Σελίδες

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

ΜΑΝΗ....η "Σύγκρια" της Μάνης!



Η Σύγκρια αποτελεί παλαιό έθιμο, του οποίου η αρχή χάνεται στα βάθη των αιώνων
ένα αρχαίο έθιμο που συναντάται στη Μάνη και φτάνει μέχρι και το 1930.
Σύμφωνα με αυτό εάν η πρώτη σύζυγος ενός Μανιάτη δεν έκανε παιδιά ή γεννούσε 
μόνο θηλυκά, τότε ο άνδρας είχε το δικαίωμα να πάρει μια δεύτερη σύζυγο και 
να τη φέρει στο σπίτι.
Ο όρος πιθανότατα προκύπτει απο τη λέξη συγκυρία (συν+κυρία).
Σαν πράξη θεωρούνταν δικαιολογημένη και όχι κατακριτέα, ειδικότερα εάν αυτός 

που την εφήρμοζε ήταν απο Νικλιάνικη οικογένεια με Μεγάλη κτηματική Περιουσία.
Αυτό μπορεί να αιτιολογηθεί στο ότι η κοινωνική οργάνωση της Μάνης βασιζόταν 

στην δύναμη των οικογενειών και κατ’επέκταση στους άνδρες που μπορούσαν 
να την υπερασπιστούν. 
Σκοπός κάθε Μανιάτικης πατριάς ήταν να αυξήσει τη δύναμή της μέσω 
της γέννησης αρσενικών. Εάν κάποια γυναίκα δεν έκανε παιδιά ή έφερνε 
στον κόσμο μόνο θηλυκά τότε η πατριά αποδυναμωνόταν και υπήρχε κίνδυνος 
να σβηστεί και το όνομα της οικογένειας. 
Αυτό ήταν ακόμα πιο επικίνδυνο για τις..."δυνατές" οικογένειες, των καπετάνιων 
και των Νικλιάνων.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η απόκτηση αρσενικών ήταν ζήτημα επιτακτικής ανάγκης 

για την επιβίωση της κάθε οικογένειας.
Η καινούργια γυναίκα έπρεπε να είναι νέα και όμορφη για να κάνει όμορφα 

και δυνατά παιδιά. 
Οι Μανιάτες πίστευαν πολύ στην κληρονομικότητα, για αυτό στο σόι 
της γυναίκας έπρεπε να έχουν αποκτήσει αρκετά αρσενικά, για να δώσει και αυτή 
με τη σειρά της πολλά.Η κοπέλα αυτή συνήθως καταγόταν από κατώτερη οικογένεια φαμέγιων και η συμφωνία γινόταν με αντάλλαγμα προς αυτή ή τους συγγενείς της, 
π.χ προσφορά κτημάτων, χρημάτων ή ακόμα και την αποκατάσταση κάποιων εκ των αδελφών της με μέλη της οικογένειας.
Για να γίνει κατανοητό το Μανιάτικο έθιμο της σύγκριας, το οποίο έρχεται 
σε αντίθεση τόσο με τις Ελληνικές παραδόσεις, όσο και με τα Χριστιανικά αισθήματα 
των Μανιατών, θα πρέπει να ληφθούν υπόψη οι γεωγραφικές, ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού.
Οι συνθήκες αυτές διαμόρφωσαν μια κατ’ εξοχή πολεμική κοινωνία, ιεραρχικά συγκροτημένη που βρισκόταν συνέχεια με το όπλο στο χέρι για τη προάσπιση 

της ελευθερίας της. 
Μια τέτοια πολεμική κοινωνία που ζούσε σε συνεχή επαγρύπνηση, σε κατοικίες 
με πολεμίστρες ή και σε κρησφύγετα στις απρόσιτες βουνοκορφές του Ταϋγέτου, 
χωρίς κρατική οργάνωση ή εξουσία, ήταν φυσικό να αναπτύξει δικά της ήθη 
και έθιμα που καθιερώθηκαν ως άγραφοι νόμοι.
Έτσι καθιερώθηκε στη Μάνη η υπεροχή των ανδρών έναντι των γυναικών. 

Οι γυναίκες ασχολούντο με τις οικιακές εργασίες και την ανατροφή των παιδιών, 
καθώς και με τη καλλιέργεια των κτημάτων ή τη περισυλλογή καρπών. 
Οι άνδρες αναλάμβαναν τις βαρύτερες βιοποριστικές εργασίες, αλλά προπάντων 
με το όπλο στο χέρι υπερασπίζονταν τη γη τους, τη τιμή της πατριάς και 
την ελευθερία τους. 
Υπήρχαν βέβαια περιπτώσεις που και οι γυναίκες ανέλαβαν πολεμική δράση, 
όπως στο Διρό και στο Πολυάραβο ή ακόμα και σε οικογενειακές διαμάχες 
κατά τις οποίες γυναίκες πυροβολούσαν από το πύργο ή έριχναν πέτρες και 
καυτό λάδι κατά των επιδρομέων. 
Αναφέρονται ακόμα περιπτώσεις γυναικών που με χωσία σκότωσαν με βάση 
το έθιμο του γδικιωμού, όταν δεν υπήρχε σύζυγος ή ενήλικος γιος για την 
αποκατάσταση της οικογενειακής τιμής.
Στη Μάνη η προστασία των γυναικών θεωρείτο ιερό καθήκον από τους άνδρες. 

Η μητέρα και η σύζυγος "έχαιροναπαραγράπτων δικαιωμάτων εντός του οίκου των". 
Το πρώτο μέλημα γονέων και αδελφών ήταν να παντρέψουν τις αδελφές τους, 
υπήρχαν δε περιπτώσεις αδελφών που έμειναν άγαμοι γιατί δεν κατόρθωσαν να παντρέψουν τις αδελφές τους.
Οι συνθήκες αυτές διαμόρφωσαν μια κατ’ εξοχή πολεμική κοινωνία, ιεραρχικά συγκροτημένη που βρισκόταν συνέχεια με το όπλο στο χέρι για τη προάσπιση της 
ελευθερίας της. 

Μια τέτοια πολεμική κοινωνία που ζούσε σε συνεχή επαγρύπνηση, σε κατοικίες 
με πολεμίστρες ή και σε κρησφύγετα στις απρόσιτες βουνοκορφές του Ταϋγέτου, 
χωρίς κρατική οργάνωση ή εξουσία, ήταν φυσικό να αναπτύξει δικά της ήθη και έθιμα 

που καθιερώθηκαν ως άγραφοι νόμοι.
Έτσι καθιερώθηκε στη Μάνη η υπεροχή των ανδρών έναντι των γυναικών. 

Οι γυναίκες ασχολούντο με τις οικιακές εργασίες και την ανατροφή των παιδιών, 
καθώς και με τη καλλιέργεια των κτημάτων ή τη περισυλλογή καρπών. 
Οι άνδρες αναλάμβαναν τις βαρύτερες βιοποριστικές εργασίες, αλλά προπάντων 
με το όπλο στο χέρι υπερασπίζονταν τη γη τους, τη τιμή της πατριάς και 
την ελευθερία τους. 
Υπήρχαν βέβαια περιπτώσεις που και οι γυναίκες ανέλαβαν πολεμική δράση, 
όπως στο Διρό και στο Πολυάραβο ή ακόμα και σε οικογενειακές διαμάχες 
κατά τις οποίες γυναίκες πυροβολούσαν από το πύργο ή έριχναν πέτρες και 
καυτό λάδι κατά των επιδρομέων. 
Η κοινωνική αυτή διαβίωση και οι άγραφοι νόμοι που καθιερώθηκαν επέβαλαν 
την πρωταρχική και δεσπόζουσα θέση του άνδρα στην οικογένεια και στη κοινωνία. 
Από μικρό παιδί ο Μανιάτης γυμναζόταν και εκπαιδευόταν στα όπλα, 
τα οποία συνήθως έπαιρνε οριστικά στην ηλικία των δεκατριών ετών και συμμετείχε 
στις πολεμικές συγκρούσεις ή στις οικογενειακές διαμάχες. 
Στη γλώσσα των Μανιατών η δυνατή οικογένεια ήταν αυτή που είχε πολλά "ντουφέκια" 
και έλεγαν για κάποια οικογένεια "πόσα ντουφέκια έχει" εννοώντας τους άνδρες 
της οικογένειας.
Η σημασία για κάθε οικογένεια ή πατριά απόκτησης αρσενικών απογόνων 

έλαβε τέτοια έκταση ώστε η γέννηση κοριτσιού να θεωρείται κατάρα και οικογενειακή συμφορά.
Έπρεπε λοιπόν ο Μανιάτης αντί πάσης θυσίας να αποκτήσει αρσενικά παιδιά για να διατηρήσει τη δύναμη της πατριάς και να αφήσει κληρονόμους από το αίμα του, για το διαιωνισμό της γενιάς του. Έτσι η λύση της σύγκριας έφερνε συνήθως το ποθητό αποτέλεσμα, ενώ η νόμιμη σύζυγος παρέμενε στο σπίτι και έμενα σε διαφορετικό χώρο.
Δεν υπήρξε περίπτωση διωγμού της νόμιμης συζύγου από την οικία διαμονής. 

Εάν υπήρχε τέτοια περίπτωση η εκκλησία δεν θα έδινε διαζύγιο, ο σύζυγος 
θα απεκαλείτο μοιχός, η κοινωνική κατακραυγή θα ήταν έντονη και η προσβολή 
της τιμής της οικογένειας της συζύγου θα ήταν δεδομένη και μόνο με αιματοχυσία 
θα ξεπλενόταν.
Η μεταφορά της σύγκριας γινόταν νύχτα προς αποφυγή τυχόν ειρωνικών σχολίων 

και δεν μεσολαβούσε καμία θρησκευτική τελετή, ενώ δεν χρειαζόταν προικιά ή είδη ρουχισμού και σπιτιού. 
Ορισμένες φορές και μέχρι αποκτήσεως αρσενικού παιδιού η σύγκρια θεωρείτο 
ψυχοκόρη και μετά την απόκτησή του θεωρείτο μέλος της οικογένειας. 
Η οικογένεια της σύγκριας εξασφάλιζε εγγυήσεις ότι δεν θα είχε βίαιη μεταχείριση, 
δεν θα έκανε βαριές εργασίες και θα διατηρούσε σχέσεις με την οικογένειά της, 
ενώ θα ασκούσε πλήρη θρησκευτικά καθήκοντα.
Αναφέρονται περιπτώσεις κατά τις οποίες η νόμιμη σύζυγος επέλεγε τη σύγκρια μεταξύ 

των γνωστών της νεαρών γυναικών, μάλλον λόγω ψύχραιμου γυναικείου υπολογισμού. 
Έτσι γνώριζε το χαρακτήρα της υποψήφιας, η οποία θα της όφειλε ευγνωμοσύνη, 
χωρίς κίνδυνο υπονόμευσης της θέσης της, ενώ παράλληλα θα μπορούσε να επιβάλει 
τη θέλησή της.
Νόμιμη σύζυγος παρέμενε πάντοτε η οικοδέσποινα, "η κυρά του σπιτιού", 

ενώ σε περίπτωση θανάτου της συνήθως ο άντρας παντρευόταν τη σύγκρια, 
εφόσον είχε αποκτήσει μαζί της αρσενικά παιδιά. 
Κατά τη διάρκεια επισκέψεων εμφανιζόταν πάντα η οικοδέσποινα και κερνούσε 
τους επισκέπτες.
Το πιο περίεργο ήταν ότι όταν η σύγκρια γεννούσε αρσενικό παιδί, η σύζυγος 

δεχόταν ευχές και συμμετείχε στους πανηγυρισμούς σαν να ήταν δικό της παιδί. 
Οι δύο γυναίκες μετά από σαράντα ημέρες πήγαιναν μαζί στην εκκλησία με το παιδί 
για να διαβάσει ο παπάς τις ευχές. Το παιδί βάπτιζε τις περισσότερες φορές η νόμιμη σύζυγος και το φρόντιζε σαν να είναι δικό της, ενώ ήταν αγαπητό και από τις αδελφές 
που πιθανόν είχε ο πατέρας του με τη νόμιμη σύζυγο.
Εάν η σύγκρια γεννούσε μόνο θηλυκά ή δεν γεννούσε παιδιά, παρέμενε στο σπίτι 

κάνοντας όμως όλες τις εργασίες και ορισμένες φορές λόγω αντιζηλίας η νόμιμη σύζυγος φερόταν με προσβλητικό τρόπο, λόγω γυναικείας αντιζηλίας.
Το έθιμο αυτό έσβησε από τις αρχές του 20ου αιώνα αφού έπαψε να υπάρχει 

η πρωταρχική σημασία απόκτησης αρσενικών παιδιών, αλλά και λόγω της 
καταδίκης του από την εκκλησία, που θεωρούσε την πράξη αυτή ως διγαμία. 
Πολλές ήταν οι καταδικαστικές εγκύκλιοι των επισκόπων, όπως του επισκόπου Γυθείου Ιωσήφ προς την Ιερή Σύνοδο το 1864, όπου αναφέρει 30 περιπτώσεις στη περιοχή 
του Γυθείου, ενώ σίγουρα στη Μέσα Μάνη θα ήταν περισσότερες, αφού 
η κλειστή κοινωνία παρέμεινε για περισσότερα χρόνια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου