ΜΑΖΙ με τις Βιβλιοεκδόσεις ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ θα σας περιμένουμε
απόψε 2-10-2015 ώρα 19:30 στο Πολιτιστικό κέντρο της τράπεζας
Κύπρου στην Λεμεσό για την επίσημε παρουσίαση.
Nikos Katsaros
*Απόσπασμα από την τρίτη και τελευταία νουβέλα του βιβλίου
ΑΔΕΡΦΗ ΛΟΥΙΖ
ΑΔΕΡΦΗ ΛΟΥΙΖ
"Κάποια στιγμή αποφάσισε πως ήθελε να φύγει από την Ελλάδα.
Δεν ήταν ούτε προμελετημένη κίνηση ούτε απόφαση στιγμής.
Ήταν σαν ένα παράλληλο σύμπαν που της έδειχνε τον δρόμο.
Σαν κάποιος άλλος να είχε αποφασίσει για την ίδια.
Έβλεπε τον εαυτό της να πρωταγωνιστεί μπροστά από διάφορα φόντα.
Αυτό που δεν της ταίριαζε ήταν αυτό που ζούσε.
Λες και οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου θα αναβάθμιζε
σε ενδιαφέρουσα, μια βαρετή έκδοση του "είναι" της.
Αγόρασε έναν πύργο στην περιοχή της Λομβαρδίας στην βόρειο Ιταλία,
κάποια χιλιόμετρα βόρεια από την Μπρέσια.
Η επιλογή έγινε περίπου όπως στις ταινίες στις οποίες ο πρωταγωνιστής
γυρνάει την υδρόγειο με δύναμη και με το ένα δάχτυλο σημαδεύει τυχαία
κάποιο σημείο. Έκλεψε τέσσερις πέντε φορές, αλλά σε ένα παιχνίδι που
παίζεις μόνος σου αυτό επιτρέπεται.
Εγκαταστάθηκε εκεί δίχως να ενημερώσει κανέναν και απέστελλε τα
γραπτά της διαδικτυακά στον ατζέντη της, ο οποίος ήταν ο μόνος που γνώριζε
για την μετακίνηση της.
Εκείνη ήταν και η πιο δημιουργική περίοδος της συγγραφικής της καριέρας.
Το παρθένο περιβάλλον από την ανθρώπινη εκσυγχρονιστική μανία, ο καθαρός
αέρας που κατέβαινε από τις Άλπεις, το καταπράσινο τοπίο που περιέβαλε
τον μεσαιωνικού τύπου πύργο της, οι δεκάδες λίμνες που ξεφύτρωναν
σε όλη την επαρχία και μύριζαν σαν τεχνητή άνοιξη ολόχρονα.
Ήταν η παντελής έλλειψη από μηχανές οποιουδήποτε τύπου που δημιουργούσε
μια γαλήνια ηρεμία.
Παρ’ όλο που στην κοντινή Μπρέσια οργίαζε η βιομηχανία
(από αυτοκίνητα μέχρι όπλα), εν τούτοις εκεί που βρισκόταν ένιωθε πως
ο υπόλοιπος κόσμος ήταν κάπου παραδίπλα, σε κάποιο άλλο παραμύθι.
Η εναρμόνιση του μυαλού της με την αγνή φύση κούρδιζε ολημερίς τα χέρια της,
τα οποία πατούσαν πλήκτρα στον υπολογιστή της σαν γρανάζια μηχανής.
Λίγο πριν τα εικοστά ένατα γενέθλιά της είχε τελειώσει το πέμπτο βιβλίο της σειράς «
Οι σκοτεινές νύχτες της Ελένα.» με υπότιτλο
«Κατοικώντας στον ουρανό και ζώντας στην κόλαση.»
Την επιτυχία της αυτή θέλησε να γιορτάσει ακριβώς την ημέρα που έκλεινε
τα είκοσι εννιά της χρόνια, με την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας.
Ήταν ένα γλυκό φθινοπωρινό απόγευμα από εκείνα που ούτε κρυώνεις ούτε
ζεσταίνεσαι.
Είχε ετοιμάσει ένα πλούσιο γεύμα νωρίτερα το μεσημέρι, το οποίο
καταβρόχθισε με όρεξη.
Ποτέ δεν έτρωγε πολύ, αλλά εκείνη την μέρα το πλούσιο γεύμα ήταν μέρος
του όλου εγχειρήματος. Όσο πιο βαριά αισθανόταν τόσο πιο αποτελεσματικά
θα ολοκληρωνόταν το σχέδιο.
Δύο ψητές πατάτες, μια γενναία φέτα ψητή γαλοπούλα πνιγμένη σε σάλτσα
μουστάρδας, σαλάτα κουνουπίδι τρεις φέτες στιβαρό ψωμί γερμανικού τύπου
και δύο ποτήρια κρασί. Από την καινούργια σοδειά του μόνου γείτονα ο οποίος
ζούσε μόνιμα στην διπλανή αγροκατοικία.
Άψητο, τραχύ, λευκό ξηρό το οποίο ακόμα πίκριζε και κολλούσε στην γλώσσα.
Ανέβηκε πάνω στην καρέκλα και πέρασε στο λαιμό της την θηλιά που είχε
κρεμάσει στο φωτιστικό.
Το φωτιστικό δεν ήταν ικανό όμως να κρατήσει ούτε καν τα πενήντα οκτώ κιλά
που ζύγιζε και έτσι σωριάστηκε στο πάτωμα γυρίζοντας επικίνδυνα τον καρπό της.
Ήταν ένα θέαμα μάλλον αστείο. Αμέσως μετά της έπιασαν τα γέλια.
Ένιωσε ντροπή που δεν μπόρεσε να προβλέψει το προφανές και αυτό
της δημιούργησε νευρικότητα και γέλια. Προφανώς δεν θα τα έβαζε κάτω.
Αυτό είναι μία αρχή.
Όχι καλή, αλλά οπωσδήποτε μία αρχή…"
Δεν ήταν ούτε προμελετημένη κίνηση ούτε απόφαση στιγμής.
Ήταν σαν ένα παράλληλο σύμπαν που της έδειχνε τον δρόμο.
Σαν κάποιος άλλος να είχε αποφασίσει για την ίδια.
Έβλεπε τον εαυτό της να πρωταγωνιστεί μπροστά από διάφορα φόντα.
Αυτό που δεν της ταίριαζε ήταν αυτό που ζούσε.
Λες και οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου θα αναβάθμιζε
σε ενδιαφέρουσα, μια βαρετή έκδοση του "είναι" της.
Αγόρασε έναν πύργο στην περιοχή της Λομβαρδίας στην βόρειο Ιταλία,
κάποια χιλιόμετρα βόρεια από την Μπρέσια.
Η επιλογή έγινε περίπου όπως στις ταινίες στις οποίες ο πρωταγωνιστής
γυρνάει την υδρόγειο με δύναμη και με το ένα δάχτυλο σημαδεύει τυχαία
κάποιο σημείο. Έκλεψε τέσσερις πέντε φορές, αλλά σε ένα παιχνίδι που
παίζεις μόνος σου αυτό επιτρέπεται.
Εγκαταστάθηκε εκεί δίχως να ενημερώσει κανέναν και απέστελλε τα
γραπτά της διαδικτυακά στον ατζέντη της, ο οποίος ήταν ο μόνος που γνώριζε
για την μετακίνηση της.
Εκείνη ήταν και η πιο δημιουργική περίοδος της συγγραφικής της καριέρας.
Το παρθένο περιβάλλον από την ανθρώπινη εκσυγχρονιστική μανία, ο καθαρός
αέρας που κατέβαινε από τις Άλπεις, το καταπράσινο τοπίο που περιέβαλε
τον μεσαιωνικού τύπου πύργο της, οι δεκάδες λίμνες που ξεφύτρωναν
σε όλη την επαρχία και μύριζαν σαν τεχνητή άνοιξη ολόχρονα.
Ήταν η παντελής έλλειψη από μηχανές οποιουδήποτε τύπου που δημιουργούσε
μια γαλήνια ηρεμία.
Παρ’ όλο που στην κοντινή Μπρέσια οργίαζε η βιομηχανία
(από αυτοκίνητα μέχρι όπλα), εν τούτοις εκεί που βρισκόταν ένιωθε πως
ο υπόλοιπος κόσμος ήταν κάπου παραδίπλα, σε κάποιο άλλο παραμύθι.
Η εναρμόνιση του μυαλού της με την αγνή φύση κούρδιζε ολημερίς τα χέρια της,
τα οποία πατούσαν πλήκτρα στον υπολογιστή της σαν γρανάζια μηχανής.
Λίγο πριν τα εικοστά ένατα γενέθλιά της είχε τελειώσει το πέμπτο βιβλίο της σειράς «
Οι σκοτεινές νύχτες της Ελένα.» με υπότιτλο
«Κατοικώντας στον ουρανό και ζώντας στην κόλαση.»
Την επιτυχία της αυτή θέλησε να γιορτάσει ακριβώς την ημέρα που έκλεινε
τα είκοσι εννιά της χρόνια, με την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας.
Ήταν ένα γλυκό φθινοπωρινό απόγευμα από εκείνα που ούτε κρυώνεις ούτε
ζεσταίνεσαι.
Είχε ετοιμάσει ένα πλούσιο γεύμα νωρίτερα το μεσημέρι, το οποίο
καταβρόχθισε με όρεξη.
Ποτέ δεν έτρωγε πολύ, αλλά εκείνη την μέρα το πλούσιο γεύμα ήταν μέρος
του όλου εγχειρήματος. Όσο πιο βαριά αισθανόταν τόσο πιο αποτελεσματικά
θα ολοκληρωνόταν το σχέδιο.
Δύο ψητές πατάτες, μια γενναία φέτα ψητή γαλοπούλα πνιγμένη σε σάλτσα
μουστάρδας, σαλάτα κουνουπίδι τρεις φέτες στιβαρό ψωμί γερμανικού τύπου
και δύο ποτήρια κρασί. Από την καινούργια σοδειά του μόνου γείτονα ο οποίος
ζούσε μόνιμα στην διπλανή αγροκατοικία.
Άψητο, τραχύ, λευκό ξηρό το οποίο ακόμα πίκριζε και κολλούσε στην γλώσσα.
Ανέβηκε πάνω στην καρέκλα και πέρασε στο λαιμό της την θηλιά που είχε
κρεμάσει στο φωτιστικό.
Το φωτιστικό δεν ήταν ικανό όμως να κρατήσει ούτε καν τα πενήντα οκτώ κιλά
που ζύγιζε και έτσι σωριάστηκε στο πάτωμα γυρίζοντας επικίνδυνα τον καρπό της.
Ήταν ένα θέαμα μάλλον αστείο. Αμέσως μετά της έπιασαν τα γέλια.
Ένιωσε ντροπή που δεν μπόρεσε να προβλέψει το προφανές και αυτό
της δημιούργησε νευρικότητα και γέλια. Προφανώς δεν θα τα έβαζε κάτω.
Αυτό είναι μία αρχή.
Όχι καλή, αλλά οπωσδήποτε μία αρχή…"
*φωτογραφία Στέφανη Κωνσταντινίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου