Σελίδες

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

Μάνος Χατζηδάκις...το διαμάντι στο στέμμα του νεοελληνικού πολιτισμού!

Φωτογραφία του χρήστη Ιχνηλατώντας τις ρίζες της ελληνικής παράδοσης.
Δεν έγραψε πολλά κείμενα ούτε βιβλία. 
Όταν όμως έγραφε κείμενα, είχαν και αυτά κάτι ποιητικό και μελωδικό, 
όπως η μουσική του.
Το παρακάτω κείμενο το έγραψε για το εσώφυλλο ενός δίσκου του, 
της "Ρωμαϊκής Αγοράς".
H ζωή μου δεν ήταν η ζωή ενός μουσικού. Ήταν περισσότερο η ζωή ενός 

επικίνδυνου και ανήσυχου νέου, που η Μουσική κατάφερε κάπως να τον ηρεμήσει 
και να τον κάνει “κατ' επιφάνεια νόμιμο”.
"Πολλοί περιφρονούν την αποκλειστική απασχόληση και τη κατάληξή μου στο τραγούδι, ιδίως οι λεγόμενοι “σοβαροί” μουσικοί. Γιατί ποτέ τους δεν κατάφεραν να τραγουδήσουν 
και ούτε θα τραγουδήσουν ποτέ. Είναι σαν τους ανέραστους, τους βιολογικά άρρωστους, που περιφρονούν τον έρωτα και υποβαθμίζουν τη σημασία του για να δικαιολογήσουν 
την ατροφική τους ύπαρξη.
Πολλοί πάλι με θεωρούν “συνάδελφο”, γιατί σκαρώνουν τραγουδάκια και με τους αφελείς 

και αμόρφωτους δημοσιογράφους ή τηλεπαρουσιαστές μιλάν για γενεές, λαϊκότροπα, έντεχνα, για καινούργια ρεύματα και άλλα πολλά ευτράπελα, κατάλληλα για τους 
ανεπαρκώς πληροφορημένους συμπατριώτες μας, ως επί το πλείστον νεολαίους 
γηπέδων και κομμάτων.
Εγώ άρχισα από την Λα Γιάνα, που χόρευε πάνω στους καθρέπτες μαγικά το 

“Πως λάμπουν τ' άστρα”.
Εκείνη ήταν το μεγάλο άστρο κι εγώ το μικρό. 

Μα ξαφνικά πέθανε η Λα Γιάνα και η Ελλάδα ξεμπέρδεψε βέβαια με τους Γερμανούς, 
μα έμπλεξε χειρότερα με τους δικούς της. 
Κι εγώ μεταπήδησα από την εφηβεία στην νεότητα.
Ανακαλύπτω την μητέρα μου, την αδελφή μου, τους φίλους μου, την Ελλάδα, 

μα περισσότερο την Αθήνα, την πόλη που ζούσα από επτά χρονών και που την έβλεπα 
μια πόλη μαγική ― μοναδική στο κόσμο ― για τις αναπνοές των ανθρώπων της και 
για το αεράκι του επιταφίου, μέσα απ' τον οποίο ζούσα τον έρωτα στην πιο απόλυτη 
μορφή του. Προσπαθούσα να δεχτώ την μαγεία της πόλης μέσα από την τρομοκρατία 
και την καταδίωξη κάθε ζωντανού οργανισμού του Έθνους, στο όνομα της πατρίδος 
και της αθανάτου ημών ιστορίας.
M' ενδιέφερε παράλληλα η ομορφιά μου και το άρπαγμα της ομορφιάς των άλλων. 

M' απασχολούσε πως θα γινόμουν στερεά ωραίος και για πάντα. 
Και άρχισα να γράφω μουσική.
Τον “Ματωμένο Γάμο”, τις “Έξη Λαϊκές Ζωγραφιές”, την “Αχιβάδα”, το “Καταραμένο Φίδι”, 

και άλλα πολλά, για να με ερωτευτούν όσοι ήθελα και επιθυμούσα την αγάπη τους.
Και το '48 γράφω το “Χάρτινο το φεγγαράκι” για το “Λεωφορείον ο Πόθος” του Tένεσυ Oυΐλιαμς, που ανέβασε το θέατρο τέχνης. Εκείνο το καιρό ο κόσμος τραγουδούσε: 

“Θα το πάρεις το κορίτσι, μη το παιδεύεις” και άλλες παρόμοιες ηθικοπλαστικές 
συμβουλές της μικροαστικής Αθήνας, ενώ παράλληλα θυμόταν με νοσταλγία τον Aττίκ 
και το Χαιρόπουλο.
Όπως καταλαβαίνετε, η ανεύρεση του ρεμπέτικου ήταν μια πράξη επιτακτική, αλλά 

και εξόχως τολμηρή για κείνους τους καιρούς. Για τη ταινία “Πόλη Μαγική” του Νίκου Κούνδουρου τότε, έγραψα τη μουσική. Το θέμα της ταινίας το έκανα τραγούδι το 1963.
Μεγάλωνα χωρίς να κορεσθεί η δίψα μου για τις άγνωστες πλευρές του κόσμου που 

με περιέβαλλε.
Στο μεταξύ είχαμε λαμπρές ιστορικές στιγμές. H εκτέλεση του Μπελογιάννη. 

H δίκη των αεροπόρων και άλλα πολλά. 
Ένα βράδυ, λίγο μετά τον εμφύλιο, πήγαινα στο σπίτι των φίλων μου Κώστα και 
Αλεξάνδρας Τρικούπη. Περνώντας από την ασφάλεια, με σταματάει ένας χοντρός 
έξω από την πόρτα της και μου ζητάει ταυτότητα. Ήσαν δυο-τρεις μαζί, μα σαν είδα 
τον χοντρό πάγωσα. Μου ήρθε στο νου μια εικόνα σ ένα χάνι ενός μικρού χωριού 
στα βόρεια της Ελλάδος κι εγώ να προσπαθώ να κοιμηθώ μες στο κρύο. 
Ήταν η αποχώρησή μας μετά τα Δεκεμβριανά κι εγώ, Eπονίτης εκείνο τον καιρό, υποχωρούσα γυρίζοντας κάμπους και βουνά μες τον χειμώνα. 
Εκεί λοιπόν, μέσα σ' αυτό το χάνι, σε μιαν άλλη γωνιά, ήσαν δυο Eλασίτες που 
είχαν ανάψει φωτιά και συνομιλούσαν, λέγοντας ο ένας στον άλλο τα κατορθώματά τους. Πόσους σκότωναν και πώς τους σκότωναν. 
Eίχε παγώσει το αίμα μου μ' αυτά που άκουγα και, δειλά, είδα καθαρά την φυσιογνωμία 
του ενός, έτσι όπως φωτιζόταν απ' την φωτιά, που μου εντυπώθηκε ανεξίτηλα μέσα μου. Τώρα τον έβλεπα μπροστά μου. 
Αστυφύλακα στην ασφάλεια, να ζητάει ταυτότητα ειρωνικά, χωρίς βέβαια να 
με αναγνωρίσει. Μου 'πε δυο λόγια προσβλητικά, μου 'πε να τσακιστώ από μπροστά του 
και μου έδωσε μια γερή κλωτσιά, προστατεύοντας έτσι το Έθνος μας απ' ό,τι ηθικό 
και ζωντανό είχε αφήσει ο Πόλεμος. 
Αναστατωμένος έφυγα και πέρασε καιρός να το ξεχάσω, αλλά μέσα μου άρχισαν να αναρριχώνται τα ερωτήματα γύρω από το κίνημα, τον Δεκέμβριο και το Έθνος. 
Άρχισα να βλέπω πως η Πατρίδα δεν είναι τόσο τίμια και καθαρή και αποφάσισα να έχω 
τα μάτια μου ανοιχτά. Το '58 ανεβάζω μουσικά την “Μήδεια” στην Επίδαυρο, με την 
Παξινού και σκηνοθέτη τον Μινωτή.
Είχα αρχίσει να γίνομαι δυνατός και να παρανομώ... 

Πολύ αργότερα ανακάλυψα πως τα όνειρα των άλλων δεν είχαν σχέση με τα δικά μου. 
Τότε, το επίσημο κράτος με γιόρτασε για το Όσκαρ που πήρα ερήμην και έξω 
απ' τα δικά μου σχέδια.
Πάλεψα χρόνια για να αφαιρέσω αυτό το τίτλο τιμής από την πλάτη μου, 

μα δεν το κατάφερα. O αγώνας όμως αυτός με βοήθησε να ξαναγίνω νέος ή, καλύτερα, 
να ξαναγίνομαι νέος κάθε φορά που ο χρόνος μου πετούσε μια επίσημη υπενθύμιση 
της παρουσίας του.
Εκείνο το καιρό, τα αξιόλογα πρόσωπα στον Ελληνικό κινηματογράφο ήσαν οι τεχνικοί 

και μόνο μ' αυτούς μπορούσε κανείς να πει δυο-τρεις κουβέντες σοβαρές 
και ενδιαφέρουσες. Το καλλιτεχνικό προσωπικό, ηθοποιοί, σκηνοθέτες και σεναριογράφοι ήσαν μάλλον ένα προλεταριάτο της συμφοράς, που άγγιζε πολλές φορές τα όρια 
του γελοίου.
Το '61 που όλος ο κόσμος τραγουδούσε “Τα Παιδιά του Πειραιά”, η Φρανκφούρτη με 

καλεί επίσημα, για να μου δώσει ο δήμαρχος το κλειδί της πόλης. 
Φτάνω στις 7 το βράδυ, χειμώνα με ένα τετρακινητήριο αεροπλάνο. 
Με περίμεναν τρεις χιλιάδες κόσμος, μια μεγάλη ορχήστρα, που έπαιζε το τραγούδι μου 
και όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της Ευρώπης. 
Γνωρίζομαι με την Λάλε Άντερσεν, γίναμε φίλοι και τραγούδησε το “Ήρθε βοριάς, 
ήρθε νοτιάς” που έγινε χρυσό. Το τραγούδι αυτό το έγραψα στη κατοχή δίχως να την γνωρίζω αλλά για την δική της φωνή.
Το '63 ο Kαζάν μου ζητάει να γράψω την μουσική στην ταινία του “Aμέρικα - Aμέρικα”.
Το '69 βρίσκομαι στο Λονδίνο για τους “Ήρωες” του Nεγκουλέσκο. 

Μία εξαίσια περίοδος, που μου χάρισε την “Μπαλάντα του Oύρι”. 
O Oύρι ήταν ένας νεαρός Ισραηλίτης, που τραγουδούσε θεϊκά. 
Το Λονδίνο εκείνο το καιρό, ζούσε το Blow up του Αντονιόνι και ήταν μαγευτικό. 
Με κέντρο το καφενείο “Πικάσο” στην Kings Road. Ποτέ δεν ξαναβρήκα εκείνη την 
μαγεία του '69. Το '70 στην Ρώμη γράφω την Μουσική για το “παραμύθι του Mάρτελ”.
Βοηθός μου τότε ο Νικόλα Πιοβάνι. Εδώ πρωτόγραψα την “Μπαλάντα των αισθήσεων 

και των παραισθήσεων” και από τότε γίναμε φίλοι με τον Νικόλα. 
H ραδιοφωνική μου έφεση βρίσκει διέξοδο στο τρίτο Πρόγραμμα της EΡT. 
Το μέγαρο της Ραδιοτηλεόρασης “λαμποκοπάει την δόξα μου και μαγειρεύει την άνοιξη 
του ροζ σοσιαλισμού”. 
Στο μεταξύ, οι διενέξεις μου με την Γενική Διεύθυνση γίνεται μια διασκεδαστική ιστορία, 
που όμως ποτέ δεν πέρασε στα επίσημα προγράμματα της EΡT. 
Μέχρι τότε, έκανα έρωτα και ραδιόφωνο με την ίδια επιτυχία αλλά το ΠA.ΣO.K κατάφερε 
ό,τι δεν κατάφερε ο έρωτας. Να φύγω δια παντός από το ραδιόφωνο.

Αυτά περίπου που σας διηγήθηκα είναι τα τραγούδια μου. 

Καθώς καταλαβαίνετε δεν τα έγραψα για να διασκεδάσετε. 
Τα έγραψα για να τ' ακούσετε και για να κάνετε δικό σας ό,τι σας ταιριάζει ή 
ό,τι σας αρμόζει. 
T' άλλα αφήστε τα για τους άλλους και ό,τι περισσεύει για μένα. 
Γιατί πρέπει να σας ομολογήσω πως τα τραγούδια μου τα 'γραψα για να συμπληρώσω τα κενά της προσωπικής μου ζωής. 
Γι αυτό και η ευαισθησία μου στον τρόπο που τα αποδέχεστε.
Προσοχή! 
Μη με πληγώσετε παίρνοντας αυτό που σας ανήκει."

...ο Μάνος μας πέθανε...15 Ιουνίου 1994
Το πρότυπο του αδέσμευτου ελεύθερου ανθρώπου!
Το διαμάντι στο στέμμα του νεοελληνικού πολιτισμού!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου