* Απόσπασμα από το βιβλίο του...
[...]Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σαν μοναδική ευκαιρία.
Τουλάχιστο μ’αυτήν την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναυπάρξουμε ποτέ.
Και μεις τι κάνουμε, ρε αντί να τη ζήσουμε?
Τι την κάνουμε?
Τη σέρνουμε από δω και από κει δολοφονώντας την…
Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Μα αφού είναι οργανωμένες, πως είναι σχέσεις?
Τι την κάνουμε?
Τη σέρνουμε από δω και από κει δολοφονώντας την…
Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις.
Μα αφού είναι οργανωμένες, πως είναι σχέσεις?
Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη,
σημαίνει γέννα συναισθήματος, πως να οργανώσεις τα συναισθήματα…
σημαίνει γέννα συναισθήματος, πως να οργανώσεις τα συναισθήματα…
Έτσι, μ’αυτήν την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σπρώχνουμε
τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος,
γιατί δε ζούμε, κατάλαβες?
τις ώρες και τις μέρες σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος,
γιατί δε ζούμε, κατάλαβες?
Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα,
να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’την αρχή.
να έρθει το αύριο, και πάλι φτου κι απ’την αρχή.
Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που
θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας,
στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας,
και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια
που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”.
θα τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας,
στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας,
και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια
που μας πασάρουν σαν “αξίες”, σαν “ηθική”, σαν “πολιτισμό”.
Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων
επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά,
τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας,
να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα,
με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα,
να απολαύσουμε τη φύση,
τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος,
να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας
και το διπλανό μας…
επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά,
τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας,
να παίξουμε και να χαρούμε με τα παιδιά και τα ζώα,
με τα λουλούδια και τα δέντρα, να κάνουμε έρωτα,
να απολαύσουμε τη φύση,
τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος,
να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας
και το διπλανό μας…
Όλα, όλα τα αφήνουμε για το άυριο που δεν θα ‘ρθει ποτέ…
Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο πονάμε,
γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα
σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε,
πόσο σημαντικός ήταν για εμάς…
Όμως το αφήσαμε για αύριο…
γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα
σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε,
πόσο σημαντικός ήταν για εμάς…
Όμως το αφήσαμε για αύριο…
Για να πάμε που?
Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού,
παρά μόνο στο θάνατο και μεις οι μαλάκες,
αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’τη ζωή μας,
χαιρόμαστε.
παρά μόνο στο θάνατο και μεις οι μαλάκες,
αντί να κλαίμε το δειλινό που χάθηκε άλλη μια μέρα απ’τη ζωή μας,
χαιρόμαστε.
Ξέρεις γιατί?
Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια,
μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας.
Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμμία ελπίδα ανάστασης,
θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος.
Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας,
όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση,
είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ,
σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός,
αν δεν δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά,
όπως η Μαρία που φούνταρε προχθές απ’την ταράτσα για να μην πεθάνει.
θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος.
Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας,
όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση,
είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ,
σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός,
αν δεν δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά,
όπως η Μαρία που φούνταρε προχθές απ’την ταράτσα για να μην πεθάνει.
Ήρθανε να την πάρουν και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο.
Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει:
“Χους ει και εις χουν απελεύσει”.
Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε.
Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά
σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα,
πουλιά, ποτάμια…” [...]
Πήγαμε στην κηδεία της και τι άκουσα τον παπά να λέει:
“Χους ει και εις χουν απελεύσει”.
Και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε.
Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά
σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέδες, δέντρα,
πουλιά, ποτάμια…” [...]
-----------
Ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930,
από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια
στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες
από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους
από τη δικτατορία του Μεταξά.
Η δικτατορία του ’67 τον βρίσκει μέλος της πενταμελούς γραμματείας
της Δ.Ν. Λαμπράκη, υπεύθυνο για την οργανωτική δουλειά.
Περνάει στη παρανομία από τη πρώτη στιγμή, και μαζί με άλλα
στελέχη της Δ.Ν. Λαμπράκη ιδρύουν το Π.Α.Μ.
Το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…» (Γράμματα, 1985)
τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του
ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού.
Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του
«Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988),
άλλα βιβλία που έχει εκδόσει είναι:
-Τα κεραμίδια στάζουν
-Ντομάτα με γεύση Μπανάνας
-Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι
Ο Χρόνης Μίσσιος τα τελευταία χρόνια του τα έζησε στα Μέγαρα,
πέθανε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2012.
από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια
στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες
από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους
από τη δικτατορία του Μεταξά.
Η δικτατορία του ’67 τον βρίσκει μέλος της πενταμελούς γραμματείας
της Δ.Ν. Λαμπράκη, υπεύθυνο για την οργανωτική δουλειά.
Περνάει στη παρανομία από τη πρώτη στιγμή, και μαζί με άλλα
στελέχη της Δ.Ν. Λαμπράκη ιδρύουν το Π.Α.Μ.
Το πρώτο του βιβλίο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…» (Γράμματα, 1985)
τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του
ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού.
Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του
«Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988),
άλλα βιβλία που έχει εκδόσει είναι:
-Τα κεραμίδια στάζουν
-Ντομάτα με γεύση Μπανάνας
-Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι
Ο Χρόνης Μίσσιος τα τελευταία χρόνια του τα έζησε στα Μέγαρα,
πέθανε στην Αθήνα στις 20 Νοεμβρίου 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου