Το νόημα του ονόματος Ελύτης αποδόθηκε σε στιγμές επισημότερες
της ζωής του, στο συνδυασμό της συλλαβής ‘ελ’, αρχικής σε ονόματα
σημαδιακά όπως Ελλάδα, Ελπίδα, Ελευθερία, Ελένη, με
τη «γενική τοπωνυμική κατάληξη των ελληνικών ονομάτων ανάλογα
με το ‘Πολίτης’ (Κ. Φράιερ, σ. 12).
Παλαιότερα οι φίλοι του έδιναν μια λιγότερο ελληνοπρεπή και
περισσότερο διασκεδαστική ερμηνεία αναφέροντας τρεις αφορμές:
το όνομα του Eluard, τη λέξη elite που υπονοεί εκλεκτικότητα και
που δηλώνει μιαν αντίθεση στην εύκολη τέχνη, τη λέξη ‘αλήτης’ για
την ανταρσία στην αστική συμβατικότητα.
Η ουσία είναι ότι ο ποιητής, έτσι κι αλλιώς, ήθελε να περιχαρακώσει
με το όνομα που δημιουργούσε ένα χώρο αποκλειστικά δικό του
κι ανεξάρτητο πριν απ’ όλα απ’ την οικογένειά του.
Αυτό μαρτυρούν και τα λόγια του της Κατοχής:
«Με τη σειρά μου κατάλαβα κι εγώ πως θα ’τανε ντροπή να φτιάξω
ένα έργο για το οποίο αφιέρωνα όλες μου τις δυνάμεις, όλο το
πάθος μου για την αφιλοκέρδεια και να το ταυτίσω ύστερα μ’ ένα
όνομα συνυφασμένο με ό,τι εγώ μισώ στη ζωή,
το πρακτικό δηλαδή πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο
ωφελιμισμό» (Αιολικά Γράμματα 3, 1973, σ. 12).
Πέρα από τις ετυμολογικές ερμηνείες και τις ψυχολογικές άμυνες,
μένει η υποβολή του ήχου και της γραφής του ονόματος.
‘Ελύτης’ είναι ένας ιαμβικός τρισύλλαβος, με την κεντρική συλλαβή
υψωμένη χάρη στον τόνο της, με μεγαλύτερη διάρκεια, αλλά και
με μια ειδική γεύση από το υγρό ‘λ’.
Στηρίζεται σε μια ζυγισμένη ισομετρία που ανταποκρίνεται στους
νόμους του μουσικού τονισμού της ελληνικής γλώσσας που
προτιμά τις παροξύτονες καταλήξεις των λέξεων.
Όσο για την κατάληξη -ύτης, που μοιάζει τοπωνυμικός προσδιορισμός,
δεν είναι δίχως σημασία το γεγονός ότι διακρίνεται από την άλλη
κατάληξη, -ητής, που είναι χαρακτηριστική των επαγγελματικών
ουσιαστικών (ο ποιητής μας απορρίπτει την ιδιότητα ενός
ανθρώπου την εξαρτημένη από το επάγγελμα).
Για να επιμείνουμε στη γραφή, και σχετικά με τη διαφοροποίηση των
δύο ‘ι’, το ένα ύψιλον, το άλλο ήτα, παρατηρούμε ότι το ύψιλον
βρίσκεται εκεί που θα περιμέναμε ένα γιώτα και ασκεί έτσι τη γοητεία
του άδηλου και του λογικά απροσδόκητου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία: το επώνυμο ‘Ελύτης’ είναι ευρηματικό
και προγραμματικά ταιριαγμένο στο νέο που ξεκινά με επαναστατικές
προθέσεις και με ασυνήθιστους οραματισμούς, που γρήγορα θα
ξεχωρίσει μέσα στις προσπάθειες άλλων, πρεσβύτερων ή συνομηλίκων.
μένει η υποβολή του ήχου και της γραφής του ονόματος.
‘Ελύτης’ είναι ένας ιαμβικός τρισύλλαβος, με την κεντρική συλλαβή
υψωμένη χάρη στον τόνο της, με μεγαλύτερη διάρκεια, αλλά και
με μια ειδική γεύση από το υγρό ‘λ’.
Στηρίζεται σε μια ζυγισμένη ισομετρία που ανταποκρίνεται στους
νόμους του μουσικού τονισμού της ελληνικής γλώσσας που
προτιμά τις παροξύτονες καταλήξεις των λέξεων.
Όσο για την κατάληξη -ύτης, που μοιάζει τοπωνυμικός προσδιορισμός,
δεν είναι δίχως σημασία το γεγονός ότι διακρίνεται από την άλλη
κατάληξη, -ητής, που είναι χαρακτηριστική των επαγγελματικών
ουσιαστικών (ο ποιητής μας απορρίπτει την ιδιότητα ενός
ανθρώπου την εξαρτημένη από το επάγγελμα).
Για να επιμείνουμε στη γραφή, και σχετικά με τη διαφοροποίηση των
δύο ‘ι’, το ένα ύψιλον, το άλλο ήτα, παρατηρούμε ότι το ύψιλον
βρίσκεται εκεί που θα περιμέναμε ένα γιώτα και ασκεί έτσι τη γοητεία
του άδηλου και του λογικά απροσδόκητου.
Δεν υπάρχει αμφιβολία: το επώνυμο ‘Ελύτης’ είναι ευρηματικό
και προγραμματικά ταιριαγμένο στο νέο που ξεκινά με επαναστατικές
προθέσεις και με ασυνήθιστους οραματισμούς, που γρήγορα θα
ξεχωρίσει μέσα στις προσπάθειες άλλων, πρεσβύτερων ή συνομηλίκων.
MARIO VITTI «ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ – ΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ»
Η προσήλωση του Μάριο Βίττι στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη έχει
την αφετηρία της στη γνωριμία του νεαρού τότε νεοελληνιστή
με τον ακόμη λίγο γνωστό, το 1951, Έλληνα ποιητή.
Η απαρχή της φιλίας σφραγίστηκε με τη δημοσίευση ενός μικρού τόμου
με ποιήματα μεταφρασμένα ιταλικά, όπου ξέχωρη θέση είχε
ο Ανθυπολοχαγός.
Έκτοτε ο Βίττι αφιέρωσε αρκετά γραπτά του στον ποιητή,
τόσο στην Ιταλία, όπου βοήθησε στο να γίνει η ποίηση του Ελύτη
γνωστή, όσο και στην Ελλάδα. Η επιλογή που δημοσιεύεται εδώ
συγκεντρώνει κείμενα γραμμένα ειδικά για το ελληνικό κοινό κατά
την τελευταία εικοσαετία.
Αποφεύγει θεματικές επικαλύψεις, ιδίως μετά την ευρύτερη μονογραφία
που ο Βίττι δημοσίευσε το 1984 στην Αθήνα
(Οδυσσέας Ελύτης, κριτική μελέτη).
Ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη σημασία σε δύο μελέτες του.
Η πρώτη αποτελεί το σχολιασμό ενός ποιήματος της Κατοχής, που
το αντιμετωπίζει ως «υπομνηματογράφος», απαντώντας στην
πρόκληση του Ελύτη, που δυσπιστούσε μπρος σε παρόμοιες
σχολαστικές ερμηνείες.
Η άλλη μελέτη εξιστορεί εμπεριστατωμένα τη συμπεριφορά της
ελληνικής κριτικής για το έργο του ποιητή - ή, με άλλα λόγια,
διερευνά το διάλογο ανάμεσα στον Ελύτη και στους κριτικούς του.
(ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
με πληροφορίες από:
https://logomnimon.wordpress.com/%CE
https://www.politeianet.gr/books/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου