Σελίδες

Παρασκευή 10 Ιουνίου 2016

Η σφαγή του Διστόμου 10 Ιουνίου 1944 --- «Εδώ 'ναι το πικρό το χώμα του Διστόμου Ω, εσύ διαβάτη όπου πατήσεις να προσέχεις. Εδώ πονά η σιωπή, πονάει κι η πέτρα κάθε δρόμου κι απ' τη θυσία, κι απ' τη σκληρότητα του ανθρώπου...» *Γιάννης Ρίτσος


«Παντρευτήκαμε με την Κλειώ στις 14 Ιουνίου 1944.
Ο υπεύθυνος της ελληνικής επιτροπής, Έμιλ Σάντστρομ, παρέθεσε γαμήλιο γεύμα προς τιμήν μας. Αργά το βράδυ με πλησίασε και με απομάκρυνε από τα γέλια και τις φωνές, προς μια γωνιά όπου θα μπορούσαμε να μιλήσουμε οι δυο μας. Μου έδειξε ένα τηλεγράφημα που μόλις είχε λάβει: οι Γερμανοί έσφαζαν για τρεις ημέρες τον πληθυσμό του Διστόμου, στην περιοχή των Δελφών, και στη συνέχεια πυρπόλησαν το χωριό. Πιθανοί επιζώντες είχαν ανάγκη άμεσης βοήθειας. Το Δίστομο ήταν μέσα στα όρια της περιοχής την οποία, την εποχή εκείνη, ήμουν αρμόδιος να τροφοδοτώ με τρόφιμα και φάρμακα. Έδωσα με τη σειρά μου το τηλεγράφημα στην Κλειώ να το διαβάσει, εκείνη έγνεψε κι έτσι αποχωρήσαμε διακριτικά από τη χαρούμενη γιορτή.
Περίπου μα ώρα αργότερα ήμασταν καθ’ οδόν μέσα στη νύχτα. Απαιτήθηκε ανυπόφορα μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότου διασχίσουμε τους χαλασμένους δρόμους και τα πολλά μπλόκα για να φτάσουμε, χαράματα πια, στον κεντρικό δρόμο που οδηγούσε στο Δίστομο. Από τις άκρες του δρόμου ανασηκώνονταν γύπες από χαμηλό ύψος, αργά και απρόθυμα, όταν μας άκουγαν που πλησιάζαμε.
Σε κάθε δέντρο, κατά μήκος του δρόμου και για εκατοντάδες μέτρα, κρεμόντουσαν ανθρώπινα σώματα, σταθεροποιημένα με ξιφολόγχες, κάποια εκ των οποίων ήταν ακόμη ζωντανά.
Ήταν οι κάτοικοι του χωριού που τιμωρήθηκαν με αυτό τον τρόπο: θεωρήθηκαν ύποπτοι για παροχή βοήθειας στους αντάρτες της περιοχής, οι οποίοι επιτέθηκαν σε δύναμη 

των Ες-Ες.
Η μυρωδιά ήταν ανυπόφορη. Μέσα στο χωριό σιγόκαιγε ακόμη φωτιά στα αποκαΐδια των σπιτιών. Στο χώμα κείτονταν διασκορπισμένοι εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, από υπερήλικες έως νεογέννητα. Σε πολλές γυναίκες είχαν σχίσει τη μήτρα με την ξιφολόγχη και αφαιρέσει τα στήθη, άλλες κείτονταν στραγγαλισμένες, με τα εντόσθια τυλιγμένα γύρω από το λαιμό.
Φαινόταν σαν να μην είχε επιζήσει κανείς.
Μα να! Ένας παππούς στην άκρη του χωριού! Από θαύμα είχε καταφέρει να γλιτώσει τη σφαγή. Ήταν σοκαρισμένος από τον τρόμο, με άδειο βλέμμα, τα λόγια του πλέον μη κατανοητά. Κατεβήκαμε στη μέση της συμφοράς και φωνάζαμε στα ελληνικά: «Ερυθρός Σταυρός! Ερυθρός Σταυρός! Ήρθαμε να βοηθήσουμε».
Από μακριά μας πλησίασε διστακτικά μια γυναίκα. Μας αφηγήθηκε ότι ένας μικρός αριθμός χωρικών πρόλαβε να διαφύγει προτού ξεκινήσει η επίθεση. Μαζί με εκείνη αρχίσαμε να τους ψάχνουμε. Αφού ξεκινήσαμε οι τρεις μας, διαπιστώσαμε ότι η γυναίκα είχε πυροβοληθεί στο χέρι. Τη χειρουργήσαμε αμέσως με χειρουργό την Κλειώ. Ήταν το ταξίδι του μέλιτός μας.
Λίγο καιρό αργότερα η επαφή μας με το Δίστομο θ’ αποκτούσε και έναν αξιοσημείωτο επίλογο. Όταν τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Ελλάδα, δεν πήγαν και τόσο καλά τα πράγματα, αφού μια γερμανική μονάδα κατάφερε να περικυκλωθεί από αντάρτες ακριβώς στην περιοχή του Διστόμου. Σκέφτηκα ότι αυτό ίσως θεωρηθεί από τους Έλληνες ως ευκαιρία για αιματηρή εκδίκηση, πόσο μάλλον που η περιοχή εδώ και καιρό είχε αποκοπεί από κάθε παροχή βοήθειας σε τρόφιμα. Ετοίμασα λοιπόν φορτηγά με τα αναγκαία τρόφιμα, έστειλα μήνυμα στο Δίστομο για την άφιξή μας και έτσι βρεθήκαμε στο δρόμο για εκεί, για άλλη μια φορά, η Κλειώ και εγώ.
Όταν φτάσαμε στα όρια του χωριού, μας συνάντησε μια επιτροπή, με τον παπά στη μέση. Έναν παλαιών αρχών πατριάρχη, με μακριά, κυματιστή, λευκή γενειάδα. Δίπλα του στεκόταν ο αρχηγός των ανταρτών, με πλήρη εξάρτυση. Ο παπάς πήρε το λόγο και μας ευχαρίστησε εκ μέρους όλων που ήρθαμε με τρόφιμα. 

Μετά πρόσθεσε: «Εδώ είμαστε όλοι πεινασμένοι, τόσο εμείς οι ίδιοι, όσο και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι. Τώρα, εάν εμείς λιμοκτονούμε, είμαστε τουλάχιστον στον τόπο μας. 
Οι Γερμανοί δεν έχουν χάσει μόνο τον πόλεμο, είναι επιπλέον και μακριά από 
την πατρίδα τους. 
Δώστε τους το φαγητό που έχετε μαζί σας, έχουν μακρύ δρόμο μπροστά τους». 
Σ’ αυτή του τη φράση γύρισε η Κλειώ το βλέμμα της και με κοίταξε. 
Υποψιαζόμουν τι ήθελε να μου πει με αυτό το βλέμμα, αλλά δεν έβλεπα πλέον καθαρά. 
Απλά στεκόμουν κι έκλαιγα».

Πηγή: Από το βιβλίο “Η Οδύσσειά μου” του Σουηδού Sture Linner
Επικεφαλής του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα
 
Η Μαριέττα Πανουργιά πάνω από τον ομαδικό τάφο 
ολόκληρης της οικογένειας Γιάννη Σταύρου θρηνεί μαζί 
με τα ανήψια των θυμάτων

Ο Βασίλης Μπαμπανόπουλος με τον παπα-Αγαθάγγελο Σταθά 
κάνει τρισάγιο στον τάφο της γυναίκας και της κόρης του

Οι ομαδικοί τάφοι δύο οικογενειών που ξεκληρίστηκαν

οι φωτό: https://www.facebook.com/654912877873172/photos

Ο Στούρε Λιννέρ γεννήθηκε στη Στοκχόλμη το 1917. 
Απέκτησε τον τίτλο του υφηγητή της ελληνικής γλώσσας στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας 
το 1943 και του καθηγητή το 1992. 
Κατά την περίοδο 1943-45 εργάστηκε στα πλαίσια της διεθνούς βοήθειας προς την Ελλάδα. 
Κατά την περίοδο 1946-60 εργάστηκε για λογαριασμό των σουηδικών βιομηχανικών εταιριών μεταξύ άλλων και σε χώρες της Αφρικής. Για ένα μικρό διάστημα ήταν επίσης υπεύθυνος 
του τμήματος κοινωνικών σχέσεων της Ένωσης Εργοδοτών Σουηδίας.
Το 1960 ο Στούρε Λιννέρ έγινε αναπληρωτής γενικός γραμματέας του ΟΗΕ και διευθυντής 

του τμήματος τεχνικής βοήθειας στο Κονγκό (πρώην Ζαΐρ). 
Από το 1961 ως το 1962 ήταν γενικός διευθυντής της αποστολής του ΟΗΕ στην περιοχή αυτή 
και ειδικός εκπρόσωπος του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, Ντάγκ Χάμμαρσιολντ.
Αργότερα διετέλεσε επικεφαλής της αποστολής του ΟΗΕ στην Καμπότζη και εκπρόσωπος 

του Ερυθμού Σταυρού στη χώρα αυτή και στην Αφρική.
Ο Στούρε Λιννέρ είναι έξοχος γνώστης του ελληνικού πολιτισμού και εξέδωσε μεταξύ άλλων 

τα βιβλία, "Η Φρεντερίκα Μπρέμερ στην Ελλάδα" (1964), "Όμηρος" (1985) καθώς και μια σειρά εισαγωγές στην αρχαία λογοτεχνία. 
Εξέδωσε επίσης το βιβλίο "Η γέννηση της Ευρώπης" (1961) και τα απομνημονεύματά του 
με τον τίτλο "Η Οδύσσειά μου" (1982).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου