Ο Ν. Καζαντζάκης ήταν μια ζωή διωκόμενος. Το 1924 - '25, αναλαμβάνει παράνομη πολιτική δράση στο Ηράκλειο, ως πνευματικός ηγέτης μιας κομμουνιστικής ομάδας
δυσαρεστημένων προσφύγων και παλαίμαχων της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Εξαιτίας της ανάμειξής του, συλλαμβάνεται από τις αστυνομικές αρχές της πόλης και κρατείται για ένα εικοσιτετράωρο. Στη συνέχεια, υποβάλλει στην Ανακριτική Αρχή Ηρακλείου ένα υπόμνημα, όπου συνοψίζει τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Το κείμενο δημοσιεύεται στη Νέα Εφημερίδα Ηρακλείου, με τίτλο «Ομολογία Πίστεως» (16.2.1925).
Από το 1925 έως το 1929, ταξιδεύει στην ΕΣΣΔ, τη δεύτερη φορά με πρόσκληση της κυβέρνησης για τα δεκάχρονα της Επανάστασης. Εκεί θα γνωρίσει τον Μπαρμίς, τον Ιστράτι και τον Γκόρκι. Με τον Ιστράτι θα ταξιδέψουν στη χώρα των Σοβιέτ. Ο Καζαντζάκης θα φέρει τον Ιστράτι στην Αθήνα, για να τον γνωρίσει στο ελληνικό κοινό. Στις 11 Ιανουαρίου του 1928, ο Καζαντζάκης και ο Ιστράτι θα μιλήσουν σε μια μεγάλη συγκέντρωση στο θέατρο «Αλάμπρα» υπέρ της ΕΣΣΔ. Οι ομιλίες προκαλούν διαδήλωση και ο Καζαντζάκης με τον Γληνό απειλούνται με μήνυση ως διοργανωτές. Ο δε Ιστράτι απειλείται με απέλαση. Τα ταξίδια στη Ρωσία εκδόθηκαν σε δύο τόμους.
Ακολουθεί και πάλι η Γαλλία, η Ισπανία (όπου κάλυψε δημοσιογραφικά τον εμφύλιο ως ανταποκριτής της «Καθημερινής»), η Ιαπωνία, η Κίνα και η Αγγλία, όπου τον βρίσκει ο πόλεμος. Την Κατοχή θα την περάσει στην Αίγινα και με την απελευθέρωση θα επιχειρήσει τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής ομάδας.
Αν στην Ελλάδα ο Καζαντζάκης δεν καταφέρνει να εκλεγεί ακαδημαϊκός, στο εξωτερικό η φήμη του εξαπλώνεται ραγδαία την τελευταία δεκαετία της ζωής του. Οι μεταφράσεις των έργων του σε ευρωπαϊκές και μη γλώσσες πυκνώνουν, δράματά του μεταδίδονται από ευρωπαϊκούς ραδιοφωνικούς σταθμούς ή ανεβαίνουν σε ευρωπαϊκά θέατρα, ο Ζορμπάς παίρνει το βραβείο του καλύτερου ξένου μυθιστορήματος στη Γαλλία (1954), ο Στάνφορντ αφιερώνει στην Οδύσσεια ένα κεφάλαιο του βιβλίου του για το θέμα του Οδυσσέα. Επίσης, ο Ζυλ Ντασσέν μεταφέρει στον κινηματογράφο το «Χριστός Ξανασταυρώνεται» και η ταινία προβάλλεται με επιτυχία στο φεστιβάλ των Κανών (1957), αλλά δε θα του δοθεί ποτέ το Νόμπελ, παρά το γεγονός ότι προτάθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών το 1946.
Το 1953, η Εκκλησία της Ελλάδος ζητά το διωγμό του Καζαντζάκη για ορισμένα αποσπάσματα του «Καπετάν Μιχάλη» και για τον «Τελευταίο Πειρασμό», προτού ακόμη το μυθιστόρημα εκδοθεί στην Ελλάδα. Την επόμενη χρονιά, ο Πάπας αναγράφει τον «Τελευταίο Πειρασμό» στον Κώδικα Απαγορευμένων Βιβλίων (Index).
Πολλοί διανοούμενοι και φορείς υπερασπίζονται τον συγγραφέα, που τηλεγραφεί στο Βατικανό τη φράση του Τερτυλλιανού «Στο δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση». Τελικά, το Οικουμενικό Πατριαρχείο θέτει τέρμα στις φήμες και τις αιτήσεις περί αφορισμού, λέγοντας ότι το ζήτημα εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Εκκλησίας της Κρήτης.
Ο Καζαντζάκης κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος και τα έργα του θεωρήθηκαν προσβολή για τα χρηστά ήθη. Στον «τελευταίο πειρασμό» ο συγγραφέας παρουσίαζε το Χριστό με ανθρώπινες αδυναμίες, ενώ στο έργο του «ο Χριστός ξανασταυρώνεται» έδειχνε τις αμαρτωλές αδυναμίες των ιερέων. Ο «Καπετάν Μιχάλης» χαρακτηρίστηκε «αντιχριστιανικόν και αντιεθνικόν έργον», που εξευτελίζει τα ιερά και τα όσια του έθνους καθώς και τον αγώνα του κρητικού λαού.
Πολλοί υποστήριξαν ότι ο συγγραφέας δεν πολεμήθηκε για το περιεχόμενο των βιβλίων του, αλλά για τα φιλοκομμουνιστικά του φρονήματα. Και αυτό γιατί ο Καζαντζάκης κατά τη δεκαετία του ’20 είχε κάνει πολλά ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση και παρουσίαζε με θετικό τρόπο τις κομμουνιστικές αλλαγές. Έτσι αρκετοί θεώρησαν πως αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος της επίθεσης και ότι η προσβολή των θρησκευτικών ηθών, ήταν πρόσχημα. Οι αντιδράσεις της εκκλησίας δίχασαν την κοινή γνώμη. Πολλοί πίστεψαν ότι όντως ο συγγραφέας δεν έδειχνε σεβασμό στα «Θεία», ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι τα έργα του ήταν συγγραφικά αριστουργήματα, που δεν είχαν καμία πρόθεση να προσβάλουν την εκκλησία. Πολλά θρησκευτικά σωματεία υποστήριζαν, ότι ο Καζαντζάκης με τα έργα του «θέλει να κάμη τους αναγνώστας του να ζουν ζωή πολύ κατωτέραν και από αυτήν των ζώων.
Παρόλο που ο συγγραφέας είχε γλιτώσει τον αφορισμό, το στίγμα του άπιστου και ιερόσυλου, τον συνόδευε ακόμα και μετά τον θάνατό του. Χτυπημένος από λευχαιμία, ο Νίκος Καζαντζάκης, άφησε την τελευταία του πνοή στις 26 Οκτωβρίου του 1957 στη Γερμανία, όπου νοσηλευόταν. Ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος δεν έδωσε την άδεια να τεθεί η σορός του συγγραφέα σε λαϊκό προσκύνημα, ενώ ο νεαρός τότε αρχιμανδρίτης και μετέπειτα σκληρός Μητροπολίτης Φλώρινας Καντιώτης, έκανε γνωστή την πρόθεση του, να κατέβει στην Κρήτη και να εμποδίσει τη νεκρώσιμη ακολουθία. Τελικά την κρίσιμη ώρα δεν υπήρχε ιερέας για να τελέσει τη λειτουργία. Την τελευταία στιγμή, οι απειλές των αγριεμένων Κρητικών, αλλά και η παρουσία του τότε υπουργού παιδείας Αχιλλέα Γεροκοστόπουλου, που έχαιρε εκτίμησης ανάγκασαν τον Αρχιεπίσκοπο να στείλει έναν εκπρόσωπο της εκκλησίας, ώστε να γίνει κανονικά η ταφή του συγγραφέα. Στον τάφο του χαράχτηκε η επιγραφή: «Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος».
*με πληροφορίες από : rizospastis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου