Σελίδες

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

... δεν πίστεψα ποτέ στον παράδεισο. Μύριζε φόβο...



Ούτε και στην κόλαση. Είχε ακυρωμένα όνειρα.
Και τα δυο στο τώρα. Ήθελα η ζωή να νικά πάντα. Να παραμερίζει το θάνατο, να τον ποδοπατά και να σηκώνει σημαίες. Να σμίγει τους ανθρώπους με τους φόβους και τις αδυναμίες τους και να τους προστάζει να ζήσουν. Να κρατιούνται από τα χέρια και να προχωρούν στο φως.
«Και να, αδερφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά»…
Μέρες τώρα παρακολουθώ τη δίκη. Διαβάζω τις καταθέσεις των γονιών. Σκέψου να γεννάς ένα παιδί, να το μεγαλώνεις, να ζεις με τις αγωνίες του, να το οδηγείς την πρώτη μέρα στο σχολείο, να το παρηγορείς στις εφηβικές ερωτικές απογοητεύσεις του, να κοιτάς το κρεβάτι αργά τη νύχτα για να δεις τη φιγούρα του ξαπλωμένη, να το μαλώνεις που δεν τρώει, δεν κοιμάται καλά, δεν προσέχει. Κι εκείνο να χαμογελά, να σε αγκαλιάζει, να σε σηκώνει ψηλά μέχρι τους ουρανούς, να σου τραγουδάει, να κρατιέται από την αγάπη σου, ασπίδα στις πιο μεγάλες μάχες.
Κι ύστερα να αντιλαμβάνεσαι πως δεν έφτασε η αγάπη σου, όχι γιατί ήταν λίγη, μα γιατί το μίσος τους ήταν πιο δυνατό. Να χάνεται το γάργαρο γέλιο του παιδιού σου, να σιγεί η φωνή του, να γίνεται ανάμνηση άυλη, ασπρόμαυρη σα παλιά φωτογραφία. Η κολόνια να γίνεται λιβάνι και να θυμιατίζει όσα έζησε κι όσα ακόμα είχε να ζήσει. Η ροή του χρόνου να σταματά, να παγώνει με ένα τηλεφώνημα μέσα στη νύχτα. Κι εσύ με βλέμμα και μυαλό τρελού να τρέχεις και τα πόδια σου να μη σε βαστούν, να λυγίζουν. Να ξέρεις πως η αγάπη σου δεν ήταν ασπίδα. Να γνωρίζεις την αλήθεια μέσα στα κατάβαθα της ψυχής σου.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος πόνος από το να αποχαιρετάς το παιδί σου. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αδικία από το να υποδέχεται η γη το άψυχο σώμα του δολοφονημένου γιου σου. Να μυρίζει ακόμα καλοκαίρι κι ο θάνατος να ΄χει στήσει το δικό του χορό και να γελά δυνατά και να σε κοροϊδεύει. Η ζωή πρέπει πάντα να νικά. Να στήνει σημαίες στις κορφές, να διεκδικεί το φως, να λάμπει, να αξιώνεται χρόνια, να κρατιέται από στενά περάσματα και κακοτοπιές, να μοσχομυρίζει κολόνια, να ερωτεύεται, να υψώνεται καθάρια και ήσυχη στους ουρανούς, να τραγουδά. Η ζωή πρέπει πάντα να νικά.
«Αυτό από μένα,  Ρουμπακιά, για να με θυμάσαι». Ένα μπουκάλι νερό πάνω στο φονιά. Επικίνδυνο όπλο. Έχει την ορμή μιας μάνας. Την αγριεμένη ψυχή της, τα δόντια που τρίζουν τις νύχτες από μίσος, το θάνατο που μυρίζει δυσωδία και σήψη και φασισμό. Ο θάνατος είναι φασίστας. Ακούς τις νύχτες τα πατήματα του από τις βαριές μπότες του. Βλέπεις τους αγκυλωτούς σταυρούς στα μπράτσα του. Οργανώνει τους οπαδούς του και τους υπόσχεται αθανασία.
Ένα μπουκάλι νερό πάνω στο φονιά. Κι ύστερα σιωπή. Η πτώση, η κατάρρευση, η οιμωγή. Ο θρήνος μιας μάνας που αποχαιρέτησε το παιδί της. Να καταθέτει εκεί μπροστά στα πόδια των δικαστών την πίκρα, την απόγνωση, την αδικία, το παράπονο. Ποιος δικαστής θα μας δικάσει; Η συνείδηση κρατά ρομφαία. Αν υπάρχει συνείδηση.
Δεν πίστεψα ποτέ στον παράδεισο. Μα θέλω να πιστέψω στην κόλαση. Την επίγεια, την εδώ, την τώρα. Εκείνη που σου μπήγει ένα μαχαίρι στην καρδιά και σε αφήνει μετέωρο και ανυπεράσπιστο.

Όταν οι γονείς θάβουν τα παιδιά τους επιβεβαιώνεται ότι δεν υπάρχει θεός…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου