Τα απομνημονεύματα του E. Grazzi πρεσβευτή της Ιταλίας
αυτός έδωσε το γνωστό τελεσίγραφο το 1940 στον Μεταξά
για να εισπράξει το γνωστό ΟΧΙ
Αγνωστες και συγκλονιστικές λεπτομέρειες για το πώς φτάσαμε στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, τους διαλόγους του Μουσολίνι με τους επιτελείς του, αλλά και τον δραματικό διάλογο του Ιταλού Πρέσβη με τον Ιωάννη Μεταξά
το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου.
Στην έκδοση περιλαμβάνονται εισαγωγικά κείμενα τεσσάρων ελλήνων και ξένων ιστορικών.
το βράδυ της 28ης Οκτωβρίου.
Στην έκδοση περιλαμβάνονται εισαγωγικά κείμενα τεσσάρων ελλήνων και ξένων ιστορικών.
Το διήγημα τού Emanuele Grazzi, του εκτελών χρέη Υπουργού στην Αθήνα
από το 1939 ως το 1940, αφηγείται για το έτος κατά της διάρκεια του οποίου η πολιτική του φασιστικού καθεστώτος έχασε οριστικά κάθε επαφή με την πραγματικότητα στην μάταιη προσπάθεια να απαντήσει έμπρακτα στην απειλητική και καταστροφική γερμανική προέλαση στην Ευρώπη, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο, πεπεισμένη για βέβαιη νίκη, να μπορέσει να καθίσει με αξιοπρέπεια στο τραπέζι των νικητών.
Το πρώτο βήμα γι’ αυτή την ανόητη πορεία ήταν το ελληνικό περιστατικό, το οποίο άρχισε με ευχές ανανεωμένης φιλίας μετά από δύσκολα προηγούμενα
που είχαν ακολουθήσει τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τελείωσε με το
μοιραίο τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου του 1940, που ο Grazzi, παρέδωσε
στις 3 το πρωί σε έναν έκπληκτο Μεταξά.
Είναι το διήγημα του πώς η ιταλική πολιτική έχει χάσει οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα, είναι το διήγημα του πώς μια αδαής αλαζονεία είχε ποδοπατήσει το προφανές για να μπει ασυνείδητα, τη λανθασμένη στιγμή, σε ένα πόλεμο εναντίον μιας Ελλάδας, που, αυτή
την περίοδο, αντιθέτως, ξαναβρήκε την ενότητά της, το πνεύμα και τη δύναμή της, τόσο που έδιωξε ξανά τον Ιταλό εισβολέα πέρα από τα σύνορα.
Ο Grazzi αφηγείται όλα τα προηγούμενα, που έζησε ως πρωταγωνιστής έκπληκτος, συχνά ανενημέρωτος, αναγκασμένος να τρέχει πίσω από οδηγίες που δεν έρχονταν από τη Ρώμη ή προσπαθώντας να δικαιολογήσει πράξεις και προσπαθώντας, συγχρόνως, να υπηρετήσει
με τον καλύτερο τρόπο εκείνο το Κράτος που έβλεπε με μεγάλη λύπη, στην εξουσία χωρίς προετοιμασία και σχεδιασμό.
από το 1939 ως το 1940, αφηγείται για το έτος κατά της διάρκεια του οποίου η πολιτική του φασιστικού καθεστώτος έχασε οριστικά κάθε επαφή με την πραγματικότητα στην μάταιη προσπάθεια να απαντήσει έμπρακτα στην απειλητική και καταστροφική γερμανική προέλαση στην Ευρώπη, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο, πεπεισμένη για βέβαιη νίκη, να μπορέσει να καθίσει με αξιοπρέπεια στο τραπέζι των νικητών.
Το πρώτο βήμα γι’ αυτή την ανόητη πορεία ήταν το ελληνικό περιστατικό, το οποίο άρχισε με ευχές ανανεωμένης φιλίας μετά από δύσκολα προηγούμενα
που είχαν ακολουθήσει τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τελείωσε με το
μοιραίο τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου του 1940, που ο Grazzi, παρέδωσε
στις 3 το πρωί σε έναν έκπληκτο Μεταξά.
Είναι το διήγημα του πώς η ιταλική πολιτική έχει χάσει οποιαδήποτε επαφή με την πραγματικότητα, είναι το διήγημα του πώς μια αδαής αλαζονεία είχε ποδοπατήσει το προφανές για να μπει ασυνείδητα, τη λανθασμένη στιγμή, σε ένα πόλεμο εναντίον μιας Ελλάδας, που, αυτή
την περίοδο, αντιθέτως, ξαναβρήκε την ενότητά της, το πνεύμα και τη δύναμή της, τόσο που έδιωξε ξανά τον Ιταλό εισβολέα πέρα από τα σύνορα.
Ο Grazzi αφηγείται όλα τα προηγούμενα, που έζησε ως πρωταγωνιστής έκπληκτος, συχνά ανενημέρωτος, αναγκασμένος να τρέχει πίσω από οδηγίες που δεν έρχονταν από τη Ρώμη ή προσπαθώντας να δικαιολογήσει πράξεις και προσπαθώντας, συγχρόνως, να υπηρετήσει
με τον καλύτερο τρόπο εκείνο το Κράτος που έβλεπε με μεγάλη λύπη, στην εξουσία χωρίς προετοιμασία και σχεδιασμό.
...ένα από τα περιστατικά που έχουν αποτυπωθεί και προκαλούν την περιέργεια ακόμη και σήμερα, αφορά στον δραματικό διάλογο του πρέσβη της Ιταλίας
στην Ελλάδα, Emanuele Grazzi με τον πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά.
στην Ελλάδα, Emanuele Grazzi με τον πρωθυπουργό Ιωάννη Μεταξά.
*Ο Grazzi έγραψε στο βιβλίο του τα όσα ειπώθηκαν εκείνη τη νύχτα που
η Ιταλία κήρυξε πόλεμο στην Ελλάδα.
η Ιταλία κήρυξε πόλεμο στην Ελλάδα.
Ο Ιταλός Πρέσβης που επέδωσε το τελεσίγραφο στον Μεταξά αφηγείται.
«Ο Μεταξάς άρχισε να διαβάζει. Τα χέρια που κρατούσαν το χαρτί έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν»
Γράφει συγκεκριμένα:
«Δέκα λεπτά πριν από τις 3 της νύχτας της 28ης Οκτωβρίου του 1940,
ο στρατιωτικός μου ακόλουθος, ο διερμηνέας μου και εγώ, φθάσαμε στην καγκελόπορτα μιάς μικρής οικίας στην Κηφισιά, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός
της Ελλάδος. Στον φρουρό της οικίας είπα ότι επιθυμώ να δώ τον Πρωθυπουργό για κάτι πολύ επείγον.
«Δέκα λεπτά πριν από τις 3 της νύχτας της 28ης Οκτωβρίου του 1940,
ο στρατιωτικός μου ακόλουθος, ο διερμηνέας μου και εγώ, φθάσαμε στην καγκελόπορτα μιάς μικρής οικίας στην Κηφισιά, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός
της Ελλάδος. Στον φρουρό της οικίας είπα ότι επιθυμώ να δώ τον Πρωθυπουργό για κάτι πολύ επείγον.
Ο φρουρός άρχισε να κτυπά το κουδούνι του εσωτερικού της οικίας, αλλά δεν ελάμβανε καμίαν απάντηση. Διερωτήθηκα εάν ήτο δυνατόν μια πρωθυπουργική κατοικία να μην απαντά αμέσως. Γιατί εγώ είχα εντολή να παραδώσω το τελεσίγραφον στις 3 π.μ. ακριβώς, της 28/10/1940, λόγω δε της προσπάθειάς μου να ακουσθεί το κουδούνι και να ανοίξει η πόρτα, η ώρα είχε ήδη φθάσει 3. Επιτέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Ιωάννη Μεταξά, που έκαμε
την εμφάνισή του σε μια μικρή πλαϊνή πόρτα και αναγνωρίζοντάς με, με άφησε να περάσω. Ο Μεταξάς φορούσε μια μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυκτικό.
την εμφάνισή του σε μια μικρή πλαϊνή πόρτα και αναγνωρίζοντάς με, με άφησε να περάσω. Ο Μεταξάς φορούσε μια μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυκτικό.
Μου έσφιξε το χέρι και με έβαλε να καθίσω σε ένα μικρό φτωχικό σαλόνι του σπιτιού. Μόλις καθίσαμε, και επειδή η ώρα ήταν λίγα λεπτά μετά τις 3, του
είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να του εγχειρίσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της 28/10/1940.
είπα αμέσως ότι η Κυβέρνησίς μου, μου είχε αναθέσει να του εγχειρίσω προσωπικά ένα κείμενο, που δεν ήτο τίποτε άλλο, παρά το τελεσίγραφον της Ιταλίας προς την Ελλάδα, με το οποίον η Ιταλική Κυβέρνηση απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση των στρατευμάτων της στον Ελληνικό χώρο, από τις 6 π.μ. της 28/10/1940.
Ο Μεταξάς άρχισε να το διαβάζει. Μέσα από τα γυαλιά του, έβλεπα τα μάτια του να βουρκώνουν. Όταν τελείωσε την ανάγνωση με κοίταξε κατά πρόσωπο, και
με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε:
με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή μου είπε:
–Μεταξάς: Λοιπόν έχουμε πόλεμο (Alors, c’ est la guerre*)
–Γκράτσι: Όχι απαραίτητα Εξοχότατε. Η ιταλική κυβέρνηση ελπίζει ότι θα δεχθείτε την αξίωσίν της και θ’ αφήσετε τα ιταλικά στρατεύματα να διέλθουν
δια να καταλάβουν τα στρατηγικά σημεία της χώρας.
δια να καταλάβουν τα στρατηγικά σημεία της χώρας.
–Μεταξάς: Και ποια είναι τα στρατηγικά αυτά σημεία, περί των οποίων ομιλεί
η διακοίνωσις;
η διακοίνωσις;
–Γκράτσι: Δεν είμαι εις θέσιν να σας είπω, Εξοχότατε. Η Κυβέρνησίς μου δεν
με ενημέρωσε… Γνωρίζω μόνον ότι το τελεσίγραφο εκπνέει εις τας 6 το πρωί.
με ενημέρωσε… Γνωρίζω μόνον ότι το τελεσίγραφο εκπνέει εις τας 6 το πρωί.
–Μεταξάς: Εν τοιαύτη περιπτώσει η διακοίνωσις αυτή αποτελεί κήρυξιν πολέμου της Ιταλίας εναντίον της Ελλάδος.
–Γκράτσι: Όχι, Εξοχότατε. Είναι τελεσίγραφον.
–Μεταξάς: Ισοδύναμον προς κήρυξιν πολέμου.
–Γκράτσι: Ασφαλώς όχι, διότι πιστεύω ότι θα παράσχετε τας διευκολύνσεις, τας οποίας ζητεί η κυβέρνησίς μου.
–Μεταξάς: ΟΧΙ! Ούτε λόγος δύναται να γίνη περί ελευθέρας διελεύσεως.
Ακόμη όμως και αν υπετίθετο ότι θα έδιδα μια τοιαύτην διαταγήν (την οποίαν
δεν είμαι διατεθειμένος να δώσω), είναι τώρα τρεις το πρωί.
Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος..., ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως
Πρέπει να ετοιμασθώ,να κατέβω εις τας Αθήνας, να ξυπνήσω τον Βασιλέα,
να καλέσω τον Υπουργόν των Στρατιωτικών και τον αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου, να θέσω εις κίνησιν όλες τις στρατιωτικές τηλεγραφικές υπηρεσίες, έτσι που μια τέτοια απόφασις να γίνει γνωστή στα πλέον προκεχωρημένα τμήματα των συνόρων. Όλα αυτά είναι πρακτικώς αδύνατα.
Η Ιταλία, η οποία δε μας παρέχει καν τη δυνατότητα να εκλέξωμε μεταξύ πολέμου και ειρήνης, κηρύσσει ουσιαστικώς τον πόλεμον εναντίον της Ελλάδος. (μετά από μια σύντομη παύση)
Εμανουέλε Γκράτσι η Αρχή Του Τέλους
σελ.284-286 εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας χ.1980
https://www.scribd.com/doc/306784473/%CE%95%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%85%
CE%AD%CE%BB%CE%B5-%CE%93%CE%BA%CF%81%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%B9-%CE%B7-%CE%91%CF%81%CF%87%CE%AE-%CE%A4%CE%BF%CF%85-%CE%A4%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%85%CF%82-r
Ottobre ’40; come non «spezzammo le reni alla Grecia»
28 ottobre 1940 l'ambasciatore italiano ad Atene Grazzi presentò in piena
notte un ultimatum al dittatore greco Metaxas che significò di lì a poche ore l'inizio della famosa campagna di Grecia (e che i disastri bellici italiani
avrebbero presto trasformato in «campagna d'Albania»).
La storiografia ufficiale sostiene da sempre che non c'era un motivo concreto
per attaccare la Grecia, retta tra l'altro da un regime filo-fascista.
Pare che la sola gelosia di Mussolini per i successi di Hitler abbia fatto nascere questa campagna. Può darmi ulteriori dettagli e spiegarmi soprattutto perché Ciano (che caldeggiò la campagna indubbiamente) fosse così ottimista per gli esiti bellici in questo scenario?
Caro Ronchese, sulla guerra che l’Italia fece alla Grecia tra l’ottobre del 1940
e l’aprile del 1941 esiste il bel libro di Mario Cervi («Storia della guerra di
Grecia ») apparso nel 1986 e ristampato pochi anni fa nella collana Bur delle edizioni Rizzoli. Sulla fase che precedette il conflitto e sull’episodio a cui lei si riferisce esiste un altro libro, non meno importante:
«Il principio della fine (l’impresa di Grecia)», pubblicato dalla Editrice Faro di Roma nel novembre 1945 e scritto dall’uomo, Emanuele Grazzi, che fu protagonista dell’episodio da lei descritto.
Al suo primo quesito (perché Mussolini decise d’invadere un Paese che non
era particolarmente ostile, in quel momento, all’Italia fascista) Grazzi, ambasciatore ad Atene dall’aprile dell’anno precedente, dette una spiegazione che appare confermata da altre memorie dell’epoca e, indirettamente, dal verbale di una riunione a palazzo Venezia, il 15 ottobre 1940, a cui presero parte Ciano, il capo di stato maggiore Badoglio, il Viceré a Tirana Jacomoni,
il sottosegretario alla Guerra Soddu e due generali, Roatta e Visconti Prasca.
«Lo scopo di questa riunione», disse Mussolini, «è quello di definire le
modalità dell’azione, nel suo carattere generale, che ho deciso di iniziare
contro la Grecia (...)
Ho stabilito anche la data, che a mio avviso non può essere ritardata neanche
di un’ora: cioè il 26 di questo mese».
La fretta (vi fu un rinvio, ma di appena due giorni) era dettata dall’angoscia
con cui Mussolini aveva assistito, nelle settimane precedenti, agli straordinari successi militari tedeschi in Europa. Temeva che la Gran Bretagna avrebbe chiesto la pace e che l’Italia sarebbe stata priva di pegni territoriali su cui accendere una ipoteca. Per «vincere » la pace, occorreva disporre, al momento delle trattative, di un territorio conquistato.
Al suo secondo quesito (perché Ciano fu favorevole al conflitto) Grazzi risponde ricordando che la guerra venne giustificata dalla necessità di rettificare la frontiera con l’annessione di territori abitati da popolazioni albanesi.
Era soltanto un pretesto, ma piacque al genero di Mussolini che aveva fatto dell’Albania, dopo l’annessione all’Italia, una sorta di feudo personale e vi
aveva addirittura modificato la toponomastica dando a un vecchio scalo marittimo veneziano (Santi Quaranta) il nome di Porto Edda. Quanto all’ottimismo, il verbale della riunione di Palazzo Chigi sembra dimostrare che
i principali partecipanti non avevano dubbi: l’esercito era pronto, lo spirito
delle truppe era altissimo (parole di Visconti Prasca) e le operazioni si
sarebbero concluse nel giro di qualche settimana.
Alla fine Mussolini disse:
«Mi pare che abbiamo esaminato tutti gli aspetti del problema(...).
Riassumendo: offensiva in Epiro; osservazione e pressione su Salonicco e,
in un secondo tempo, marcia su Atene ».
La riunione era cominciata alle 11 e terminò alle 12,30.
Nulla di ciò che era stato programmato in quell’ora e mezzo andò secondo
le previsioni degli strateghi che sedevano con Mussolini intorno a un tavolo
di Palazzo Venezia.
https://www.corriere.it/solferino/romano/06-07-24/01.spm
Ακόμη όμως και αν υπετίθετο ότι θα έδιδα μια τοιαύτην διαταγήν (την οποίαν
δεν είμαι διατεθειμένος να δώσω), είναι τώρα τρεις το πρωί.
Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος..., ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως
Πρέπει να ετοιμασθώ,να κατέβω εις τας Αθήνας, να ξυπνήσω τον Βασιλέα,
να καλέσω τον Υπουργόν των Στρατιωτικών και τον αρχηγόν του Γενικού Επιτελείου, να θέσω εις κίνησιν όλες τις στρατιωτικές τηλεγραφικές υπηρεσίες, έτσι που μια τέτοια απόφασις να γίνει γνωστή στα πλέον προκεχωρημένα τμήματα των συνόρων. Όλα αυτά είναι πρακτικώς αδύνατα.
Η Ιταλία, η οποία δε μας παρέχει καν τη δυνατότητα να εκλέξωμε μεταξύ πολέμου και ειρήνης, κηρύσσει ουσιαστικώς τον πόλεμον εναντίον της Ελλάδος. (μετά από μια σύντομη παύση)
Εμανουέλε Γκράτσι η Αρχή Του Τέλους
σελ.284-286 εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας χ.1980
https://www.scribd.com/doc/306784473/%CE%95%CE%BC%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%85%
CE%AD%CE%BB%CE%B5-%CE%93%CE%BA%CF%81%CE%AC%CF%84%CF%83%CE%B9-%CE%B7-%CE%91%CF%81%CF%87%CE%AE-%CE%A4%CE%BF%CF%85-%CE%A4%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%85%CF%82-r
Ottobre ’40; come non «spezzammo le reni alla Grecia»
28 ottobre 1940 l'ambasciatore italiano ad Atene Grazzi presentò in piena
notte un ultimatum al dittatore greco Metaxas che significò di lì a poche ore l'inizio della famosa campagna di Grecia (e che i disastri bellici italiani
avrebbero presto trasformato in «campagna d'Albania»).
La storiografia ufficiale sostiene da sempre che non c'era un motivo concreto
per attaccare la Grecia, retta tra l'altro da un regime filo-fascista.
Pare che la sola gelosia di Mussolini per i successi di Hitler abbia fatto nascere questa campagna. Può darmi ulteriori dettagli e spiegarmi soprattutto perché Ciano (che caldeggiò la campagna indubbiamente) fosse così ottimista per gli esiti bellici in questo scenario?
Caro Ronchese, sulla guerra che l’Italia fece alla Grecia tra l’ottobre del 1940
e l’aprile del 1941 esiste il bel libro di Mario Cervi («Storia della guerra di
Grecia ») apparso nel 1986 e ristampato pochi anni fa nella collana Bur delle edizioni Rizzoli. Sulla fase che precedette il conflitto e sull’episodio a cui lei si riferisce esiste un altro libro, non meno importante:
«Il principio della fine (l’impresa di Grecia)», pubblicato dalla Editrice Faro di Roma nel novembre 1945 e scritto dall’uomo, Emanuele Grazzi, che fu protagonista dell’episodio da lei descritto.
Al suo primo quesito (perché Mussolini decise d’invadere un Paese che non
era particolarmente ostile, in quel momento, all’Italia fascista) Grazzi, ambasciatore ad Atene dall’aprile dell’anno precedente, dette una spiegazione che appare confermata da altre memorie dell’epoca e, indirettamente, dal verbale di una riunione a palazzo Venezia, il 15 ottobre 1940, a cui presero parte Ciano, il capo di stato maggiore Badoglio, il Viceré a Tirana Jacomoni,
il sottosegretario alla Guerra Soddu e due generali, Roatta e Visconti Prasca.
«Lo scopo di questa riunione», disse Mussolini, «è quello di definire le
modalità dell’azione, nel suo carattere generale, che ho deciso di iniziare
contro la Grecia (...)
Ho stabilito anche la data, che a mio avviso non può essere ritardata neanche
di un’ora: cioè il 26 di questo mese».
La fretta (vi fu un rinvio, ma di appena due giorni) era dettata dall’angoscia
con cui Mussolini aveva assistito, nelle settimane precedenti, agli straordinari successi militari tedeschi in Europa. Temeva che la Gran Bretagna avrebbe chiesto la pace e che l’Italia sarebbe stata priva di pegni territoriali su cui accendere una ipoteca. Per «vincere » la pace, occorreva disporre, al momento delle trattative, di un territorio conquistato.
Al suo secondo quesito (perché Ciano fu favorevole al conflitto) Grazzi risponde ricordando che la guerra venne giustificata dalla necessità di rettificare la frontiera con l’annessione di territori abitati da popolazioni albanesi.
Era soltanto un pretesto, ma piacque al genero di Mussolini che aveva fatto dell’Albania, dopo l’annessione all’Italia, una sorta di feudo personale e vi
aveva addirittura modificato la toponomastica dando a un vecchio scalo marittimo veneziano (Santi Quaranta) il nome di Porto Edda. Quanto all’ottimismo, il verbale della riunione di Palazzo Chigi sembra dimostrare che
i principali partecipanti non avevano dubbi: l’esercito era pronto, lo spirito
delle truppe era altissimo (parole di Visconti Prasca) e le operazioni si
sarebbero concluse nel giro di qualche settimana.
Alla fine Mussolini disse:
«Mi pare che abbiamo esaminato tutti gli aspetti del problema(...).
Riassumendo: offensiva in Epiro; osservazione e pressione su Salonicco e,
in un secondo tempo, marcia su Atene ».
La riunione era cominciata alle 11 e terminò alle 12,30.
Nulla di ciò che era stato programmato in quell’ora e mezzo andò secondo
le previsioni degli strateghi che sedevano con Mussolini intorno a un tavolo
di Palazzo Venezia.
https://www.corriere.it/solferino/romano/06-07-24/01.spm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου