«...Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τα αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος τής μάντρας είναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τα δένδρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον
ασβέστη του ήλιου...»
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τα αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος τής μάντρας είναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τα δένδρα, τα ποτάμια κ' οι φωνές μες στον
ασβέστη του ήλιου...»
(απόσπασμα από τη «Ρωμιοσύνη», Γιάννης Ρίτσος)
Με άλλην οπτική και υπό νέα αντίληψη, από αυτήν του ιδανικού τοπίου
που προηγήθηκε, θεωρήθηκε το ελληνικό τοπίο κατά την πρώτη 40ετία του
20ου αιώνα50.
Οι σκεπτικοί του τόπου, οι νόες και ξυπνοί του, εγερτικά πνόησαν γι' αυτόν και τον είδαν με ιδέα κι όραμα. Είδαν ανευρετικά και μεγαλόπνοα τη χώρα. όχι με μύθους και πλάνες, όχι μορφολατρικά και εικονοποιητικά, ούτε ιδανιστικά και μεγαλόσχημα. Στα ταπεινά κι αληθινά της την αναζήτησαν: στις συνθέσεις της, στη φύση της, στις ευωδιές της, στους ήχους της, στις μνήμες, στις αισθήσεις. Σε αυτά αναζητήθηκε το νόημα και η ουσία του τόπου, φτάνοντάς τον στο συνειδητό του ύψος. Η διαφορετική αυτή οπτική συνίστατο κατά βάσιν στην αισθητικοποίηση της φύσης, νοούμενης ως αισθητικό αντικείμενο, ως τοπίο. Ο σεβασμός στον τόπο ήταν απότοκο μιας διαδικασίας ιδεοκεντρικής. Η ιδέα για τον τόπο συγκροτήθηκε στην έννοια της μεγαλοσύνης κι όχι του μεγαλείου του, της αψηλοσύνης κι όχι του μεγέθους του, της ποιότητας κι όχι της ποσότητάς του, της φύσης κι όχι της τεχνοκρατίας του, της απλότητας κι όχι της απλοϊκότητάς του, του πολιτισμού κι όχι του ματεριαλισμού του. Δημιουργήθηκε έτσι μια θεώρηση για το ελληνικό τοπίο ιδεοκεντρική, με τον τόπο να ερμηνεύεται σύμφωνα με το πνεύμα του και τη συνθετική του, που του έδιναν εθνοτοπικά χαρακτηριστικά, ικανά για να τον δηλοποιούν σ' ένα επίπεδο θεώρησης υψηλό, ως εθνοτοπίο. Η ιδεοποίηση του ελληνικού τοπίου αποχτούσε έτσι πεδίο σκέψης για να εκφραστεί και ν' αποδώσει το αξιακό αισθητήριο των θεωρών του τόπου, κάτι που επιτεύχθη μέσα από την έννοια της «ελληνικότητας»51.
που προηγήθηκε, θεωρήθηκε το ελληνικό τοπίο κατά την πρώτη 40ετία του
20ου αιώνα50.
Οι σκεπτικοί του τόπου, οι νόες και ξυπνοί του, εγερτικά πνόησαν γι' αυτόν και τον είδαν με ιδέα κι όραμα. Είδαν ανευρετικά και μεγαλόπνοα τη χώρα. όχι με μύθους και πλάνες, όχι μορφολατρικά και εικονοποιητικά, ούτε ιδανιστικά και μεγαλόσχημα. Στα ταπεινά κι αληθινά της την αναζήτησαν: στις συνθέσεις της, στη φύση της, στις ευωδιές της, στους ήχους της, στις μνήμες, στις αισθήσεις. Σε αυτά αναζητήθηκε το νόημα και η ουσία του τόπου, φτάνοντάς τον στο συνειδητό του ύψος. Η διαφορετική αυτή οπτική συνίστατο κατά βάσιν στην αισθητικοποίηση της φύσης, νοούμενης ως αισθητικό αντικείμενο, ως τοπίο. Ο σεβασμός στον τόπο ήταν απότοκο μιας διαδικασίας ιδεοκεντρικής. Η ιδέα για τον τόπο συγκροτήθηκε στην έννοια της μεγαλοσύνης κι όχι του μεγαλείου του, της αψηλοσύνης κι όχι του μεγέθους του, της ποιότητας κι όχι της ποσότητάς του, της φύσης κι όχι της τεχνοκρατίας του, της απλότητας κι όχι της απλοϊκότητάς του, του πολιτισμού κι όχι του ματεριαλισμού του. Δημιουργήθηκε έτσι μια θεώρηση για το ελληνικό τοπίο ιδεοκεντρική, με τον τόπο να ερμηνεύεται σύμφωνα με το πνεύμα του και τη συνθετική του, που του έδιναν εθνοτοπικά χαρακτηριστικά, ικανά για να τον δηλοποιούν σ' ένα επίπεδο θεώρησης υψηλό, ως εθνοτοπίο. Η ιδεοποίηση του ελληνικού τοπίου αποχτούσε έτσι πεδίο σκέψης για να εκφραστεί και ν' αποδώσει το αξιακό αισθητήριο των θεωρών του τόπου, κάτι που επιτεύχθη μέσα από την έννοια της «ελληνικότητας»51.
Αρχετυπική ελληνική ομορφιά.
Τα πρώτα 40 χρόνια του 20ου αιώνα μάς έδωσαν σημαντικούς στοχαστές του ελληνικού τοπίου, καθώς -καταπώς φαίνεται- ήταν ανήσυχοι οι καιροί για τους νοούντες, οι οποίοι διερευνούσαν τα γύρα επιζητώντας πηγές, ρίζες, προορισμό52. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς, συνοδοιπορώντας στην τέχνη τους, δημιούργησαν ρεύμα: το ρεύμα της γενιάς του '30. Η γενιά αυτή απέδωσε την ιδέα της για τα γύρα με την έννοια της «ελληνικότητας», ορίζοντας έτσι το πλαίσιο στο οποίο προδιαγράφονται οι σχέσεις στον τόπο.σχέσεις τοπιακές αλλά και κοινωνικές, πολιτιστικές, οικονομικές, περιβαλλοντικές. Το ελληνικό στοιχείο χαρακτήριζε τον τόπο, όχι γιατί αφορούσε σ' ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, ώστε συμβολιστικά ν' αποδίδεται σε αυτόν, αλλά γιατί, φύση και άνθρωπος συνεργούσαν -άλλοτε πιότερο, άλλοτε λιγότερο- δίνοντας τη δυναμογόνα πνοή του τόπου και τις δημιουργίες του. Αναλογιζόμενοι με βάση κείνα θα λέγαμε, ότι μάλλον σε τούτο συνίσταται η μετέπειτα εγκατάλειψη της ελληνικότητας: στο ότι έπαψε ο Έλληνας να επικοινωνεί με τον τόπο και να συνάπτει σχέση ζωής μαζί του, καθώς δεν είναι πια «δεμένος» με αυτόν και δεν εξαρτάται από «γενέθλιους τόπους». Με την εγκατάλειψη του τόπου, απογίνηκε ανέστιος, ένας «άπατρις». Ως τέτοιος δεν τον βλέπει λειτουργικά και δεν τον νοιώθει ως μέρος του κόσμου του, αλλά απόξενός του γίνηκε κι ασυναίσθητος γι' αυτόν. Η ελληνικότητα ως έννοια αισθητική και λειτουργική του τόπου, κι όχι δογματική παρορμούμενη από κριτήρια εθνικά ή τοπικιστικά, εγκαταλείφθηκε -κατά το μάλλον ή ήττον- μετά τον πόλεμο του '40, ακριβώς γιατί ο κόσμος αναδομούνταν απομακρυνόμενος από ρίζες του, οι οποίες έδιναν το περιεχόμενο της ιδέας, στοιχούμενος στην απροσδιόριστη ανάπτυξη, που έφερε την παγκοσμιοποίηση και τον υπερπολιτισμό53.
Στοιχεία του ελληνικού τοπίου που προσδιορίζουν την έννοια της ελληνικότητας: ο ανεμόμυλος
(με το ξερικό αμπέλι μπροστά του), το ξωκκλήσι (ως εμβληματική παρουσία στο μοναχικό τοπίο),
το αρχαίο μνημείο (που με μεγαλοπρέπεια γιομίζει το χώρο), το πεύκο (ως στέργια παρουσία
στον απορρώγο τόπο).
Πριν όμως από την γενιά του '30, που αποτέλεσε ορόσημο στον προσδιορισμό ιδεών κι αξιών γύρω από το πνεύμα και τον πολιτισμό των νεοελλήνων, την έννοια της ελληνικότητας καλλιέργησε στις αρχές του 20ου αιώνα -για να εκφραστεί κατόπιν μεγαλόπνευστα ως ιδέα, στη δεκαετία του '30- ένας «τρελός» του ελληνικού τοπίου, ο Περικλής Γιαννόπουλος. Άνθρωπος με βαθιά σκέψη κι αντίληψη του ιδεατού, ιδεοκράτης των στοχασμών και μανιακός του αισθητισμού, παρορμητικός και χειμαρρώδης, τολμηρός στην πράξη, με ασυγκράτητη πυρά, κατεχόταν από το πάθος της ελληνικότητας σε τέτοιο βαθμό, που του γίνηκε αυτή φυσικό της ζωής του δυστύχημα. Ο Περικλής Γιαννόπουλος είχε πάθος με το ελληνικό τοπίο, μια τρέλα μη ελέγξιμη που τον έφτανε σε ακρότητες και τον έκαμε κοινωνικό ταραξία κι ατιθάσευτο ελεγειακό κοσμοδιορθωτή. Είχε όμως λόγο που τα έκαμε αυτά, καθώς πνοούσε αίσθηση, ξεχυλούσε συνείδηση, και τούτα ήθελε να βαλθούν και να δώσουν ζωή ελληνική, πολιτισμό της ψυχής του Έλληνα, του πνεύματος του τόπου (ιδού, ασχημάτιστα ακόμη, η ιδέα του genius loci). κι όχι μιμητικό, ξενικό πολιτισμό της άγονης ζωής. Ήταν ένας απριοριστής ιδεολόγος, ένα συνειδητός δημιουργός της ιδέας, ένας καλλιτέχνης της αίσθησης, κι ήθελε η Ελλάδα να λογίζεται κρατερά, ένστιχτα, με την ψυχή της, κι όχι αερικά, επιληπτικά και μυθομανικά, που εντέλει την ουδετερεύουν και τη χαλνούν. Ήθελε την Ελλάδα στο ύψος της, με τα λιτά της και τ' αρκετά της, που της αρμόζουν και την ψυχώνουν. Ήταν γι' αυτό ένας ιδεαλιστής του ελληνικού τοπίου, κι όχι -όπως πολλοί τον λέγουν- ένας ρομαντικός ιδανικοποιητής του, ένας εξημμένος ειδωλοθύτης του. Τον κατατάσσουμε λοιπόν στους νοούς του, και τον βλέπουμε ως τον πρόδρομο των συντροφευμένων ιδεαλιστών της ελληνικότητας του '30 -μπορεί εκείνοι να τον αποκήρυξαν για την «τρέλα του να υπερνοεί» και για την ακραία ιδεοκρατία του, όμως εμείς δεν τον αγνοούμε παραβλέποντας την «τοπολατρική παράνοιά του», βάζοντάς τον ως σκαλί γι' αυτούς!54
Σημειώνει ο Mario Vitti, καθηγητής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο του Viterbo στην Ιταλία και βαθύς μελετητής της πνευματικής ζωής στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του '30, ότι «ο Περικλής Γιαννόπουλος, με τη συστηματική μιασαλλοδοξία του και την εκλεπτυσμένη και εκρηκτική ξενοφοβία του, δεν μπορεί να μη φέρει στο νου το δόγμα της ελληνικότητας, μάλλον όπως το εφαρμόζει ο Μεταξάς, παρά όπως το αντιμετωπίζει η Γενιά του '30». Όμως ο ίδιος παραδέχεται τη σχέση της ελληνικότητας του Γιαννόπουλου με αυτή της Γενιάς του '30, που νομιμοποιούμαστε να τη θεωρήσουμε σκαλί για τους τελευταίους, στη δημιουργία του δόγματος της ελληνικότητας -όπως και προηγούμενα αναφέραμε-, λέγοντας: «Ωστόσο, αν κάποιος σπάνιος παρατηρητής δυσανασχέτησε, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ορισμένα σημεία του ελληνοκεντρισμού του Γιαννόπουλου δεν είναι άσχετα με τις φιλοδοξίες της Γενιάς του '30, και φτάνει να σκεφτούμε την έμμονή του ιδέα για το φως και το δυνατό χρώμα («Η ελληνική Γραμμή» και «Το Ελληνικό Χρώμα»), όσο και το νεανικό ενθουσιασμό του για τη φύση με τη στεγνή γη και τη θάλασσα» (Vitti M., «Η Γενιά του '30», εκδόσεις Ερμής, Αθήνα 1977, σελ. 200).
Το ελληνικό τοπίο και η αξία του, η σημασία της λιτής μεσογειακής φύσης, το ελληνικό φως, η ελληνική γραμμή, το ελληνικό χρώμα, η αφύπνιση της συνείδησης του Έλληνα κ.ά., αποτέλεσαν στοιχεία της σκέψης του Περικλή Γιαννόπουλου, που πέρασαν σε μια ιδεολογία που την ονόμασε «ελληνολατρεία». Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια του Ίωνα Δραγούμη σε σχέση με τούτα, από το ημερολόγιό του: «Στην αναζήτηση της ωραιότητας στο ελληνικό τοπίο, στην ελληνική φύση, στην ελληνική ιστορία, ο Περικλής Γιαννόπουλος αναζητά τη μυστική ιστορία της "ελληνικότητας"». Το ελληνικό τοπίο κατά τον Γιαννόπουλο είναι ένα καθαρά πνευματικό τοπίο, ένα τοπίο που με το σχήμα του, τη μορφή του και τους ρυθμούς του, βοηθά το πνεύμα να συλλάβει τις αντίστοιχες δικές του μορφές στο λόγο, στην ύλη, στη φιλοσοφική σκέψη, στη θρησκεία. Το έτος 1908 ο Γερμανός διανοούμενος Ούγκο φον Χόφμανσταλ τα ίδια περίπου υποστήριζε όταν έλεγε ότι το ταξίδι στην Ελλάδα «είναι το πιο πνευματικό από τα ταξίδια μας», καθώς κι ότι «το ελληνικό φως εμπεριέχει μιαν ανεξάντλητη πνευματικότητα». Σημείωνε σχετικά ο Περικλής Γιαννόπουλος στην «Ελληνική Γραμμή»: «Εννοώ την Φύσιν, την έρημον καπνοδόχων και έρημον δρόμων και έρημον επαύλεων και έρημον δασών απεράντων, διά την οποίαν δεν θα υπάρχει άνθρωπος που να μην ήκουσε από τωρινού ζωγράφου το στόμα, πόσον είναι ξηρά και απελπιστική και ανυπόφορος κατά την θερινήν κυρίως ώραν. (...) και εννοώ αυτήν την φύσιν και κατ' αυτήν την ώραν, διότι (...) αναφαίνεται δυνατότερον, γυμνόν το κάλλος της. Τότε, όταν τα χρώματα όλα ενδεδυμένα με τα παραδοξότερα και πρωτοφανέστερα χρώματα, οι λόφοι με θαυμάσια φορέματα, λάμπουν εις το φως σαν ολοζώντανα πρόσωπα, χώματα, λόφοι και όροι αλλάζουν αενάως εκφράσεις και αποχρώσεις ασυλλήπτου αιθεριότητος, παρουσιάζοντα θησαυρούς θησαυρών πρωτοφανών και εξαισίων, παρθένων χρωμάτων» (Γιαννόπουλος Π., «Η Ελληνική Γραμμή και το Ελληνικόν Χρώμα», Αθήνα 1904).
Ο Περικλής Γιαννόπουλος το 1897 σε σχέδιο με κάρβουνο της ζωγράφου
Σοφίας Λασκαρίδου, με την οποία συνδέθηκε στην καρδιά και στο πνεύμα
(Αρχείο Πολιτιστικού Οργανισμού Δήμου Καλλιθέας).
Υποστήριζε επίσης ο Γιαννόπουλος ότι «ο βίος εν Ελλάδι είναι υπαίθριος», σηματοδοτώντας με τον τρόπο αυτό την «αυτονόητη» σχέση του Έλληνα με το φυσικό του χώρο, καθώς και τις ανάγκες που η εν λόγω σχέση δημιουργεί. Το πάθος του Γιαννόπουλου για τις ιδέες του, τον είχε οδηγήσει πολλές φορές σε ακραίες πράξεις, που του δημιούργησαν προβλήματα. Για παράδειγμα, κρυφά τα βράδια κατέστρεφε τη βλάστηση των αρχαιολογικών χώρων, διότι, όπως ισχυριζόταν, στο μνημείο αρμόζει το γυμνό και ότι η πέτρα πρέπει να φαίνεται. Απογοητευμένος από τη μη αποδοχή των ιδεών του, έβαλε πολύ νωρίς τέλος στη ζωή του στις 11 Απρίλη του 1910, με έναν περίεργο και ταυτόχρονα ποιητικό θάνατο. Έφθασε με άμαξα στον Σκαραμαγκά, μες σε καταρρακτώδη βροχή, και αφού γευμάτισε υπαιθρίως, περιλούστηκε με αρώματα και στεφανώθηκε με αγριολούλουδα, ακολουθώντας μια δική του τελετουργία θανάτου. Ίππευσε το άλογο της άμαξας, έχοντας τοποθετήσει στην πλάτη του ένα σάκο με βαρίδια, κι όρμηξε έφιππος στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, βυθιζόμενος σιγά σιγά στο νερό. Λίγο πριν τον σκεπάσουν τα μανιασμένα κύματα, πυροβολήθηκε στο κεφάλι55. Το άδοξο τέλος του, λίγους συγκίνησε, αφού η αθηναϊκή κοινωνία τον θεωρούσε γραφικό, ίσως και τρελό -κανείς, βέβαια, δε σκέφτηκε ότι υπάρχουν άνθρωποι που αυτοκτονούν από υπερβολική ευαισθησία, απογοητευμένοι και περιθωριοποιημένοι. Αργότερα, τις ελληνοκεντρικές ιδέες του ιδιοποιήθηκαν εθνικιστικοί κύκλοι, χωρίς φυσικά να τις έχουν κατανοήσει -τους βόλευε να τις εκμεταλλευτούν. Ο προοδευτικός κόσμος αγνόησε τον Γιαννόπουλο, πολλοί είπαν ότι ήταν παράφρων, θεωρήθηκε δε ότι με τις ιδέες του ενίσχυσε τη φασιστική ιδεολογία στην Ελλάδα56 (για τον Γιαννόπουλο θέλουμε να πούμε πολλά, ελπίζουμε σε κάποια επόμενη συγγραφική προσπάθεια να μπορέσουμε να μιλήσουμε αποκλειστικά γι' αυτόν).
Φεύγοντας όμως από τα θλιβερά της πικρής ζωής, ας πάμε κει που ο Γιαννόπουλος θέλει να μας πάγει, σε ύψη αισθητικά, και ας τον απολαύσουμε στην έξαψή του (προσέξτε την υψηλή σκέψη του, που την κατευθύνει ο όλως ζωγραφικός λόγος του): «Πρώτη λοιπόν κίνησις, προς ζήτησιν της Ελληνικής Αισθητικής, είναι η κίνησις προς την Γην. Και πρώτον βήμα προς αίσθησιν, νόησιν της Γης, εκ της οποίας θα απορρεύσει σαφής η Αισθητική, είναι ο ενατενισμός Αυτής, χιλιάδας χιλιάδων ωρών». Λέγει αλλού δείχνοντας τ' ανείδωτα του ελληνικού τοπίου, αποδείχνοντας τελικά ότι η απλή αίσθηση των πραγμάτων γίνεται υπερλογική όταν δεν εννοηθεί: «Σταθείτε εις ένα μέρος των Αθηνών ανοικτόν. Εις το Ζάππειον, εις τα Πατήσια, όπου θέλετε. Αναβείτε εις ένα λοφίσκον, λόφον. εις τον Αρδηττόν, εις τον Λυκαβηττόν, εις τον Φιλοπάππον, εις την Ακρόπολιν, εις οιονδήποτε σημείον θέλετε. (...) Τι βλέπετε; Ένα ολόκληρον κόσμον. Και του κόσμου αυτού το κάθε τι λεπτόν, ξηρόν και κάθε τι χρωματιστόν. Ακολουθείστε με τα μάτια σας τα θωπεύοντα δάκτυλά σας το χώμα. Χώμα ξηρόν, ελαφρόν, τριμμένον, κούφον, τρίμματα πετραδίων πολυχρώμων, συχνά και τρίμματα αγγείων του τριμμένου κόσμου. Προσέξατε περισσότερον. μία βλάστησις μόλις διακρινομένη, μόλις προβάλλουσα εις την επιφάνειαν, μικροσκοπικωτάτη, λεπτοφυεστάτη, πολύχρωμος, μόλις εννοουμένη αν είναι ξηρά ή χλωρά» (από την «Ελληνική Γραμμή»). Και μιαν ακόμη ιδέα της διανόησής του, παρμένη από το «Ελληνικόν Χρώμα»: «Πάρετε μίαν δέσμην νέων μονών μενεξέδων εις τα χέρια σας, ξεριζώσατε ένα ανθισμένο θυμάρι, βάλετε εις τον πρώτον τυχόντα εμπρός σας γυμνόν λοφίσκον απέναντι του Υμηττού μίαν ελαίαν, ένα ξηρόφυλλον πλάτανον, ένα ηβάζον πεύκον και μίαν φθινοπωρινήν χρυσαργυροτρέμουσαν λεύκην, καθήσατε μίαν ολόκληρον ημέραν απέναντί των βλέποντες και θα ιδήτε όλα τα ατελέστατα περιγραφέντα με τα ιδικά σας τα μάτια».
(Γιαννόπουλος Π., «Η Ελληνική Γραμμή
και το Ελληνικόν Χρώμα», Αθήνα 1904).
(Γιαννόπουλος Π., «Η Ελληνική Γραμμή
και το Ελληνικόν Χρώμα», Αθήνα 1904).
Την ελληνική γραμμή και το ελληνικό χρώμα γύρευε ν' αναδείξει ο Περικλής Γιαννόπουλος...
(δύο πίνακες του Κωνσταντίνου Μαλέα).
Παρά την προσπάθεια του Περικλή Γιαννόπουλου να σχηματοποιήσει τις ιδέες του για τον τόπο, φτιάχνοντας μιαν (ελληνοκεντρική) ιδεολογία γι' αυτόν, το εγχείρημά του, λόγω κυρίως του μη ελέγξιμου πάθους του, δεν έτυχε της απαιτούμενης προσοχής. Η πρώτη φιλοσοφικά αποδοσμένη θεώρηση εννοιών που συγκροτούν τα γύρα, όπως είναι η γης, ο τόπος, η φύση, πραγματοποιήθηκε λίγο αργότερα, το 1927, από τον Νίκο Καζαντζάκη με την «Ασκητική». Αυτήν άρχισε να τη γράφει το 1922 στη Βιέννη και τη δημοσίευσε το 1927 στο περιοδικό «Αναγέννηση» του Δημήτρη Γληνού. ενώ τυπώθηκε και σε ανάτυπο την ίδια χρονιά57. Ο Καζαντζάκης με το παρόν έργο αναφέρεται στη σημασία των παραπάνω εννοιών και στα χρέη του ανθρώπου σε σχέση με αυτές, καθώς και στο πώς νοείται ο θεός-δημιουργός στο «σύμπαντο» του ανθρώπου, χωρίς να εστιάζει γεωγραφικά, χωρίς δηλαδή να μιλά για την ελληνική γη. Θέλησε να δώσει μια παγκόσμια ιδέα για έννοιες τόσο σημαντικές, που όμως αγνοούνται από τον άνθρωπο! Παρόλα ταύτα, είναι φανερό ότι μιλά έχοντας στο νου του την Ελλάδα, παίρνοντας από τον γενέθλιο τόπο έμπνευση, πνεύμα και πνοή. Έχει τη σοφία του Κρητικού, τη φιλοσοφία του αρχαίου Έλληνα, που «δεν ελπίζει τίποτα» και «δε φοβάται τίποτα», γιατί «λυτρώθηκε από το νου κι από την καρδιά» κι «ανέβηκε πιο πάνω, είναι λεύτερος» (λόγια της «Ασκητικής»). Έχει την αίστηση του γενέθλιου τόπου, που είναι το «σύμπαντό του», και που τον ακολουθεί στις σκέψεις του αποτελώντας τη ρίζα, τη μάνα γη που, μέσα από πράξεις του παρόντος, φτιάχνει μέλλον, φτιάχνει προορισμό.
Ο Καζαντζάκης με την «Ασκητική» ανέλυσε συνειδητά τον τόπο, τη γης, και την αποκάλυψε στην αψηλοσύνη της. Ο πνευματικός ξετυλιγμός της σκέψης του δεν είναι σύνθετος, αλλά απλά δοσμένος, κατά το «απλόν και υγιοσκέψιον του Έλληνος» (λόγια Γιάννη Σκαρίμπα). Μιλά ξέσκεπα και σύμπαθα, όχι με πάθος ούτε με την τυπολογία του φιλοσοφικού λόγου, διότι στοχεύει να σπείρει συνείδηση κι όχι να δηλωθεί στείρα επιστημονικά58. Στοχεύει στην ωρίμανση του ανθρώπου στο επίπεδο της ιδέας59. Νοηματοδοτεί την ιδέα και της δίδει στόχευση στο επίπεδο της πράξης. Η πρακτική της ιδέας έχει βαρύνουσα θέση στο έργο του, γι' αυτό και φαίνεται σε όλο του συμβουλευτικός, σα να παραδίδει τις «δέκα εντολές». Ο Καζαντζάκης θέλησε με την «Ασκητική» να μας εισάγει στην άσκηση και την ασκητεία για τα γύρα -πρώτος το έκαμε και λίγοι τον ακολούθησαν...
Ας δούμε όμως τον σημαντικό τούτον Έλληνα στοχαστή στα ξετυλίγματα της σκέψης του, κι ας γεμίσουμε με αίμα χοχλακό, της αίστησης, τις φλέβες μας. Ο Καζαντζάκης κατά πρώτον τοποθετεί τον άνθρωπο και τα δημιουργήματά του στη βάση που αρμόζει. Ο άνθρωπος, λέγει, είναι ο νόμος, ως ο δυνατός της πλάσης, κι αυτός φέρει την ευθύνη της πορείας του κόσμου. Το έργο του, αν και πρόσκαιρο, πρέπει να είναι στέρεο και ειδωμένο στα σύνορα του ανθρώπινου νου, να καρπίζεται δε από την ανθρώπινη επιθυμία. Κείνο όμως που κινεί τον κόσμο και φτιάχνει την ανθρώπινη επιθυμία, είναι «ένα νόημα ανθρώπινο στον υπεράνθρωπο αγώνα». Είναι ο σκοπός που πρέπει να δοθεί στην πορεία του ανθρώπου και η εκπλήρωσή του ν' αποτέλεσει τη διαρκή αγωνία του. Στο επίπεδο της πράξης, με νοημένη την αίστηση του σκοπού, πρέπει ο καθείς, λυτρωμένος από τα συμβεμβηκότα του βίου και λεύτερα να επιτελέσει τον συνειδητό, τον συμβολικό ρόλο του, είτε ως άντρας Σπόρος, είτε ως γυναίκα Μήτρα. Για να το κάμει όμως αυτό απαιτείται προετοιμασία. πρέπει, για να γίνει νοός ο άνθρωπος, ν' ακούσει τη μέσα του κραυγή. Είναι η κραυγή της απόγνωσης και της συνείδησης, που κράζει «Βοήθεια» και καλεί τον νοό στον ανήφορο της σωτηρίας της ζωής, φτάνοντάς τον ψηλά, λογίζοντας απ' εκεί με άλλο μέτρο τον κόσμο. Σε αυτό του το δρόμο πρέπει νάναι ήρωας στον τομέα του, ν' αγαπά τον κίντυνο, να υπακούει σε ανώτερο ρυθμό, να μάθει να προστάζει, ν' αγαπά την ευθύνη (να λέει: «Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω»), να ζητά συντρόφους, να είναι «αφχαρίστητος» (αφού, «Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση»), να μη ρωτά για τη μάχη, μόνο να πολεμά απορροφημένος στο σκοπό του (καθότι, «οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!»). Έτσι λειτουργώντας πλαταίνει και σαν ράτσα λειτουργεί για τη σωτηρία της γης του60. Επειδή όμως μιαν τέτοια ενέργεια είναι πάγκοσμη, επειδή ενεργείται για τη γη κι όχι για ότι εξυπηρετεί τον χρήστη-άνθρωπο, πρέπει ετούτος, ξεκινώντας από το άμεσο περιβάλλον του, να κατατριβεί με αυτό και με σκέψη, με ιδέα, με σκοπό, να πράξει για την ανθρωπότητα. Πάνω κι από την ράτσα λοιπόν, στέκει η ανθρωπότητα, και γι' αυτήν κράζεται η «Βοήθεια». όχι για τον καθένα, ούτε για το έθνος, που σώζονται με τη σωτηρία της ανθρωπότητας. Η συνειδητοποίηση της τέτοιας κραυγής, κάμει τον άνθρωπο νοό, τον κάμει ξυπνό κι ενεργό στο καθήκον.
Χωρίς λόγια...
Φτάνοντας στη συνειδητότητα τούτη, έχει επιτευχθεί κάτι σημαντικό: έχει διανοηθεί η γης, η οποία μιλά διά του ενεργούντος κι εκφράζεται με τις πράξεις του. Κράζει, έτσι, «Βοήθεια» η γης, καθώς τούτη κινδυνεύει, και δι' αυτής ο άνθρωπος. Ο σωσμός της γης είναι η σωτηρία του ανθρώπου. προέχει συνεπώς να σωθεί η γης για νάχει μέλλον ο άνθρωπος: αυτός είναι ο μέγας σκοπός, που αποτελεί την ουσία της ηθικής του κόσμου, πούναι η ηθική του αγώνα. Μοιάζει ως πορεία στο απροσδιόριστο, είναι όμως η υπαρκτή πορεία στη γης. Οι πράξεις του ανθρώπου, οι άθλοι του, εκτυλίσσονται ως αγώνας για το σκοπό, πούναι ο ανήφορός του στη γης, που ποτέ δε σταματά, καθώς ο πόνος του αγώνα φέρνει χαρά και από αυτήν ξεπηδά μια νέα ελπίδα, που σημαίνει νέο ανηφόρισμα. Ως συνεχώς οδοιπόρος κι ανηφορητής ο άνθρωπος, γένεται δημιουργός στον κόσμο του επιδιώκοντας τις ποιότητες και τις αξίες που τον ανάγουν, μετουσιώντας την ύλη σε πνέμα. Γένεται με τον τρόπο αυτόν μικρός θεός στην πλάση του, ή καλύτερα: ο «Εκστατικός Γιός» του Θεού, του «Μέγα Εκστατικού». Κινδυνεύοντας η γης, κινδυνεύει ο άνθρωπος, και συνεπώς ο μέσα του θεός, ο θεός της πλάσης. Ανηφορίζοντας ο άνθρωπος, κατανικά τα χάη του και ανεβαίνει ως θεός. Σωζώμενος, σώζει τον θεό, τον δημιουργό, και σώζεται το «σύμπαντό του». Τούτο συνιστά μια μάχη για τη λευτεριά από τ' αδιόρατα δεσμά του χάους, των αδυναμιών και μικροτήτων του ανθρώπου, που καταντούν κυριαρχικές και καταπιεστικές του βίου. «Πολεμικός έλαχε ο κλήρος» στον άνθρωπο, να πολεμά ενάντια στις αδυναμίες του για τις ποιότητές του, για ένα νέο «σύμπαντο». Ο καθένας έχει ένα τέτοιο, που το φτιάχνει και το συντηρεί, κι όλα τους φτιάχνουν το Μέγα Σύμπαν. Στο ύψος του στοχεύουμε... (όλες οι λέξεις και φράσεις σε εισαγωγικά προέρχονται από την «Ασκητική»).
Η σημασιοδότηση του ελληνικού τοπίου στέργια ιδεατά, που ακολούθησε τις προηγούμενες θεωρήσεις, στηριγμένη στην κοσμοθεωρία της «ελληνικότητας», με ρεύμα πνευματικό, αισθητικό, εθνικό, διαμορφώθηκε κατά την προπολεμική δεκαετία, από την αποκαλούμενη «γενιά του '30»61.
Ήταν η γενιά των δημιουργών (λογοτεχνών, καλλιτεχνών,
αρχιτεκτόνων, επιστημόνων,
πνευματικών ανθρώπων, τεχνιτών και μαστόρων ακόμη), οι οποίοι εδραίωσαν έναν πολιτισμό που είχε ως βάση την «ελληνικότητα», απ' όπου η δημιουργία αντλούσε έμπνευση κι έπαιρνε αγέρα-ανάσα, πνοή και πνέμα. Η Ελλάδα νοούνταν ως τοπίο κι όχι ως μνημείο, κάτι που διαφοροποιούσε ριζικά τη νέα τούτη γενιά από κείνες του παρελθόντος. Πηγή της δημιουργίας ήταν η ρίζα της φυλής, η παράδοση του τόπου, καθώς και ο τόπος στην εξέλιξή του, όπως τον διαμόρφωσε ο Έλληνας κατά τη βιοτή του, δίνοντας τοπία που «μιλούν», φλέβια και διανοητικά. Μπορεί, τα τοπία αυτά, με σφαλερή απλότη να φαίνουνταν, ασπούδαστα κατά την απλουστευτική εντύπωση, και μη εκτιμημένα από την αγύμναστη μη νοητική ματιά, μα αν τα έβλεπες στην ξεχωριστή τους ολότη θα ένοιωθες το ελληνικό σύνθεμα στο ύψος του: ώρια να σου συστήνεται, ιδιόγραφα, αρχετυπικά. Όχι στανικά, ούτε εντυπωσιακά, μα ατάραχα, εκστατικά, ένστιχτα. Είναι το τοπίο που νοιώθεις και κοινωνείς κι όχι κείνο που παραισθητικά (ή αναισθητικά) το ζεις, γοητεμένος από την εντέλεια και τη φάνταξη της κυριαρχικής δημιουργίας.
Ήταν η γενιά των δημιουργών (λογοτεχνών, καλλιτεχνών,
αρχιτεκτόνων, επιστημόνων,
πνευματικών ανθρώπων, τεχνιτών και μαστόρων ακόμη), οι οποίοι εδραίωσαν έναν πολιτισμό που είχε ως βάση την «ελληνικότητα», απ' όπου η δημιουργία αντλούσε έμπνευση κι έπαιρνε αγέρα-ανάσα, πνοή και πνέμα. Η Ελλάδα νοούνταν ως τοπίο κι όχι ως μνημείο, κάτι που διαφοροποιούσε ριζικά τη νέα τούτη γενιά από κείνες του παρελθόντος. Πηγή της δημιουργίας ήταν η ρίζα της φυλής, η παράδοση του τόπου, καθώς και ο τόπος στην εξέλιξή του, όπως τον διαμόρφωσε ο Έλληνας κατά τη βιοτή του, δίνοντας τοπία που «μιλούν», φλέβια και διανοητικά. Μπορεί, τα τοπία αυτά, με σφαλερή απλότη να φαίνουνταν, ασπούδαστα κατά την απλουστευτική εντύπωση, και μη εκτιμημένα από την αγύμναστη μη νοητική ματιά, μα αν τα έβλεπες στην ξεχωριστή τους ολότη θα ένοιωθες το ελληνικό σύνθεμα στο ύψος του: ώρια να σου συστήνεται, ιδιόγραφα, αρχετυπικά. Όχι στανικά, ούτε εντυπωσιακά, μα ατάραχα, εκστατικά, ένστιχτα. Είναι το τοπίο που νοιώθεις και κοινωνείς κι όχι κείνο που παραισθητικά (ή αναισθητικά) το ζεις, γοητεμένος από την εντέλεια και τη φάνταξη της κυριαρχικής δημιουργίας.
Την ελληνικότητα διαισθάνθηκε ο Άλμπερτ Αϊνστάιν μέσα από τη φύση
και το τοπίο της Ελλάδας.
Με την ελληνικότητα καθιερώθηκε το εθνοτοπίο ως έννοια που χαρακτηρίζει το ελληνικό τοπίο κι αποτελεί το Μέγα Αρχέτυπο, το οποίο ταυτοποιείται από το έμβασμα των δημιουργών-ψυχών στους τόπους οπού πνοήθηκε. Είναι το τοπίο που διαπνέεται από το πνεύμα του τόπου, από το genius loci -δηλαδή: ποιό το νόημα του τόπου;-, που στην Ελλάδα έχει αίσθηση ισχυρή, καθώς είναι βαθιά η ιστορία και πολύ η ενέργεια των τόπων της62. Αυτή την αίσθηση προσπάθησε ν' αναδείξει η γενιά του '30, διασυνδέοντας τον τόπο με την ιστορία και τους ανθρώπους του, μέσα από την έννοια (το ιδεολόγημα) της «ελληνικότητας». Με την ελληνικότητα, η παράδοση ήβρε το σήμερα κοιτώντας στο μέλλον: τούτο αποτέλεσε την ριζοσπαστική νεοτερικότητα της γενιάς τούτης...
Το εθνοτοπίο των θεωρών της γενιάς του '30 δεν είχε εθνοκεντρικά χαρακτηριστικά, παρά το γεγονός ότι την ίδια εποχή η δικτατορία του Μεταξά προσέδιδε χαρακτήρα εθνικιστικό στην έννοια της «ελληνικότητας», με τη στείρα και δογματική απόδοσή της. Προσανατολίστηκε ως τοπίο του Αιγαίου, συμβολικά βεβαίως, καθώς το Αιγαίο αποτέλεσε τόπο διαφυγής κι αναζήτησης. «Εδώ κατοικεί η ποίηση», σημείωνε ο Adolfo Natalini στο «Αιγαίο, το σπίτι με τα χρώματα» (εκδόσεις Περιηγητής, Αθήνα 1985, σελ. 7), θέλοντας να υποδηλώσει την αξιακή σημασία του Αιγαίου ως δημιουργία πνευματική, στα πλαίσια της συμβολοποίησης του τόπου. Σύμφωνα με τον Οδυσσέα Ελύτη, «το Αιγαίο είναι από ύλη ή πνεύμα (δεν έχει σημασία), οδηγημένα στο ουσιώδες. Είναι το παν για ότι πιθανόν το ακατάληπτο αντιπροσωπεύει, είναι η διάυγεια: η δυνατότητα να βλέπεις μέσ' απ' το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο και το πολλοστό επίπεδο μιας και μόνης πραγματικότητας το μονοδιάστατο και συνάμα πολύφθογγο σημείο της μεταφορικής τους σημασιολογίας» (από την «Εισαγωγή στο χώρο του Αιγαίου», που περιλαμβάνεται στον τόμο «Εν Λευκώ», εκδόσεις Ίκαρος, πρώτη έκδοση, Αθήνα 1992, σελ. 23).
Το Αιγαίο, συμβολικά θεωρημένο, εξέφρασε την ελληνικότητα, κι αποτέλεσε
το βασικό ιδεολόγημα της γενιάς του '30 (Μουσείο Μπενάκη).
Παρά το γεγονός ότι μια τέτοια αντίληψη προϋποθέτει ένα βαθμό εθνοκεντρισμού, εντούτοις το ελληνικό κείνο τοπίο ήταν κοσμικό, κι έπαιρνε πάγκοσμη γνώση, στοιχεία κι επιρροή από τα διεθνή ρεύματα και κινήματα, και κυρίως από την ευρωπαϊκή κουλτούρα, διατηρώντας όμως τη ταυτότητά του και την αυτοπροσωπία του. Λέγει ως προς τούτο ο κριτικός και συγγραφέας Αντρέας Καραντώνης, βασικός συντελεστής στις θεωρήσεις της γενιάς του '30: «Πιστοποιεί κανείς με κάποια ανησυχία πως αρκετοί από τους νεώτερους δημιουργούς μας φαίνουνται σα να παραμερίζουν θεληματικά από τις προσπάθειές τους και τις φιλοδοξίες τους, το "εθνικό στοιχείο", αυτή την αυθόρμητη, την αυτοδίδακτη "ελληνικότητα". Νομίζουν πως αυτή η "ελληνική αίσθηση", τους αυτοπεριορίζει και τους κόβει το δρόμο προς την παγκοσμιότητα. Αλλά η "ελληνική αίσθηση", εκτός του ότι έχει αναχθεί στην τάξη ενός παγκόσμιου μέτρου και για την ηθική και για την αισθητική αποτίμηση της ζωής, εξακολουθεί να είναι και μιαν ατράνταχτη απόδειξη γνησιότητας της δημιουργικής μας παραγωγής, εκεί βέβαια που το αξίζει. Αυτή την "ελληνική αίσθηση", που θα μπορούσαμε να την πούμε "νεοελληνική μοίρα", προσπαθώ με συνείδηση και με επιμονή ν' ανεύρω, να τονίσω, ν' αναδείξω, να εξάρω, ακόμα και να υπερβάλω, τραβώντας μια τεθλασμένη γραμμή με αρκετά διάκενα, ανάμεσα σε δύο μεγάλους δασκάλους και διαμορφωτές της πνευματικής μας παράδοσης: τον Σολωμό και τον Μυριβήλη» (από τον πρόλογο του έργου του Αντρέα Καραντώνη «Από τον Σολωμό στον Μυριβήλη», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1969, σελ. 9).
Η ελληνικότητα, διάχυτη στη ζωγραφική του Σπύρου Βασιλείου και του Νίκου Χατζηκυριάκου Γκίκα.
Η ελληνικότητα της γενιάς του '30 δεν επεδίωκε να καθαγιάσει το ελληνικό τοπίο, ούτε να το εξυψώσει αδικαιολόγητα, μα να το εντάξει στο σύγχρονο γίγνεσθαι, στο ύψος όμως που του έπρεπε και με την ιδιαιτερότητα που το χαρακτήριζε. Ταυτόχρονα επιδίωκε κάτι πρωτοποριακό, αν όχι επαναστατικό! Μέσα από την αμφίδρομη κοινωνικο-περιβαλλοντική σχέση του θεωρού με τον τόπο, το τοπίο να διαμορφώνει τον Έλληνα (ή τον αισθανόμενο Έλληνα) και ο Έλληνας το τοπίο: οι απλές αρμονικές γραμμές του ελληνικού τοπίου, το μέτρο και η λιτότητά του, να περνούν στις συμπεριφορές του Έλληνα και να διαμορφώνουν το χαρακτήρα του. Ο καθηγητής Νικόλαος Κ. Λούρος το απέδωσε αυτό λέγοντας πως, «περιγράφοντας κάποιος την ελληνικότητα, περιγράφει τον Ρωμιό» (Λούρος Ν. Κ., «Η βιοψία της ελληνικότητας», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 42ος, εκδόσεις Μαυρίδης, Αθήνα 1985, σελ. 17). Ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ διαπίστωσε την παραπάνω σχέση του χαρακτήρα του Έλληνα και των χαρακτηριστικών του ελληνικού τοπίου, όταν προπολεμικά επισκέφτηκε τη χώρα μας, λέγοντας: «Είμαι εκστατικός με τα γυμνά βουνά, τη σκόνη, τα βράχια, τον ήλιο που καίει. Με κοιτάζει (η Γαλλίδα συνοδοιπόρος) σα νάμαι τρελός. Ναι, αγαπητή μου γυναίκα, μ' αρέσει η Ελλάδα ακριβώς γιατί είναι η Ελλάδα και όχι η Γαλλία. Αυτό που μ' αρέσει από την Ελλάδα είναι η ελληνικότητά της. Πώς, τρελός; Κράτα κυρά μου χάρισμά σου τον γαλλικό σου κήπο, τον φράχτη σου, τις σεμνές σου αρνήσεις, τις υποταχτικές σου εγκλίσεις, τη λογική σου, τα σού σου. Αυτό που είναι καλό με την Ελλάδα, είναι ότι είναι παράλογη, παράδοξη, μια αντίφαση από τη μια άκρη ως την άλλη. Ποτέ όμως δεν είναι "χλωμή", ποτέ "σκυθρωπή"» (Μίλλερ Χ., «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα», μετάφραση: Βασίλης Βεσικεχαγιόγλου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1985, σελ. 57)63.
Ο Χένρυ Μίλλερ, ο Αμερικάνος που είδε την Ελλάδα με την ποίηση και τη λυρικότητα
που της πρέπει -ένας πιότερο Έλληνας γι' αυτό!
Ο Φρεντ Μπουασονά, ο Ελβετός φωτογράφος που «είδε» το ελληνικό φως και
την ελληνική γραμμή, κι αποτύπωσε με τον φακό του τη χώρα μας μοναδικά!
Η δικαιολόγηση της ελληνικότητας αποτέλεσε εξαρχής απαιτητή θεώρηση, καθώς είναι δύσκολο κι επίπονο να διατηρείς την εθνική ταυτότητα σε κάτι που ανανεώνεται και (μοιραία) μεταλλάσσεται παίρνοντας επιρροή από το παγκόσμιο πολιτιστικό, κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι, και να το προβάλλεις ως ελληνική ιδιαιτερότητα εκφραζόμενη στη νοοτροπία του λαού, στα πλαίσια μάλιστα της ιστορικής συνέχειάς του. Ανήχθη όμως σε στοίχημα για τη γενιά του '30 η επιδίωξη αυτή, και στην προσπάθειά της τούτη είχε να διδαχθεί από το παρελθόν του τόπου, το οποίο διατήρησε την ιδιοσυστασία του παρά τις μεταλλαγές του64. Για το λόγο αυτό και ο Γιώργος Σεφέρης δηλώνει πως «ότι από την Ελλάδα μ' εμποδίζει να σκεφτώ τον Ελληνισμό, ας καταστραφεί» (στο «Μέρες Γ΄», 5 Ιανουαρίου 1938), μια φράση που αδήλως αποτέλεσε το motto της γενιάς του '30. Στην αναρχούμενη αναπτυξιακά μεταπολεμική όμως εποχή (βλέπετε..., ο πυρετός της ανοικοδόμησης!), αλλά και στην παγκοσμιοποιημένη κατόπιν, κάτι τέτοιο ήταν μπορετό; Η εξέλιξη έδειξε πως όχι!
Έτσι είδε την Ελλάδα ο Οδυσσέας Ελύτης...
Ο κοινωνικός και ιστορικός ερευνητής Βαγγέλης Αγγελής θεωρεί φυσική την παραπάνω εξέλιξη, καθώς «...το ελληνικό ή οποιοδήποτε άλλο τοπίο δεν αποτελεί καμία αιώνια αλήθεια μέσα στο χρόνο που θα συνεχίζει να ορίζει τις τύχες των ανθρώπων. Δυστυχώς, φαίνεται πως ο ίδιος ο άνθρωπος σταδιακά αρχίζει να καθορίζει το τοπίο πολύ περισσότερο από ότι εκείνο καθορίζει τον άνθρωπο και αυτή η παρατήρηση αποκτά μια δυσάρεστα επίκαιρη διάσταση στις μέρες μας». Αναφέρεται δε στην κατάσταση των πραγμάτων σήμερα, με τούτα τα λόγια: «Είναι ίσως κρίμα που ο ιδεαλισμός εκείνης της γενιάς έχει πάψει να ερμηνεύει ή να μπορεί να θεραπεύσει τα κακώς κείμενα σήμερα. Το τοπίο είναι περισσότερο πια ένα πολιτικό θέμα με αγχώδεις συνειρμούς και τεχνοκρατικές παρεμβάσεις, παρά οτιδήποτε άλλο. Η ποίηση του Ελύτη και οι τοπογραφικές απεικονίσεις του Γκίκα έχουν αντικατασταθεί από αναφορές που έχουν χαρακτήρα επείγουσων θεσμικών προτάσεων με τίτλους όπως "Διακήρυξη της Αθήνας για το Ελληνικό Τοπίο (Γεωπονικό Πανεπιστήμιο 21-22 Μαΐου 2009)", ενώ οι φιλολογικές τοπιοκεντρικές συζητήσεις της δεκαετίας του '30 έχουν δώσει τη θέση τους σε συνέδρια όπως ήταν η "Διεθνής Συνάντηση Εργασίας: Ανακτώντας το Ελληνικό Τοπίο (Ναύπλιο 16-20 Μαΐου 2010)"» (Αγγελής Β., «Το ελληνικό τοπίο στον 20ο αιώνα: Από τη λατρεία στην απαξίωση», www.kaput.gr art magazine, τεύχος 08, 6ος/2010).
Έχουμε άλλη άποψη σε σχέση με τα παραπάνω. Πιστεύουμε ότι η θεώρηση του ελληνικού τοπίου από τους διανοητές της δεκαετίας του '30, διαμόρφωσε ένα υψηλό ιδεαλιστικό επίπεδο για την αντίληψη κι επίγνωση του τόπου, που δεν το άντεξε η μεταπολεμική εποχή της ανοικοδόμησης και της γρήγορης ανάπτυξης. Και τούτο διότι οι πρακτικοί της είχαν χαμηλά ποιοτικά standards σε ιδεοαντιληπτικό επίπεδο, αλλά κι ανύπαρκτα ή χαλαρά αξιακά πρότυπα. Αποκόπηκαν από την ρίζα που τροφοδοτεί την ανάπτυξη, ξέχασαν τις πηγές που δίνουν δρόσο στη ζωή, κι έπαψαν να επικοινωνούν με τον τόπο και τα στοιχεία του, μη αφουγκραζόμενοι το πνεύμα αυτού, που καθορίζει την ισόρροπη πορεία του65. Ξεστράτησαν αλλότρια, χώρια από τη ζωή, γι' αυτό και γίνηκαν ξένοι με τη γη, ανέστιοι και φυλακωμένοι στο στοιχειακό πολιτισμό της αποξένωσης. Δεν ήταν συνεπώς φυσιολογικός ο ξεστρατισμός τους, και δε δικαιολογείται με το σκεπτικό ότι το τοπίο αναφέρεται στο χρόνο δημιουργίας του και δεν επαναλαμβάνεται, γιατί πορεύεται εξελισσόμενο και μεταβαλλόμενο. Είναι, γι' αυτό, παράτροπη ενέργεια η πράξη τούτη, που συνίσταται στο χάσιμο της κοινωνικής, πολιτιστικής και περιβαλλοντικής ταυτότητας του τόπου και στην απώλεια της συμβατής και ισόρροπης εξέλιξής του, η οποία έχει ως κανόνα τις αξίες της ζωής, στηριζόμενη στη νομοτελειακή σχέση της συνέχειας του παρόντος με το παρελθόν και το μέλλον.
Όχι απλές απεικονίσεις τόπων, μα η απόδοση της ψυχής τους...
(ζωγραφικοί πίνακες των Γιάννη Σπυρόπουλου και Γεωργίου Μούγιου).
του *Αντώνιου Β. Καπετάνιου
Παραπομπές
50 Περίοδος προσδιορισμένη σύμφωνα με τις θεωρήσεις που αναπτύχθηκαν για το γίγνεσθαι και το δύνασθαι του τόπου, καθώς και για το πορεύεσθαι αυτού με βάση τη φύσει αξία του. Το ελληνικό τοπίο κατά την πρώτη 40ετία του 20ου αιώνα εξηγήθηκε και σημασιοποιήθηκε για τον υφιστάμενο και τον εν δυνάμει ρόλο του στην ελληνική πραγματικότητα, και του αποδόθηκε η εκτιμώμενη αξία.
51 Βέβαια, δεν πρέπει ν' αγνοούνται οι τοπιογραφικές θεωρήσεις νοών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, όπως σχετικά αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, στις οποίες κυριάρχησε η απόδοση του ελληνικού τοπίου σε μια πρώτη από Έλληνες προσέγγιση και καταγραφή του. Όμως, κείνο που κατά βάσιν επιδιωκόταν στην περίοδο αυτή ήταν η αναφορά στη Ρωμιοσύνη και η απόδοσή της. Δεν πρέπει, μολοντούτο, να παραλείπεται η (κυριολεκτική) λατρεία κάποιων δημιουργών για τη φύση και το ελληνικό τοπίο, όπως του Διονυσίου Σολωμού, που σ' ένα ιδιόγραφό του γράφει: «Η Τέχνη σιωπηλή λατρεύει την Φύση και τούτη, ως ανταμοιβή της μακρινής αγάπης, εβάλθηκε γυμνή να χορεύει έμπροστά της. Εκείνες οι Μορφές αντιχτύπησαν εις τον νου της Τέχνης, και αυτή τες εχάρισε των ανθρώπων» (από τις σημειώσεις του Λίνου Πολίτη στα «Ποιήματα» του Διονυσίου Σολωμού, τόμος πρώτος, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1971, σελ. 32).
52 Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα υπήρχε συνεχής συζήτηση κι έντονη αναζήτηση για το ρόλο του αισθητικού στη ζωή του ανθρώπου, για το ιδεατό πρότυπο κατοίκησης, για τη σημασία του τόπου και την αξία του τοπίου, για τη φύση και τον τρόπο που ο άνθρωπος λειτουργεί σε σχέση με αυτήν κ.ά. Γενικώς, υπήρχε ανησυχία αλλά και σπουδή για τις ποιότητες του ανθρώπου, ποιότητες που συναρτούνταν με το περιβάλλον στο οποίο αυτός διαβιεί κι αναπτύσσει την κοινωνική του ζωή, κι από το οποίο εξαρτάται το μέλλον του. Αυτό το κλίμα δημιούργησε μια δυναμική εσωτερικής αναζήτησης του ανθρώπου κι αναθεώρησης πρακτικών του για τη ζωή, καθώς τ‘ αρνητικά αποτελέσματα της βιομηχανικής επανάστασης, της αστικοποίησης και της γκετοποίησης των φτωχότερων αστών, της κρίσης των αξιών γενικότερα, οδήγησαν σε αναζητήσεις βαθύτερες, που σχετίζονταν με τον άνθρωπο και την κατοίκησή του στη γη. Το ενδιαφέρον του Έλληνα για το ελληνικό τοπίο διατηρήθηκε μεταπολεμικά με τη λειτουργία της Κοσμητείας του Τοπίου, έχοντα όμως κυρίως χαρακτήρα κανονιστικό, μετά δε τη δεκαετία του '60 εξανεμίσθη, καθώς οι Κίρκες του νεοπολιτισμού αφήρεσαν τη δυνατότητα από το νοό να λογίζεται και να ενεργεί σκεπτικά για τα γύρα!
53 Μετά τον πόλεμο του '40 ακολούθησε η μεγάλη εσωτερική και (κυρίως) εξωτερική μετανάστευση των Ελλήνων, που έφτασε έως και τη δεκαετία του '70. Οι άνθρωποι απομακρύνθηκαν από τον τόπο τους και τη γη τους, κι έγιναν εμιγκρέδες της ζωής, κάτοικοι ένος τόπου ξένου, για τον οποίο, μπορεί να έτρεφαν ευγνωμοσύνη για τα αγαθά που τους πρόσφερε, δεν ήταν όμως συναισθηματικά δεμένοι με αυτόν. καθώς ήταν ξένοι στον τόπο που κατοικούσαν. Γι' αυτό και νοσταλγούσαν τα πάτρια εδάφη, επισκεπτόμενοι αυτά όποτε το μπορούσαν. Οι δε εναπομείναντες στους τόπους τους γηγενείς, είδαν τη γη διαφορετικά, σύμφωνα με το πνεύμα των νέων καιρών, και επιχειρηματικά πλέον την αντιμετώπισαν. Είδαν, είτε στην υπερεντατική γεωργία και κτηνοτροφία, είτε στον τουρισμό, είτε στην οικοπεδοποίηση της γης, κέρδος από αυτήν, και το μέλλον της στο εξής εξαρτήθηκε από τα επιχειρηματικά οφέλη του εκμεταλλευτή. Υπό τούτη την έννοια, αποκόπηκε ο ομφάλιος λώρος του Έλληνα με τον τόπο του κι έγινε άπατρις, ξένος σε αυτόν, καθώς ο τόπος προσδιορίστηκε με βάση το επιχειρηματικό όφελος και γίνηκε προϊόν συνδιαλλαγής.
54 Κατηγορούσε ο Γιώργος Θεοτοκάς, ένας εκ των θεμελιωτών της γενιάς του '30, τον Περικλή Γιαννόπουλο για «φανατισμένο και έξαλλο τοπικισμό και επαρχιωτισμό, απόλυτο κλείσιμο στον εαυτό του (...) και άρνηση των πάντων έξω από τα σύνορά μας, νοσηρό ναρκισσισμό και υστερική ξενοφοβία» (Θεοτοκάς Γ., «Γύρω στον Περικλή Γιαννόπουλο», περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα», τεύχος 1-3, 21-5-1938). Ο δε Αιμίλιος Χουρμούζιος, σκληρά επίσης αναφέρεται στον Περικλή Γιαννόπουλο στα «Νέα Γράμματα» το 1938: «Μέσα στη σύγχυση που δέρνει τους περισσότερους, κατάντησε να θεωρείται ηγετική μορφή εκείνος που εκφενδονίζει πυροτεχνήματα σ' άναστρον ουρανόν (...) άλλοτε από καθαρά οπισθοβουλία -γιατί τον τρομάζει η προσγείωση στην ζωντανή πραγματικότητα- και άλλοτε από αδυναμία ακριβούς κατανοήσεως της υπαρκτής και εξελισσόμενης κοινωνικής και συνεπώς ιδεολογικής ζωής».
55 Γράφει ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ στον «Κολοσσό του Μαρουσιού» (είναι λόγια του τεχνοκρίτη Γιώργου Κατσίμπαλη για τον Περικλή Γιαννόπουλο μεταφερμένα από τον Μίλλερ): «Ο Γιαννόπουλος άξιζε πιο πολύ από το δικό σας τον Ουίτμαν κι όλους του Αμερικανούς ποιητές μαζί. Ναι, ήταν τρελός, σαν όλους τους μεγάλους Έλληνες. Ερωτεύθηκε την ίδια του την πατρίδα -αστείο ε; Ναι, μέθυσε τόσο με την ελληνική γλώσσα, την ελληνική φιλοσοφία, τον ελληνικό ουρανό, τα ελληνικά βουνά, την ελληνική θάλασσα, τα ελληνικά νησιά, ως και τα ελληνικά χορταρικά, που στο τέλος αυτοκτόνησε. Το πώς, θα στο πω μια άλλη φορά -είναι άλλη ιστορία. Έχετε σεις συγγραφείς που θ' αυτοκτονούσαν γιατί ήταν πάρα πολύ ερωτευμένοι; Υπάρχουν τίποτα Γάλλοι ή Γερμανοί, ή Εγγλέζοι συγγραφείς που να νοιώθουν έτσι για την πατρίδα τους, τη ράτσα τους, τη γη τους; Ποιοί είναι; Θα σου διαβάσω κάτι του Γιαννόπουλου άμα γυρίσουμε στην Αθήνα. Θα σου διαβάσω τι γράφει για τα βράχια -μόνο για τα βράχια, τίποτ' άλλο. Δε μπορεί να ξέρεις τι είναι ένας βράχος, πριν διαβάσεις τι έχει γράψει ο Γιαννόπουλος. (...) Λένε πως ήταν τρελός. Δεν ήταν τρελός, αλλά παράφρων. Αυτή είναι η διαφορά. Η φωνή του ήταν πολύ δυνατή για το κορμί του, τον κατανάλωσε» (Μίλλερ X., «Ο κολοσσός του Μαρουσιού», τίτλος πρωτοτύπου: The Colossus of Maroussi (Νέα Υόρκη 1941), μετάφραση: Ανδρέας Καραντώνης, εκδ. Γαλαξίας, Αθήνα 1965, σελ. 68-69).
56 Ο Σπύρος Μαρκέτος, στο ενδιαφέρον έργο του για τον ελληνικό φασισμό με τον τίτλο «Πως φίλησα τον Μουσολίνι» (εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006), θεωρεί τον Περικλή Γιαννόπουλο ως εμπνευστή του ελληνικού φασισμού, εξηγώντας την άποψή του αυτή ως εξής: «Διακρίνουμε σ' αυτήν (στη σκέψη του Γιαννόπουλου) πολλές μέριμνες της ριζοσπαστικής δεξιάς και μοτίβα που έγιναν αργότερα χαρακτηριστικά του φασισμού: τη λατρεία τής νεότητας, την αντίσταση στη νεωτερικότητα που μεταφράζεται σε αντιευρωπαϊσμό, τον ολοκληρωτικό και παλιγγενετικό εθνικισμό που εκβάλλει στον ιμπεριαλισμό, το ρατσισμό και τον αντισιμιτισμό, καθώς και κηρύγματα επανάστασης συνδυασμένα με καταγγελίες της πολιτικής, του "όχλου" και του χρήματος» (σελ. 81-82 της αναφερόμενης πηγής). Εκείνο που λέγουμε σε σχέση με τα παραπάνω είναι ότι ο Γιαννόπουλος «βρισκόταν αλλού», είχε προσωπικό δρόμο και πνευματικό γολγοθά που βάδιζε. Αφοσιώθηκε στις ιδέες του με κίνητρα αγνά, μακριά από σκοπιμότητες -εξ' ου και η «οπερετική» αυτοκτονία του. Ότι σήμαινε Ελλάδα -το μικρό, το λιτό, το υψηλό-, ήταν για τον Γιαννόπουλο το υπέρ και το άπαν. Η αντίληψή του για τα γύρω, το πάθος του γι' αυτά, που πολλοί μεγάλοι του ελληνικού πνεύματος θαύμασαν (όπως ο Καζαντζάκης, ο Ξενόπουλος, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός κ.ά.), ποτέ δεν πήρε χαρακτήρα πολιτικό (ο ίδιος εξάλλου ο Μαρκέτος παραδέχεται ότι η σκέψη του Γιαννόπουλου εστιαζόταν στην αισθητική, παρά στην πολιτική). Ο Γιαννόπουλος αποσκοπούσε σ' ένα ξύπνημα πνευματικό του Έλληνα, κι όταν είδε πως κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό, απλά αυτοκτόνησε!..
57 Ο ίδιος ο Καζαντάκης είχε κατατάξει την «Ασκητική» στα φιλοσοφικά βιβλία του, στον κατάλογο των έργων του που συνέταξε το 1946 για την υποστήριξη της υποψηφιότητάς του για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Η «Ασκητική» αποδίδει τη φιλοσοφία ζωής του στοχαστή κι αποτελεί τη βιοθεωρία του. Δικαίως λοιπόν θεωρείται έργο φιλοσοφικό, παρά το γεγονός ότι από μελετητές αμφισβητείται αυτό, καθώς το εντάσσουν στο κοινωνικοπολιτικό δοκίμιο ή ότι αποτελεί ένα ιδεαλιστικό μανιφέστο.
58 Το βλέπουμε αυτό στα παρακάτου λόγια του Καζαντζάκη, που τ' απευθύνει στη σύντροφό του Ελένη το 1927: «Όλοι εδώ (στην Ελλάδα) παίρνουν την "Ασκητική" σαν έργο τέχνης, κανένας σαν κραυγή αναζήτησης και τρόμου. Γιατί κανένας δεν έχει μέσα του την κραυγή αυτή» («Νίκος Καζαντζάκης. Ο ασυμβίβαστος», σελ. 207).
59 Δήλωσε το 1983 σε συνέντευξή της η σύζυγος του Καζαντζάκη, Ελένη, ότι όταν ο σύντροφός της τής έδωσε το 1924 να διαβάσει το χειρόγραφο της «Ασκητικής», αυτή «δεν ξετρελάθηκε», ακριβώς γιατί «ήταν ανώριμη» (περιοδικό «Γυναίκα», τεύχος 879, 19 Οκτωβρίου 1983). Η ωρίμανσή της επήλθε εμβαθύνοντας στο έργο, ακολουθώντας τις «εντολές» (τις συμβουλές) της «Ασκητικής», κάτι που την έκαμε ν' αναθεωρήσει την αρχική εντύπωσή της.
60 Εδώ η ράτσα έχει την έννοια του έθνους, διά του οποίου συγκροτείται η ευρύτερη οντότητα, της ανθρωπότητας. Ο πολιτισμός των εθνών διαμορφώνει το επίπεδο εκπροσώπησης της ανθρωπότητας.
61 Αν και οι διανοητές του ελληνικού τοπίου κατά τα πρώτα 40 χρόνια του ‘20ου αιώνα, όπως τους δείχνουμε στο κείμενο, φαίνεται ν' ακολουθούν δικό τους δρόμο σ' ότι αφορά στη θεώρηση του τόπου, εντούτοις είναι καταφανή τα κοινά στοιχεία τους και τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά που τους συνδέουν. Θα λέγαμε ότι ο καθένας στο ρόλο του διαμορφώνει την κλίμακα της συνέχειας στην αντίληψη για τον τόπο. Διαφορές τους υπήρξαν σε επίπεδο ιδεών (αλλά και συμπεριφορών!), όμως δε στέκουνται ικανές για να τους διαχωρίσουν, καθώς η υψηλή θεώρηση για τον τόπο και η βίωσή του, αποτελεί τη βασική τους ιδέα.
62 Σύμφωνα με την κληρονομιά του genius loci από τους αρχαίους Έλληνες, ο κάτοικος του τόπου ή ο ενεργών σε αυτόν, πρέπει να έχει αγαθή σχέση με τον τόπο και να μην τον αποσυνδέει με τις ενέργειές του από τις ρίζες, καθώς, αποσυνδεόμενος από αυτές ασταθεί και καταπίπτει -παρά το γεγονός ότι το genius loci είναι λέξη λατινική, εντούτοις είχε βρει το νόημά της στην Αρχαία Ελλάδα και η εφαρμογή της ιδέας είχε επιτευχθεί προηγούμενα σε αυτήν. Την ιδέα του genius loci, που χρησιμοποιούνταν από τις αρχές του 20ου αιώνα για να περιγράψει τον τόπο, επανέφερε εμπλουτισμένη κι αναθεωρημένη (στο επίπεδο της πνευματικότητας και του πολιτισμού) η γενιά του '30 με την έννοια της ελληνικότητας, αρκετά πριν η μεταπολεμική Ευρώπη ανακαλύψει το «πνεύμα του τόπου» και το αναλύσει σε επιστημονικά συγγράμματα (βέβαια, στην ελληνική πραγματικότητα, την ιδέα του genius loci είχε αναδείξει ήδη από τις αρχές του '20 ο Περικλής Γιάννοπουλος, όμως «άναρχα», φορές ακατάληπτα, με έξαψη και πάθος, μ' αποτέλεσμα να μην προσεχθεί όπως θα έπρεπε).
63 Συνεχίζει ο Χένρυ Μίλλερ -προφητικά θαρρείς μιλώντας σε σχέση με το σήμερα: «Ο χτυπημένος από τη φτώχεια Έλληνας, ούτε γκρινιάζει, ούτε σου φιλάει τα πόδια για ένα καλό φιλοδώρημα, σαν σου προσφέρει κάποια εξυπηρέτηση. Ζει με τη χάρη του ήλιου, τους θρεπτικούς αγέρες, τη ζωτικότητα των ριζών της φυλής. (...) Και αισθάνομαι ότι παρά τις φριχτές αδικίες που γίνονται στην Ελλάδα, η συμπόνοια, η γεναιοδωρία, η καλοσύνη, η συμπάθεια κι ο αυθορμητισμός είναι αρετές που οι Έλληνες σα λαός κατέχουν σε μεγάλο βαθμό. Η συμπόνοια του Αμερικανού είναι διαφορετική, είναι ασυναίσθητη, είναι η χειρονομία ενός ανθρώπου που απλά οι τσέπες του είναι γεμάτες και που φυσικά δεν μπαίνει στον κόπο να μετρά τη δικαιοσύνη με το μέτρο ή να πολυσκοτίζεται για τη μιζέρια των άλλων. Η συμπόνοια του Γάλλου όμως είναι τίποτα, ανύπαρκτη» (Μίλλερ Χ., «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα», μετάφραση: Βασίλης Βεσικεχαγιόγλου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1985, σελ. 60, 61).
64 Λέγει σχετικά ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης, για τον τρόπο που λειτούργησε ένας εκ των βασικών συντελεστών της γενιάς του '30, ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, στην παράτροπη πορεία του κόσμου, σχολιάζοντας το «Μυθιστόρημα», ένα έργο ορόσημο του ποιητή: «Ο Σεφέρης αγαπούσε τον τόπο του και τους ανθρώπους, αλλά όταν έβλεπε να τον καταστρέφουν ανόητοι και αλαζόνες πολιτικοί, στρατιωτικοί και εκπαιδευτικοί, στράφηκε στους απλούς ανθρώπους, στον Μακρυγιάννη, στον Ερωτόκριτο, που τον απαγγέλνανε ψαράδες, στον Θεόφιλο, στα δημοτικά τργούδια, σαν ένα αντίβαρο για το ξεχαρβάλωμα που έβλεπε γύρω του. Μια αστική τάξη στενοκέφαλη, μια ποιητική παράδοση που στέρευε, με κριτικούς απληροφόρητους στην πλειοψηφία τους, ανθρώπους κατεχόμενους από κομματικούς φανατισμούς» (Βαλαωρίτης Ν., «Γιώργος Σεφέρης: το τοπίο ως σύμβολο», περιοδικό «Πόρφυρας», Οκτώβριος 2011).
65 Λέγει ο Γιώργος Θεοτοκάς: «Αρκετοί σκεπτόμενοι Έλληνες αισθάνθηκαν την ανάγκη να εμβαθύνουν τη συνείδηση της καταπιεσμένης και τραυματισμένης εθνικής τους υπόστασης (σημ.: διαχρονικά συμβαίνον γεγονός!), ν' αποκτήσουν μιαν όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένη γνώση του συλλογικού εαυτού τους και του λαϊκού τους πολιτισμού, να βρουν, καθώς έλεγαν, "τις ρίζες τους". Ανάμεσα σε αυτούς, στράφηκα τότε κι εγώ στη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού, των λαϊκών παραδόσεων, του Μακρυγιάννη και άλλων πηγών που ικανοποιούσαν την ανάγκη αυτή» (Θεοτοκάς Γ., «Νεοελληνικό λαϊκό θέατρο», εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1965, σελ. 7).
51 Βέβαια, δεν πρέπει ν' αγνοούνται οι τοπιογραφικές θεωρήσεις νοών του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ου, όπως σχετικά αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, στις οποίες κυριάρχησε η απόδοση του ελληνικού τοπίου σε μια πρώτη από Έλληνες προσέγγιση και καταγραφή του. Όμως, κείνο που κατά βάσιν επιδιωκόταν στην περίοδο αυτή ήταν η αναφορά στη Ρωμιοσύνη και η απόδοσή της. Δεν πρέπει, μολοντούτο, να παραλείπεται η (κυριολεκτική) λατρεία κάποιων δημιουργών για τη φύση και το ελληνικό τοπίο, όπως του Διονυσίου Σολωμού, που σ' ένα ιδιόγραφό του γράφει: «Η Τέχνη σιωπηλή λατρεύει την Φύση και τούτη, ως ανταμοιβή της μακρινής αγάπης, εβάλθηκε γυμνή να χορεύει έμπροστά της. Εκείνες οι Μορφές αντιχτύπησαν εις τον νου της Τέχνης, και αυτή τες εχάρισε των ανθρώπων» (από τις σημειώσεις του Λίνου Πολίτη στα «Ποιήματα» του Διονυσίου Σολωμού, τόμος πρώτος, εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1971, σελ. 32).
52 Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα υπήρχε συνεχής συζήτηση κι έντονη αναζήτηση για το ρόλο του αισθητικού στη ζωή του ανθρώπου, για το ιδεατό πρότυπο κατοίκησης, για τη σημασία του τόπου και την αξία του τοπίου, για τη φύση και τον τρόπο που ο άνθρωπος λειτουργεί σε σχέση με αυτήν κ.ά. Γενικώς, υπήρχε ανησυχία αλλά και σπουδή για τις ποιότητες του ανθρώπου, ποιότητες που συναρτούνταν με το περιβάλλον στο οποίο αυτός διαβιεί κι αναπτύσσει την κοινωνική του ζωή, κι από το οποίο εξαρτάται το μέλλον του. Αυτό το κλίμα δημιούργησε μια δυναμική εσωτερικής αναζήτησης του ανθρώπου κι αναθεώρησης πρακτικών του για τη ζωή, καθώς τ‘ αρνητικά αποτελέσματα της βιομηχανικής επανάστασης, της αστικοποίησης και της γκετοποίησης των φτωχότερων αστών, της κρίσης των αξιών γενικότερα, οδήγησαν σε αναζητήσεις βαθύτερες, που σχετίζονταν με τον άνθρωπο και την κατοίκησή του στη γη. Το ενδιαφέρον του Έλληνα για το ελληνικό τοπίο διατηρήθηκε μεταπολεμικά με τη λειτουργία της Κοσμητείας του Τοπίου, έχοντα όμως κυρίως χαρακτήρα κανονιστικό, μετά δε τη δεκαετία του '60 εξανεμίσθη, καθώς οι Κίρκες του νεοπολιτισμού αφήρεσαν τη δυνατότητα από το νοό να λογίζεται και να ενεργεί σκεπτικά για τα γύρα!
53 Μετά τον πόλεμο του '40 ακολούθησε η μεγάλη εσωτερική και (κυρίως) εξωτερική μετανάστευση των Ελλήνων, που έφτασε έως και τη δεκαετία του '70. Οι άνθρωποι απομακρύνθηκαν από τον τόπο τους και τη γη τους, κι έγιναν εμιγκρέδες της ζωής, κάτοικοι ένος τόπου ξένου, για τον οποίο, μπορεί να έτρεφαν ευγνωμοσύνη για τα αγαθά που τους πρόσφερε, δεν ήταν όμως συναισθηματικά δεμένοι με αυτόν. καθώς ήταν ξένοι στον τόπο που κατοικούσαν. Γι' αυτό και νοσταλγούσαν τα πάτρια εδάφη, επισκεπτόμενοι αυτά όποτε το μπορούσαν. Οι δε εναπομείναντες στους τόπους τους γηγενείς, είδαν τη γη διαφορετικά, σύμφωνα με το πνεύμα των νέων καιρών, και επιχειρηματικά πλέον την αντιμετώπισαν. Είδαν, είτε στην υπερεντατική γεωργία και κτηνοτροφία, είτε στον τουρισμό, είτε στην οικοπεδοποίηση της γης, κέρδος από αυτήν, και το μέλλον της στο εξής εξαρτήθηκε από τα επιχειρηματικά οφέλη του εκμεταλλευτή. Υπό τούτη την έννοια, αποκόπηκε ο ομφάλιος λώρος του Έλληνα με τον τόπο του κι έγινε άπατρις, ξένος σε αυτόν, καθώς ο τόπος προσδιορίστηκε με βάση το επιχειρηματικό όφελος και γίνηκε προϊόν συνδιαλλαγής.
54 Κατηγορούσε ο Γιώργος Θεοτοκάς, ένας εκ των θεμελιωτών της γενιάς του '30, τον Περικλή Γιαννόπουλο για «φανατισμένο και έξαλλο τοπικισμό και επαρχιωτισμό, απόλυτο κλείσιμο στον εαυτό του (...) και άρνηση των πάντων έξω από τα σύνορά μας, νοσηρό ναρκισσισμό και υστερική ξενοφοβία» (Θεοτοκάς Γ., «Γύρω στον Περικλή Γιαννόπουλο», περιοδικό «Τα Νέα Γράμματα», τεύχος 1-3, 21-5-1938). Ο δε Αιμίλιος Χουρμούζιος, σκληρά επίσης αναφέρεται στον Περικλή Γιαννόπουλο στα «Νέα Γράμματα» το 1938: «Μέσα στη σύγχυση που δέρνει τους περισσότερους, κατάντησε να θεωρείται ηγετική μορφή εκείνος που εκφενδονίζει πυροτεχνήματα σ' άναστρον ουρανόν (...) άλλοτε από καθαρά οπισθοβουλία -γιατί τον τρομάζει η προσγείωση στην ζωντανή πραγματικότητα- και άλλοτε από αδυναμία ακριβούς κατανοήσεως της υπαρκτής και εξελισσόμενης κοινωνικής και συνεπώς ιδεολογικής ζωής».
55 Γράφει ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ στον «Κολοσσό του Μαρουσιού» (είναι λόγια του τεχνοκρίτη Γιώργου Κατσίμπαλη για τον Περικλή Γιαννόπουλο μεταφερμένα από τον Μίλλερ): «Ο Γιαννόπουλος άξιζε πιο πολύ από το δικό σας τον Ουίτμαν κι όλους του Αμερικανούς ποιητές μαζί. Ναι, ήταν τρελός, σαν όλους τους μεγάλους Έλληνες. Ερωτεύθηκε την ίδια του την πατρίδα -αστείο ε; Ναι, μέθυσε τόσο με την ελληνική γλώσσα, την ελληνική φιλοσοφία, τον ελληνικό ουρανό, τα ελληνικά βουνά, την ελληνική θάλασσα, τα ελληνικά νησιά, ως και τα ελληνικά χορταρικά, που στο τέλος αυτοκτόνησε. Το πώς, θα στο πω μια άλλη φορά -είναι άλλη ιστορία. Έχετε σεις συγγραφείς που θ' αυτοκτονούσαν γιατί ήταν πάρα πολύ ερωτευμένοι; Υπάρχουν τίποτα Γάλλοι ή Γερμανοί, ή Εγγλέζοι συγγραφείς που να νοιώθουν έτσι για την πατρίδα τους, τη ράτσα τους, τη γη τους; Ποιοί είναι; Θα σου διαβάσω κάτι του Γιαννόπουλου άμα γυρίσουμε στην Αθήνα. Θα σου διαβάσω τι γράφει για τα βράχια -μόνο για τα βράχια, τίποτ' άλλο. Δε μπορεί να ξέρεις τι είναι ένας βράχος, πριν διαβάσεις τι έχει γράψει ο Γιαννόπουλος. (...) Λένε πως ήταν τρελός. Δεν ήταν τρελός, αλλά παράφρων. Αυτή είναι η διαφορά. Η φωνή του ήταν πολύ δυνατή για το κορμί του, τον κατανάλωσε» (Μίλλερ X., «Ο κολοσσός του Μαρουσιού», τίτλος πρωτοτύπου: The Colossus of Maroussi (Νέα Υόρκη 1941), μετάφραση: Ανδρέας Καραντώνης, εκδ. Γαλαξίας, Αθήνα 1965, σελ. 68-69).
56 Ο Σπύρος Μαρκέτος, στο ενδιαφέρον έργο του για τον ελληνικό φασισμό με τον τίτλο «Πως φίλησα τον Μουσολίνι» (εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006), θεωρεί τον Περικλή Γιαννόπουλο ως εμπνευστή του ελληνικού φασισμού, εξηγώντας την άποψή του αυτή ως εξής: «Διακρίνουμε σ' αυτήν (στη σκέψη του Γιαννόπουλου) πολλές μέριμνες της ριζοσπαστικής δεξιάς και μοτίβα που έγιναν αργότερα χαρακτηριστικά του φασισμού: τη λατρεία τής νεότητας, την αντίσταση στη νεωτερικότητα που μεταφράζεται σε αντιευρωπαϊσμό, τον ολοκληρωτικό και παλιγγενετικό εθνικισμό που εκβάλλει στον ιμπεριαλισμό, το ρατσισμό και τον αντισιμιτισμό, καθώς και κηρύγματα επανάστασης συνδυασμένα με καταγγελίες της πολιτικής, του "όχλου" και του χρήματος» (σελ. 81-82 της αναφερόμενης πηγής). Εκείνο που λέγουμε σε σχέση με τα παραπάνω είναι ότι ο Γιαννόπουλος «βρισκόταν αλλού», είχε προσωπικό δρόμο και πνευματικό γολγοθά που βάδιζε. Αφοσιώθηκε στις ιδέες του με κίνητρα αγνά, μακριά από σκοπιμότητες -εξ' ου και η «οπερετική» αυτοκτονία του. Ότι σήμαινε Ελλάδα -το μικρό, το λιτό, το υψηλό-, ήταν για τον Γιαννόπουλο το υπέρ και το άπαν. Η αντίληψή του για τα γύρω, το πάθος του γι' αυτά, που πολλοί μεγάλοι του ελληνικού πνεύματος θαύμασαν (όπως ο Καζαντζάκης, ο Ξενόπουλος, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός κ.ά.), ποτέ δεν πήρε χαρακτήρα πολιτικό (ο ίδιος εξάλλου ο Μαρκέτος παραδέχεται ότι η σκέψη του Γιαννόπουλου εστιαζόταν στην αισθητική, παρά στην πολιτική). Ο Γιαννόπουλος αποσκοπούσε σ' ένα ξύπνημα πνευματικό του Έλληνα, κι όταν είδε πως κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό, απλά αυτοκτόνησε!..
57 Ο ίδιος ο Καζαντάκης είχε κατατάξει την «Ασκητική» στα φιλοσοφικά βιβλία του, στον κατάλογο των έργων του που συνέταξε το 1946 για την υποστήριξη της υποψηφιότητάς του για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Η «Ασκητική» αποδίδει τη φιλοσοφία ζωής του στοχαστή κι αποτελεί τη βιοθεωρία του. Δικαίως λοιπόν θεωρείται έργο φιλοσοφικό, παρά το γεγονός ότι από μελετητές αμφισβητείται αυτό, καθώς το εντάσσουν στο κοινωνικοπολιτικό δοκίμιο ή ότι αποτελεί ένα ιδεαλιστικό μανιφέστο.
58 Το βλέπουμε αυτό στα παρακάτου λόγια του Καζαντζάκη, που τ' απευθύνει στη σύντροφό του Ελένη το 1927: «Όλοι εδώ (στην Ελλάδα) παίρνουν την "Ασκητική" σαν έργο τέχνης, κανένας σαν κραυγή αναζήτησης και τρόμου. Γιατί κανένας δεν έχει μέσα του την κραυγή αυτή» («Νίκος Καζαντζάκης. Ο ασυμβίβαστος», σελ. 207).
59 Δήλωσε το 1983 σε συνέντευξή της η σύζυγος του Καζαντζάκη, Ελένη, ότι όταν ο σύντροφός της τής έδωσε το 1924 να διαβάσει το χειρόγραφο της «Ασκητικής», αυτή «δεν ξετρελάθηκε», ακριβώς γιατί «ήταν ανώριμη» (περιοδικό «Γυναίκα», τεύχος 879, 19 Οκτωβρίου 1983). Η ωρίμανσή της επήλθε εμβαθύνοντας στο έργο, ακολουθώντας τις «εντολές» (τις συμβουλές) της «Ασκητικής», κάτι που την έκαμε ν' αναθεωρήσει την αρχική εντύπωσή της.
60 Εδώ η ράτσα έχει την έννοια του έθνους, διά του οποίου συγκροτείται η ευρύτερη οντότητα, της ανθρωπότητας. Ο πολιτισμός των εθνών διαμορφώνει το επίπεδο εκπροσώπησης της ανθρωπότητας.
61 Αν και οι διανοητές του ελληνικού τοπίου κατά τα πρώτα 40 χρόνια του ‘20ου αιώνα, όπως τους δείχνουμε στο κείμενο, φαίνεται ν' ακολουθούν δικό τους δρόμο σ' ότι αφορά στη θεώρηση του τόπου, εντούτοις είναι καταφανή τα κοινά στοιχεία τους και τα ίδια βασικά χαρακτηριστικά που τους συνδέουν. Θα λέγαμε ότι ο καθένας στο ρόλο του διαμορφώνει την κλίμακα της συνέχειας στην αντίληψη για τον τόπο. Διαφορές τους υπήρξαν σε επίπεδο ιδεών (αλλά και συμπεριφορών!), όμως δε στέκουνται ικανές για να τους διαχωρίσουν, καθώς η υψηλή θεώρηση για τον τόπο και η βίωσή του, αποτελεί τη βασική τους ιδέα.
62 Σύμφωνα με την κληρονομιά του genius loci από τους αρχαίους Έλληνες, ο κάτοικος του τόπου ή ο ενεργών σε αυτόν, πρέπει να έχει αγαθή σχέση με τον τόπο και να μην τον αποσυνδέει με τις ενέργειές του από τις ρίζες, καθώς, αποσυνδεόμενος από αυτές ασταθεί και καταπίπτει -παρά το γεγονός ότι το genius loci είναι λέξη λατινική, εντούτοις είχε βρει το νόημά της στην Αρχαία Ελλάδα και η εφαρμογή της ιδέας είχε επιτευχθεί προηγούμενα σε αυτήν. Την ιδέα του genius loci, που χρησιμοποιούνταν από τις αρχές του 20ου αιώνα για να περιγράψει τον τόπο, επανέφερε εμπλουτισμένη κι αναθεωρημένη (στο επίπεδο της πνευματικότητας και του πολιτισμού) η γενιά του '30 με την έννοια της ελληνικότητας, αρκετά πριν η μεταπολεμική Ευρώπη ανακαλύψει το «πνεύμα του τόπου» και το αναλύσει σε επιστημονικά συγγράμματα (βέβαια, στην ελληνική πραγματικότητα, την ιδέα του genius loci είχε αναδείξει ήδη από τις αρχές του '20 ο Περικλής Γιάννοπουλος, όμως «άναρχα», φορές ακατάληπτα, με έξαψη και πάθος, μ' αποτέλεσμα να μην προσεχθεί όπως θα έπρεπε).
63 Συνεχίζει ο Χένρυ Μίλλερ -προφητικά θαρρείς μιλώντας σε σχέση με το σήμερα: «Ο χτυπημένος από τη φτώχεια Έλληνας, ούτε γκρινιάζει, ούτε σου φιλάει τα πόδια για ένα καλό φιλοδώρημα, σαν σου προσφέρει κάποια εξυπηρέτηση. Ζει με τη χάρη του ήλιου, τους θρεπτικούς αγέρες, τη ζωτικότητα των ριζών της φυλής. (...) Και αισθάνομαι ότι παρά τις φριχτές αδικίες που γίνονται στην Ελλάδα, η συμπόνοια, η γεναιοδωρία, η καλοσύνη, η συμπάθεια κι ο αυθορμητισμός είναι αρετές που οι Έλληνες σα λαός κατέχουν σε μεγάλο βαθμό. Η συμπόνοια του Αμερικανού είναι διαφορετική, είναι ασυναίσθητη, είναι η χειρονομία ενός ανθρώπου που απλά οι τσέπες του είναι γεμάτες και που φυσικά δεν μπαίνει στον κόπο να μετρά τη δικαιοσύνη με το μέτρο ή να πολυσκοτίζεται για τη μιζέρια των άλλων. Η συμπόνοια του Γάλλου όμως είναι τίποτα, ανύπαρκτη» (Μίλλερ Χ., «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα», μετάφραση: Βασίλης Βεσικεχαγιόγλου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1985, σελ. 60, 61).
64 Λέγει σχετικά ο ποιητής Νάνος Βαλαωρίτης, για τον τρόπο που λειτούργησε ένας εκ των βασικών συντελεστών της γενιάς του '30, ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης, στην παράτροπη πορεία του κόσμου, σχολιάζοντας το «Μυθιστόρημα», ένα έργο ορόσημο του ποιητή: «Ο Σεφέρης αγαπούσε τον τόπο του και τους ανθρώπους, αλλά όταν έβλεπε να τον καταστρέφουν ανόητοι και αλαζόνες πολιτικοί, στρατιωτικοί και εκπαιδευτικοί, στράφηκε στους απλούς ανθρώπους, στον Μακρυγιάννη, στον Ερωτόκριτο, που τον απαγγέλνανε ψαράδες, στον Θεόφιλο, στα δημοτικά τργούδια, σαν ένα αντίβαρο για το ξεχαρβάλωμα που έβλεπε γύρω του. Μια αστική τάξη στενοκέφαλη, μια ποιητική παράδοση που στέρευε, με κριτικούς απληροφόρητους στην πλειοψηφία τους, ανθρώπους κατεχόμενους από κομματικούς φανατισμούς» (Βαλαωρίτης Ν., «Γιώργος Σεφέρης: το τοπίο ως σύμβολο», περιοδικό «Πόρφυρας», Οκτώβριος 2011).
65 Λέγει ο Γιώργος Θεοτοκάς: «Αρκετοί σκεπτόμενοι Έλληνες αισθάνθηκαν την ανάγκη να εμβαθύνουν τη συνείδηση της καταπιεσμένης και τραυματισμένης εθνικής τους υπόστασης (σημ.: διαχρονικά συμβαίνον γεγονός!), ν' αποκτήσουν μιαν όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένη γνώση του συλλογικού εαυτού τους και του λαϊκού τους πολιτισμού, να βρουν, καθώς έλεγαν, "τις ρίζες τους". Ανάμεσα σε αυτούς, στράφηκα τότε κι εγώ στη μελέτη του δημοτικού τραγουδιού, των λαϊκών παραδόσεων, του Μακρυγιάννη και άλλων πηγών που ικανοποιούσαν την ανάγκη αυτή» (Θεοτοκάς Γ., «Νεοελληνικό λαϊκό θέατρο», εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1965, σελ. 7).
Βιβλιογραφία
-Αγγελής Β., «Το ελληνικό τοπίο στον 20ο αιώνα: Από τη λατρεία στην απαξίωση», www.kaput.gr art magazine, τεύχος 08, 6ος/2010.
-Allen D., «Mediterranean Ecogeography», Pearson Education LTD, Essex, UK 2001.
-Αλέξιος Ντε Βαλόν, «Η Νήσος Τήνος», τίτλος πρωτοτύπου: Revue des deux mondes (Paris 1843), μεταγλώττιση: Ιάκωβος Ν. Καγκάδης (Τήνος 1878), απόδοση στην καθομιλουμένη: Ζωή Ρωπαΐτου--Τσαπαρέλη, εκδ. Ερίννη, Αθήνα 2007.
-Αλεξόπουλος Κ., «Τήνος. Το μικρό οδοιπορικό», εκδόσεις Ερίννη, Αθήνα 1993.
-Αντωνόπουλος Κ., «Η επαρχία», εκδοτικός οίκος Ιωάννου Σιδέρη, Αθήναι 1944.
-Appleton J., «The Experience of Landscape», Chichester: J.Wiley & Sons, 1996.
-Attenborough D., «The First Eden: The Mediterranean World and Man», London 1987.
-Auge Μ., «Για μια ανθρωπολογία των σύγχρονων κόσμων», μετάφραση: Δέσποινα Σαραφίδου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1999.
-Βαλαωρίτης Ν., «Γιώργος Σεφέρης: το τοπίο ως σύμβολο», περιοδικό «Πόρφυρας», Οκτώβριος 2011.
-Bartholdy S.L.J., «Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα, 1803-1804», απόδοση: Φώντας Κονδύλης, εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 1993.
-Βασιλειάδης Δ., «Θεώρηση της αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής υπό ανήσυχη οπτική γωνία», εκδόσεις «Οργανισμός Δοξιάδη», Αθήνα 1971.
-Βλαστός Π., «Στον ήσκιο της συκιάς», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήναι 1908.
-Belle H., «Ταξίδι στην Ελλάδα (1861-1874)», τίτλος πρωτοτύπου: Voyage en Grece - Trois anees en
-Grece (Paris 1881), Μέρος Δ΄, μετάφραση: Λίνα Σταματιάδη, εισαγωγή - σχόλια: Γιάννης Γρυντάκης, εκδ. Ιστορητής, Αθήνα 1996.
-Bell S., «Landscape. Pattern, Perception and Process», Routleedge, New York 1999.
-Braudel F., «Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φίλιππου Β΄ της Ισπανίας», τόμος Β΄: Συλλογικά Πεπρωμένα, μετάφραση Κλαίρη Μητσοτάκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002.
-Burke Edm., «Στοχασμοί για την επανάσταση στη Γαλλία», μετάφραση: Χρήστος Γρηγορίου, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2010.
-Γεράκης Π. Α., «Τα ελληνικά τοπία», περιοδικό «Αμφίβιον», έκδοση Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων - Υγροτόπων (ΕΚΒΥ), τεύχος 83, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2009.
-Γεωργούλης Κ., «Τα αισθητικά αντικείμενα», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 19ος, εκδόσεις Μαυρίδη, Αθήνα 1962.
-Γιαννόπουλος Π., «Η Ελληνική Γραμμή και το Ελληνικόν Χρώμα», Αθήνα 1904.
-Γλέζος Μ., «Η συνείδηση της πετραίας γης. Κυκλαδογραφίες», εκδ. Τυπωθήτω - Γιώργος Δάρδανος, Αθήνα 1997.
-Cohen Z., «Λε Κορμπυζιέ 1887-1965. Ο λυρισμός στην αρχικτετονική της εποχής των μηχανών», εκδόσεις Tachen/Γνώση, Κολωνία 2004/Αθήνα 2006.
-Δελλαγραμμάτικας Δ., «Κυκλάδες», εκδ. Κέδρος, β΄ έκδοση, Αθήνα 1980.
-Deon M., «Σελίδες για την Ελλάδα», μετάφραση: Αντρέας Β. Βαχλιώτης, εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 2000.
-Ελύτης Οδ., «Ιδιωτική οδός», εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1990.
-Ελύτης Οδ., «Εν Λευκώ», εκδόσεις Ίκαρος, πρώτη έκδοση, Αθήνα 1992.
-Ενεπεκίδης Π., «Ιωάννης Καποδίστριας. 176 ανέκδοτα γράμματα προς τον πατέρα του (1809-1820)», εκδοτικός οίκος Βίκτωρος Α. Παπαζήση, Αθήναι 1972.
-Ενεπεκίδης Π., «Η Ελλάδα, τα νησιά και η Μικρά Ασία του Κάρολου Κρούμπαχερ», εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 1994.
-Ενεπεκίδης Π., «Αρχιπέλαγος», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1997.
-Ευελπίδης Χρ., Τσαούσης Σπ., «Το αγροτικό σπίτι», εκδόσεις «Ο Λόγος», Αθήνα 1944.
-Ηλιού Φ., «Οι βιωμένες ιστορίες και η ιστοριογραφική προσέγγιση», πρακτικά επιστημονικής συνάντησης με θέμα «Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου», 6 & 7 Μαρτίου 1998, εκδόσεις Φιλίστωρ, Αθήνα 2000.
-Hayden D., «The power of place», Massachusetts: The MIT Press, 1995.
-Heidegger M., «Phenomenology of perception», Bachelard 1974.
-Heidegger M., «Η προέλευση του Έργου Τέχνης», εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια: Γιάννης Τζαβάρας, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1986.
-Heidegger M., «Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος», επιμέλεια: Ξηροπαϊδης Γιώργος, μετάφραση: Αβραμίδου Ιωάννα, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008.
-Heidegger M., «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», επιμέλεια-μετάφραση: Ξηροπαϊδης Γιώργος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008.
-Horden P., Purcell N., «Μεσόγειος, θάλαττα πονηροδιδάσκαλος», τίτλος πρωτοτύπου: The corrupting sea, μετάφραση: Ντίνα Σαμπεθάϊ, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2004.
-Θεοδωράκη-Πάτση Τζ., «Αποσπάσματα από την αρχιτεκτονική στον αγροτικό χώρο», Αθήνα 2011.
-Ιορδανίδου Μ., «Η αυλή μας», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1988.
-Καζαντζάκη Ελ., «Ταξιδεύοντας, IV, Υποβολή του τοπίου», Αθήνα 1969.
-Καζαντζάκης Ν., «Επιστολές προς Γαλάτεια», εκδόσεις Δίφρος, τρίτη έκδοση, Αθήνα 1993.
-Καζαντζάκης Ν., «Ασκητική», εκδόσεις Καζαντζάκη (Πάτροκλος Σταύρου), εικοστή επανεκτύπωση, Αθήνα 2007.
-Καΐμη Τζ., «Ελληνικά τοπία», επιμέλεια: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 1993.
-Καΐμη Τζ., «Τζούλιο Καΐμη. Ένας αποσιωπημένος», επιμέλεια: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 1994.
-Καΐμη Τζ., «Γύρω στο αίσθημα του ωραίου», εισαγωγή: Σάββας Μιχαήλ, επίμετρο - επιμέλεια: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2005.
-Κανελάκης Γ., «Επιστροφή εις το χωριό», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1955.
-Καπετάνιος Αντ., «Αθήνα, ζεις; Η πόλη που έφυγε, η πόλη που μένει...», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2006.
-Καπετάνιος Αντ., «Τοπιογράφοι, ελάτε γρήγορα σ' αυτή τη χώρα...», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2009.
-Καραντώνης Αντρ., «Από τον Σολωμό στον Μυριβήλη», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1969.
-Καραντώνης Αντρ., «Ελληνικοί χώροι», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1979.
-Καψάλης Γ., Πετράκης Γ., «Αιγαίο, το σπίτι με τα χρώματα», κείμενο Adolfo Natalini, εκδόσεις Περιηγητής, Αθήνα 1985.
-Κοντόπουλος Αλ., «Ενθύμιον ποιούμαι την τέχνην», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1971.
-Κοτζιά Ελ., «Ιδέες & Αισθητική. Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι 1930-1974», εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2006.
-Κοτιώνης Ζ., «Η τρέλα του τόπου. Αρχιτεκτονική στο ελληνικό τοπίο», εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα 2004.
-Κραψίτης Β., «Τοπία και ψυχή», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1968.
-Κρόκος Κ., ≪Κυριάκος Κρόκος, ανθολόγηση κειμένων≫, GRA εκδόσεις, Αθήνα 2008.
-Κρόκος Κ., «Κυριάκος Κρόκος», Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2012.
-Κρυστάλλης Κ., «Στα χαλάσματα», περιοδικό «Παρνασσός», τ. 9 έτους 1893.
-Κωνσταντινίδης ΄Αρ., «Δύο "Χωριά" απ' τη Μύκονο», αυτοέκδοση, Αθήνα 1947.
-Κωνσταντινίδης ΄Αρ., «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια», αυτοέκδοση, Αθήνα 1950.
-Lacarriere J., «Το ελληνικό καλοκαίρι», μετάφραση: Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδόσεις Ι. Χατζηνικολή, Αθήνα 1980.
-Le Corbusier, «Κείμενα για την Ελλάδα. Φωτογραφίες και σχέδια», μετάφραση: Λήδα Παλλαντίου, εισαγωγή - επιμέλεια: Γιώργος Σημαιοφορίδης, εκδ. Άγρα, Α΄ ανατύπωση, Αθήνα 1987.
-Λούρος Ν. Κ., «Η βιοψία της ελληνικότητας», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 42ος, εκδόσεις Μαυρίδης, Αθήνα 1985.
-Μαρκέτος Σπ., «Πως φίλησα τον Μουσολίνι», εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006.
-Μίλλερ Χ., «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα», μετάφραση: Βασίλης Βεσικεχαγιόγλου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1985.
-Μίλλερ X., «Ο κολοσσός του Μαρουσιού», τίτλος πρωτοτύπου: The Colossus of Maroussi (Νέα Υόρκη 1941), μετάφραση: Ανδρέας Καραντώνης, εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1965.
-Μίλλερ Χ., «Κλιματιζόμενος εφιάλτης», μετάφραση - επίμετρο: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009.
-Mitchell W. (επιμέλεια), «Landscape and Power», The University Chicago Press, Chicago 1994.
-Μπουζάλη Λ., «Περιβάλλον, άγνοια και λάθη», εκδόσεις Δελφίνι, Αθήνα 1995.
-Μυριβήλης Στρ., «Απ' την Ελλάδα. Ταξιδιωτικά I», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1954.
-Νερβάλ Ζ. (Gerard de Nerval), «Ταξίδι στην Ανατολή (Voyage en Orient)», Εισαγωγή-μετάφραση: Πωλίνα Πεφάνη, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 2000.
-Norberg-Schulz Chr., «Genius Loci (Το πνεύμα του τόπου). Για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής», μετάφραση: Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 2009.
-Ντε Μποττόν Αλαίν, «Η τέχνη του ταξιδιού», τίτλος πρωτοτύπου: The art of travel (Hamish Hamilton, 2002), μετάφραση: Γιάννης Ανδρέου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005.
-Οικονόμου Κ., «Αστική και λαϊκή κατοικία στην ελληνική παράδοση», εκδόσεις Ζήτη, Αθήνα 2013.
-Παναγιωτόπουλος Μ. Ι., «Μορφές της ελληνικής γης», έκδοση Γραφείου Πνευματικών Υπηρεσιών, Αθήνα 1937.
-Παναγιωτόπουλος Μ. Ι., «Θέσεις και αντιθέσεις του ελληνικού τοπίου», έκδοση Ελληνικής Περιηγητικής Λέσχης, Αθήνα 1953.
-Παναγιωτόπουλος Μ. Ι., «Σπουδή του ελληνικού τοπίου», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 10ος, εκδόσεις Μαυρίδη, Αθήνα 1953.
-Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις 7. Αρκαδικά», απόδοση: Ανδρεανή Ταταράκη, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1992.
-Περάνθης Μ., «Το ρομαντικό ιδεώδες», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 10ος, εκδόσεις Μαυρίδη, Αθήνα 1953.
-Πικιώνης Δ., «Κείμενα», πρόλογος: Ζήσιμος Λορεντζάτος, επιμέλεια: Αγνή Πικιώνη - Μιχάλης Παρούσης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985.
-Porter P., «Ζητείται: Ένα θαύμα για την Ελλάδα. Ημερολόγιο ενός προεδρικού απεσταλμένου, 20 Ιανουαρίου - 27 Φεβρουαρίου 1947», παρουσίαση - εισαγωγή: Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, τεκμηρίωση - επίμετρο: Σπύρος Βρετός, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, Αθήνα 2006.
-Πουκεβίλ Φραγκίσκου-Καρόλου-Ούγγου-Λαυρεντίου, «Ταξίδι στην Ελλάδα: Ήπειρος», μετάφραση: Παναγιώτα Γ. Κώτσου, εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1994.
Προβελέγγιος Αρ., «Το πνεύμα της πόλης. Δοκίμια πολεοδομικής σκέψης (Φθινόπωρο 1956 - Άνοιξη 1967)», Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1974.
-Quinet Ε., «Η Ελλάδα του 1830 και οι σχέσεις της με την αρχαιότητα», μετάφραση: Λίλα Γκινάκα, πρόλογος: Τάσος Βουρνάς, εκδ. Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1988.
-Ross L., «Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833), τίτλος πρωτοτύπου: Erinnerungen und Mittheilungen aus Griechenland (Berlin 1863), μετάφραση Α. Σπήλιος, πρόλογος - επιμέλεια - σχολιασμός Τάσος Βουρνάς, εκδ. «Αφοί Τολίδη», Αθήνα 1976.
-Ρωμαίος Κ., «Κοντά στις ρίζες», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1980.
-Σαραντάκης Π, Πετρούλια Ν., «Αρκαδία. Οι τόποι και οι δρόμοι του νερού», έκδοση Πέτρος Σαραντάκης, Αθήνα 2002.
-Σατωμπριάν, «Οδοιπορικόν», μετάφραση: Εμμανουήλ Ροΐδης, τόμοι Α΄ & Β΄, Τυπογραφείον της Αυγής, Εν Αθήναις 1860 (ανατύπωση σε επιμέλεια Τάσου Βουρνά, εκδόσεις Αφών Τολίδη, Αθήνα 1979).
Σατωμπριάν, «Το ταξίδι στην Ελλάδα», πρόλογος - μετάφραση: Αντρέας Καραντώνης, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1979.
-Schama S., «Landscape and Memory», Penguin, London 1996.
-Sherrard Rh., «Δοκίμια για τον νέο ελληνισμό», εκδόσεις Αθηνά (σειρά "Σύνορο"), Αθήνα 1971.
-Σικελιανός Άγγ., «Πεζός Λόγος», τόμος Α΄ (από τους πέντε), εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1978.
-Simmel G., Ritter J., Gombrich Ernst, «Το τοπίο», μετάφραση: Γ. Σαγκριώτης, Λ. Αναγνώστου, Ν. Δασκαλοθανάσης, επιστημονική επιμέλεια: Δ. Καββαθάς, εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2004.
-Σιμόπουλος Κ., «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τόμοι έξι, εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 2003.
-Στεφάνου Αν., «Αι Δρυάδαι των αρχαίων Ελλήνων και τα δάση των νεωτέρων», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήνα 1936.
-Στεφάνου Αν., «Οι Αρκαδικοί δρυμοί άλλοτε και τώρα», περιοδικό «Δασικά Χρονικά», τεύχη 32ο-33ο, Ιούνιος-Ιούλιος 1961.
-Συλλογικό, «Ο κόσμος και οι Έλληνες», εκλογή ταξιδιωτικών κειμένων από τον Πέτρο Χάρη, εκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, Αθήνα 1965.
-Συλλογικό, «Άνθρωπος και περιβάλλον. Δοκίμια για τη σχέση του ανθρώπου με τον περιβάλλοντα κόσμο», συλλογικός τόμος, έκδοση Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγίου Νεοφύτου, Πάφος 1994.
-Συλλογικό, «Σελίδες για την Ελλάδα του 20ου αιώνα (κείμενα Γάλλων ταξιδιωτών)», επιμέλεια: Μουλλάς Π., Μέντζου Β., εκδ. Ολκός, Αθήνα 1995.
-Συλλογικό, «Παραδείγματα. 9η Διεθνής Έκθεση Αρχιτεκτονικής Μπιενάλε Βενετίας», Υπουργείο Πολιτισμού & Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2004.
-Συλλογικό, «Στη χώρα του φεγγαριού. Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα (1718-1932)», εισαγωγή-επιμέλεια: Βασιλική Κολοκοτρώνη - Ευτέρπη Μήτση, μετάφραση: Σοφία Αυγερινού, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005.
-Συλλογικό, «Το Ελληνικό Τοπίο. Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τοπίου», συλλογικός τόμος, επιμέλεια: Παναγιώτης Ν. Δουκέλλης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005.
Τζελέπης Π.-Ν.,«Λαϊκή ελληνική αρχιτεκτονική», έκδοση Γκαλερί "Νέες Μορφές", Αθήνα 1971.
Ταρσούλη Αθ., «Φυσιολατρεία», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1930.
-Τζιόβας Δ., «Ο μύθος της γενιάς του τριάντα», εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011.
-Thoreau Η., «Walden, ή η ζωή στο δάσος», τίτλος πρωτοτύπου: Walden, μετάφραση: Βασίλης Αθανασιάδης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2007.
-Τournefort J., «Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους, 1700-1702», μετάφραση-εισαγωγή: Μάκης και Μυρτώ Απέργη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003.
-Τσβάιχ Στ., «Χάϊλντερλιν. Ο λάτρης της ελληνικής γης», μετάφραση: Κ. Μεραναίος - Π. Καλαντζής, εκδόσεις Ορίζοντες, Αθήναι 1925.
-Vrieslander K., Καΐμη Τζ., «Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα», προλογικό σημείωμα: Άρης Κωνσταντινίδης, εισαγωγή: Δημήτρης Φιλιππίδης, επίμετρο - επιμέλεια: Μισέλ Φάις, πρώτη έκδοση 1934, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1997.
-White E., «A Slight Sound at Evening», Harper and Row, Νέα Υόρκη 1977.
-Wylie, J., «Landscape», Routledge, London 2007.
-Φουριώτης Άγγ., «Η πεζογραφία της δεκαετίας 1920-1930», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 45ος, εκδόσεις Μαυρίδης, Αθήνα 1988.
-Χατζηδημτρίου Τζ., «Συνομιλώντας με τα πνεύματα της πέτρας. Η αγροτική αρχιτεκτονική της Λέσβου», Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009.
-Χατζημιχάλη Αγγ., «Η ελληνική λαϊκή τέχνη», εκδόσεις Πυρσός, Αθήναι 1931.
-Χατζημιχάλης Κ. (συντονιστής), «Το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμικό τοπίο: θεωρητικό πλαίσιο, μεθοδολογία, συνθετικές παρατηρήσεις», Ερευνητικό πρόγραμμα χρηματοδοτούμενο από John S. Latsis Foundation (περίοδος 2008-2010), Τμήμα Γεωγραφίας - Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο & Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, Μάρτιος 2010.
-Χατζηστάθης Αθ., Ισπικούδης Ι., «Προστασία της φύσης και αρχιτεκτονική του τοπίου», εκδόσεις Γιαχούδη - Γιαπούλη Ο.Ε., Θεσσαλονίκη 1992.
-Χιλιαδάκης Σ., «Φυσιολατρεία και Σολωμός», εκδόσεις Στοχαστής, Αθήναι 1928.
https://www.greekarchitects.gr/gr/%CE%B3%CE%B1%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%BC%CE%B1/%CF%84%CE%BF-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%AF%CE%BF-id8372
-Allen D., «Mediterranean Ecogeography», Pearson Education LTD, Essex, UK 2001.
-Αλέξιος Ντε Βαλόν, «Η Νήσος Τήνος», τίτλος πρωτοτύπου: Revue des deux mondes (Paris 1843), μεταγλώττιση: Ιάκωβος Ν. Καγκάδης (Τήνος 1878), απόδοση στην καθομιλουμένη: Ζωή Ρωπαΐτου--Τσαπαρέλη, εκδ. Ερίννη, Αθήνα 2007.
-Αλεξόπουλος Κ., «Τήνος. Το μικρό οδοιπορικό», εκδόσεις Ερίννη, Αθήνα 1993.
-Αντωνόπουλος Κ., «Η επαρχία», εκδοτικός οίκος Ιωάννου Σιδέρη, Αθήναι 1944.
-Appleton J., «The Experience of Landscape», Chichester: J.Wiley & Sons, 1996.
-Attenborough D., «The First Eden: The Mediterranean World and Man», London 1987.
-Auge Μ., «Για μια ανθρωπολογία των σύγχρονων κόσμων», μετάφραση: Δέσποινα Σαραφίδου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1999.
-Βαλαωρίτης Ν., «Γιώργος Σεφέρης: το τοπίο ως σύμβολο», περιοδικό «Πόρφυρας», Οκτώβριος 2011.
-Bartholdy S.L.J., «Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα, 1803-1804», απόδοση: Φώντας Κονδύλης, εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 1993.
-Βασιλειάδης Δ., «Θεώρηση της αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής υπό ανήσυχη οπτική γωνία», εκδόσεις «Οργανισμός Δοξιάδη», Αθήνα 1971.
-Βλαστός Π., «Στον ήσκιο της συκιάς», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήναι 1908.
-Belle H., «Ταξίδι στην Ελλάδα (1861-1874)», τίτλος πρωτοτύπου: Voyage en Grece - Trois anees en
-Grece (Paris 1881), Μέρος Δ΄, μετάφραση: Λίνα Σταματιάδη, εισαγωγή - σχόλια: Γιάννης Γρυντάκης, εκδ. Ιστορητής, Αθήνα 1996.
-Bell S., «Landscape. Pattern, Perception and Process», Routleedge, New York 1999.
-Braudel F., «Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φίλιππου Β΄ της Ισπανίας», τόμος Β΄: Συλλογικά Πεπρωμένα, μετάφραση Κλαίρη Μητσοτάκη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2002.
-Burke Edm., «Στοχασμοί για την επανάσταση στη Γαλλία», μετάφραση: Χρήστος Γρηγορίου, εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2010.
-Γεράκης Π. Α., «Τα ελληνικά τοπία», περιοδικό «Αμφίβιον», έκδοση Ελληνικού Κέντρου Βιοτόπων - Υγροτόπων (ΕΚΒΥ), τεύχος 83, Σεπτέμβριος - Οκτώβριος 2009.
-Γεωργούλης Κ., «Τα αισθητικά αντικείμενα», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 19ος, εκδόσεις Μαυρίδη, Αθήνα 1962.
-Γιαννόπουλος Π., «Η Ελληνική Γραμμή και το Ελληνικόν Χρώμα», Αθήνα 1904.
-Γλέζος Μ., «Η συνείδηση της πετραίας γης. Κυκλαδογραφίες», εκδ. Τυπωθήτω - Γιώργος Δάρδανος, Αθήνα 1997.
-Cohen Z., «Λε Κορμπυζιέ 1887-1965. Ο λυρισμός στην αρχικτετονική της εποχής των μηχανών», εκδόσεις Tachen/Γνώση, Κολωνία 2004/Αθήνα 2006.
-Δελλαγραμμάτικας Δ., «Κυκλάδες», εκδ. Κέδρος, β΄ έκδοση, Αθήνα 1980.
-Deon M., «Σελίδες για την Ελλάδα», μετάφραση: Αντρέας Β. Βαχλιώτης, εκδόσεις Χατζηνικολή, Αθήνα 2000.
-Ελύτης Οδ., «Ιδιωτική οδός», εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1990.
-Ελύτης Οδ., «Εν Λευκώ», εκδόσεις Ίκαρος, πρώτη έκδοση, Αθήνα 1992.
-Ενεπεκίδης Π., «Ιωάννης Καποδίστριας. 176 ανέκδοτα γράμματα προς τον πατέρα του (1809-1820)», εκδοτικός οίκος Βίκτωρος Α. Παπαζήση, Αθήναι 1972.
-Ενεπεκίδης Π., «Η Ελλάδα, τα νησιά και η Μικρά Ασία του Κάρολου Κρούμπαχερ», εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 1994.
-Ενεπεκίδης Π., «Αρχιπέλαγος», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1997.
-Ευελπίδης Χρ., Τσαούσης Σπ., «Το αγροτικό σπίτι», εκδόσεις «Ο Λόγος», Αθήνα 1944.
-Ηλιού Φ., «Οι βιωμένες ιστορίες και η ιστοριογραφική προσέγγιση», πρακτικά επιστημονικής συνάντησης με θέμα «Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου», 6 & 7 Μαρτίου 1998, εκδόσεις Φιλίστωρ, Αθήνα 2000.
-Hayden D., «The power of place», Massachusetts: The MIT Press, 1995.
-Heidegger M., «Phenomenology of perception», Bachelard 1974.
-Heidegger M., «Η προέλευση του Έργου Τέχνης», εισαγωγή - μετάφραση - σχόλια: Γιάννης Τζαβάρας, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα-Γιάννινα 1986.
-Heidegger M., «Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος», επιμέλεια: Ξηροπαϊδης Γιώργος, μετάφραση: Αβραμίδου Ιωάννα, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008.
-Heidegger M., «Κτίζειν, κατοικείν, σκέπτεσθαι», επιμέλεια-μετάφραση: Ξηροπαϊδης Γιώργος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2008.
-Horden P., Purcell N., «Μεσόγειος, θάλαττα πονηροδιδάσκαλος», τίτλος πρωτοτύπου: The corrupting sea, μετάφραση: Ντίνα Σαμπεθάϊ, εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 2004.
-Θεοδωράκη-Πάτση Τζ., «Αποσπάσματα από την αρχιτεκτονική στον αγροτικό χώρο», Αθήνα 2011.
-Ιορδανίδου Μ., «Η αυλή μας», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1988.
-Καζαντζάκη Ελ., «Ταξιδεύοντας, IV, Υποβολή του τοπίου», Αθήνα 1969.
-Καζαντζάκης Ν., «Επιστολές προς Γαλάτεια», εκδόσεις Δίφρος, τρίτη έκδοση, Αθήνα 1993.
-Καζαντζάκης Ν., «Ασκητική», εκδόσεις Καζαντζάκη (Πάτροκλος Σταύρου), εικοστή επανεκτύπωση, Αθήνα 2007.
-Καΐμη Τζ., «Ελληνικά τοπία», επιμέλεια: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 1993.
-Καΐμη Τζ., «Τζούλιο Καΐμη. Ένας αποσιωπημένος», επιμέλεια: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 1994.
-Καΐμη Τζ., «Γύρω στο αίσθημα του ωραίου», εισαγωγή: Σάββας Μιχαήλ, επίμετρο - επιμέλεια: Μισέλ Φάις, εκδόσεις Γαβριηλίδης 2005.
-Κανελάκης Γ., «Επιστροφή εις το χωριό», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1955.
-Καπετάνιος Αντ., «Αθήνα, ζεις; Η πόλη που έφυγε, η πόλη που μένει...», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2006.
-Καπετάνιος Αντ., «Τοπιογράφοι, ελάτε γρήγορα σ' αυτή τη χώρα...», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2009.
-Καραντώνης Αντρ., «Από τον Σολωμό στον Μυριβήλη», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1969.
-Καραντώνης Αντρ., «Ελληνικοί χώροι», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1979.
-Καψάλης Γ., Πετράκης Γ., «Αιγαίο, το σπίτι με τα χρώματα», κείμενο Adolfo Natalini, εκδόσεις Περιηγητής, Αθήνα 1985.
-Κοντόπουλος Αλ., «Ενθύμιον ποιούμαι την τέχνην», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1971.
-Κοτζιά Ελ., «Ιδέες & Αισθητική. Μεσοπολεμικοί και μεταπολεμικοί πεζογράφοι 1930-1974», εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2006.
-Κοτιώνης Ζ., «Η τρέλα του τόπου. Αρχιτεκτονική στο ελληνικό τοπίο», εκδόσεις Εκκρεμές, Αθήνα 2004.
-Κραψίτης Β., «Τοπία και ψυχή», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1968.
-Κρόκος Κ., ≪Κυριάκος Κρόκος, ανθολόγηση κειμένων≫, GRA εκδόσεις, Αθήνα 2008.
-Κρόκος Κ., «Κυριάκος Κρόκος», Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2012.
-Κρυστάλλης Κ., «Στα χαλάσματα», περιοδικό «Παρνασσός», τ. 9 έτους 1893.
-Κωνσταντινίδης ΄Αρ., «Δύο "Χωριά" απ' τη Μύκονο», αυτοέκδοση, Αθήνα 1947.
-Κωνσταντινίδης ΄Αρ., «Τα παλιά αθηναϊκά σπίτια», αυτοέκδοση, Αθήνα 1950.
-Lacarriere J., «Το ελληνικό καλοκαίρι», μετάφραση: Ιωάννα Χατζηνικολή, εκδόσεις Ι. Χατζηνικολή, Αθήνα 1980.
-Le Corbusier, «Κείμενα για την Ελλάδα. Φωτογραφίες και σχέδια», μετάφραση: Λήδα Παλλαντίου, εισαγωγή - επιμέλεια: Γιώργος Σημαιοφορίδης, εκδ. Άγρα, Α΄ ανατύπωση, Αθήνα 1987.
-Λούρος Ν. Κ., «Η βιοψία της ελληνικότητας», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 42ος, εκδόσεις Μαυρίδης, Αθήνα 1985.
-Μαρκέτος Σπ., «Πως φίλησα τον Μουσολίνι», εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2006.
-Μίλλερ Χ., «Πρώτες εντυπώσεις από την Ελλάδα», μετάφραση: Βασίλης Βεσικεχαγιόγλου, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1985.
-Μίλλερ X., «Ο κολοσσός του Μαρουσιού», τίτλος πρωτοτύπου: The Colossus of Maroussi (Νέα Υόρκη 1941), μετάφραση: Ανδρέας Καραντώνης, εκδόσεις Γαλαξίας, Αθήνα 1965.
-Μίλλερ Χ., «Κλιματιζόμενος εφιάλτης», μετάφραση - επίμετρο: Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2009.
-Mitchell W. (επιμέλεια), «Landscape and Power», The University Chicago Press, Chicago 1994.
-Μπουζάλη Λ., «Περιβάλλον, άγνοια και λάθη», εκδόσεις Δελφίνι, Αθήνα 1995.
-Μυριβήλης Στρ., «Απ' την Ελλάδα. Ταξιδιωτικά I», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1954.
-Νερβάλ Ζ. (Gerard de Nerval), «Ταξίδι στην Ανατολή (Voyage en Orient)», Εισαγωγή-μετάφραση: Πωλίνα Πεφάνη, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 2000.
-Norberg-Schulz Chr., «Genius Loci (Το πνεύμα του τόπου). Για μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής», μετάφραση: Μίλτος Φραγκόπουλος, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 2009.
-Ντε Μποττόν Αλαίν, «Η τέχνη του ταξιδιού», τίτλος πρωτοτύπου: The art of travel (Hamish Hamilton, 2002), μετάφραση: Γιάννης Ανδρέου, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005.
-Οικονόμου Κ., «Αστική και λαϊκή κατοικία στην ελληνική παράδοση», εκδόσεις Ζήτη, Αθήνα 2013.
-Παναγιωτόπουλος Μ. Ι., «Μορφές της ελληνικής γης», έκδοση Γραφείου Πνευματικών Υπηρεσιών, Αθήνα 1937.
-Παναγιωτόπουλος Μ. Ι., «Θέσεις και αντιθέσεις του ελληνικού τοπίου», έκδοση Ελληνικής Περιηγητικής Λέσχης, Αθήνα 1953.
-Παναγιωτόπουλος Μ. Ι., «Σπουδή του ελληνικού τοπίου», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 10ος, εκδόσεις Μαυρίδη, Αθήνα 1953.
-Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις 7. Αρκαδικά», απόδοση: Ανδρεανή Ταταράκη, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1992.
-Περάνθης Μ., «Το ρομαντικό ιδεώδες», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 10ος, εκδόσεις Μαυρίδη, Αθήνα 1953.
-Πικιώνης Δ., «Κείμενα», πρόλογος: Ζήσιμος Λορεντζάτος, επιμέλεια: Αγνή Πικιώνη - Μιχάλης Παρούσης, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1985.
-Porter P., «Ζητείται: Ένα θαύμα για την Ελλάδα. Ημερολόγιο ενός προεδρικού απεσταλμένου, 20 Ιανουαρίου - 27 Φεβρουαρίου 1947», παρουσίαση - εισαγωγή: Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, τεκμηρίωση - επίμετρο: Σπύρος Βρετός, Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, Αθήνα 2006.
-Πουκεβίλ Φραγκίσκου-Καρόλου-Ούγγου-Λαυρεντίου, «Ταξίδι στην Ελλάδα: Ήπειρος», μετάφραση: Παναγιώτα Γ. Κώτσου, εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1994.
Προβελέγγιος Αρ., «Το πνεύμα της πόλης. Δοκίμια πολεοδομικής σκέψης (Φθινόπωρο 1956 - Άνοιξη 1967)», Ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1974.
-Quinet Ε., «Η Ελλάδα του 1830 και οι σχέσεις της με την αρχαιότητα», μετάφραση: Λίλα Γκινάκα, πρόλογος: Τάσος Βουρνάς, εκδ. Αφοί Τολίδη, Αθήνα 1988.
-Ross L., «Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833), τίτλος πρωτοτύπου: Erinnerungen und Mittheilungen aus Griechenland (Berlin 1863), μετάφραση Α. Σπήλιος, πρόλογος - επιμέλεια - σχολιασμός Τάσος Βουρνάς, εκδ. «Αφοί Τολίδη», Αθήνα 1976.
-Ρωμαίος Κ., «Κοντά στις ρίζες», Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1980.
-Σαραντάκης Π, Πετρούλια Ν., «Αρκαδία. Οι τόποι και οι δρόμοι του νερού», έκδοση Πέτρος Σαραντάκης, Αθήνα 2002.
-Σατωμπριάν, «Οδοιπορικόν», μετάφραση: Εμμανουήλ Ροΐδης, τόμοι Α΄ & Β΄, Τυπογραφείον της Αυγής, Εν Αθήναις 1860 (ανατύπωση σε επιμέλεια Τάσου Βουρνά, εκδόσεις Αφών Τολίδη, Αθήνα 1979).
Σατωμπριάν, «Το ταξίδι στην Ελλάδα», πρόλογος - μετάφραση: Αντρέας Καραντώνης, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1979.
-Schama S., «Landscape and Memory», Penguin, London 1996.
-Sherrard Rh., «Δοκίμια για τον νέο ελληνισμό», εκδόσεις Αθηνά (σειρά "Σύνορο"), Αθήνα 1971.
-Σικελιανός Άγγ., «Πεζός Λόγος», τόμος Α΄ (από τους πέντε), εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1978.
-Simmel G., Ritter J., Gombrich Ernst, «Το τοπίο», μετάφραση: Γ. Σαγκριώτης, Λ. Αναγνώστου, Ν. Δασκαλοθανάσης, επιστημονική επιμέλεια: Δ. Καββαθάς, εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2004.
-Σιμόπουλος Κ., «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», τόμοι έξι, εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 2003.
-Στεφάνου Αν., «Αι Δρυάδαι των αρχαίων Ελλήνων και τα δάση των νεωτέρων», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Αθήνα 1936.
-Στεφάνου Αν., «Οι Αρκαδικοί δρυμοί άλλοτε και τώρα», περιοδικό «Δασικά Χρονικά», τεύχη 32ο-33ο, Ιούνιος-Ιούλιος 1961.
-Συλλογικό, «Ο κόσμος και οι Έλληνες», εκλογή ταξιδιωτικών κειμένων από τον Πέτρο Χάρη, εκδοτικός οίκος Γ. Φέξη, Αθήνα 1965.
-Συλλογικό, «Άνθρωπος και περιβάλλον. Δοκίμια για τη σχέση του ανθρώπου με τον περιβάλλοντα κόσμο», συλλογικός τόμος, έκδοση Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αγίου Νεοφύτου, Πάφος 1994.
-Συλλογικό, «Σελίδες για την Ελλάδα του 20ου αιώνα (κείμενα Γάλλων ταξιδιωτών)», επιμέλεια: Μουλλάς Π., Μέντζου Β., εκδ. Ολκός, Αθήνα 1995.
-Συλλογικό, «Παραδείγματα. 9η Διεθνής Έκθεση Αρχιτεκτονικής Μπιενάλε Βενετίας», Υπουργείο Πολιτισμού & Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2004.
-Συλλογικό, «Στη χώρα του φεγγαριού. Βρετανίδες περιηγήτριες στην Ελλάδα (1718-1932)», εισαγωγή-επιμέλεια: Βασιλική Κολοκοτρώνη - Ευτέρπη Μήτση, μετάφραση: Σοφία Αυγερινού, εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005.
-Συλλογικό, «Το Ελληνικό Τοπίο. Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τοπίου», συλλογικός τόμος, επιμέλεια: Παναγιώτης Ν. Δουκέλλης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2005.
Τζελέπης Π.-Ν.,«Λαϊκή ελληνική αρχιτεκτονική», έκδοση Γκαλερί "Νέες Μορφές", Αθήνα 1971.
Ταρσούλη Αθ., «Φυσιολατρεία», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1930.
-Τζιόβας Δ., «Ο μύθος της γενιάς του τριάντα», εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2011.
-Thoreau Η., «Walden, ή η ζωή στο δάσος», τίτλος πρωτοτύπου: Walden, μετάφραση: Βασίλης Αθανασιάδης, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2007.
-Τournefort J., «Ταξίδι στην Κρήτη και τις νήσους του Αρχιπελάγους, 1700-1702», μετάφραση-εισαγωγή: Μάκης και Μυρτώ Απέργη, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2003.
-Τσβάιχ Στ., «Χάϊλντερλιν. Ο λάτρης της ελληνικής γης», μετάφραση: Κ. Μεραναίος - Π. Καλαντζής, εκδόσεις Ορίζοντες, Αθήναι 1925.
-Vrieslander K., Καΐμη Τζ., «Το σπίτι του Ροδάκη στην Αίγινα», προλογικό σημείωμα: Άρης Κωνσταντινίδης, εισαγωγή: Δημήτρης Φιλιππίδης, επίμετρο - επιμέλεια: Μισέλ Φάις, πρώτη έκδοση 1934, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1997.
-White E., «A Slight Sound at Evening», Harper and Row, Νέα Υόρκη 1977.
-Wylie, J., «Landscape», Routledge, London 2007.
-Φουριώτης Άγγ., «Η πεζογραφία της δεκαετίας 1920-1930», Φιλολογική Πρωτοχρονιά, τόμος 45ος, εκδόσεις Μαυρίδης, Αθήνα 1988.
-Χατζηδημτρίου Τζ., «Συνομιλώντας με τα πνεύματα της πέτρας. Η αγροτική αρχιτεκτονική της Λέσβου», Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009.
-Χατζημιχάλη Αγγ., «Η ελληνική λαϊκή τέχνη», εκδόσεις Πυρσός, Αθήναι 1931.
-Χατζημιχάλης Κ. (συντονιστής), «Το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμικό τοπίο: θεωρητικό πλαίσιο, μεθοδολογία, συνθετικές παρατηρήσεις», Ερευνητικό πρόγραμμα χρηματοδοτούμενο από John S. Latsis Foundation (περίοδος 2008-2010), Τμήμα Γεωγραφίας - Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο & Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση, Μάρτιος 2010.
-Χατζηστάθης Αθ., Ισπικούδης Ι., «Προστασία της φύσης και αρχιτεκτονική του τοπίου», εκδόσεις Γιαχούδη - Γιαπούλη Ο.Ε., Θεσσαλονίκη 1992.
-Χιλιαδάκης Σ., «Φυσιολατρεία και Σολωμός», εκδόσεις Στοχαστής, Αθήναι 1928.
https://www.greekarchitects.gr/gr/%CE%B3%CE%B1%CE%B9%CE%B1%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%BD%CF%89%CF%83%CE%BC%CE%B1/%CF%84%CE%BF-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B9%CE%BA%CF%8C-%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%AF%CE%BF-id8372
Ο Αντώνιος Β. Καπετάνιος γεννήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '60 σε μια γραφική κωμόπολη του Παγασητικού κόλπου, στη Νέα Αγχίαλο του νομού Μαγνησίας. Σπούδασε στη Δασολογική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης την επιστήμη της Φύσης και ειδικεύτηκε στην προστασία των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος. Αφού εργάσθηκε επί σειρά ετών σε διάφορα μέρη της Ελλάδας ως Δασολόγος-Περιβαλλοντολόγος, στο τέλος κατέληξε στην Αθήνα, όπου πλέον ζει και εργάζεται μόνιμα. Έχει ασχοληθεί με την περιβαλλοντική αρθρογραφία, το κοινωνικό και ιστορικό δοκίμιο, το διήγημα και την ποίηση, με ανάλογες δημοσιεύσεις. Είναι παντρεμένος και πατέρας ενός παιδιού.
...περισσότερα εδώ:https://www.greekarchitects.gr/gr/
%CF%83%CF%85%CE%BD%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%83%CF%84%CE%AD%
CF%82/%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%8E%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CF%85-%CE%B2-%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%B5%CF%84%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CF%85-id96
~*~
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΟΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ…
Tου Αντώνιου Β. Καπετάνιου...περισσότερα εδώ:https://www.greekarchitects.gr/gr/
%CF%83%CF%85%CE%BD%CF%84%CE%B5%CE%BB%CE%B5%CF%83%CF%84%CE%AD%
CF%82/%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%8E%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CF%85-%CE%B2-%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%B5%CF%84%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CF%85-id96
~*~
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ΟΝ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ…
Δασολόγου – Περιβαλλοντολόγου
https://dasarxeio.com/
tag/%CE%B1%CE%BD%CF%84%CF%8E%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B2-%CE%BA%CE%B1%CF%80%CE%B5%CF%84%CE%AC%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CF%82/
I’m impressed, I need to say. Actually not often do I encounter a weblog that’s each educative and entertaining, and let me tell you, you will have hit the nail on the head. Your thought is excellent; the issue is something that not sufficient individuals are talking intelligently about. I am very completely happy that I stumbled across this in my search for something referring to this. betfair online casino
ΑπάντησηΔιαγραφή