Σελίδες

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

Το θαυμάζειν εστί φιλοσοφείν



Η υλιστική κοσμοθεωρία εκφρασμένη σ’ έναν τρόπο ζωής που κυριάρχησε 
σε παγκόσμιο επίπεδο, περιόρισε τη σκέψη του ανθρώπου και την 
απέσπασε από τα ιδεώδη.
Η αποτυχία της βρίσκεται ενώπιόν μας και επιβεβαιώνεται από την κρίση 
που ήδη αντιμετωπίζουμε, γεγονός που σηματοδοτεί την ανάγκη 
μιας αναθεωρήσεως. 
Η παγκόσμια οικονομική κρίση επήλθε ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα της 
γενικότερης ηθικής κρίσεως, φαινόμενο δηλωτικό της απομακρύνσεως 
από την ολιστική φιλοσοφία.
Ο μαζικός τρόπος σκέψεως που καταργεί την προσωπική έκφραση και 
την επικοινωνιακή δυνατότητα, οδήγησε στην υποβάθμιση της 
ποιότητας της ζωής. Τα πρότυπα που προωθήθηκαν για τη χειραγώγηση 
των μαζών, δεν έπαψαν να βρίσκονται υποκείμενα στους μηχανισμούς 
ενός παγκόσμιου πολιτικοοικονομικοινωνικού συστήματος, που στηρίζεται 
στο χρήμα και θέλει τον άνθρωπο υπόδουλο.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: Πώς θα αντισταθεί ο σύγχρονος άνθρωπος;
Για να αντισταθεί θα πρέπει να συνειδητοποιήσει την αξία της υπάρξεώς του 

αλλά και την αξία της υπάρξεως του άλλου κι αυτό μπορεί να συμβεί μέσω 
του θαυμασμού που είναι μία έκφανση του Έρωτα.
Ο Έρωτας αφυπνίζει τη μνήμη της ιδεατής ομορφιάς και της ένθεης υποστάσεως 

που προάγει σε μια άλλη συνειδητότητα. Η απώλεια της ευθύνης του ανθρώπου, 
αναφορικά προς τη μοναδικότητά του και προς την αξία του είναι σύμπτωμα 
της απώλειας του ενθουσιασμού, με συνέπεια ο ίδιος να καθίσταται έρμαιο 
των αδυναμιών του και προϊόν εκμεταλλεύσεως από τον τρόπο σκέπτεσθαι 
που επικρατεί.
Στην παρούσα ιστορική φάση, οι υπερβάσεις είναι ο μόνος τρόπος για να 

διασώσει την ύπαρξή του. Είναι αναγκαίο, πλέον, να γίνονται σε καθημερινή βάση. 
Κι ας είναι αφανείς, αρκεί να γίνονται. 
Κι ας μην επιτελούνται με τρόπο εντυπωσιακό ώστε να προκαλέσουν την 
κοινή αντίληψη, αλλά με τρόπο μυστικό και προσωπικό. 
Οι υπερβάσεις συνιστούν μέθοδο αυτογνωσίας, σκοπό έχουν την σωτήρια 
διέλευση του ανθρώπου από τη στενωπό της υλιστικής, στο εύρος της 
ολιστικής θεωρήσεως του κόσμου.
Σε όλες τις εποχές ο πνευματικός άνθρωπος δεν αναζητήθηκε ως πρότυπο· 

αντίθετα, πολεμήθηκε ή αγνοήθηκε. 
Ποιός όμως είναι ο πνευματικός άνθρωπος ; 
Είναι ένας τύπος ανθρώπου που δεν είναι εύκολο να τον διακρίνουν 
οι σύγχρονοί του κι ούτε, βέβαια, εάν το διέκριναν θα αποτελούσε παράδειγμα 
προς μίμηση, για το λόγο ότι είναι ελεύθερος από συμβάσεις, αυτονομούμενος, 
ανεξάρτητος και μόνος. Αυτό δεν σημαίνει ότι είναι απομονωμένος, αντιθέτως, 
καθώς βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τη ζώσα πραγματικότητα έχει συναίσθηση 
των προβλημάτων του κόσμου, της εποχής του και συνείδηση της ευθύνης του 
και δεν αποφεύγει ποτέ το δύσκολο. 
Με λίγα λόγια ίσταται του χρόνου κι ενώ βρίσκεται στο άχρονο παρόν γνωρίζει 
και τις αιτίες και τις συνέπειες των λαθών και των παραλείψεων! 
Αυτό συμβαίνει για το λόγο ότι ο πνευματικός άνθρωπος έχει αναχθεί στην 
υπερβατική διάσταση του Νοός! 
Ομιλούμε για υπαρκτές μορφές μέσα στην ιστορία, οι οποίες αναγνωρίστηκαν 
εκ των υστέρων.
Στη συνειδητή βίωση του παρόντος, έγκειται η σωστή οργάνωση του μέλλοντος. 

Η υπέρβαση, όχι μόνον δεν είναι άσχετη με τη συνειδητή βίωση του παρόντος, 
αλλά μάλλον συνιστά προϋπόθεση ή και αναγκαία διαδικασία για την 
πραγμάτωση αυτού που η συνείδηση υπαγορεύει, δηλαδή του δυσκολότερου. 
Δια μέσω της υπερβάσεως επιχειρείται η έξαρση από το εγώ, η απόσπαση από 
το ένστικτο, η απεξάρτηση από την ανάγκη και από τη συνήθεια, η μετάβαση 
προς ολοένα και ανώτερα νοητικά επίπεδα.
Η ένωση του ανθρώπου με το θείο γίνεται μέσω της υπερβάσεως.
Αρχικά, μέσα από τους μύθους των αρχαίων λαών το θείο στοιχείο ήταν κυρίαρχο 

στον τρόπο αντιλήψεως της φύσεως και του κόσμου, ο οποίος, χωρίς τη 
μεταφυσική του διάσταση δεν μπορούσε να νοηθεί! 

Η υπερβατική αξία του ανθρώπου, η οποία συνιστά και απόδειξη της ένθεης 
φύσεώς του, διέκρινε τους νικητές των ολυμπιακών αγώνων, που δοξάζονταν 
ως ήρωες και ως ημίθεοι και όχι μόνον. 
Οι μυημένοι στα αρχαία μυστήρια, αποκτούσαν τη βεβαιότητα της 
υπερβατικής τους φύσεως, αλλά και για όσους δεν μετείχαν σ’ αυτά, υπήρχαν 
τα ανάλογα πρότυπα, εκφρασμένα μέσα από τη μυθολογία. 
Τα πρότυπα αυτά ήταν προσιτά στην αντίληψη των απλών ανθρώπων ώστε να 
υποβάλλουν το ανάλογο δέος. 
Ο Ηρακλής, ο Οδυσσέας, ο Προμηθέας συνιστούν μερικά, μόνον, από τα αρχέτυπα 
που δίδουν την ευκαιρία του θαυμάζειν, γιατί επιχειρούν την υπέρβαση! 
Εξάλλου, οι πιο λαμπρές σελίδες στην ιστορία του Ελληνικού έθνους είναι αυτές, 
στις οποίες, μέσα από κάποια αδιέξοδα, πάντα, εγείρονταν η θεία δύναμη 
της υπερβάσεως.
Η υπέρβαση των ορίων επιτελείται μέσω του Έρωτα.
Το ένστικτο και οι αισθήσεις οριοθετούν μια φυλακή, που δεν είναι άλλη από την 

απομόνωση στο ατομικό εγώ. 
Συνήθως, αγαπάει κανείς αυτά που γνωρίζει και δεν προσανατολίζεται προς 
αυτά που δεν γνωρίζει. Έτσι, δημιουργείται μια κατάσταση υποκειμενική, 
που τον αποκλείει από την αναζήτηση των ίδιων των δυνατοτήτων του. 
Το ένστικτο αυτοσυντηρήσεως επηρεάζει ανάλογα και τον τρόπο σκέψεως, 
ο οποίος δημιουργεί τον έγκλειστο χώρο της ατομικότητας και της υποκειμενικότητας. Αποτέλεσμα είναι τα τραύματα, τα απωθημένα και οι ενοχές, να βρίσκονται 
ανεπίγνωτα, με συνέπεια να δημιουργούν μια νοσηρή ψυχολογία και μια ανάλογη 
άποψη ζωής, στην οποία, τόσο ο φόβος όσο και η επιθετικότητα είναι 
φυσικά επακόλουθα. 
Αν δεν απαλλαγεί απ’ αυτά, δεν μπορεί να προβεί στην εξέλιξη που τον καθιστά 
συνειδητό μέρος του όλου. 
Το ένστικτο, επίσης, υπαγορεύει τη φυγοπονία και αποκλείει τη συμμετοχή 
στο πρόβλημα του άλλου, η οποία, ουσιαστικά, συνιστά και την εισαγωγή 
στη Σχέση (Ενότητα).
Από την έγκλειστη ατομικότητα θα μπορέσει να απαλλαγεί, μέσω των 

υπερβάσεων και του Έρωτα εάν διατεθεί με εμπιστοσύνη στη διαλεκτική 
του γίγνεσθαι .
Στη Χριστιανική διδασκαλία, πάντα, μέσω του άλλου διενεργείται η υπέρβαση. 

Απαρχή της ελευθερίας από το ένστικτο που πάντα θέλει να πάρει ή να αμυνθεί, 
αποτελεί ο δρόμος της Καρδιάς που είναι δρόμος ελευθερίας, απόσπασης από 
τα περιοριστικά όρια. 
Δηλωτικό της αποδέσμευσης από τους υποκειμενικούς περιορισμούς είναι το 
ρηθέν του Κυρίου: 
« καὶ ὃστις σε ἀγγαρεύσει μίλιον ἓν, ὓπαγε μετ’ αὐτοῦ δύο· τῷ αἰτοῦντὶ σε δίδου 
καὶ τὸν θέλοντα ἀπό σοῦ δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς.» (Ματθ. 5,38-42)
Ο προσανατολισμός προς το Απόλυτο είναι αναγκαίος.
Το θαυμάζειν προάγει στον Νου, που είναι ελεύθερος από τις υποκειμενικές 

ψευδαισθήσεις, αδέσμευτος από την περιοριστική διάσταση του χωροχρόνου. 
Μέσω του θαυμασμού ο άνθρωπος οδηγείται στην ελευθερία και στην υπέρβαση 
και γίνεται δέκτης. Μέσω της παιδείας, επίσης, δημιουργείται μια σχέση μαθητείας 
με τα μεγάλα έργα του Πνεύματος, της Τέχνης και του Πολιτισμού, που επί αιώνες 
εμπνέουν έναν ανυπόκριτο θαυμασμό. 
Αυτός ο θαυμασμός φέρνει τον άνθρωπο πλησιέστερα προς τον Εαυτό του 
και του αποκαλύπτει τους χώρους της Ψυχής, την κοινότητα των Αληθειών 
που προσφέρονται από το Πνεύμα.
Δεν υπάρχουν για το Πνεύμα χωρικές και χρονικές δεσμεύσεις. 

Η αξία του είναι διαχρονική κι επιβεβαιώνεται σε κάθε εποχή, εξαρτάται από 
την ετοιμότητα του καθενός να την αναγνωρίσει. 
Το θαυμάζειν λειτουργεί ως παιδεία ψυχής που συναρπάζει την ύπαρξη. 
Όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στην προδιάθεση να θαυμάσει αυτό που τον 
υπερβαίνει, σημαίνει ήδη ότι έχει κατακτήσει μία συνειδητότητα, η οποία του 
δίδει αυτή την ελευθερία!
Ο ενθουσιασμός δηλώνει πως η θεία σπίθα υπάρχει εντός του. 

Χωρίς αυτήν την προϋπόθεση δεν θα υπήρχε και ο θαυμασμός. 
Υπερβαίνοντας τις δεσμεύσεις του και τα όρια που προέρχονται, όχι μόνον, 
από το φυσικό του σώμα, εισέρχεται στο μυστήριο της αδιάλειπτης ζωής, 
απορεί και θαυμάζει και τότε μπορεί και να γίνει φίλος της Σοφίας!
Αλκμήνη Κογγίδου
Ποιήτρια- δοκιμιογράφος
Αλκμήνη Κογγίδου
Εικόνα: έργο ζωγραφικής με παστέλ και ακρυλικά Χρ. Σιώτη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου