«...Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τα αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος τής μάντρας είναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τα δένδρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον
ασβέστη του ήλιου...»
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τα αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος τής μάντρας είναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τα δένδρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον
ασβέστη του ήλιου...»
(απόσπασμα από τη «Ρωμιοσύνη», Γιάννης Ρίτσος)
Με άλλην οπτική και υπό νέα αντίληψη, από αυτήν του ιδανικού τοπίου
που προηγήθηκε, θεωρήθηκε το ελληνικό τοπίο κατά την πρώτη 40ετία του
20ου αιώνα50.
που προηγήθηκε, θεωρήθηκε το ελληνικό τοπίο κατά την πρώτη 40ετία του
20ου αιώνα50.