Σελίδες

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

...όταν ο Νιρβάνας κι ο Παπαδιαμάντης...



...και η ιστορική φωτογραφία που έβγαλε, μετά από προσπάθεια, 
ο Παύλος Νιρβάνας στον κυρ' Αλέξανδρο ένα χειμωνιάτικο μεσημέρι του 1906

έξω από την ταβέρνα του Καχριμάνη στη δεξαμενή.
Εκεί, πάνω στα ξύλινα κουτσά τραπέζια της ταβέρνας, άπλωνε κάτι μεγάλα γαλάζια 
χαρτιά, χουχούλιαζε τα ξυλιασμένα από το κρύο χέρια του κι έπιανε τον κονδυλοφόρο 
να φιλοτεχνήσει τις μαντηλοφορεμένες φιγούρες του, ο σκιαθίτης άγιος της Λογοτεχνίας.
Οι παραγγελίες ήταν για το "Μη χάνεσαι" Του Βλάση Γαβριηλίδη, μπορεί και για την "Ακρόπολι" ή για το "Σκρίπ", για το "Εμπρός" του Καλαποθάκη, εφημερίδες της εποχής. Ζύγωναν και τότε Χριστούγεννα
Έπρεπε να στείλει μετρητά στο νησί, στην Κυρατσούλα, να φέρει βόλτα τις ανάγκες
Ο Νιρβάνας αναφέρει ότι όσο έστηνε το τρίποδο με την φωτογραφική μηχανή, 
ο Παπαδιαμάντης αδημονούσε, ντρεπόταν τον περίγυρο και ανησυχούσε λέγοντας 
ότι ...θα σκανδαλίσουν έτσι τον κόσμο. 
Απέναντι 5-6 παιδιά έπαιζαν κουτσό, 
ένας περιφερόμενος μανάβης κοίταζε περίεργος και μια νοικοκυρά σκούπιζε 
το κράσπεδο.

                                                                                                    ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!


Ο Παύλος Νιρβάνας γράφει στο περιοδικό "Νέα εστία" 
το 1933 πως τράβηξε μια μοναδική φωτογραφία 
τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
[...Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. 
Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. 
Και συλλογιζόμουν ότι απ' τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβύσει για πάντα η οσία μορφή του. 
Και πότε αυτό; 
Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. 
Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ' εκείνους που θα 'ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο 
ποιητή των νησιώτικων γιαλών; 
Αλλά ό αγνός αυτός χριστιανός, με τη ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. "Ου ποιήσεις σε αυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα" ήταν η άρνηση του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συγχωρέσουν το κρίμα μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είναι ότι παρέδωκα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη.
Με τί δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, 
όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στον φακό μου. Να "ποζάρει" είναι ένας λεκτικός τρόπος. 
Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, 
με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο 
καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. 
Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. 
Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. 
Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία.
Αλλά ό Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει - ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος - να μιλεί γαλλικά:
"Nous excitons la curiosite du public".
Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του... Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος πού λιαζότανε στην άλλη γωνία του μαγαζιού, καί δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, πού ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η "περιέργεια" του. Κι' αυτή ήταν η διαπόμπευση του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος,
Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι... μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια - στο τέλος του μαρτυρίου του.
Μήπως δεν ήταν, στ' αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκόσμιων.
Και συλλογίζομαι τώρα τις εκατοντάδες των Γάλλων προσκυνητών της εταιρείας Μπυντέ, και των δικών μας του "Οδοιπορικού Συνδέσμου" , που πέρασαν το κατώφλι του ταπεινού του ερημητηρίου, όπου πλανάται τώρα η σκιά του στα γνώριμα καί αγαπητά της κατατόπια της ζωής του και της εργασίας του. Συλλογίζομαι την παράταξη των ναυτικών αγημάτων, που παρουσίασαν όπλα μπροστά στο μνημείο του. Συλλογίζομαι τις στολές, τα ξίφη, τις χρυσές επωμίδες που έλαμπαν κάτω από τον ήλιο του νησιού του, για τη δόξα του. Συλλογίζομαι τους λόγους των επισήμων, τους εθνικούς ύμνους, τα στεφάνια της δάφνης, τις πανηγυρικές κωδωνοκρουσίες, που έπλεξαν με ήχους και χρωματα το εγκώμιο του. Συλλογίζομαι όλα αυτό το δοξαστικό πανηγύρι, και η σκέψη μου πετάει στο «Κοινόν» του ερημικού καφενείου της Δεξαμενής "ένα γκαρσόνι, ένας γεροντάκος, δυο λουστράκια" που ανησυχούσε, τη μακρυνή εκείνη μέρα ο μακαρίτης μήπως "ερεθίση την περιέργεια των". Τι ανησυχία θα είχε νοιώσει τώρα, στα βάθη του ταπεινού τάφου όπου "αναπαύεται εν Χριστώ" ο χριστιανός ποιητής των ταπεινών, από το δοξαστικό αυτό θόρυβο; Καί πόσο θα βιαζότανε πάλι να τελειώσει; Αν σάλεψαν, από μυστικές αύρες, αυτή τη στιγμή, τα κυπαρίσσια του τάφου του, ένας στεναγμός θα βγήκε από το θρόισμα τους. Ένας ήχος, που θα ξαναψιθύριζε τα παλιά του εκείνα ανήσυχα και τόσο συμπαθητικά λόγια, σε μία γλώσσα που την εννοούσαν τώρα, γιατί ήταν δική τους , οι ευλαβητικοί προσκυνητές του της γαλλικής γης:

" Nous excitons la curiosite du public". ]

*Παύλος Νιρβάνας
---------------------


Αυτή η φωτογραφία πού τράβηξε ο Παύλος Νιρβάνας είναι όλος ο Παπαδιαμάντης, παρουσιάζει τό ήθος καί τήν προσωπικότητά του.
Σέ δημοσίευμα τού Βασίλη Γκουρογιάννη σχολιάζεται αυτή η φωτογραφία ως στάση ενός καθισμένου νεκρού. 
Γράφει: «καθισμένος ο όσιος άσωτος σέ μιά φτηνοκαρέκλα καφενείου μέ τά χέρια του ταπεινά σταυρωμένα, είχε χαμηλωμένα τά μάτια σχεδόν κλειστά, σάν νά μήν είχε ο απάνω κόσμος κάτι πού άξιζε νά δή. Όμως υποπτεύομαι πώς κάτω από τά βλέφαρα αυτός κάτι κρυφοβλέπει λοξά, τόν θάνατο κοιτάζει, όπως κοιτάζουν οι άνθρωποι πρός τήν κατεύθυνση πού περιμένουν νά φανή τό τρένο νά τούς πάρη. 
Από κάποια ηλικία διαισθάνονται οι άνθρωποι αλάνθαστα από πού θά φανή νά τούς πάρη καί κοιτάζουν πρός τά εκεί, άλλοι γαλήνιοι καί άλλοι μέ τρόμο. 

Στή φωτογραφία εικονίζονται σταυρωμένα τά χέρια τού οσίου, έτοιμα γιά νά μή κουράση κάποιον άνθρωπο νά τού τά σταυρώση, κλειστά τά βλέφαρα, έτοιμα νά μήν κουράσει κάποιον νά τού τά κλείσει, καθιστός μέ ευσέβεια στή στάση ακριβώς πού κηδεύουν τούς ιερωμένους γιά νά μήν κουράση κάποιους νά τόν ανακαθήσουν»


Παρατηρώντας, όμως, τήν φωτογραφία αυτή πού έβγαλε ο Παύλος Νιρβάνας καταλήγω σέ ένα συμπέρασμα ότι η στάση τού Παπαδιαμάντη, εκτός τού ότι ομοιάζει μέ στάση ζωντανού νεκρού, συγχρόνως είναι στάση πού λαμβάνουν μοναχοί-ησυχαστές κατά τήν διάρκεια τής προσευχής τους. 
Τό σταύρωμα τών χεριών, η ελαφρά κλίση τής κεφαλής, καί μάλιστα πρός τό μέρος τής καρδιάς, τό χαμήλωμα τών ματιών παρουσιάζει τήν ησυχαστική στάση πού λαμβάνουν οι μοναχοί, όπως τό περιγράφουν διάφοροι διδάσκαλοι τής ησυχαστικής ζωής καί τής νοεράς προσευχής. Δέν γνωρίζω, βέβαια, άν ο Παπαδιαμάντης ασχολείτο μέ αυτό τό έργο, όμως είχε τό ύφος καί τό ήθος τών μοναχών πού είχε γνωρίσει στό Άγιον Όρος. 
Η φωτογραφία αυτή φανερώνει τήν εσωτερική του ζωή καί τήν προσωπικότητά του. 
Τό σημαντικό είναι ότι στήν ίδια περίπου στάση (μόνον τό κεφάλι του είναι λίγο σηκωμένο) ήταν όταν φωτογραφήθηκε μέ τόν Ναυπάκτιο Λογοτέχνη Γιάννη Βλαχογιάννη (1908). 
Ενώ ο Βλαχογιάννης είναι όρθιος καί κοιτά στόν φακό, ο Παπαδιαμάντης είναι καθιστός μέ τά χέρια σταυρωμένα καί κοιτά πρός τά αριστερά του.

Τελικά, αυτό πού βλέπει κανείς στό ύφος, τό ήθος καί τό έργο τού Παπαδιαμάντη είναι τό αγιορείτικο καί προσευχητικό ύφος, η στάση προσευχής καί η ταπείνωσή του.

Ο Παύλος Νιρβάνας γράφει ότι κατά τήν φωτογράφιση πήρε «μόνος του τή φυσική του στάση» καί καυχάται γιατί παρέδωκε «στούς μεταγενεστέρους τήν μορφή» του. 
Ο Παπαδιαμάντης μάς διδάσκει μέ τά κείμενά του, τό ύφος του, τήν μορφή του, τήν σιωπή του καί τήν φωτογραφία του. Άν συγκρίνουμε αυτήν τήν φωτογραφία μέ τίς σύγχρονες φωτογραφίες καί τήν επικοινωνιακή νοοτροπία τής εποχής μας, τότε καταλαβαίνουμε τήν διαφορά. 
Η εποχή στήν οποία ζούμε είναι εποχή πού ρίχνει κανείς τό βλέμμα του στόν φακό τής φωτογραφικής καί τηλεοπτικής μηχανής, ενώ η νοοτροπία τού Παπαδιαμάντη είναι νοοτροπία πού κατευθύνει τόν νού του στήν καρδιά, όπου η Χάρη τού βαπτίσματος καί τού χρίσματος, καί αναπτύσσεται η προσευχή.–

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου