Chere Clarte... «αν ποτέ γράφοντάς σας σε κάποια σας απουσία...μου ερχόταν έξαφνα η όρεξη να παραβώ τον κανόνα που ακολουθούμε οι δυο, μη προτάσσοντας τίτλους στα γράμματα και προσφωνήσεις, θα σας προσφωνούσα απλούστατα : Chere Clarte. Αξίζει κανείς για τέτοια ωραία, εγκάρδια, εκφραστική φρασούλα, να παραβαίνει τον κανόνα». Και η προσφώνηση αυτή έρχεται και ξανάρχεται στα γράμματά του και γίνεται μεταφορά, μύθος, όραμα, μορφή και σκιά όλη την μέρα, όλες τις μέρες που λείπει μακριά του. Τα γράμματα συνεχίζουν τις διεξοδικές συζητήσεις τους, μερικές φορές γίνονται πιο ελεύθερες διαχύσεις του εσωστρεφούς ποιητή, απεγνωσμένες λέξεις που ποθούν να γίνουν απόλυτες, αιώνιες Ιδέες. Παρακάτω παραθέτω μερικές από τις αγαπημένες μου  αποφωνήσεις και μια προσφώνηση προς αυτήν :
Chere et divine Clarte (ακριβή και θεϊκή Λάμψη),
Σκυφτός ολόκαρδα μπροστά σου/ toujours en prosternation devant ton tres vivante image / όλος με τη σκέψη σου/ πάντα με τη σκέψη σου, με την ενθύμησή σου, με την εικόνα σου, με το όνειρό σου/Με την ελπίδα γοργού γυρισμού και φθινοπωρινών ημερών που να έχουν όλη τη γλύκα της άνοιξης, χαιρετούμε τη Chere Clarte prosternes devanτ sa douceimage en adoration / Με την προσδοκία καλού και γοργού γυρισμού ας δεχθή η Chere etDivine Clarte την έκφραση μιας ωραίας ονειρούφαντης αγάπης / Δέξου, λατρευτή Εικόνα, την ταπεινή μου προσφορά  στο βωμό  που για σένα έστησα στ άδυτα των αδύτων μου /  Επιθυμούσα το γράμμα αυτό να φυλαχτή θρησκευτικά από κάθε βέβηλο μάτι. Και ακόμα επιθυμούσα περισσότερα, να διαβαστή και ξεσχιστή / Σε φιλώ με όλη τη στοργή που μου δόθηκε να αισθανθώ για σένα / Chere et Divine! O ερημωμένος Ασκραίος (Ενν, τον εαυτό του) ονειρεύτηκε πως γλυκοφιλούσε την Κλαρτέ με τρία αέρινα φιλιά του γνωστού τραγουδίου και με την ελπίδα πως μια μέρα θα πάψουν τα φιλιά να είναι αέρινα. Μάταια και ηλίθια ελπίδα. Η πραγματικότης είναι πως απόμεινε σήμερα συντριμμένος με την προσδοκία / tout a vous / Σε χαιρετώ με όλες μου τις καρδιές / Μέσα στην παρακμή του την τρομαχτική θυμάται πάντα την αναγέννηση του περάσματός σου / Ο πάντα με τη δική σου σκέψη / Μα θα έπρεπε ο ποιητής να ευχηθή στη μυστική νύφη του δάσους που περνάς τα δειλινά σου να σ έχη κάτου από τη σκέπη της προστατευτικά / 'Ελα λοιπόν, μεγάλη μου παρηγοριά, ma tendre et sainte inspiratrice, mon reve, Chere Clarte, uniqueamie. Τι θα γίνη, τι θα γίνω, αν δε σε ξαναιδώ;                                            
   Τι λυρισμός, τι αβρότητα, τι ομορφιά, τι φυσική τέχνη, ανεπιτήδευτη, αγνή και αυθόρμητη λατρεία! Οι επιστολές του ποιητή έχουν την ομορφιά του επιδέξιου λόγου και τη γνησιότητα των γραμμάτων ενός παιδιού, λες, προς τη μητέρα του στη χριστουγεννιάτικη κάρτα που έγραψε στο σχολείο...
     Ο έρωτας, πλατωνικός, σαρκικός, εξαρτητικός, μακρινός, αμοιβαίος, μονόπλευρος, εγωιστής, διεκδικητικός, άμυαλος, οργίλος, υπερβολικός, εξωραϊστικός, μας ενώνει όλους, μας κάνει να νιώθουμε συγγενείς μεταξύ μας, να νιώθουμε φθαρτοί μαζί και άτρωτοι, εξαρτημένοι από μια λέξη, μια στιγμή ή ευτυχείς να χανόμαστε σε μια ανάμνηση - καταφύγιο - εξορκιστή όλων των παθών της καθημερινότητας... Και τι τύχη, να διαβάζεις το κοινό, το πανανθρώπινο σαν πρωτόγνωρο, μοναδικό, από την πένα του ποιητή!
    « Συγχώρεσέ μου, ξεχνώντας τη στιγμή αυτή πολλά πολλά πράγματα, που θα έπρεπε να μου κρατούν μετρημένα τα λόγια μου μπροστά σου, συγχώρεσέ μου να σου το τονίσω στο άσπρο χαρτί, καθαρά και ξάστερα, πως Σ αγαπώ, όπως εγώ γνωρίζω να αγαπώ. Kαι με κάποιες λαχτάρες που ήμουν ως την ώρα ανύποπτος πως θα μπορούσα για σε να δοκιμάσω. Kαι τώρα η αρρώστια σου, η όποια σου αρρώστια, που εύχομαι πάντα περαστική να είναι, σε δείχνει μπροστά στα μάτια της ψυχής μου, σε φέρνει μπροστά στα μάτια μου με τον στέφανο τον ακτινωτό δεν ξέρω ποιας μαρτυρικής αγίας . Kαι σε λατρεύω, λατρεία μου, τα ακούς; Και ήθελα, όχι μόνο με τη φαντασία μου, μα με την καρδιά μου να μην έλειπα μήτε στιγμή από το προσκέφαλό σου, μόνο να σε κοιτάζω, και να στοχάζομαι πως σε ανακουφίζει η παρουσιά μου και να είμαι ευτυχής για τούτο, και ήθελα με κίνδυνο να νομισθώ πως τραυλίζω λυρικά παραληρήματα, και ήθελα, αφού δεν μπορώ να ζήσω με την υγεία σου, να ζήσω με την αρρώστια σου, και να την πιω στο ποτήρι την αρρώστια σου, να αρρωστήσω κι εγώ μαζί σου, να είμαι καθώς κι εσύ, απαράλλαχτα κι εγώ, α! τι ωραιότερ σκέψη μπορούσε να μου δώση τη χαρά της ζωής, που ποτέ ως την ώρα δεν τη χάρηκα, εκτός ίσως από κάποιες ώρες γοργές διανοητικής δημιουργίας...»(Τρίτη βράδι, 17.4.1923)
   Πόσες επιστολές ανεπίδοτες  έχω γράψει. Λένε ότι οι γυναίκες γράφουν συνέχεια επιστολές που δε στέλνουν ποτέ&είχα διαβάσει κι ένα τέτοιο βιβλίο του Ντάριαν Λήντερ (Γιατί οι γυναίκες γράφουν περισσότερα γράμματα απ όσα στέλνουν; Εκδ. Πόλις).Το είχα αφήσει μισό, ως συνήθως...Το ξαναπαίρνω στα χέρια μου...κάτι χάρτινοι σελιδοδείκτες διαφημιστικοί πέφτουν μαζί με φωτογραφίες&να θυμηθώ να ψάξω όλα τα βιβλία μου για φωτογραφίες και να αποβάλω την κακή, περίεργη συνήθεια να βάζω μέσα σε αυτά φωτογραφίες που συνδέονται  σημασιολογικά και συμβολικά με το περιεχόμενο του βιβλίου...και φυσικά να μη δανείζω βιβλία προτού τα ξεψαχνίσω....Στο θέμα μου...μέσα στο βιβλίο αυτό, που έχει πολλά παραθέματα από τις απόψεις του Φρόϋντ και του Λακάν δίνονται διάφορες απαντήσεις, δε θα τις ξαναδιαβάσω για να θυμηθώ...Προτού θυμηθώ, να σκεφτώ. Γιατί δεν στέλνω τα γράμματα. Ο παραλήπτης μπαίνει στο πάνθεον των απόλυτων Ιδεών, γίνεται αιώνιος, δεν έχει υλική υπόσταση, είναι το άπιαστο. Και το άπιαστο είναι παντοτινό. Και το άπιαστο δεν υπόκειται στους κανόνες του καθημερινού, τσακωμός, συμφιλίωση, οικειότητα, ανία κλπ. Και το άπιαστο δε σε γεμίζει ενοχές ή μεταμέλεια.
      Έχω στείλει και επιστολές. Αλλά αυτές δεν έγιναν θρύλος, για μένα. Ίσως, λέω ίσως, έγιναν για τον παραλήπτη. Ίσως πάλι έγιναν χαρτί σημείωσης τηλεφώνων για το δρόμο. Ή αφορμή γέλωτος. Θα είχε ενδιαφέρον να κρατούσα όσα γράμματα  δεν έστειλα ποτέ. Μετά από καιρό όμως, ταλαιπωρημένα από τσάντα σε τσάντα, τσαλακωμένα και παραχωμένα σε συρτάρια ή βιβλία, οδηγούνται στον καιάδα! Σαν να μη θέλω να χω μάρτυρες της αδυναμίας μου. Σαν να μην θέλω να θυμάμαι τον δικό μου Θείο, Αγέρωχο, Άφθαρτο παραλήπτη μιας Ταπεινής συντάκτριας...
   Μερικές φορές, οι επιστολές μου δε διαβάζονται, έτσι κι αλλιώς. Δε διαβάζονται όπως τους πρέπει, με το πάθος που γράφτηκαν, με το μένος που βιώθηκαν, με την ορμή που άρπαξε το χέρι μου το χαρτί... Γι αυτό, μερικές φορές προτιμώ να μη διαβάζονται καθόλου. Μέχρι να σιγουρευτώ.

ΟΙ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΕΔΩ: .sarantakos.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου