Tο ιστορικό ντοκουμέντο που παρουσιάζεται στις επόμενες σελίδες, είναι ένα απόρρητο υπόμνημα είκοσι δακτυλογραφημένων σελίδων του Φίλιππου Δραγούμη προς το Γενικό Επιτελείο Στρατού, με ημερομηνία 12 Νοεμβρίου 1948. Το υπόμνημα βρίσκεται στο προσωπικό αρχείο του Φ. Δραγούμη, στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, στον υποφάκελο 104.6, με αριθμό εγγράφου 160 και τίτλο “Περί των παραμεθορίων βουλγαροφώνων πληθυσμών”.
Ο συντάκτης του υπομνήματος Φίλιππος Δραγούμης (1890 - 1980), καταγόμενος από το ελληνικό χωριό Βογατσικό ή Μπογκάτσκο ( Богацко ) της περιοχής Καστοριάς, γιος του Στέφανου και αδελφός του Ίωνα Δραγούμη, υπήρξε ένα κορυφαίο πολιτικό στέλεχος του ελληνικού κράτους, η καριέρα του οποίου ταυτίστηκε με τη διαδικασία εξελληνισμού των μη ελληνοφώνων πληθυσμών των επαρχιών της Μακεδονίας που ενσωματώθηκαν, μετά τους βαλκανικούς πολέμους και τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, στην Ελλάδα.
Την εποχή που συντάσσεται το υπόμνημα, οι μάχες ανάμεσα στις σύμμαχες δυνάμεις Δημοκρατικού Στρατού και Ν.Ο.Φ. από τη μια και Ελληνικού Στρατού από την άλλη, διεξάγονται με εξαιρετική σφοδρότητα στη δυτική Μακεδονία. Το ελληνικό κράτος, παράλληλα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, οργανώνει την ιδεολογική επίθεση κατά της μακεδονικής εθνικής κοινότητας. Ο Φ. Δραγούμης, βαθύς γνώστης του μακεδονικού ζητήματος, τέσσερις φορές βουλευτής Φλώρινας - Καστοριάς (1920 - 22, 1926 - 28, 1932 - 33, 1933- 35), πρώην γενικός διοικητής Μακεδονίας (1932 -1934), υφυπουργός Εξωτερικών (5/1944 - 1/1945, 4 - 11/1946), υπουργός Σρατιωτικών (11/1946 - 1/1947) και βουλευτής Θεσσαλονίκης τα χρόνια εκείνα (1946 - 1949), προσφέρει τις γνώσεις και την πολιτική σκέψη του στο σχεδιασμό και την αναδόμηση της ελληνικής προπαγάνδας, λαμβάνοντας υπόψη τις ραγδαίες εξελίξεις στη βαλκανική.
Το ερώτημα που έχει τεθεί στο Φ. Δραγούμη, ως μέλους της Επιτροπής Εθνικών Δημοσιευμάτων από το Γ.Ε.Σ., αφορά “τους προκριτέους όρους διά τον χαρακτηρισμόν του γλωσσικού σλαυικού ιδιώματος πληθυσμών παραμεθορίων τινών χωριών της Βορείας Ελλάδος και δη της Δυτικής Μακεδονίας” (σ. 1). Με άλλα λόγια δηλαδή, το στρατιωτικό επιτελείο ψάχνει να βρει το συμφέρον - στην εξυπηρέτηση των εσωτερικών και διεθνών αναγκών του ελληνικού κράτους - όνομα για να ξαναβαπτίσει τη μακεδονική γλώσσα.
Ο Φ. Δραγούμης επιχειρεί διεξοδικά με το υπόμνημά του να βοηθήσει την ελληνική προπαγάνδα να αρνηθεί τους μέχρι τότε τρεις όρους, τους οποίους επισήμως είχε χρησιμοποιήσει στις απογραφές της η Ελλάδα για να χαρακτηρίσει διαδοχικά τη γλώσσα των Μακεδόνων: μακεδονική το 1920, μακεδονοσλαυική το 1928 και σλαβική το 1940.
Tο πρώτο κεφάλαιο του υπομνήματος έχει τίτλο “Απόρριψις του όρου Σλαυομακεδόνες” και η επεξήγηση των λόγων της απόρριψης παρατίθεται αμέσως. Είναι το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών που “αναγνωρίζει το βλαβερόν της χρήσεως του υπό των σλαυοκομμουνιστών τεθέντος από σκοπού εις διεθνή κυκλοφορίαν όρου Σλαυομακεδονική γλώσσα και Σλαυομακεδονική εθνότης” και επιθυμεί την άρνηση του όρου.
Παρά το γεγονός, ότι οι όροι μακεδονική γλώσσα και μακεδονικό έθνος δεν έπαυσαν να χρησιμοποιούνται τη δεκαετία του ’40 από τους έλληνες κομουνιστές [1], είναι αλήθεια ότι ταυτόχρονα, η κομματική διάλεκτος επέβαλε και τη χρήση του όρου Σλαβομακεδόνες.
Το Κ.Κ.Ε. πάντως την περίοδο εκείνη ταυτίζει τον όρο Σλαβομακεδόνες με τον όρο Μακεδόνες, σεβόμενο προφανώς τόσο την παλαιότερη απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για το μακεδονικό ζήτημα της 25/2/1934 όπου καταγγέλλεται η “άρνηση της ύπαρξης του μακεδονικού έθνους από τα τρία ιμπεριαλιστικά κράτη που διαίρεσαν τη Μακεδονία” [2], όσο και τη δική του απόφαση του 6ου συνεδρίου (12/1935) όπου καταγγέλλεται ο “τρομακτικός στραγγαλισμός των δικαιωμάτων των εθνικών μειονοτήτων που κατοικούν στην Ελλάδα και κατά πρώτο λόγο των Μακεδόνων” [3].
Απόδειξη του ότι για το Κ.Κ.Ε. οι όροι Μακεδόνες και Σλαβομακεδόνες ταυτίζονται τα χρόνια εκείνα, είναι η απόφαση της 5ης ολομέλειας της κεντρικής επιτροπής του κόμματος ( 31/ 12/1949), δυο μήνες μετά τη σύνταξη του παρόντος υπομνήματος, στην οποία γίνεται λόγος για την “πλήρη εθνική αποκατάσταση του μακεδονικού - σλαβομακεδονικού λαού, έτσι όπως τη θέλει ο ίδιος” [4].
Ο Δραγούμης δηλώνει εξ αρχής πως χαίρει για την απόφαση - πλαίσιο που θέτει το υπουργείο Εξωτερικών, την απόρριψη δηλαδή του όρου Σλαυομακεδόνες και συνηγορεί ξεκινώντας με μια γλωσσολογική προσέγγιση:
“Η σημερινή βουλγαρική γλώσσα παρουσιάζει αξιοσημείωτα ίχνη τρίτης γλώσσης, πιθανώς της εξαφανισθείσης αρχαίας θρακικής ή της ιλλυρικής. Π.χ. η σλαυοβουλγαρική γλώσσα τοποθετεί το άρθρον εις το τέλος του ουσιαστικού, όπως και εις τα σημερινά ρουμανικά, εις τα κουτσοβλαχικά και εις τ’ αλβανικά και όπως εις καμίαν άλλην σλαυϊκήν γλώσσαν δεν συμβαίνει. Τα αυτά ακριβώς χαρακτηριστικά παρουσιάζει και το σλαυϊκόν ιδίωμα το ομιλούμενον εις τινα βορειότερα μέρη της Μακεδονίας” (σ. 1-2).
Από τη σημαντική αυτή παρατήρηση και τη συμπληρωματική ορθή διαπίστωση, ότι “την σερβικήν η οποία ομιλείται βορείως των Σκοπίων, οι Σλαυομακεδόνες δυσκολεύονται πολύ να εννοήσουν, ενώ την βουλγαρικήν εννοούν” (σ. 2), ο Δραγούμης με ένα λογικό άλμα, καταλήγει στο πρώτο αυθαίρετο συμπέρασμα, πως “δεν πρόκειται δηλαδή περί ιδιαιτέρας γλώσσης, ουδέ περί βουλγαρικής διαλέκτου, αλλά περί της ιδίας της βουλγαρικής γλώσσης με τινας λεκτικάς διαφοράς” (σ.2). Φτάνει έτσι σε μια θέση τόσο ακραία, που ο έλληνας εθνικιστής γλωσσολόγος Νικ. Ανδριώτης θα αναγκαστεί μια δεκαετία αργότερα να διορθώσει, υπογραμμίζοντας ότι “πιο ασκανδάλιστο, προσφυέστερο και πλησιέστερο προς την αλήθεια είναι να γίνεται λόγος για σλαβικό ιδίωμα” [5].
Στη συνέχεια όχι από άγνοια, αλλά συνειδητά λέγοντας ψέματα, ισχυρίζεται ότι “οι ομιλούντες αυτήν (τη γλώσσα) ουδέποτε εις το παρελθόν την απεκάλεσαν σερβικήν ή άλλως πως, ει μη μόνον βουλγαρικήν” (σ.2), όταν είναι γνωστό πως στον οίκο Δραγούμη, τόσο ο πατέρας του Στέφανος όσο και ο γαμπρός του Παύλος Μελάς μιλούσαν περί μακεδονικής γλώσσας, οι δε επιστολές του τελευταίου προς την αδελφή του Ναταλία, πρωτοδημοσιευμένες το 1926, το μαρτυρούν [6].
Κατακρίνει επίσης τους ελληνόφρονες που “εκ μίσους προς τους Βουλγάρους μίλησαν για ένα ιδιαίτερον μακεδονικόν ιδίωμα μη σλαυικόν πλησιάζον προς τα ελληνικά” (σ. 2), φωτογραφίζοντας κυρίως τον Κωνσταντίνο Τσιούλκα και όσα φαιδρά έγραψε το 1907 για τη μακεδονική γλώσσα [7].
Επανέρχεται στο διαδεδομένο προπαγανδιστικό ισχυρισμό, πως οι μη ελληνόφωνοι της νότιας βαλκανικής είναι Έλληνες “λησμονήσαντες την ελληνικήν” (σ. 2) και κλείνει το πρώτο κεφάλαιο με μια άσχετη και αντιφατική προς τα προηγούμενα, απόλυτα όμως επιστημονική και διεθνώς αποδεκτή σήμερα θέση, ότι “η γλώσσα δεν αρκεί(για) να χαρακτηρίση την καταγωγήν και τον εθνισμόν” (σ. 2).
Στο δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο “Προτίμησις του όρου βουλγαρόφωνοι” ΄Ελληνες, ο Φίλιππος Δραγούμης συγκεκριμενοποιεί την πρότασή του. Εδώ, διαβάζουμε ότι οι Σέρβοι μετά το 1912 ονόμαζαν την πλειοψηφία του πληθυσμού των μακεδονικών επαρχιών που κατέκτησαν “Σλάβους της Μακεδονίας ή Σλαυομακεδόνες και ενστάλαζαν επιμόνως εις την συνείδησιν όσων δεν ηδύναντο να προσελκύσουν εις τον σερβισμόν την ιδέαν της υπάρξεως ιδιαιτέρας σλαυικής μακεδονικής εθνότητος διαφόρου της βουλγαρικής και εν ανάγκη της καθαυτό σερβικής” (σ.3).
Αναφερόμενος στους τσεντραλιστές μακεδόνες επαναστάτες, γράφει για το “Σοσιαλιστικόν Αυτονομιστικόν Μακεδονικόν Κομιτάτον”, την υποστήριξη προς αυτό των “ποθούντων την απελευθέρωσιν των από του οθωμανικού ζυγού” μη σχηματικών χριστιανών κατοίκων της Μακεδονίας (στις αρχές του αιώνα), καθώς επίσης και για την αλληλεγγύη των ευρωπαίων σοσιαλιστών στους επαναστάτες (σ.3).
Για τη χρήση του ονόματος Σλαβομακεδόνες, εκ μέρους των χωρικών, θεωρεί υπεύθυνο το κομμουνιστικό - αυτονομιστικό κίνημα και την οργάνωση Ν.Ο.Φ. (σ. 4 - 5), όσο δε για τους πολιτικούς στόχους της τελευταίας, πιστεύει πως είναι τρεις:
α) “Η απώτατη λύση”, η κατάληψη ολόκληρης της Μακεδονίας.
β) “Η μεταβατική λύση”, η απόσπαση των “πυκνοτέρων κατοικουμένων” τόπων της δυτικής Μακεδονίας.
γ) “Η τελευταία λύση”, η της “αναγνωρίσεως παρά του Ο.Η.Ε. εθνικής μειονότητος σλαυομακεδονικής εις την ελληνικήν Μακεδονίαν διά της εξασφαλίσεως διεθνώς μειονοτικών εθνικών, εκκλησιαστικών και σχολικών δικαιωμάτων των σλαυομακεδονικών πληθυσμών” (σ. 5).
Εκτιμώντας τα δεδομένα της εποχής, την πολιτική και στρατιωτική συγκυρία, ο Δραγούμης παρατηρεί ως προς τα ανωτέρω τα εξής:
“Τα μεν δύο πρώτα ενδεχόμενα φαίνονται ήδη, χάρις εις την αγγλοαμερικανικήν αρωγήν και εις την από διετίας και πλέον συνεχιζομένην αντίστασιν λαού και στρατού κατά του σλαυοκομμουνιστικού συμμοριτισμού, ματαιούμενα, αν και αι συμμορίαι κατέχουν ακόμη εξ ολοκλήρου τας δύο σημαντικοτάτας παραμεθορίους περιφερείας Κορεστίων της Καστορίας και Πρέσπας της Φλωρίνης. Το τρίτον όμως ενδεχόμενον δεν απεσοβήθη ακόμη, καθώς φαίνεται και από την διάσκεψιν του Ο.Η.Ε. εις Παρισίους επιμονήν του πανσλαυικού συνασπισμού, εντατικώς καλλιεργούντος την λύσιν της διεθνούς αναγνωρίσεως σλαυομακεδονικής μειονότητος εις την ελληνικήν Μακεδονίαν. Επειδή δε η προστασία των μικρών, των αδυνάτων και των μειονοτήτων είναι προσφιλές θέμα πάντων των αληθώς φιλελευθέρων και δημοκρατικών το φρόνημα λαών, τρέχομεν τον κίνδυνον να ιδώμεν τούτους εξαπατωμένους υπό του πανσλαυικού συνασπισμού και την ύπουλον πρότασιν τούτου γινομένην δεκτήν” (σ. 5 - 6).
Στο τρίτο κεφάλαιο του υπομνήματος,με τίτλο ο όρος “σλαυικόν ιδίωμα καταντά ταυτόσημος προς τον όρο σλαυομακεδονικόν”, ο συγγραφέας εξηγεί γιατί κατά τη γνώμη του συμβαίνει αυτό:
Ο όρος “σλαυική γλωσσική μειονότης είναι ουσιαστικώς ταυτόσημος προς τον όρον σλαυομακεδονική. Θεωρητικώς θα ηδύνατο να υποστηριχθή ότι δεν έχει στενώς εθνικόν χαρακτήρα, αλλά μόνον γλωσσικόν ή και ευρύτερον φυλετικόν. Την σλαυικήν οικογένειαν απαρτίζουν πολλά έθνη με διαφόρους σλαυικάς γλώσσας. Αλλ’ εις την πράξιν, εάν αναγνωρίζομεν σλαυικήν γλωσσικήν μειονότητα εις τη Μακεδονίαν, διάφορον της βουλγαρικής και της σερβικής θα μετεπίπτομεν αυτομάτως και αναγκαστικώς εις την σλαυοκομμουνιστικήν θεωρίαν της υπάρξεως ιδιαιτέρας σλαυομακεδονικής εθνότητος” (σ.6).
Δυο χρόνια αργότερα σε επιστολή του προς το φίλο του Χρ. Χριστίδη, μέλους για χρόνια της Μικτής Επιτροπής Ελληνοβουλγαρικής Μεταναστεύσεως και συγγραφέα του βιβλίου Le Camouflage Macédonien (1949), ο Φ. Δραγούμης επανέρχεται στο περιεχόμενο της ανωτέρω παραγράφου ομολογώντας ότι εκεί εκθέτει “και όσους λόγους δεν μπορούν να ειπωθούν δημοσία” [8].
Στη συνέχεια του κεφαλαίου, ο συντάκτης του έρχεται στο ζήτημα της παλαιότερης απόφασης της ελληνικής κυβέρνησης (το 1925), για τη διδασκαλία της μακεδονικής γλώσσας στις μειονοτικές περιοχές , την έκδοση του μακεδόνικου αναγνωστικού ABECEDAR [9] και στα της ανταλλαγής πληθυσμών βάσει της σύμβασης της Neuilly (σ. 7).
Για την πολιτική συμπάθεια των μακεδόνων αυτονομιστών την περίοδο του μεσοπολέμου προς το Κ.Κ.Ε. , λόγω των θέσεών του στο μακεδονικό, σχολιάζει: “εψήφιζον κατά τας εκλογάς το κομμουνιστικόν κόμμα, εκδηλούντες ούτω νομιμοφανώς την απέχθειάν των προς το φιλελεύθερον καθεστώς”.
Υποβαθμίζει ωστόσο το θέμα, θεωρώντας μικρό το ποσοστό των κομμουνιστών: “Το κόμμα όμως τούτο εις τον νομόν Φλωρίνης και Καστορίας (ήτο τότε ενιαίος ο νομός) ελάμβανεν μόνον το δέκατον των ψήφων” (σ. 8).
Η παρατήρηση αυτή του Δραγούμη, για το μικρόν της εκλογικής βάσης, βρίσκεται στον αντίποδα των όσων υποστήριζε ο συνεργάτης και φίλος του, βαθύς γνώστης των μακεδονικών πραγμάτων, Κωνσταντίνος Καραβίδας, τα οποία πιστεύω είναι πολύ περισσότερο πλησίον της ιστορικής πραγματικότητας, φανερώνουν την ταραχή των ελληνικών αρχών και αξίζει να μεταφερθούν εδώ αυτούσια:
“Σημειωτέον, ότι αι άνω 1278 ψήφοι αι δοθείσαι (το 1926 στο νομό Φλώρινας) προς την κομμουνιστικήν κατεύθυνσιν, την αντιελληνικήν δηλαδή και αυτονομιστικήν από χωρικούς τυφλώς φανατικούς, εάν κριθούν με άποψιν ποιοτικήν και δυναμικήν, θα ευρεθούν προφανώς ότι έχουν πολλαπλασίαν εκάστη σημασίαν εν σχέσει με τας δοθείσας εις τα διάφορα άλλα κόμματα. Διότι ενώ μερικαί εκ των τελευταίων είναι ψήφοι δοθείσαι εκ τύχης και άλλαι δοθείσαι εκ δεσμών συμφεροντολογικών προς το ένα ή το άλλο κόμμα ή και από σχέσεις προσωπικάς, αι ψήφοι όμως των αντιδραστικών κομμουνιστών εδόθησαν, κατ’ αντίθεσιν προς το προσωπικόν εκάστου ψηφοφόρου συμφέρον, εις ένα υποψήφιον όλως άσημον και από προσήλωσιν εις ιδανικόν άκρως επικίνδυνον δι’ αυτούς και απαιτούν συνεχείς θυσίας και είναι ψήφοι δραστικαί τόσον ώστε να δύναται τις να υπολογίση ότι εκάστη εξ αυτών ακτινοβολεί επιρροήν επί 30 και 40 ατόμων μεταξύ των υπολοίπων εντοπίων χωρικών” [10].
Ο Δραγούμης αφήνει τα προσχήματα στο τέταρτο κεφάλαιο, το οποίο τιτλοφορεί “εξωτερικής πολιτικής λόγοι προτιμήσεως του όρου βουλγαρόφωνοι” . Εδώ πια γράφει απροκάλυπτα:
“Δηλαδή και αν δεν ήτο αληθές ότι το σλαυικόν ιδίωμα ωρισμένων μακεδονικών πληθυσμών είναι τω όντι βουλγαρικόν και όχι μακεδονοσλαυικόν ή και απλώς σλαυικόν ακόμη και εάν οι μισέλληνες εξ αυτών εις το βάρος της ψυχής των δεν συνεπάθουν προς την βουλγαρίαν και όχι προς την Γιουγκοσλαυίαν ή την Ρωσίαν, θα μας συνέφερε να τους χαρακτηρίσωμεν ως βουλγαρίζοντας ή βουλγαρόφρονας και όχι ως δήθεν αχρώμους εθνικώς Σλαύους, αφού τους Σλαυομακεδόνας πάντως απεκλείσαμεν” (σ. 9).
Και αμέσως μετά, ο συντάκτης του υπομνήματος εξηγεί γιατί συμφέρει το ελληνικό κράτος, να μη βαπτίσει τους Μακεδόνες με το όνομα Σλάβοι ή Σλαβομακεδόνες, αλλά με το όνομα Βουλγαρόφωνοι.
“Είναι μοιραίον, γράφει, οι αναγνωριζόμενοι υφ’ ημών ως σλαυική γλωσσική, και όχι εθνική, μειονότης να επιδιώξουν την διεθνήν αναγνώρισην των ως σλαυομακεδονικής εθνικής μειονότητος και την προστασίαν των υπό του ανεξαρτήτου κράτους της Μακεδονίας, μέλους της ευρυτέρας Νοτιοσλαυικής Ομοσπονδίας του Τίτου, ενώ αναγνωριζομένων διεθνώς ως βουλγαροφώνου μειονότητος διασπάται κάπως η μακεδονική ενότης” (σ. 9). Πρακτικά δε πιστεύει, όπως τονίζει στη συνέχεια, ότι “τοιουτοτρόπως ευχεραίνεται η αποβολή των ως πρακτόρων του πρώην εχθρικού κράτους” (σ. 10).
Η συνέχεια του υπομνήματος (κεφάλαιο: “Αδύνατος η διεθνής έγκρισις της αναγκαστικής εκριζώσεως οιασδήποτε γλωσσικής ή εθνικής μειονότητος”) είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική, καθώς ο Δραγούμης γράφει για τις προθέσεις ορισμένων στελεχών του ελληνικού κράτους να προχωρήσουν στην τελική λύση, στον ολοκληρωτικό, διά της βίας, ξεριζωμό των Μακεδόνων από τις εστίες τους. Διαφωνεί ωστόσο με την πρόταση, γιατί πιστεύει ότι δεν έχει ελπίδες επιτυχίας:
“Η υπό τινων ελπιζομένη μελλοντική δυνατότης εκδιώξεως ή αναγκαστικής μεταναστεύσεως πάντων των βουλγαροφώνων, αδιακρίτως φρονήματος και παρά την θέλησίν των, αποτελεί πραγματικήν ουτοπίαν, ιδίως μάλιστα αν χαρακτηρισθούν ούτοι ως σλαυόφωνοι και όχι βουλγαρόφωνοι.
Ανταλλαγή πληθυσμών είτε προς την Γιουγκοσλαυίαν είτε προς την Βουλγαρίαν, κατέστη αδύνατος, διότι δεν υπάρχουν πλέον εις τας δύο αυτάς χώρας δεδηλωμένοι ελληνικοί πληθυσμοί και δη ελληνόφωνοι” (σ. 11).
Η αξία της τελευταίας παραγράφου, γίνεται νομίζω κατανοητή, καθώς απαντά στα όσα ανιστόρητα και εξωπραγματικά υποστηρίχτηκαν τα τελευταία χρόνια από πολλούς έλληνες επωνύμους, στην κατά της γείτονος Δημοκρατίας εκστρατεία για τη μη χρήση του ονόματος Μακεδονία [11].
Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει όμως και ο δεύτερος αποτρεπτικός κατά το Δραγούμη λόγος για την ανταλλαγή ή εκρίζωση του μακεδονικού πληθυσμού:
“Διεθνώς ανεγνωρισμένη αναγκαστική ανταλλαγή ή εκρίζωσις οιωνδήποτε πληθυσμών αποκλείεται απολύτως, διότι το ολοκληρωτικό τούτο μέτρον εγκαινιασθέν υπό των Γερμανών και αντιγραφέν μετά βελτιώσεων υπό των Ρώσων κομμουνιστών διεκηρύχθη απαράδεκτον υπό των Δυτικών Δημοκρατιών” (σ.11).
Βέβαια ο Δραγούμης αποσιωπά το γεγονός ότι ο πρώτος διδάξας της αναγκαστικής ανταλλαγής ή εκριζώσεως πληθυσμών είναι το ελληνικό κράτος, που έχει προηγηθεί κατά τρεις δεκαετίες, τόσο με την περίφημη ελληνοβουλγαρική σύμβαση της Neuilly του 1919, όσο κυρίως με την ελληνοτουρκική συμφωνία υποχρεωτικής ανταλλαγής της Λωζάνης του 1923 [12].
Αν είναι όμως αδύνατος η συνολική εκρίζωση των Μακεδόνων από τον τόπο τους, αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άλλοι τρόποι για σημαντικό κτύπημα και απομάκρυνσή τους από τα πατρικά τους εδάφη. Προτείνει λοιπόν ο Δραγούμης, στο κεφάλαιο “Απομάκρυνσις ως ληστοτρόφων και επικινδύνων διά τας ενόπλους εθνικάς δυνάμεις των οικογενειών των πρακτόρων του συμμοριτισμού από τα παραμεθόρια”, τα εξής:
“Πράγματι δυνάμεθα διά διαφόρων νομίμων, συνταγματικών, αληθώς φιλελευθέρων και διεθνώς ανεγνωρισμένων μέτρων ν’ αποκεφαλίσωμεν την σλαυοκομμουνιστικήν σκευωρίαν εις την Ελλάδα. Αρκεί να εφαρμοσθούν τα μέτρα ταύτα κατά τρόπον συντονισμένον και ενιαίον υπό πάντων των αρμοδίων κλάδων της διοικήσεως και από συμφώνου όλων των πολιτικών κομμάτων”.
Στη συνέχεια ο συντάκτης του υπομνήματος υπενθυμίζει πως η προεργασία του φακελώματος του μακεδονικού πληθυσμού (πολιτικά φρονήματα) έχει προχωρήσει, και με δική του συμμετοχή, τα τρία τελευταία χρόνια:
“Η προεργασία όλη προς συλλογήν των στατιστικών στοιχείων έγινε διά της αποστολής υπό της τότε ελληνικής κυβερνήσεως, υπουργούντος επί των εξωτερικών του κ. Ι. Πολίτη, των κ.κ. Δ. Ανδρεάδη (αποθανόντος έκτοτε), Γ. Μόδη και του υπογραφομένου, οι οποίοι μετά τρίμηνον επιτόπιον έρευναν και εργασίαν ανά την Μακεδονίαν και Θράκην τη βοηθεία των τοπικών αρχών, εκκλησιαστικών, δικαστικών, διοικητικών και στρατιωτικών, κατηρτίσαμεν πλήρεις πίνακας των διαφόρων καταδικασθέντων διά κακουργήματα και φυγοδικούντων και των κατά χωρία αναλογιών του πληθυσμού, είτε ελληνοφρόνων είτε ρευστής συνειδήσεως είτε δεδηλωμένων ανθελληνικών φρονημάτων ιδίως διά τους νομούς Καστορίας, Φλωρίνης και Πέλλης. Οι πίνακες ούτοι κατετέθησαν εις την Γενικήν Διοίκησιν Μακεδονίας εις Θεσσαλονίκην, εις το Γ.Ε.Σ. και εις το Υπουργείον επί των Εξωτερικών. ΄Ωστε υπάρχει ήδη η βάσις, η οποία εχρησίμευσε και δύναται να χρησιμεύση και σήμερον, μετά περαιτέρω ενημέρωσιν και προσθήκας, διά την εφαρμογήν ωρισμένης πολιτικής” (σ. 12) [13].
Τα συγκεντρωτικά στοιχεία αυτών των πινάκων υπάρχουν σε απόρρητη έκθεση του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως προς το υπουργείο Εξωτερικών που υπογράφει ο υπουργός Σπ. Θεοτόκης, με ημερομηνία 24/7/1946 [14]. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά θεωρούνται ύποπτοι για ανθελληνικά φρονήματα 104.655 Μακεδόνες και 2.207 Βλάχοι της Μακεδονίας.
Στην ίδια έκθεση ο Θεοτόκης έχει τη γνώμη ότι θα πρέπει να αντιμετωπιστεί “το ζήτημα της απελάσεως των ανωτέρω, μαζί του δε είναι σύμφωνος και η υπό την προεδρίαν του Α΄ Υπαρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού, τελούσα Επιτροπή”.
Ο Δραγούμης στο υπόμνημά του υπολογίζει και αυτός τον αριθμό των Μακεδόνων σε 120 χιλιάδες, ομολογώντας ότι “δημοσία αναγνωρίζομεν συνήθως ότι δεν υπερβαίνουν τους 90 χιλιάδας, υπολογίζει όμως των αριθμό των ταραχοποιών”, όπως τους ονομάζει, σε 10 έως 20 % (σ. 13).
Σχολιάζει επίσης το ζήτημα της διγλωσσίας, σημειώνοντας ότι εκτός από τους Μακεδόνες (:τους βουλγαρόφωνους όπως τους ονομάζει συστηματικά), και οι άλλοι ξενόφωνοι, δηλαδή “οι βλαχόφωνοι, αλβανόφωνοι, τουρκόφωνοι είναι ήδη δίγλωσσοι, διότι εννοούν και ομιλούν, ιδίως οι άνδρες την ελληνικήν” (σ. 13).
Στο επόμενο κεφάλαιο με τίτλο “Ληπτέα μέτρα προς αποσόβησιν δημιουργίας εθνικής μειονότητος, αν όχι γλωσσικής”, ακολουθούν οι προτάσεις του Δραγούμη για τα μέτρα που πρέπει να παρθούν κατά των Μακεδόνων. Το σχετικό απόσπασμα που παρατίθεται, είναι περισσότερο εκτεταμένο από τα προηγούμενα γιατί περιγράφει, σχεδόν με φωτογραφική ακρίβεια, τα όσα ακολούθησαν μετά την ήττα των ένοπλων μακεδονικών - κομμουνιστικών δυνάμεων:
“Προς αποφυγήν των χειροτέρων συνεπειών της διεθνούς αναγνωρίσεως έστω και γλωσσικής μόνον - ήτοι όχι εθνικής - βουλγαροφώνου ή γενικώτερον σλαυοφώνου μειονότητος, είναι ανάγκη από τούδε ν’ αποφασίσωμεν και δραστηρίως, αλλ’ αθορύβως, να εφαρμόσωμεν τ’ ακόλουθα μέτρα, τα οποία από έτους επρότεινα προς τας τοπικάς αρχάς, διοικητικάς, δικαστικάς, στρατιωτικάς κλπ. της Δυτικής Μακεδονίας, όπως και προς το Υπουργείον επί των Εξωτερικών (προς τον μόνιμον υφυπουργόν κ. Π. Πιπινέλην) και προς το Γεν. Επιτελείον του Στρατού (Στρατηγόν κ. Σ. Κιτριλάκην).
α. Οι συνεργασθέντες μετά των κατακτητών, και δη των Βουλγάρων, κατά την κατοχήν και οι καταδικασθέντες και καταδικαζόμενοι δι’ εγκληματικάς πράξεις σχετιζομένας προς τον συμμοριτισμόν και τον κομμουνισμόν εις τας παραμεθορίους εκείνας περιφερείας, καθώς και οι οικειοθελώς καταφυγόντες εις τα γειτονικά εδάφη ή προσχωρήσαντες εις τας συμμορίας (όχι αναγκαστικώς) και φυγοδικούντες να θεωρηθούν επισήμως ότι απέρριψαν την ελληνικήν ιθαγένειαν και έκαμαν εμπράκτως επιλογήν άλλης υπηκοότητος.
β. Τούτων να κατασχεθούν αι περιουσίαι, τα χωράφια δε να παραχωρώνται υπό του κράτους από τούδε προς καλλιέργειαν εις εγνωσμένων ελληνικών φρονημάτων ακτήμονας αγρότας συγχωριανούς αλλά μόνον εκ πλησιοχώρων περιοχών π.χ. εκ των ελληνοφώνων χωρίων του Γράμμου [15], δυναμένως ευκολώτερον να εγκληματισθούν εις τας σκληράς φυσικάς και κοινωνικάς συνθήκας των παραμεθορίων τούτων υψιπέδων, λαμβανομένης δε προνοίας όπως μη μεταβληθούν ούτοι εις τυραννίσκους των εναπομεινάντων παλαιών κατοίκων. Οι δε μέλλοντες να παραχωρηθούν εις τους εποίκους κλήροι δέον να είναι επαρκείς διά την συντήρησιν πενταμελούς οικογενείας, ώστε να έχουν συμφέρον να εγκατασταθούν οριστικώς και να μη εγκαταλείψουν με το πρώτον φύσημα αέρος τας νέας των κατοικίας, και
γ. Αι οικογένειαι των αδιακρίτως γλώσσης, δηλαδή και αι ελληνόφωνοι να εκτοπισθούν βαθμιαίως εις Νοτίαν Ελλάδα, σκορπιζόμεναι όμως επιμελώς ανά μίαν ή δύο το πολύ εις έκαστον χωρίον ή πόλιν συμφώνως προς τον νόμον περί ληστείας και προς ασφάλειαν των στρατιωτικών δυνάμεων, αι οποίαι διεξάγουν επιχειρήσεις εις τα παραμεθόρια. Κατά δε την μεταφοράν και την εγκατάστασιν των εις τους τόπους εκτοπίσεως να τηρώνται υπό των κρατικών οργάνων αυστηρώς όλαι οι νόμιμοι και ανθρωπιστικοί κανόνες συμπεριφοράς απέναντι των εκτοπιζομένων γυναικοπαίδων… Εις τα παραμεθόρια ευρίσκονται εγκατεστημένοι εις επίκαιρα σημεία και ελληνόφωνοι πρόσφυγες (ως π.χ. οι εκ Ρωσίας Καυκάσιοι καλούμενοι), των οποίων πολλοί δυστυχώς τυγχάνουν επικίνδυνοι κομμουνισταί. Διά να μη, λοιπόν, κατηγορηθή η ελληνική κυβέρνησις ως ενεργούσα παρανόμως, ανελευθέρως και απανθρώπως, και δη διωγμόν γλωσσικόν και φυλετικόν, θα ήτο ενδεδειγμένον ν’ αρχίση η εκτόπισις από των οικογενειών των ελληνοφώνων κακούργων.
Τοιουτοτρόπως θα καταφανή η αρχή ότι όσοι εκ των καταδίκων ή φυγοδίκων απέδειξαν εμπράκτως ότι θέλουν ν’ ανήκουν εις την σλαυομακεδονικήν, την βουλγαρικήν ή άλλην εθνότητα απέβαλον αυτομάτως την ελληνικήν ιθαγένειαν και δεν θα γίνουν πλέον δεκτοί εις το ελληνικόν έδαφος, θα τους σταλούν δε εν ευθέτω καιρώ αι οικογένειαί των, εφ όσον δεν θα τας έχουν ήδη παραλάβει μεθ’ εαυτών εις τας νέας των πατρίδας.
Εάν και μετά τούτο ηθέλομεν ευρεθή ηναγκασμένοι διεθνώς ν’ αναγνωρίσωμεν την ύπαρξην σλαυοφώνου ή βουλγαροφώνου γλωσσικής μειονότητος εν Ελλάδι, δεν θα τολμήσει κανείς χωρικός να παρουσιασθή και να ζητήση είτε το άνοιγμα μειονοτικών σχολείων και ναών ή έστω και την απλήν διδασκαλίαν του γλωσσικού ιδιώματος των εις το ελληνικόν δημοτικόν σχολείον του χωρίου του, διότι εν τω μεταξύ οι ρευστής συνειδήσεως βουλγαρόφωνοι θα έχουν παραδειγματισθή εκ των συνεπειών της εκριζώσεως των σλαυοκομμουνιστικών πρακτόρων συγχωριανών των της α΄ κατηγορίας και θα έχουν διαφωτισθή καταλλήλως υπό των αρμοδίων αρχών μας. Ιδίως η αφαίρεσις των αγρών και η απομάκρυνσις των οικογενειών θα έχη εμποιήσει βαθυτάτην εις αυτούς εντύπωσιν, ώστε να μη υποκύψουν εις τας κρυφίας πιέσεις και απειλάς των σλαυοκομμουνιστών, εις τους επιδεικνύοντας δε εμμονήν εις την ελληνικήν παιδείαν και πίστιν εις την ελληνικήν εκκλησίαν θα είναι ωφέλιμον να χορηγώνται ειδικαί ηθικαί αναγνωρίσεις και επιβραβεύσεις. Εάν όμως αντιθέτως πεισθώμεν εις τας υστερικάς και δημοκοπικάς κραυγάς των ισχυριζομένων ότι όλοι οι σλαυόφωνοι είναι ανάγκη να εκδιωχθούν βιαίως κλπ. θα δημιουργήσωμεν κατά την κρίσιμον ταύτην δια την διεθνή ειρήνη και την ελληνικήν υπόθεσιν στιγμήν ημείς, οι ίδιοι, εν Ελλάδι μειονότητα εθνικήν, της οποίας θα είναι αδύνατον πλέον ν’ απαλλαγώμεν δι’ οιασδήποτε αναγκαστικής ανταλλαγής ή άλλου ολοκληρωτικού μέτρου, απαραδέκτου διεθνώς και δυναμικώς απραγματοποιήτου.
Τοιούτο δυναμικόν μέτρον κατά τα μέσα του λήγοντος έτους ωρισμέναι στρατιωτικαί αρχαί εις Καστορίαν και Φλώριναν επιχείρησαν να εφαρμόσουν απελαύνουσαι διά της βίας εκ των περιφερειών τούτων προς τα σύνορα και προς τας κατεχομένας υπό των συμμοριτών περιοχάς τοιαύτας οικογενείας παραμεινάσας εις τα χωρία των. Το αποτέλεσμα υπήρξε μετά τινας ημέρας να επανέλθουν σχεδόν όλαι και μετά νέαν απέλασιν να επανέλθουν διά δευτέραν φοράν είτε εις τα χωρία των είτε εις άλλα γειτονικά. Ευτυχώς ετέθη τέρμα εις το αυθαίρετον και εξαιρετικώς επικίνδυνον τούτο παιγνίδιον υπό του Γ.Ε.Σ. και της κυβερνήσεως [16].
Είναι απόλυτος ανάγκη ν’ αντιληφθώμεν ότι κανέν μεμονωμένον μέτρον δεν δύναται να τεθή εις εφαρμογήν άνευ υπευθύνου κυβερνητικής πρωτοβουλίας, πλήρους συνεργασίας και τελείου συντονισμού ενεργειών πάντων των αρμοδίων κλάδων της διοικήσεως. Οιασδήποτε δε πολιτική επί εθνικών ζητημάτων απαιτεί και την συγκατάθεσιν πάντων των νομιμοφρόνων μεγάλων πολιτικών κομμάτων [17]. Συγκεκριμένως διά την τελεία συνεργασία των στρατιωτικών, των δικαστικών και των καθαρώς διοικητικών αρχών και της χωροφυλακής με γενικήν κατεύθυνσιν διδομένην υπό του Υπουργείου επί των Εξωτερικών εν συμπνοία εννοείται με το Γενικόν Επιτελείον του Στρατού” (σ. 15 - 18).
Το προτελευταίο κεφάλαιο του υπομνήματος, επισημαίνει την δέουσα που πρέπει να δοθεί “προσοχή της πολιτείας περί του θέματος των ξενοφώνων” και τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει μια λαθεμένη πολιτική στο ζήτημα αυτό, κυρίως στην επεκτατική εξωτερική πολιτική του ελληνικού ή όπως κομψότερα αναφέρεται επί των “εθνικών διεκδικήσεων της Ελλάδος”.
Ο Δραγούμης γίνεται εδώ απόλυτα σαφής και κατηγορηματικός: “Ωφείλομεν γράφει, να προσέξωμεν και την εξής άποψιν, η οποία εις το προσεχές μέλλον δεν αποκλείεται να έχη μεγάλην επίδρασιν επί της εθνικής μας εδαφικής ολοκληρώσεως, ότι κατ’ ουδένα τρόπον συμφέρει να δώσωμεν την εντύπωσιν ότι τάχα δεν θεωρούμεν ΄Ελληνας τους ξενόφωνους και ότι επιδιώκομεν την εξόντωσιν των. Δεν υπάρχουν δυστυχώς πλέον ελληνόφωνοι ελληνικοί πληθυσμοί εις τα διεκδικούμενα υφ’ ημών γειτονικά εδάφη, εκτός μόνον υπολειμμάτων τινών εις την νοτιοδυτικήν Βορείαν ΄Ηπειρον (ήτοι εις τας περιφερείας Πωγωνίου, Δελβίνου, Αγίων Σαράντα και Χιμάρας)”.
Και συνεχίζει το συλλογισμό του διατυπώνοντας την ερώτηση: “εάν λοιπόν αρνηθώμεν ότι οι ξενόφωνοι ΄Ελληνες της Ελλάδος είναι ΄Ελληνες, που θα στηρίξωμεν ενδεχομένην αξίωσιν να προσαρτήσωμεν γειτονικά εδάφη, κατοικούμενα εξ ίσου και συμπαγέστερον υπό ομοίων ξενοφώνων πληθυσμών; Πως θα διεκδικήσωμεν το Αργυρόκαστρον, την Πρεμετήν, την Κορυτσάν, την Μοσχόπολιν, το Μοναστήριον, την Γευγελήν, την Στρούμιτσαν, το Μελένικον, το Νεβροκόπι κλπ.” (σ.19).
Τελικά, ο Δραγούμης κλείνει το υπόμνημά του για τη μετονομασία των Μακεδόνων και της γλώσσας τους, με ορισμένες “ειδικές υποδείξεις” για την περίπτωση όπου το ελληνικό κράτος υποχρεωνόταν από τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής να χορηγήσει στις μειονότητες “ελευθερίαν διδασκαλίας μη ελληνικής μητρικής γλώσσης”. Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο υπογραμμίζει πως πρέπει να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα ώστε η διδασκαλία “να μη γίνη δι’ ειδικών ξενοφώνων σχολείων, (όπου η ελληνική γλώσσα θα διδάσκεται υποχρεωτικώς ως ξένη επίσημος γλώσσα του κράτους) αλλά προαιρετικώς εις τα υπάρχοντα ήδη κρατικά ελληνικά δημοτικά σχολεία, όπου η υπόλοιπος διδασκομένη ύλη θα διδάσκεται με όργανον διδασκαλίας την ελληνικήν. Οι διδάσκαλοι δε της ξένης γλώσσης θα είναι υποχρεωτικώς ΄Ελληνες πολίται, υποκείμενοι εις τους ελληνικούς νόμους και εις την εποπτείαν των Ελλήνων επιθεωρητών”. Προτείνει δε στη διδασκαλία να χρησιμοποιηθεί, για εθνικούς λόγους, η κυριλλική (και όχι η λατινική) γραφή, λόγω της βυζαντινής της προέλευσης και της συγγένειάς της προς την ελληνική (σ. 20).
Ο Φίλιππος Δραγούμης θα επανέλθει στο αυτό ζήτημα της πολιτικής επιλογής του ελληνικού κράτους για τη μετονομασία των Μακεδόνων, με “εμπιστευτικό σημείωμα δια την αντιμετώπισιν της σλαυοκομμουνιστικής επιβουλής κατά της βορείου Ελλάδος”, δεκατέσσερα χρόνια αργότερα. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1962 συντάσσει το νέο κείμενο που κοινοποιεί στο βασιλιά, τον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή και τον υπουργό Εξωτερικών Ε. Αβέρωφ [18].
“Θα συνέφερεν εις την Ελλάδα, ξαναδιαβάζουμε εκεί, οι σλαυόφωνοι της συνορευούσης με την Νοτιοσλαυίαν Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας να χαρακτηρίζωνται παρ’ ημών ως βουλγαρόφωνοι μάλλον, παρά ως Μακεδόνες”.
Η εμμονή του Φ. Δραγούμη στο ζήτημα της μετονομασίας, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω, αρκετές δεκαετίες πριν το ελληνικό κράτος δώσει και χάσει, την πρόσφατη μάχη για το όνομα, τον ανακηρύσσουν ιστορικά σε κύριο εμπνευστή της πολιτικής της μετονομασίας και πνευματικό ταγό μιας στρατηγικής που απομόνωσε διεθνώς την Ελλάδα και την οδήγησε σε κορυφαία διπλωματική ήττα. Οι έλληνες πρωταγωνιστές της αντιμακεδονικής πολιτικής των ετών 1991-1996, ήταν χωρίς να το ξέρουν (οι περισσότεροι), φερέφωνα ή εργολάβοι μιας ιδέας που είχε ήδη ηλικία μισού αιώνα.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου