Το ντόπιο αλάτι και τους αλατότοπους το νέμονταν τα ισχυρότερα γένη των θαλασσινών μικροπεριοχών και το καλλιεργούσαν κυρίως οι γυναίκες.
Το Τηγάνι, το Κουκούρι, η Άρτση, ο Γερολιμένας, ο Μέζαπος, το Τριμέσι και η Χοτάσια ήταν οι κυρίως τόποι της έρευνας. Οι παλαιές κατασκευές, τα αλώνια και οι γούρνες, οι σπιτακούλες σε ερειπιώδη κατάσταση και τα λαξεμένα σε μεγάλες εκτάσεις θαλάσσια βράχια, μαρτυρούν μια έντονη, πολυάνθρωπη δραστηριότητα, μια εντατική και συστηματική παραγωγή αλατιού, που αντιστοιχεί κυρίως σε μια περίοδο πυκνής κατοίκησης και παραγωγικής δραστηριότητας της Μάνης, που είναι ο 19ος αιώνας και οι αρχές του 20ου. Ωστόσο η συνεχής κατοίκηση του χώρου εδώ και αιώνες, με αναμφίβολη ανάγκη ανθρώπων και ζώων σε αλάτι, οι απλές στην τεχνική και τη μορφή κατασκευές στους αλατότοπους, παραπέμπουν σε πολύ παλαιότερες εποχές,
Οι χρήσεις του αλατιού στις παλαιότερες εποχές ήταν ποικίλες : «Ήταν η ενέργειά μας, το ψυγείο μας και το χρήμα μας», λένε. Βάζανε μέσα στο αλάτι το προζύμι του ψωμιού και τα αβγά για να διατηρηθούν, φτιάχνανε μ΄ αυτό τα παστά ψάρια, τα ορτύκια και τα σύγκλινα (παστό καπνιστό χοιρινό), τις ελιές και τα τυριά, το δίνανε στα ζώα για συμπλήρωμα διατροφής.
Στα πλαίσια της ανταλλακτικής οικονομίας της αυτάρκειας, το αλάτι τότε ανταλλασσόταν με κριθάρι, σιτάρι, καλαμπόκι, πατάτες, σύκα ξερά, τυρί, σταφίδες. Η αξία του ήταν περίπου μια οκά λάδι για δέκα οκάδες αλάτι, όμως σε ορισμένες περιόδους έλλειψης ανέβηκε η τιμή του ως μια οκά ζάχαρη για μια οκά αλάτι, ακόμη και σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις δύο οκάδες αλάτι για μια οκά τυρί. Πάντα στα ορεινά πουλιόταν ακριβότερα, παρά στα παραλιακά, διότι συνυπολογίζονταν και τα μεταφορικά. Κατά την εκτίμηση ενός παλαιού αλατσολόου, σε μια οικογένεια που μάζευε αλάτι, το εισόδημα από το λάδι ήταν το 40%, το 40-45% από τα ζώα και τα χωράφια και το 15-20% από το αλάτι.
Οι τόποι Ως προς το βαθμό της οργάνωσης του χώρου και της τεχνολογικής παρέμβασης, διακρίνουμε τις εξής κατηγορίες στους τόπους της έρευνας : α) Αξιοποίηση των φυσικών βράχων κοντά στη στάθμη της θάλασσας, χωρίς άλλη τεχνική υποδομή, παρά μόνο λίγες λαξεμένες επιτόπου γούρνες. Τέτοιοι τόποι είναι ο Γερολιμένας και ο Μέζαπος. β) Στοιχειώδης παρέμβαση σε μικρή έκταση με λαξεμένες γούρνες κατά κανόνα σε ασβεστολιθική βάση αρκετά πιο ψηλά από τη θάλλασα. Τόπος η Άρτση. γ) Μέγιστη αξιοποίηση των κατάλληλων φυσικών διαμορφώσεων των ασβεστολιθικών βράχων με λιγότερο ή περισσότερο έντονη ανθρώπινη παρέμβαση. Μικρή πρόβλεψη για την παραμονή των ανθρώπων. Τόποι το Τριμέσι Τραχήλας και το Κουκούρι. δ) Οργανωμένη τεχνική υποδομή με ειδικές κατασκευές για την καλλιέργεια του αλατιού και την παραμονή των ανθρώπων. Τόπος το Τηγάνι.
Μερικοί που δεν είχαν δικαίωμα στους βράχους έφτιαχναν γούρνες πελεκητές, στα χωράφια τους. Μετέφεραν άρμη από τους λαρνακούς της ακτής και την καλλιεργούσαν εκεί. Η εποχή της καλλιέργειας διαρκούσε από τις 21 Μαΐου ως τις πρώτες βροχές του Οκτωβρίου. Γενικά η καθεαυτού παραγωγή κρατούσε από 8 ως 10 εβδομάδες, ανάλογα με τη διάρκεια του καλοκαιριού. Το Μάιο – Ιούνιο μάζευαν τα πρωμάλατσα (δηλαδή αλάτι αποκρυσταλλωμένο με φυσικό τρόπο χωρίς καλλιέργεια) και μετά την πρώτη βροχή τα ψιμάλατσα. Τα ψιμάλατσα είναι το πιο χοντρό και βαρύ αλάτι, πράγμα που εξηγείται από το γεγονός ότι ο αργός ρυθμός εξάτμισης, λόγω χαμηλότερης θερμοκρασίας, απουσίας ανέμων και μεγαλύτερης υγρασίας, δημιουργεί μεγαλύτερους και βαρύτερους κρυστάλλους χλωριούχου νατρίου. Το καλοκαίρι το αλάτι είναι λεπτό και ελαφρύ, λόγω του ταχύτερου ρυθμού εξάτμισης, που δημιουργεί μικρούς κρυστάλλους. «Ο μικρός βοριάς, φτιάχνει καλό αλάτι» λένε, γιατί ο ξερός αυτός αέρας επιταχύνει την εξάτμιση και αν είναι μικρής έντασης δε φέρνει σκόνη, θάλασσα και χώματα.
Οι τεχνικές
Η παραδοσιακή καλλιέργεια του αλατιού στα θαλασσινά βράχια της Μάνης, ακολουθεί τα στάδια και τη μέθοδο που μπορεί κανείς να παρακολουθήσει στις οργανωμένες αλυκές, ανεξάρτητα βέβαια από τα μεγέθη της παραγωγής. Η σταδιακή κρυστάλλωση του αλατιού σε διαδοχικές δεξαμενές αυξάνει το ρυθμό εξάτμισης και κατά συνέπεια την παραγόμενη ποσότητα, βελτιώνει όμως και την ποιότητα, απαλλάσσοντάς το από τις ανεπιθύμητες ενώσεις. Η εκμετάλλευση της θερμικής ενέργειας του ήλιου και της αιολικής ενέργειας που μετατρέπεται σε μηχανική και επιταχύνει την εξάτμιση, απομακρύνοντας τους υδρατμούς από την επιφάνεια, ήταν από εμπειρία γνωστά στην παραδοσιακή καλλιέργεια και οι αλατσολόοι επινοούσαν τρόπους για την καλύτερη εκμετάλλευσή τους.
Η παραδοσιακή τεχνική με μικρές παραλλαγές από τόπο σε τόπο είναι γενικά η εξής:
Πρώτη δουλειά, ξεκινώντας από τα τέλη Μαΐου, είναι το σχολαστικό καθάρισμα των αλοπηγίων από τη σκόνη, τα χώματα και τις πέτρες που έφερε ο χειμώνας και η επισκευή αυτών που καταστράφηκαν. Ύστερα ξεκινούν τα ποτίσματα :
Στάδιο 1. Το χειμώνα η θάλασσα γεμίζει τις πλάτζες ή πελάτζια. Είναι μεγάλες φυσικές κοιλότητες σε απόσταση λίγων μέτρων από τη θάλασσα που χωρούν από πενήντα ως εκατό, αλλά και εκατόν πενήντα, καμιά φορά, κουβάδες θαλασσινό αλάτι. Αντιστοιχούν στις προθερμάστρες μιας οργανωμένης αλυκής. Το θαλασσινό νερό θερμαίνεται από τον ήλιο και καθώς εξατμίζεται, συμπυκνώνεται σε αλάτι (περίπου 10%). Στο στάδιο αυτό απαλλάσσεται από το ανθρακικό ασβέστιο, το οποίο καθιζάνει πρώτο και από ένα μέρος του θειικού ασβεστίου. Η εκμετάλλευση του θερμού, συμπυκνωμένου νερού διέπεται από κανόνες. Είτε αποτελεί συλλογικό αγαθό, όπως στα βράχια της Μέσα και της Έξω Μάνης, είτε διεκδικείται αυστηρά μόνο από τον ιδιοκτήτη της πλάτζας, όπως στο Τηγάνι. Όταν στην πορεία της δουλειάς εξαντληθεί η πρώτη αυτή δεξαμενή, τη γεμίζουν και πάλι από τη θάλασσα (κάνουν νερά) και πρέπει να περιμένουν τουλάχιστον είκοσι ημέρες για συμπυκνωθεί το νερό. Το γέμισμα αυτό είναι συλλογική δουλειά, και γίνεται με αλληλοβοήθεια χέρι με χέρι. Από τις πρώτες αυτές δεξαμενές μετά την επαρκή συμπύκνωσή του, το μεταφέρουν στις δεύτερες.
Στάδιο 2. Οι γουβίτσες χωρούν πέντε ως δέκα κουβάδες νερό. Εκεί αφήνουν το θερμό συμπυκνωμένο νερό να κάνει πέταλα, δηλαδή να ξεκινήσει η πυρήνωση του κρυστάλλου, να φανεί η αφρίνα και να γίνει η αρμαλακιά(άρμη). Την αρμαλακιά την ανακατεύουν όταν πιάσει κρούστα και την αφήνουν να συμπυκνωθεί στις γουβίτσες περίπου δύο έως πέντε ημέρες, ανάλογα με τον καιρό. Στις γουβίτσες που είναι οι αντίστοιχες θερμάστρες μιας οργανωμένης αλυκής, η πυκνότητα σε χλωριούχο νάτριο φτάνει το 1,23. Εκεί απαλλάσσεται από το θειικό ασβέστιο (γύψο) και μέρος του θειικού μαγνησίου.
Στάδιο 3. Όταν η άρμη ψηθεί καλά, τη μαζεύουν με τουλούμια και ντενεκέδες και τη μεταφέρουν στους αρνιακούς (ταμιευτήρες άρμης) για μία ημέρα. Οι αρνιακοί είναι μέτριες σε μέγεθος, σχετικά βαθιές λεκάνες (ως 15-20 εκατοστά) και πρέπει να είναι πάντα γεμάτοι.
Στάδιο 4. Από τους αρνιακούς ποτίζουν ή κάνουν νερά : δηλαδή μεταφέρουν την άρμη με ένα μικρό δοχείο στις σγούρνες ή αλωνάκια. Τα αλώνια ή σγούρνες αντιστοιχούν στα «τηγάνια» των οργανωμένων αλυκών. Εκεί θα παραμείνει η άρμη έως πέντε ή έξι ημέρες. Μόλις αλατσώσει, δηλαδή γίνει το αλάτι πυκνό που περιέχει κάποιο ποσοστό υγρασίας, το χαράζουν με το σίδερο, το ανακατεύουν και το δευτεροποτίζουν με άρμη. Μερικές φορές επαναλαμβάνουν για τρίτη φορά το πότισμα.
Η πυκνότητα στις σγούρνες είναι πάνω από 1,26 ως 1,29 ενώ ο κορεσμός 32 ως 33 Βe (Μπωμέ). Εκεί καθιζάνουν τα άλατα μαγνησίου. Αν αφήσουν τις σγούρνες να ανατσώσουν χωρίς να τις δευτεροποτίσουν ή χωρίς να ανακατώσουν την πυκνή με την υγρή άρμη, τότε οι γούρνες γαλακώνουν δηλαδή πιάνουν ένα κατακάθι σαν γαλάκτωμα, σαν λίπος (άλατα μαγνησίου ή και ασβεστίου) το οποίο πρέπει να καθαρίσουν με πανί και να το πετάξουν.
Μια αλατσολόισσα μας είπε πως το γαλάκτωμα αυτό πρέπει να το καθαρίσουν με άρμη. Άλλοι πάλι μας είπαν πως οι γούρνες γαλακώνουν κάθε χρόνο στο τέλος της σοδειάς και θέλουν καθάρισμα.
Στάδιο 5. Στις οκτώ περίπου ημέρες μαζεύουν το τελικό προϊόν. Με ένα σίδερο κυρτό σα μισοφέγγαρο (συχνά τσέρκι από βαρέλι) ξύνουν το αλάτι από τις άκρες της γούρνας προς το κέντρο, όπου το συγκεντρώνουν σε «σωρούλια». Κατόπιν, πάλι με τη βοήθεια του σίδερου το σπρώχνουν σ΄ ένα πιάτο και ύστερα σ΄ ένα καλάθι.
Στάδιο 6. Αδειάζουν μετά το καλάθι στις πλεύρες ή πλάκες ή λιάστρες που είναι οριζόντιες ή επικλινείς φυσικές ή χτιστές επιφάνειες, και το αφήνουν σκεπασμένο με λιόπανο, από το απόγευμα ως την άλλη μέρα το πρωί για να στραγγίξει. Στο τέλος ενός οκταημέρου το φορτώνουν στα σακιά και τα σακιά στα ζώα ή τις βάρκες. Το μεταφέρουν στο σπίτι, όπου στεγνώνει στην καθαρή ταράτσα ή στο λιακό για δύο ως τρεις ημέρες ακόμα και μετά το αποθηκεύουν για να το πουλήσουν. Αν κατά τη διάρκεια της συλλογής πέσει βροχή, τότε το αλάτι λασπώνει, γεμίζει χώμα. Τότε πρέπει να αδειάσουν τις γούρνες, να τις πλύνουν με θάλασσα και να τις σφουγγαρίσουν με πανί. Η διάθεση γινόταν σε κοντινούς τόπους. Πιο συχνά έρχονταν οι ίδιοι οι αγοραστές για να το προμηθευτούν με ανταλλαγή προϊόντων, άλλοτε πάλι οι αλατσολόοι το φόρτωναν σε ζώα και γύριζαν τα χωριά για να το ανταλλάξουν.
Γερολιµένας και Μέζαπος
Στο Γερολιµένα, στο Νικλιάνικο, η περιοχή συλλογής αλατιού ξεκινά από το Μονοδένδρι και φτάνει ως το Γιάλι. Οι λούµπες, όπως λέγονται εδώ οι γούρνες, βρίσκονται πολύ κοντά στη θάλασσα, είναι φυσικές και γενικά δεν έχουν πολύ πυκνή διάταξη. Εκτός από τις ιδιόκτητες λούµπες του Σκλαβόλια και του Στριλάκου, η υπόλοιπη περιοχή καλλιεργείται από τους κατοίκους των Πάνω και Κάτω Μπουλαριών. Τα βράχια ήταν συλλογικό αγαθό και η εκµετάλλευσή τους νεµόταν ως εξής: πρώτα απ' όλα μεταξύ των χωριών.
Τα αλώνια στο Τηγάνι με τις σπιτακούλες..
Υπήρχαν δύο περίοδοι οκτώ εβδοµάδων η καθεµιά:
Η πρώτη από το Πάσχα ώς της Αγίας Κυριακής (7 Ιουλίου), κατά την οποία µάζευαν δύο γενη" από τους Πάνω Μπουλαριούς (µε την υποχρέωση να ξαναγεµίσουν τους λαρνακούς για τους επόµενους). Η δεύτερη περίοδος, από τις 7 Ιουλίου ώς τέλος Αυγούστου, αντιστοιχούσε στους Κάτω Μπουλαριούς που χώριζαν το χρόνο στα τέσσερα, όσες και οι «ρούγες».
Η περίοδος του καλοκαιριού που αντιστοιχούσε σε κάθε ρούγα αποφασιζόταν µε κλήρο: τραβούσαν τα σκαρφία, πέτρες µε σηµάδια, που κάθε σηµάδι σήµαινε και µία χρονική περίοδο. Ύστερα το αλάτι µοιραζόταν στις οικογένειες. Ο Κ. Κάσσης, στη Λαογραφία της Μέσα Μάνης (Αθήνα 1980, σ. 212-215), αναφέρει έναν πιο σύνθετο τρόπο µοιράσµατος µε σκαρφία: «Το σκάρφισµα γίνεται µε πετραδάκια, τόσα όσα κι οι αλατσολόοι. Ξέρουν πόσοι θα είναι οι αλατσολόοι, αλλά και πόσοι θα είναι οι βράχοι. Κάτω από τα πετραδάκια - λαχνούς, γράφει ένας που ξέρει γράµµατα το αρχικό του τοπωνύµιου του κάθε βράχου, χωρίς να βλέπουν οι άλλοι, Π.χ. Παγιάς Π, Ατσιρίχα Α Κ.λπ. Αν κανείς δεν ξέρει γράµµατα, τότε κανονίζουν ένα σηµείο για κάθε βράχο: π.χ. το χαράκι είναι Παγιάς, ο σταυρός είναι Ατσιρίχα Κ.λπ. »Βάζει τους λαχνούς ένας ανάποδα να µη φαίνεται το γράµµα ή σηµείο και οι άλλοι τραβούνε λαχνούς.
Όσοι τους τύχει να πάνε στον Παγιά συγκροτούν µία παρέα, οι άλλοι την άλλη Κ.ο.Κ. Επειδή όµως ο κάθε τόπος δεν παράγει το ίδιο αλάτι, ούτε είναι τόσο κοντινός και βολικός µε τον άλλο, έχουν κανονίσει το εξής: πάει µία παρέα, µαζεύει το αλάτι και ραντίζει τη λαρνακίδα ξανά µε θαλασσόνερο. »Σε δεκαπέντε µέρες (την άλλη δεκαπενταµερία) πάει η άλλη παρέα στο βράχο που ράντισε η προηγούµενη και µαζεύει το αλάτι, ενώ εκείνη έχει πάει στον της άλλης. Την άλλη δεκαπενταµερία πάει η άλλη παρέα, την άλλη η άλλη κ.ο.κ., έτσι που όλες οι παρέες εναλλακτικά να περάσουν απ' όλους τους βράχους.
Η καθεµιά ραντίζει για την επόµενη. Έτσι κανένας δεν παραπονιέταν-".
Στο Μέζαπο, τα βράχια ήταν επίσης ιδιόκτητα. Τα γένη που είχαν δικαίωµα σε αυτά προέρχονταν από γειτονικές οικήσεις και ήταν τα εξής Σάσσαρης από το Μέζαπο, Ριφουνάς από την Κάτω Γαρδενίτσα, Θωµάκος από τη Βλαχέρνα, Τσαγκράκος και Νταούλης από το Φοκαλωτό, Πολίτης από τον Άγ. Γεώργιο, Αλογάκος και Αρναούτης από το Κολόσπιτο. Νοµή κατά γένη και περιοχές.
Κλείνοντας τη σύντοµη αυτή παρουσίαση, επισηµαίνουµε συνοπτικά τον ολιγοπωλιακό έλεγχο που ασκούσαν τα γένη στους τόπους καλλιέργειας του αλατιού, επικεντρώνovτας την προσοχή στο παράδειγµα της Εµπρός Μάνης µε το ικλιάνικο και το Κατωπάγκι. Η κατανοµή των καλλιεργήσιµων και των άγονων εδαφών μας δείχνει πως η βραχώδης, παραθαλάσσια ζώνη είναι άγονη. Τα γένη της παραθαλάσσιας περιοχής νέµονταν κατ' αποκλειστικότητα τους αλατότοπους, με απόλυτο κληρονοµικό δικαίωµα στους βράχους και προµήθευαν µε αλάτι την ενδοχώρα της τοπικής ενότητας. Αν παρατηρήσουµε την κατανοµή του πληθυσµού στα χωριά το 1940 και στα τέλη του 19ου αιώνα, θα δούµε πως οι οικογένειες των αλατοπαραγωγών, που προέρχονταν από την παραθαλάσσια ζώνη αντιπροσώπευαν το 10 ώς 15% του πληθυσµού της αντίστοιχης τοπικής περιοχής.
Ενδιαφέρον έχει, επίσης, και ο τρόπος κατανοµής των βράχων στους δικαιούχους. Στους καθεαυτού αλατότοπους με μεγάλη και συστηµατική παραγωγή (όπως στο Τηγάνι, το Κουκούρι και το Τριµέσι), οι βράχοι ήταν ιδιόκτητοι, ως συλλογικό αγαθό του γένους και η μοιρασιά στις οικογένειες γινόταν με προφορική μεταξύ τους συνενόηση κάθε χρόνο. Στις πιο ανοργάνωτες και λιγότερο παραγωγικές θέσεις (όπως στο Γερολιµένα και την Κακίνα), η νοµή των βράχων ήταν συλλογική στο χωριό και η κατανοµή στα γένη γινόταν με κλήρο (σκαρφία).
Μάλιστα, μοίραζαν το χρόνο της αλατοσυλλογής και όχι τον τόπο. Κατόπιν, το ίδιο το προϊόν μοιραζόταν στις οικογένειες. Η ανθρώπινη επέµβαση στις βραχώδεις ακτές στο Κουκούρι, στην Άρτση, στο Τριµέσι και οι οργανωµένες κατασκευές στο Τηγάνι, δηµιουργούν ένα τοπίο εξαιρετικού ενδιαφέροντος αισθητικά, τεχνικά όσο και ιστορικά. Δεν είναι υπερβολή να πούµε πως η συνεργασία αυτή των ανθρώπων και της φύσης δηµιούργησε μνηµεία τεχνολογικής κληρονοµιάς, τα οποία είναι σκόπιµο να χαρακτηριστούν θεσµικά ως μνηµεία από τις αρµόδιες αρχές, να τύχουν προσοχής και προστασίας και να γίνουν ευρύτερα γνωστά.
Το αλάτι της ζωής μας
Σπιτακούλα
Οι αλυκές στο Τηγάνι της Μάνης
Τέλη της δεκαετίας του '80 και στις αρχές αυτής του '90, διερευνώντας τις αρχαίες οχυρώσεις στο Τηγάνι της Μάνης και επιλέγοντας, όχι την εύκολη λύση μεταβάσεως, διά θαλάσσης από το Μέζαπο, αλλά πεζή από το Σταυρί και την Αγία Κυριακή, πρωτογνώρισα τις αλυκές, που επέλεξα να σας παρουσιάσω. Οι αλυκές στο Τηγάνι της Μάνης, με τα οπωσδήποτε εντυπωσιακά κατάλοιπα και την έντονα ζωντανή συµµετοχή τους στην εντόπια παράδοση, ήταν κατά παράδοξο τρόπο άγνωστες στη βιβλιογραφία, παρότι ήταν τεχνητές και οργανωµένες.
Ο τόπος
Η χερσόνησος Τηγάνι βρίσκεται στη Μέσα Μάνη, την Αποσκιαδερή, και κλείνει από τα δυτικά τον κόλπο του Μέζαπου. Πρόκειται για ασβεστολιθική γλώσσα, μόλις λίγα μέτρα επάνω από τη στάθµη της θάλασσας, η οποία κορυφώνεται στην άκρη της σε σχεδόν κυκλικό στην περίµετρο και επίπεδο στην κορυφή έξαρµα (48 μ.). Η φύσει και θέσει οχυρή άκρη βρίσκεται επιπλέον σε καίριο σηµείο, ώστε να χρησιµοποιηθεί διαχρονικώς ως σηµαίνον οχυρό της ευρύτερης περιοχή;", Σήµερα αποτελεί δυσπρόσιτο, αλλά γοητευτικό διαχρονικό ερειπιώνα µε δεσπόζοντα τα µεσαιωνικά τείχη του οχυρού.
Το τοπωνύµιο Κάστρο είναι ισότιµο µε το Τηγάνι' κατέγραψα επίσης, ειδικά για την κορυφή, το τοπωνύµιο Κεφάλι του Κάστρου. Στον επίπεδο λαιµό της χερσονήσου, µε µέγιστο πλάτος σχεδόν 350 µ., σε έκταση περίπου 87.5 στρεµµάτων (άξονες 350χ250 µ.) βρίσκονται οι αλυκές ο λαιµός φέρει το µικροτοπωνύµιο Κάτω Τηγάνι. Η ευχερέστερη πρόσβαση στο Κάτω Τηγάνι είναι από τον οικισµό της Αγίας Κυριακής (διαδροµή: Πορταδέλα - Κακό Βασιλικό - Αγιαντώνης - Σγουρνάκια - Κάτω Τηγάνι)' από τον τελευταίο, ευρύχωρο µονοπάτι οδηγεί σε µισή ώρα στις αλυκές, ενώ από το Μέζαπο και το Φοκαλωτό απαιτούνται περίπου δύο ώρες.
Τα κατάλοιπα - ο τρόπος παραγωγής
Τα διάσπαρτα σήµερα ερείπια των αλυκών στο Κάτω Τηγάνι, σε συνδυασµό µε τις µαρτυρίες των ηλικιωµένων γηγενών στα γύρω χωριά, εξασφαλίζουν την ανασύνθεση της όλης τεχνικής και των συνθηκών της αλατοπαραγωγής. Αυτονόητο είναι ότι η όλη διαδικασία παραγωγής ήταν προσαρµοσµένη στα ιδιότυπα ήθη της Μάνης, κατ' εικόνα και οµοίωση της κλειστής κοινωνίας της. Η αλατοπαραγωγή διαρθρωνόταν σε τρία στάδια: το θαλασσόνερο µεταφερόταν µε το χέρι και το(ν) σίγκλο (=κουβάς), στο πελάτζι ή λακκούβα' ακολουθούσε το πέρασµα στον αρνιακό και από εκεί στο αλώνι µε τις σγούρνες.
Τα πελάτζια και οι λακκούβες ήταν φυσικές κοιλότητες του βράχου, συνήθως λίγα µόλις µέτρα µακρύτερα από την ακτογραµµή' γέµιζαν συνεργατικά µε ουρά των παραγωγών και το σίγκλο να πηγαινοέρχεται χέρι-χέρι από τη θάλασσα ώς τα πελάτζια. Εδώ το θαλασσόνερο παρέµενε, και πάντοτε αναλόγως των Κb.ιρικών συνθηκών, περί τα τρία µερόνυκτα. Τα δύο επόµενα στάδια χαρακτηρίζονται από τις τεχνητές εγκαταστάσεις αλατοπαραγωγής ο αρνιακός, το αλώνι και η σπιτακούλα (οικίσκος διαµονής) αποτελούν µια ενότητα, αναλόγως µάλιστα µε το status του ιδιοκτήτη είναι κοντά ή µακριά από τα πελάτζια και την ακτογραµµή.
Ο αρνιακός ήταν χτιστή στεγανοποιηµένη γούρνα' είχε µέση διάµετρο 1 µε 1.5 µ. και βάθος 0.30 έως 0.40 µ. Υπήρχαν και διπλοί αρνιακοί µε εγκάρσιο χώρισµα, για την επιτάχυνση της παραγωγής. Η μεταφορά από το πελάτζι στον αρνιακό γινόταν από τον ιδιοκτήτη παραγωγό. Όταν η επιφάνεια αποκτούσε πέταλα ή πεντάρες, άλλως ήταν αλατσωµένη, η άλµη μεταφερόταν στο παρακείµενο αλώνι' η άντληση μάλιστα της άλµης από τον αρνιακό απαιτούσε ιδιαίτερη τέχνη, αφού ως βαρύτερη κατακάθιζε. Ο χρόνος παραµονής στον αρνιακό ήταν περί τις δύο ηµέρες. Το αλώνι βρίσκεται πάντοτε σε άµεση γειτνίαση µε τον αρνιακό. Όπως δηλώνει το όνοµά του, πρόκειται για κυκλική ή ελλειψοειδή χτιστή επίπεδη κατασκευή, µε διάµετρο από 1 µ. έως και 8 µ. και βάθος 0.10 µ., που υποδιαιρείται σε μικρότερα μέρη, τις σγούρνες ο αριθµός τους ποικίλλει αναλόγως με το μέγεθος του αλωνιού, από δύο και τέσσερις έως 28 το μεγαλύτερο.
Η διαδικασία παραγωγής στο αλώνι διαρκούσε από τρεις έως πέντε ηµέρες, με μέγιστο την εβδοµάδα. Οι σγούρνες γεµίζονταν ώς τα 0.06 µ. για ταχύτερη εξάτµιση/παραγωγή και αναλόγως συµπληρώνονταν από τον αρνιακό. Στο τέλος της διαδικασίας το αλάτι συγκεντρωνόταν στην άκρη της σγούρνας σε μικρούς σωρούς, ώστε να οτοαγγιζει: χρησιµοποιούσαν για να το σωρεύσουν κουτάλα, τρυπητή ή «σπάτουλα» από τσέρκια βαρελιού. Η κατασκευή και ιδίως η στεγανοποίηση αρνιακού και αλωνιού απαιτούσε ιδιαίτερη τεχνική. Λ.χ. για το αλώνι καθάριζαν και έστρωναν τον τόπο, έχτιζαν τα χείλη του και τις σγούρνες με φυτευτές όρθιες πέτρες και κονίαµα (θάλασσα, ασβέστης και άµµο;"), για να ακολουθήσει η επάλειψη με κονίαµα και η στεγανοποίηση με το αστράκι (υδραυλικό κονίαµα): όπως ήταν νωπό το κονίαµα, το πίπιζαν (πασπάλιζαν) με τριµµένο κεραµίδι, χρησιµοποιώντας κάλτσα ή τσεµπέρι για το πίπισµα• το κεραµίδι το κονιορτοποιούσαν με λιθοπυλϊνδρού και το στρώµα του δεν ξεπερνούσε τα 0.002 με 0.003 μ., μόλις δηλαδή να καλύπτει με το ερυθρό του χρώµα το νωπό λευκό κονίαµα.
Ακολούθως, το έστρωναν με μυστρί και θαλασσόνερο, ώστε να γίνει γυαλί. Κάθε χρόνο, στην αρχή της περιόδου, συντηρούσαν τους αρνιακούς και τα αλώνια: έξυναν την επιφάνεια, έριχναν τη χυλάρα (αραιός πολτός από θάλασσα, ασβέστη και άµµο) και μετά ακολουθούσε το πίπισµα με το αστράκι. Δίπλα στο αλώνι υπήρχε η πλάκα για την ξήρανση του αλατιού. Συνήθως πρόκειται για χτιστή πεταλοειδή τράπεζα, ύψους 0.80 με 1 μ: ήταν επικλινής, με υπερυψωµένο το ηµικύκλιο, ώστε να στραγγίζει καλύτερα το σωρευµένο αλάτι. Υπάρχουν πάντως και λαξευµένες στο βράχο πλάκες. Ο χρόνος ξήρανσης ποίκιλλε μία με δύο ηµέρες, αφού όσο πιο ξηρό, τόσο ήταν ελαφρύτερο στη μεταφορά. Το μετέφεραν συνήθως µε λινάτσες και υποζύγια στα χωριά, όπου η ξήρανση συνεχιζόταν, ασφαλέστερα αυτή τη φορά, στους λιακούς, µέχρι την αποθήκευσή του σε πιθάρες, βαρέλια ή και κασέλες.
Αναπόσπαστο αρχιτεκτονικό στοιχείο της όλης εγκαταστάσεως ήταν, όπως προανέφερα, η σπιτακούλα. Πρόκειται για τον οικίσκο διαµονής των παραγωγών. Χτισµένος µε αργολιθοδοµή, χαρακτηρίζεται από τις µικρές του διαστάσεις - συνήθως 3 µε 3.5 µ. η πλευρά, ύψος 2 µ. και αποστρογγυλευµένες εξωτερικά γωνίες -, την υποτυπώδη κρηπίδα του, τη µικρή πόρτα του, συνήθως 0.5 µ. το άνοιγµα: ως θερινό ενδιαίτηµα είχε πρόχειρη στέγαση, συνήθως κλαριά από κερακιές (=χαρουπιές) και λιόπανα.
Οι παραγωγοί - οι συνθήκες παραγωγής
Οι αλυκές στο Κάτω Τηγάνι είχαν αυστηρά καθορισµένο ιδιοκτησιακό καθεστώς, που η αµφισβήτησή του κατέληγε κατά τα κρατούντα σε αιµατοχυσία. Οι αλυκές ανήκαν στουςΣΟίλήδες, άλλως στους Τσουλιάνους, των οικισµών Σταυρί, Χαοαµπο;" και Αγία Κυριακή13. υπήρξαν επίσης και παροδικοί ενοικιαστές από τον Κούνο και τα Παγκιά. Τελευταία, απέκτησαν ιδιοκτησίες και ορισµένοι αχαµνόµεροι. Προφανώς, ίσχυε κληρονοµικό δικαίωµα στους άρρενες, ενώ οι γαµπροί σε κάθε σόι ήταν αποκλεισµένοι από το ιδιοκτησιακό καθεστώς των αλυκών: «γαµπρός δεν πατάει στο Κάστρο», όπως έλεγαν χαρακτηριστικά.
Οι ιδιοκτησίες στο βράχο της ακτογραµµής, όπου τα πελάτζια και οι λακκούβες, ήταν σαφείς και αυστηρά οριοθετηµένες λάξευαν µε καλέµι σταυρούς, που αποτελούσαν τα οροθέσια. Λ.χ. στη ΒΒΑ πλευρά, τη δυτική του όρµου του Μέζαπου, από το Κόκκαλο ώς τον Ταρσανά, ήταν τρία µερίδια Ψικάκοι και ένα Τσιτσίρης, όλα από την Αγία Κυριακή• στη γαρµπινή, τη ΝΝΔ, ήταν τα µερίδια των Πετρόγκωνα, Κυρίµη, Παρασκευάκου και Σερεµετάκη. Στους αρνιακούς επίσης και στα αλώνια, παρότι λόγω της στενότητας του χώρου δίνουν την εντύπωση ότι είναι «ο ένας πάνω στον άλλο», όµως τα όρια ήταν και εδώ αυστηρά καθορισµένα, χωρίς να αποκλείεται η απρόσκοπτη πρόσβαση και διέλευση των υπολοίπων υπήρχε, δηλαδή, ένα ανεπτυγµένο και απολύτως σεβαστό σύστηµα «δουλείας διόδου».
Εάν εξαιρέσουµε τη συµµετοχή των αντρών στις κατασκευαστικές εργασίες, όλη η υπόλοιπη αλατοπαραγωγή και μεταφορά, έως και η τοπική εµπορία, βρισκόταν στα χέρια των γυναικοπαίδων. Κάθε οµάδα-σπιτακούλα απαρτιζόταν από δύο με τρία άτοµα ή τέσσερα με πέντε οι μεγαλύτερες εγκαταστάσεις. Συνήθως μία φύλαγε δουλεύοντας στο αλώνι και δύο ήταν στο βράχο. Προσπαθούσαν να κάνουν άνετη τη ζωή τους στον ηλιοκαµένο ξερότοπο σε μια εξοντωτική και ολοήµερη δουλειά: θάµνοι και κουρελού για στρώµα στη σπιτακούλα,νερό στο κανάτι, τα ελάχιστα για τροφή, λίγα ψάρια, αν υπήρχε «γιουρτάρι» (κιούρτο): μόνιµο πρόβληµά τους οι σκορπιοί.
Πηγή: ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΛΑΤΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου