Σελίδες

Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018

Μακεδονικός Αγώνας 1904 - 1908

Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Η σημαία της Μακεδονίας κατά τον Μακεδονικό αγώνα
Εισαγωγή
Ο Μακεδονικός αγώνας ήταν ένας ανορθόδοξος πόλεμος στις αρχές του 20ου αιώνα 
που διήρκεσε περίπου 4 χρόνια (1904-1908) και διεξήχθη στη Μακεδονία 
(που τότε ήταν μέρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας) μεταξύ κυρίως ελληνικών και βουλγαρικών ενόπλων σωμάτων, ακόμα και Σέρβων και Ρουμάνων, από τη στιγμή 
που έγινε αντιληπτό ότι η σημαντική αυτή επαρχία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας 
θα ήταν η επόμενη εδαφική απώλεια του Μεγάλου Ασθενούς. 
Ξεκίνησε από την περιοχή της Καστοριάς και περί το τέλος του είχε επεκταθεί σ’ όλη 
τη σημερινή Μακεδονία μέχρι και
των περιοχών του Μοναστηρίου, Γευγελής, Δοϊράνης κλπ. 
Σκοπός των ελληνικών σωμάτων ήταν να περιφρουρήσουν το εθνικό φρόνημα των χωριών, να αποκαταστήσουν την τάξη σε όσα χωριά είχαν σημειωθεί αποσκιρτήσεις μετά από πιέσεις των αντιπάλων, να εξουδετερώσουν τις ένοπλες ομάδες και να περιορίσουν τη δράση 
των ληστρικών σωμάτων, τα οποία κινούνταν μεταξύ παρανομίας και εθνικού αγώνα, ταλαιπωρώντας τους αγροτικούς πληθυσμούς. 
Ο αγώνας αυτός άρχισε ουσιαστικά το 1903 και πήρε τέλος το 1908, όταν θεσπίστηκε το τουρκικό σύνταγμα με το κίνημα των Νεοτούρκων. 
Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, δύο ήταν οι κυριότεροι εχθροί του ελληνικού στοιχείου: οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και οι Τούρκοι σωβινιστές. Παρά τον διμέτωπο αγώνα, εναντίον Βουλγάρων και Τούρκων, τα ελληνικά σώματα κατόρθωσαν σταδιακά να περιορίσουν τα βουλγαρικά ερείσματα και να αποκαταστήσουν την εθνολογική ισορροπία. 
Ιδιαίτερα σκληρός ήταν ο αγώνας στην ελώδη λίμνη των Γιαννιτσών, σημείο στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο των οδικών αρτηριών, ενώ πολλές φονικές μάχες έγιναν στα βουνά της Δ. Μακεδονίας για την τελική επικράτηση σε διαφιλονικούμενα σλαβόφωνα χωριά. 
Από το 1906 ο τουρκικός στρατός ανέλαβε σημαντικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και περιόρισε αισθητά τη δράση των ενόπλων ομάδων, ελληνικών και βουλγαρικών. 
Πάντως τη διετία 1907-1908 τα ελληνικά σώματα είχαν κερδίσει σημαντικό έδαφος σε όλη την έκταση της Μακεδονίας και είχαν διασφαλίσει είτε την παραμονή, είτε την επανασύνδεση με το Πατριαρχείο πολυάριθμων ελληνικών κοινοτήτων. 
Η τακτική των Βουλγάρων που χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο για να κάνουν τη Μακεδονία βουλγαρική, αφύπνισε τους Έλληνες, ανάμεσά τους Μανιάτες και Κρητικούς, που απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος έτρεξαν εθελοντές, για να βοηθήσουν τους Έλληνες Μακεδόνες στο σκληρό και άνισο αγώνα τους.
Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Βουλγαρικό ανταρτικό σώμα 
(1902, Λονδίνο, The Illustrated London News)
 ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
Πρώτα άρχισε η προπαγανδιστική αναμέτρηση Ελλήνων και Βουλγάρων. 
Πρώτη συστηματική εξόρμηση των Σλάβων ήταν να πετύχουν την ψυχική και γλωσσική αφομοίωση του ελληνικού πληθυσμού, ώστε να έχουν να επικαλεστούν στοιχεία ενισχυτικά των επιδιώξεών τους. Η αναμέτρηση εντάθηκε μετά την κατάκτηση της Α. Ρωμυλίας (1885) και οδήγησε σε αιματηρό ανταγωνισμό μεταξύ του ελληνισμού και του βουλγαρικού επεκτατισμού, μια αναμέτρηση που έμεινε στην ιστορία ως Μακεδονικός αγώνας. 
Η πραξικοπηματική προσάρτηση στη Βουλγαρία της Α. Ρωμυλίας τους ενίσχυσε, ώστε να στραφούν απερίσπαστοι στην απόσπαση του μακεδονικού χώρου.
Στη Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε η «Εσωτερική Επαναστατική Μακεδονική Οργάνωση (IMRO)» 

με επίσημο σκοπό το συντονισμό των προσπαθειών των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας για την απελευθέρωσή τους από τον Οθωμανικό ζυγό. 
Η οργάνωση αναφερόταν γενικά στα δικαιώματα του «Μακεδονικού λαού» χωρίς εθνικές 
ή δογματικές διακρίσεις, δηλώνοντας «σταθερά ενωτική» και «μαχητικά αντισωβινιστική». Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν μία βουλγαρική εθνικιστική οργάνωση με κρυφή ατζέντα τον εκβουλγαρισμό της Μακεδονίας και την απόσχισή της από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ενδιάμεσο στάδιο πριν την τελική ένωσή της με τη Βουλγαρία. 
Το «Μακεδονικό» Κομιτάτο είχε από νωρίς οργανώσει ένα δίκτυο από παραστρατιωτικές ομάδες, οι άντρες των οποίων είχαν επιδοθεί σε όργιο βίας και τρομοκρατίας του ελληνικού και όχι μόνο στοιχείου της Μακεδονίας. Ο όρος «κομιτατζήδες» στη Μακεδονία χρησιμοποιείτο για να χαρακτηρίσει τους εξαρχικούς ελληνικής καταγωγής που μεταστράφηκαν και υπηρετούσαν τους σκοπούς της Βουλγαρίας, διαχωρίζοντάς τους 
έτσι από τους καθεαυτού Βούλγαρους. 
Σημαντικά στελέχη των Κομιτατζήδων ήταν ο ιδρυτής τους Γκότσε Ντέλτσεφ, 
ο Αποστόλ Πέτκωφ, ο Νίκολα Κάρεφ, ο Γιάνε Σαντάνσκι κ.α.
Γνωρίζοντας ότι το ελληνικό στοιχείο δεν θα υπόκυπτε εύκολα, έριξαν το σύνθημα 

«η Μακεδονία για τους Μακεδόνες», ζητώντας και τη συνδρομή των Ελλήνων γι’ αυτόν 
τον «κοινό αγώνα». Παράλληλα (και επίσημα) οι Βούλγαροι αναλάμβαναν έντονη και συστηματική προπαγάνδα στην Ευρώπη. Οργάνωσαν μικρά ευέλικτα σώματα που είχαν 
δυο στόχους: να εισπράττουν χρήματα με αναγκαστικές εισφορές και να εξοντώνουν όποιον αντιστεκόταν στο βουλγαρικό κομιτάτο. Η επίσημη στάση της Ελλάδας, ιδιαίτερα μετά τον ατυχή της πόλεμο του 1897, ήταν χαλαρή και αυτό βοήθησε την επιτυχία της βουλγαρικής προπαγάνδας.

Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Ερείπια σπιτιών στο Γραδεμπόρι από τους κομιτατζήδες 
(1903-1908)

Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΙΤΑΤΖΗΔΩΝ
Το 1900 ο αγώνας έγινε ένοπλος. Κύριοι αντίπαλοι των ελληνικών ενόπλων σωμάτων 

ήταν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες, οπλισμένοι αντάρτες, που στάλθηκαν στη Μακεδονία ως εκπρόσωποι του βουλγαρικού κομιτάτου και εργάστηκαν έντονα και σκληρά για τη βίαιη επικράτηση των βουλγαρικών απόψεων. 
Δυο απόπειρες όμως των ένοπλων αυτών ομάδων να παρασύρουν τον πληθυσμό της Μακεδονίας σε φιλοβουλγαρική επανάσταση (1902 και 20 Ιουλίου 1903, Ίλιντεν) απέτυχαν. 
Η διαδικασία του εκβουλγαρισμού ήταν μεθοδική και είχε προσεκτικά σχεδιαστεί ώστε να κλιμακωθεί σταδιακά, με πρώτο στάδιο τον εξαναγκασμό του χριστιανικού πληθυσμού (που είχε ρευστή εθνική συνείδηση) να εκκλησιάζεται σε εκκλησίες που θα υπάγονταν στην Εξαρχική (Βουλγαρική) εκκλησία, αντί στις υπάρχουσες, που υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Γι’ αυτό ιδρύθηκαν σε όλη τη Μακεδονία πολυάριθμες Εξαρχικές εκκλησίες, 
στις οποίες ο εκκλησιασμός γίνονταν στη βουλγαρική γλώσσα και τα ονόματα των βαπτιζομένων ήταν βουλγαρικά. 
Σε δεύτερη φάση το κομιτάτο άρχισε να ιδρύει πολυάριθμα σχολεία όπου τα παιδιά θα διδάσκονταν τη βουλγαρική γλώσσα και θα κατηχούνταν πλέον εθνικά. 
Η δράση του κομιτάτου αρχικά είχε κάποια επιτυχία, αλλά σύντομα έγιναν αντιληπτά 
τα πραγματικά του κίνητρα, όταν ένοπλες ομάδες του (κομιτατζήδες), στη διάρκεια της ολιγόμηνης βουλγαρικής κατοχής της Α. Μακεδονίας, άρχισαν να εκτελούν και να βασανίζουν ιερείς, δασκάλους, τοπικές προσωπικότητες, αλλά και απλούς πολίτες που αρνούνταν το συγκεκαλυμμένο αυτό εκβουλγαρισμό, υπό την πλήρη ανοχή των επίσημων βουλγαρικών αρχών και του τακτικού βουλγαρικού στρατού, ο οποίος και τις εξόπλιζε, 
όπως η καταστροφή των Σερρών και του Δοξάτου (ήταν η πρώτη φορά).
Τον Απρίλιο του 1903, ομάδες κομιτατζήδων πραγματοποιούν στη Θεσσαλονίκη τρομοκρατικές ενέργειες και η πόλη αναστατώνεται από βομβιστικές επιθέσεις κατά της Μητρόπολης και άλλων κτιρίων ελληνικών ιδιοκτησιών, την ανατίναξη της Οθωμανικής Τράπεζας, την καταστροφή των εγκαταστάσεων αεριόφωτος και την πυρπόληση του μεγάλου γαλλικού εμπορικού πλοίο Γκουανταλκιβίρ. Οι ενέργειες αυτές προκάλεσαν την αντίδραση των Σέρβων και των Ελλήνων και η αιματηρή 
αναμέτρηση των αντιπάλων, ανάμεσα στους οποίους παρενέβαιναν (για να επιδεινώσουν την κατάσταση) και τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις, έδωσε την αφορμή να επέμβουν οι κυβερνήσεις των τότε Μεγάλων Δυνάμεων 
της Αυστρίας και της Ρωσίας (1903), με σκοπό να επιβάλουν στον σουλτάνο κάποιες διοικητικές μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς της Μακεδονίας. 
Έτσι τους πρώτους μήνες του 1904 σχηματίστηκε στους 3 νομούς Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Σκοπίων, σώμα χωροφυλάκων με διοικητή Ιταλό στρατηγό που είχε 
στις διαταγές του πέντε ανώτερους Ευρωπαίους αξιωματικούς. Όμως καθεμιά από τις δυνάμεις απέβλεπε σε δικούς της σκοπούς. Έτσι, τίποτα δεν άλλαξε, ενώ το κομιτάτο συνέχιζε με περισσότερη ένταση τη δράση του, εξαφανίζοντας Έλληνες πρόκριτους (γιατρούς, δασκάλους, ιερείς κλπ.) και σφάζοντας άοπλους χωρικούς στις πλατείες των χωριών, μπροστά στα μάτια των συγχωριανών τους. 
Οι κομιτατζήδες διατήρησαν μια υποτυπώδη δραστηριότητα μετά το 1908, αλλά επανεμφανίστηκαν δυναμικά στους Βαλκανικούς Πολέμους ως παραστρατιωτικές 
ομάδες υποστηρίζοντας τον βουλγαρικό στρατό στις επιχειρήσεις του.

Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Ανεφοδιασμός Ελλήνων ανταρτών 
(εκβολές Αλιάκμονα, 1904-1908)

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Ο αγώνας για την ανεξαρτησία της Μακεδονίας είχε αρχίσει συγχρόνως με την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Οι εξεγέρσεις όμως του Εμμανουήλ Παπά στη Χαλκιδική και εκείνη της Νάουσσας με το Ζαφειράκη Θεοδοσίου το 1822 είχαν καταπνιγεί από τους Τούρκους. 

Με την ίδρυση του μικρού Ελληνικού Κράτους, μόνιμη επιδίωξη των Ελλήνων ήταν η τύχη των υπόδουλων που ήταν κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό και για δεκαετίες παρέμεναν αποκομμένοι από την ελεύθερη Ελλάδα. 
Το Ελληνικό κράτος είχε να αντιμετωπίσει μια σειρά από εμπόδια, όπως τη γεωγραφική απόσταση και την αρνητική διπλωματική συγκυρία. 
Οι επαναστατικές κινήσεις των ετών 1839-1840, 1854 και 1866 ναυάγησαν, γιατί η 
ελληνική πλευρά πίστευε ότι θα εκβίαζε την ενσωμάτωση της Μακεδονίας, αν την ενέτασσε στις διεθνείς κρίσεις της περιόδου, όπως τον Τουρκοαιγυπτιακό και Κριμαϊκό πόλεμο και 
την Κρητική Επανάσταση, με σύμμαχο την ομόδοξη Ρωσία. Τον Μάιο του 1876, εξαιτίας του αναβρασμού που είχε προκαλέσει στους Τούρκους η εξέγερση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, που οδήγησε στη γνωστή μεγάλη κρίση του Ανατολικού ζητήματος και κατέληξε στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-78), στη Θεσσαλονίκη σημειώθηκε η σφαγή των προξένων 
της Γαλλίας και της Γερμανίας, γεγονός που προκάλεσε τρομερή αναστάτωση στον πληθυσμό της μακεδονικής πρωτεύουσας. Στο μεταξύ, το βουλγαρικό σχίσμα (1870), 
που είχε σαν στόχο όλη τη Β. Ελλάδα, έγινε η αφετηρία σοβαρών αναστατώσεων στον μακεδονικό κόσμο.


Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Έλληνες ένοπλοι στο βάλτο των Γιαννιτσών (1904-1908)
Ιδιαίτερα σκληρός ήταν ο αγώνας στην ελώδη λίμνη των Γιαννιτσών, σημείο στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο των οδικών αρτηριών, ενώ πολυάριθμες και φονικότατες μάχες έγιναν στα βουνά της δυτικής Μακεδονίας για την τελική επικράτηση 
σε διαφιλονικούμενα σλαβόφωνα χωριά.
Από το 1906 ο τουρκικός στρατός ανέλαβε σημαντικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και περιόρισε αισθητά τη δράση των ενόπλων ομάδων, ελληνικών και βουλγαρικών. 
Πάντως κατά τη διετία 1907-1908 τα ελληνικά σώματα είχαν κερδίσει σημαντικό έδαφος σε όλη την έκταση της Μακεδονίας και είχαν διασφαλίσει είτε την παραμονή, είτε την επανασύνδεση με το Πατριαρχείο πολυάριθμων ελληνικών κοινοτήτων.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΟ ΒΑΛΤΟ ΤΩΝ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ
Τα νερά του πλημμυρισμένου Λουδία σχημάτιζαν στη νότια κεντρική Μακεδονία, στο προσχωσιγενές έδαφος μεταξύ του Αλιάκμονα και του Αξιού, εκτεταμένο έλος. 

Στα χρόνια του ένοπλου ελληνοβουλγαρικού αγώνα το έλος αυτό, προσιτό πριν μόνο 
στους ψαράδες της περιοχής, αναδείχτηκε σε πεδίο ομηρικών μαχών μεταξύ των ενόπλων σωμάτων. Η ασφαλής πρόσβαση στις καλαμώδεις εκτάσεις του σήμαινε σίγουρο κρησφύγετο, έλεγχο της γύρω πεδιάδας και των οδικών συγκοινωνιών προς τη Βόρεια 
και τη Δυτική Μακεδονία. 
Η διαβίωση, όμως, μέσα στα βαλτώδη νερά όπου ενδημούσε η ελονοσία και συνάμα σε συνθήκες πολέμου είχε πολλές ιδιαιτερότητες και ακόμη περισσότερες δυσκολίες, ικανές 
να κάμψουν και τους πιο σκληροτράχηλους μαχητές. 
Οι θρυλικές μορφές του καπετάν Άγρα και του καπετάν-Νικηφόρου, πλαισιωμένες από μερικούς ντόπιους οδηγούς, ταυτίστηκαν με τον αγώνα στις υγρές ελώδεις εκτάσεις κι αναδείχτηκαν σε κεντρικές μορφές του γνωστού μυθιστορήματος της Πηνελόπης Δέλτα.
Είναι γεγονός, ότι ποτέ οι Έλληνες δεν υπολόγισαν θυσίες, προκειμένου να γλιτώσει η Μακεδονία από τους Βουλγάρους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο, προκειμένου 
να την κάνουν Βουλγαρική. Η τακτική τους αυτή, αφύπνισε τους Έλληνες, πολλοί και 
από όλα τα μέρη της Ελλάδος, έτρεξαν εθελοντές, για να βοηθήσουν τους Έλληνες Μακεδόνες στο σκληρό και άνισο αγώνα τους.
Ανάμεσά τους και οι Μανιάτες εθελοντές, που δυστυχώς ακόμα και σήμερα 
η εθελοντική προσφορά τους αποσιωπάται ή δεν προβάλλεται όσο της αξίζει, 
ενώ «ενοχλούν» οι προσπάθειες προβολής των αγωνιστών της Μάνης....
λησμονημένοι ήρωες, που αγωνίστηκαν (και πολλοί «έμειναν») για τη δοξασμένη γη 
του Αλεξάνδρου.
Προπαρασκευή
Πρώτη συστηματική εξόρμηση των Σλάβων ήταν να πετύχουν την ψυχική και γλωσσική αφομοίωση του ελληνικού πληθυσμού, ώστε να έχουν να επικαλεστούν στοιχεία ενισχυτικά των επιδιώξεών τους. Η προσάρτηση στη Βουλγαρία της Ανατολικής Ρωμυλίας τους ενίσχυσε, ώστε να στραφούν απερίσπαστοι στην απόσπαση του μακεδονικού χώρου. γνωρίζοντας πως το ελληνικό στοιχείο δεν θα υπόκυπτε εύκολα, έριξαν το σύνθημα "η Μακεδονία για τους Μακεδόνες" ζητώντας και τη συνδρομή των Ελλήνων γι' αυτόν 

τον "κοινό αγώνα".
Άρχισαν την επίθεση τους με τη λεηλασία ναών και μοναστηριών και τη σφαγή ιερέων 
και καλόγερων. Ο άτυχος πόλεμος του 1897, ενώ αποθάρρυνε το μακεδονικό ελληνισμό, έδινε φτερά στους κομιτατζήδες. Παράλληλα - και επίσημα - οι Βούλγαροι αναλάμβαναν ζωηρή και συστηματική προπαγάνδα στην Ευρώπη. Οργάνωσαν μικρά ευέλικτα σώματα 
που είχαν δυο στόχους: να εισπράττουν χρήματα με αναγκαστικές εισφορές και να εξοντώνουν όποιον αντιστεκόταν στο βουλγαρικό κομιτάτο.
Τον Απρίλιο του 1903 αναστατώνεται η Θεσσαλονίκη από βόμβες στους κεντρικούς 
δρόμους, καίγεται η Οθωμανική Τράπεζα, καταστρέφονται οι εγκαταστάσεις αεριόφωτος 
και ανατινάζεται ένα μεγάλο γαλλικό εμπορικό πλοίο.
Αυτά τα γεγονότα έδωσαν αφορμή να επέμβουν οι τότε Μεγάλες Δυνάμεις, Ρωσία και Αυστρία, και να πετύχουν κάποιες μεταρρυθμίσεις στο καθεστώς της Μακεδονίας. 
Έτσι τους πρώτους μήνες του 1904 σχηματίστηκε στους τρεις νομούς Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου και Σκοπίων, σώμα χωροφυλάκων με διοικητή Ιταλό στρατηγό που είχε στις διαταγές του πέντε ανώτερους Ευρωπαίους αξιωματικούς. Όμως καθεμιά από τις δυνάμεις απέβλεπε σε δικούς της σκοπούς. Έτσι, τίποτα δεν άλλαξε, ενώ το βουλγαρικό κομιτάτο συνέχιζε με περισσότερη ένταση τη δράση του, εξαφανίζοντας Έλληνες πρόκριτους (γιατρούς, δασκάλους, ιερείς κλπ.) και σφάζοντας άοπλους χωρικούς στις πλατείες των χωριών, μπροστά στα μάτια των συγχωριανών τους.
Την άνοιξη του 1903 όμως, σχηματίζεται η πρώτη επιτροπή, η Μακεδονική Φιλική 
Εταιρεία από τον Αργύριο Ζάχο, τον Θεόδωρο Μόδη και τον Θεόδωρο Καπετανόπουλο. Σκοπός ήταν να πειστεί η Ελληνική κυβέρνηση να ενισχύσει την 
ένοπλη άμυνα των ελληνικών πληθυσμών της Μακεδονίας. 
Έτσι την άνοιξη του 1904, έρχονται στη Μακεδονία για να μελετήσουν την κατάσταση 
και να υποδείξουν πρακτικά μέτρα οι λοχαγοί Αναστάσιος Παπούλας και Αλέξανδρος Κοντούλης και οι ανθυπολοχαγοί Γ. Κολοκοτρώνης και Π. Μελάς.
Παράλληλα στην Αθήνα στις 22 Μαΐου 1904 ιδρύθηκε το Μακεδονικό Κομιτάτο, στα γραφεία της εφημερίδας «Εμπρός». Εμπνευστής, ιδρυτής, αλλά και Πρόεδρος του 
κομιτάτου ήταν ο διευθυντής της εφημερίδας «Εμπρός» Δημήτρης Καλαποθάκης 
(1862-1921) από την Αρεόπολη και μέλος της πρώτης οργανωτικής επιτροπής 
ο Πέτρος Κανελλίδης (1846-1911) από το Κουτήφαρι της Έξω Μάνης, διευθυντής 
της εφημερίδας «Καιροί». 
Το κομιτάτο, μέλη του οποίου είναι οι Ν. Πολίτης, καθηγητής πανεπιστημίου, Ιωάννης Ράλλης, Πέτρος Σαρόγλου κλπ. αποφασίζει να δράσει άμεσα στέλνοντας ένοπλα σώματα 
και οπλισμό στους ελληνικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας.
Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Ο Καλαποθάκης, που ως δημοσιογράφος και ως άνθρωπος είχε την καθολική εκτίμηση κράτους και λαού, κρατάει ουσιαστικά στα χέρια του το σχεδιασμό του Αγώνα στο κέντρο. Οργανώνει τα αντάρτικα σώματα και τα αποστέλλει στη Μακεδονία, αλληλογραφεί και συντονίζει, ενημερώνει το κράτος για τον Αγώνα και τον άξιο πρόξενο της Θεσσαλονίκης, τον Λάμπρο Κορομηλά. Στο γραφείο του γίνονται οι στρατολογήσεις και η οργάνωση των εθελοντών και φυσικά των Μανιατών εθελοντών.
Σ' όλα τα ελληνικά προξενεία αποσπάστηκαν αξιωματικοί του στρατού και δημιούργησαν 
ένα θαυμάσιο δίκτυο συνεργατών και αγωνιστών. Στόχος τους ήταν η εξουδετέρωση της βουλγαρικής και ρουμανικής προπαγάνδας, η εμπιστευτική αλληλογραφία, η κατασκοπεία, 
η μεταφορά τραυματιών, η τροφοδοσία των Ελλήνων ανταρτών και γενικά η υπεράσπιση 
του ελληνικού στοιχείου.
Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ
Η Θεσσαλονίκη, το φυσικό επίνειο και διοικητικό κέντρο όλης της Μακεδονίας, αποτέλεσε 

το επιτελικό κέντρο του Μακεδονικού Αγώνα. Η εξέλιξη αυτή συνδέθηκε κυρίως με δύο πρόσωπα: τον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας Λάμπρο Κορομηλά και τον Ανθυπολοχαγό Αθανάσιο Σουλιώτη. 
Ο πρώτος, από το 1904 ως το 1907, οργάνωσε και διηύθυνε μέσα από το νεοκλασικό 
κτίριο του Προξενείου το ελληνικό δίκτυο πληροφοριών και επέβλεπε τις επιχειρήσεις 
των σωμάτων στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία. 
Πολύτιμους βοηθούς του είχε ομάδα ειδικών γραφέων, δηλαδή ειδικά εκπαιδευμένων αξιωματικών, που αποτέλεσαν τους διοικητικούς τομεάρχες του Αγώνα. 
Ανάμεσά τους ξεχώρισαν για την εμπειρία τους ο Δημήτριος Κάκκαβος (Ζώης) και 
ο Αθανάσιος Εξαδάκτυλος (Αντωνίου). 
Την ασφάλεια των δραστηριοτήτων του Προξενείου και την εθνική συστράτευση της ελληνικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης ανέλαβε ο Σουλιώτης (Νικολαΐδης) στο 
διάστημα 1905-1907. Συγκαλύπτοντας την κατασκοπική του δράση με την ιδιότητα 
του εμπόρου, πέτυχε με συστηματικές προσπάθειες να δημιουργήσει ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό δίκτυο πληροφοριών και συγκαλυμμένων επιχειρήσεων. 
Στο δίκτυο αυτό εντάχθηκαν κάθε κοινωνικής τάξης επαγγελματίες κι εργαζόμενοι 
της Θεσσαλονίκης που εξασφάλισαν τη συλλογή και την προώθηση μηνυμάτων, την εκτέλεση αντιποίνων, αλλά και τη διεξαγωγή ενός επιτυχημένου οικονομικού πολέμου 
σε βάρος της εξαρχικής κοινότητας.
Ένοπλη δράση
Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Ο Παύλος Μελάς 
(από πίνακα του Γ. Ιακωβίδη, 1904-1908, Αθήνα, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο)

Τον Φεβρουάριο του 1904 μπήκαν στη Μακεδονία οι πρώτοι Έλληνες αξιωματικοί, 

μεταξύ των οποίων και ο Παύλος Μελάς (1870-194), αξιωματικός του πυροβολικού 
και γαμπρός επ’ αδελφή του Ίωνα Δραγούμη. 
Έλαβε μέρος στον πόλεμο του 1897 και μπήκε μυστικά για πρώτη φορά στη Μακεδονία τον Φεβρουάριο του 1904, μαζί με τον Κοντούλη, τον Παπούλα και 
τον Κολοκοτρώνη. 
Επέστρεψε τον Ιούλιο για δεύτερη φορά, ως δήθεν ζωέμπορος με το όνομα 
Πέτρος Δέδες.
Στις 18 Αυγούστου του 1904, για τρίτη και τελευταία φορά, πέρασε τα σύνορα από 
τη μεριά της Κοζάνης επικεφαλής 35 ανδρών από Μακεδόνες, Κρητικούς, Λάκωνες κλπ., 
ως αρχηγός των Σωμάτων Μοναστηρίου–Καστοριάς. Έδρασε στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο καπετάν Μίκης Ζέζας, σύνθεση των ονομάτων των παιδιών του. 
Στις 13 Οκτωβρίου 1904 προδόθηκε στους Τούρκους και σκοτώθηκε σε συμπλοκή με τουρκικά στρατεύματα στη Στάτιστα Καστοριάς (το σημερινό Μελά). 
Ο θάνατός του γενίκευσε τη συμμετοχή Ελλήνων ενόπλων στον Μακεδονικό αγώνα, 
γεγονός που αναπτέρωσε τις ελπίδες των Μακεδόνων κι ανέκαψε το έργο των 
βουλγαρικών κομιτάτων. 
Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης. 
Ίων Δραγούμης
ΕΝΟΠΛΗ ΔΡΑΣΗ
Οι ελληνικές απώλειες και η αδυναμία των Τούρκων να επιβάλουν την τάξη οδήγησαν 

στην ενεργή (αν και ανεπίσημη) ελληνική ανάμειξη. 
Πρώτος και πιο σπουδαίος θιασώτης της ιδέας εκείνης στάθηκε ο Ίων Δραγούμης, που ήδη το 1903 σχημάτισε στο Μοναστήρι την πρώτη ελληνική επιτροπή, που 
αποτέλεσε αργότερα τον πυρήνα της Μακεδονικής Φιλικής Εταιρείας, της οποίας ενεργά όργανα στάθηκαν στην αρχή δύο οπλαρχηγοί της δυτικής Μακεδονίας, 
ο καπετάν Βαγγέλης (από το Στρέμπενο της Καστοριάς) και ο καπετάν Κώττας 
(από τα Κορέστια).

Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Τέλος Αγαπηνός(Άγρας)1906-1907 

Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Καπετάν Κώτας συνεργάστηκε με τον Γερμανό Καραβαγγέλη 1900
Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Τέλος Αγαπηνός, Ιωάννης Δεμέστιχας (καπετάν Νικηφόρος), 
Κωνσταντίνος Σάρρος (καπετάν Κάλας)

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Ο Μητροπολίτης Γερμανός Καραβαγγέλης έλεγε σε γνωστό του: 
«Όπου να ‘ναι φτάνουν από κάτω και Ελληνικά σώματα. 
Κρητικοί και Μανιάτες. Θα δεις κάθε κλαδί και παλικάρι». 
Και πραγματικά δεν διαψεύσθηκε ο μάρτυρας Ιεράρχης, μεγάλη επίσης μορφή του Μακεδονικού Αγώνα, αφού ακολούθησαν άλλα αντάρτικα σώματα, που η 
παρουσία τους και η δράση τους εμψύχωνε τους Έλληνες Μακεδόνες.
Αρχηγοί και οπλαρχηγοί των ελληνικών σωμάτων, στο μακροχρόνιο και σκληρό εκείνο αγώνα, ξεκίνησαν από όλα τα μέρη της ελεύθερης Ελλάδας και είναι αναρίθμητες 
οι πράξεις ηρωισμού και αυτοθυσίας ενός αγώνα που παρατάθηκε ως το καλοκαίρι 
του 1908, οπότε θεσπίστηκε το νέο τουρκικό Σύνταγμα.
Δεν φτάνουν αλήθεια χίλιες σελίδες για ν’ απαριθμήσει κανείς ονόματα και δράση 
Μανιατών στα χώματα της Μακεδονίας.


Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Έλληνες αντάρτες και Τούρκοι αξιωματικοί μετά την επικράτηση 
την Νεότουρκων και τη κατάπαυση των εχθροπραξιών
Ο ελληνοβουλγαρικός ανταγωνισμός διήρκεσε έως το καλοκαίρι του 1908, 
οπότε η κήρυξη του συντάγματος που επέβαλαν στην Υψηλή Πύλη οι Νεότουρκοι 
διασφάλιζε (όπως θεωρήθηκε για ένα σύντομο διάστημα) τη συναδελφοσύνη και την ελευθερία όλων των εθνοτήτων που ζούσαν στην Οθωμανική αυτοκρατορία και ειδικά 
στη Μακεδονία. 
Η επανάσταση των Νεότουρκων ξέσπασε στις 23 Ιουλίου 1908 στη Θεσσαλονίκη και επικράτησε μέσα σε γενική επιδοκιμασία. 
Δόθηκε αμνηστία και οι ένοπλοι που δρούσαν στα ορεινά (Έλληνες και Βούλγαροι) κατέβηκαν από τα κρυσφύγετά τους στις μακεδονικές πόλεις. 
Οι αντιδράσεις των οπαδών του παλιού οθωμανικού καθεστώτος της Κωνσταντινούπολης εξουδετερώθηκαν (1909) και ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β’ εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη, 
σε περιορισμό στη Βίλα Αλατίνι.

Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Το αντάρτικο σώμα του Γ. Βολάνη (1906-1908)

Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Γιάννης Ράμναλης (οπλαρχηγός του Λαγκαδά) και 
νεότουρκος αξιωματικός (1908-1909)

ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ
Η επικράτηση των ελληνικών αντάρτικων σωμάτων δεν επέφερε ως άμεσο κέρδος 

τη Μακεδονία, επειδή μεσολάβησε το Νεοτουρκικό κίνημα του 1908, το οποίο μετά 
την επικράτησή του οδήγησε στην απώλεια πολλών κεκτημένων των μειονοτήτων, 
εμπόδισε όμως να χαθούν οι περιοχές που αποτέλεσαν αργότερα την Ελληνική Μακεδονία. Η χαμένη αυτοπεποίθηση των Ελλήνων αξιωματικών από τον πόλεμο του 1897 ανακτήθηκε.

Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Ηρώο αφιερωμένο στους Κρήτες εθελοντές του Μακεδονικού Αγώνα
Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Ευθύμιος Καούδης (1903-1907) 
(αρχηγός ομάδας Κρητικών)

Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Εμμανουήλ Κατσίγαρης (Καραμανώλης) (Κρητικός αρχηγός) 
Δ. Μακεδονία, 1905-1908

Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
3 Κριτικοί αρχηγοί Δ. Μακεδονίας 
(Γ. Δικώνυμος-Μακρής, Ι. Καραβίτης, Γ. Βολάνης) 
1903-1908

Φωτογραφία του Ηλίας Σταματιάδης.
Το αντάρτικο σώμα του Ι. Καραβίτη

ΠΑΝΕΛΛΗΝΕΣ ΜΑΚΕΔΟΝΟΜΑΧΟΙ
Η επιτυχής έκβαση κάθε ανορθόδοξου πολέμου βασίζεται στην αποτελεσματική 

συνεργασία του ντόπιου πληθυσμού. Η συνθήκη αυτή, που επαληθεύτηκε στην 
περίπτωση του Μακεδονικού Αγώνα, δεν πρέπει να οδηγήσει στην υποτίμηση της 
συμβολής εκατοντάδων εθελοντών από την ελεύθερη Ελλάδα, την Κρήτη, την Ήπειρο, 
τα νησιά του Αιγαίου, ακόμη και από την Κύπρο. 
Πέρα από την αυτόνομη προσχώρηση ιδιωτών στον ένοπλο αγώνα, η ένταξη εθελοντών στα σώματα ακολούθησε κυρίως δύο δρόμους: Ιδιώτες οπλαρχηγοί 
και αξιωματικοί του ελληνικού στρατού πλαισιώνονταν είτε από άνδρες των 
μονάδων τους, ιδιαίτερα των παραμεθορίων ευζωνικών μονάδων, είτε από συμπατριώτες τους με πολεμικές εμπειρίες. 
Καθώς οι Κρητικοί και οι Μανιάτες αξιωματικοί αποτελούσαν το πιο ανήσυχο 
μέρος του στρατεύματος, ήταν επόμενο μεγάλη μερίδα των Μακεδονομάχων 
να προέλθει από τις δύο αυτές περιοχές. 
Ιδιαίτερα οι Κρήτες μαχητές, γνωστοί για τον ενθουσιώδη χαρακτήρα τους και 
τις πολεμικές αρετές τους, αναδείχθηκαν στην πολυτιμότερη δύναμη κρούσης 
του Αγώνα. 
Τα σώματα των Κρητικών Γιάννη Καραβίτη,πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες 
στη Δ. Μακεδονία και αναδείχθηκαν σε σύμβολα πολεμικής δεινότητας και αυτοθυσίας.

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ
Οι αψιμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, αλλά και του καθενός ξεχωριστά με 

τους Νεότουρκους συνεχίστηκαν σε πολύ μικρότερη ένταση. 
Το 1912, μετά την επιτυχία της Αλβανικής επανάστασης οι Σέρβοι επειγόμενοι να 
προλάβουν τη δημιουργία μίας μεγάλης Αλβανίας υποχώρησαν στις βουλγαρικές 
απαιτήσεις για τη διανομή της Μακεδονίας και προχώρησαν μαζί στη δημιουργία της Βαλκανικής Συμμαχίας (Λίγκας). Η επιτακτική ανάγκη παρουσίας στόλου στο Αιγαίο 
οδήγησε λίγο αργότερα και στην είσοδο της Ελλάδας στη συμμαχία, ολοκληρώνοντας 
έτσι το σκηνικό του Α' Βαλκανικού Πολέμου. Με την έκρηξή του, ένα μεγάλο μέρος της Μακεδονίας μαζί με τη Θεσσαλονίκη απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό. 
Το 1913, οι Βούλγαροι, αν και υποτιθέμενα σύμμαχοι, επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά και 
χωρίς προηγούμενη κήρυξη πολέμου κατά των Ελλήνων και των Σέρβων 
προσπαθώντας να καταλάβουν για λογαριασμό τους τα μόλις απελευθερωθέντα από 
αυτούς εδάφη της Μακεδονίας, αλλά απωθήθηκαν (Β' Βαλκανικός Πόλεμος). 
Μετά τη συντριβή που ακολούθησε, η Βουλγαρία αναγκάστηκε να παραχωρήσει και 
το ανατολικό τμήμα (Σέρρες, Δράμα και Καβάλα) στην Ελλάδα, η οποία ολοκλήρωσε 
έτσι τους εθνικούς της στόχους στη Μακεδονία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου