Λάθος άνθρωποι, λάθος κόσμος, λάθος λέξεις
-και όλα αυτά τα συνειδητοποίησα σε μια ηλικία λάθος επίσης.
Δηλαδή μεγάλη, θα προτιμούσα να ξέρω τρακόσιες λέξεις και
να μου φτάνουν και να μπορώ να ζήσω με αυτές.
Να μη χρειάζομαι άλλες.
Γιατί τελικά η γλώσσα τι είναι;
Μια ακλαβιά είναι και δεν σε λυτρώνει, ό,τι και να λένε,
και τυραννιέσαι απλώς.
Σαν τη θάλασσα που την έχουν κάνει και σύμβολο.
Χτυπιέται που είναι κλεισμένη στις κοίτες της, και δεν μπορεί να
τις ξεπεράσει, γιατί αν τις ξεπεράσει θα πλημμυρίσει τον κόσμο και θα χαθεί.
Χτυπιέται και ύστερα αποκάνει και εμείς νομίζουμε ότι αυτό είναι γαλήνη,
ενώ είναι η πιο βαθιά απελπισία.
Γιατί μόνο μέσα στο σχήμα που της δίνουν οι κοίτες της μπορεί να υπάρχει,
πράγμα που είναι επίσης σκλαβιά.
Αλλά τώρα πρέπει να φύγω.
ΜΠΛΕ ΒΑΘΥ, ΣΧΕΔΟΝ ΜΑΥΡΟ.
*ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ.
Κριτική:
Ο φόβος της φθοράς
Από το πεδίο της πολιτικής και της Ιστορίας, στην ατομικότητα
Μια γυναίκα μιλάει. Και μιλώντας, αφηγείται τη ζωή της.
Αυτό είναι, απ αρχής έως τέλους,
το «Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο» του Θ. Βαλτινού, που πρωτοεκδόθηκε το 1985
και σήμανε την επάνοδο του συγγραφέα ύστερα από 21 ολόκληρα χρόνια
στη λογοτεχνία [τα «Τρία ελληνικά μονόπρακτα», εκδομένα το 1978, είναι θεατρικό,
ενώ δεν λαμβάνονται υπόψη οι επανεκδόσεις των:
«Η κάθοδος των εννιά» (πρώτη δημοσίευση: 1963) και
«Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη» (πρώτη δημοσίευση: 1964)].
Μεγάλο διάστημα, ικανό να εξηγήσει αναπροσανατολισμούς και μετατοπίσεις.
Η γυναίκα, μοναδική ηρωίδα, πρωταγωνίστρια και αφηγήτρια του βιβλίου,
μιλάει από μνήμης και, όπως είναι γνωστό, το υλικό της μνήμης είναι ένας
από τους προνομιούχους τόπους του συγγραφέα, έστω και αν δεν αφηγείται
τη δική του ζωή. Το υλικό αυτό, είτε σε άμεση, ευθεία χρήση ως βιωματικό υλικό
είτε υπό την παρενδυτική μορφή των αναδρομών των ηρώων του,
ο συγγραφέας έχει την ευχέρεια να το εντάξει στο αισθητικό του πρόγραμμα
και στην αφηγηματική του προοπτική κατά το δοκούν, αναθέτοντάς του
ποικίλους ρόλους.
Εύπλαστο και προσωπικό, σε στενή συνάφεια με το πρόσωπο του συγγραφέα,
του επιτρέπει πολυάριθμους μυθοπλαστικούς χειρισμούς - ακόμα κι όταν αυτοί
οι τελευταίοι δεν βγαίνουν στο προσκήνιο ή, ακόμα, όταν βρίσκονται
σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα στο κείμενο.
Ο Βαλτινός, κατά προσφιλή του τακτική, χρησιμοποιεί το υλικό μιας
αλλότριας μνήμης -είτε αυτή η τελευταία είναι επινοημένη είτε πραγματική-,
για να συνθέσει μια πυκνή, συμπαγή αφήγηση, της οποίας το πιο έκτυπο στοιχείο
είναι αυτό της αναδρομής και του απολογισμού, και μέσ απ αυτό της τραγικής
μοίρας του ανθρώπου, που είναι προορισμένος να γεννηθεί, να ζήσει
και να πεθάνει. Με διάφορα συστατικά -από την τύρβη της καθημερινότητας μέχρι
τα μεγάλα αισθήματα και από εκεί μέχρι τις (οδυνηρές) σχέσεις αίματος
- και με κύρια μοτίβα τη μοναξιά και τον φόβο της φθοράς ανασυνθέτει,
αναδρομικά, τον βίο της ηρωίδας του.
Η ζωή που ιστορεί η πρωταγωνίστρια δεν είναι μια ζωή εξαιρετική.
Παρά τη φαντασμαγορία της, την ευγενική καταγωγή και τις ποικίλες επαφές
μ έναν κόσμο με τον οποίο δεν έρχεται εύκολα σ επαφή ο μέσος άνθρωπος,
η αφήγηση του Βαλτινού επικεντρώνεται και εστιάζει στο μικρό και ευτελές,
εκεί όπου πράγματι τελείται το ανθρώπινο δράμα.
Λεπτομέρειες του καθημερινού βίου, σχήματα, θραύσματα από εικόνες,
κερματισμένες αναμνήσεις, χρεοκοπημένα αισθήματα είναι τα κυριότερα
συστατικά αυτού του βίου και του αφηγηματικού υλικού που παρέχει
στον συγγραφέα.
Ωστόσο ο Θ.Β., ευτυχώς, αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι τον εκδραματισμό
του υλικού του, και το φολκλόρ που αυτός συνεπάγεται.
Με καίριους χειρισμούς και, βέβαια, με την, περιβόητη πια, απόσταση που οφείλει
να κρατά ο συγγραφέας από το υλικό του, το βιβλίο, σιγά σιγά, σταδιακά,
μετασχηματίζεται από «βιογραφία» σε «ελεγεία», μια ελεγεία που την κινεί,
κατά τη γνώμη μας, ένας υπόρρητος φόβος θανάτου.
Με το βιβλίο αυτό, όταν πρωτοεκδόθηκε, ο Θ.Β. σημείωσε μια, αν όχι στροφή,
πάντως μια μετατόπιση, που αφορά, όχι μόνο τη θεματογραφία του, αλλά
και τη γραφή του, καθώς μετατοπίστηκε από τον κόσμο της
αντικειμενικοποιημένης Ιστορίας σε ό,τι υποκειμενικότερο μπορεί
να υπάρξει: στην εσωτερική καταγραφή μιας ζωής και στην εξίσου εσωτερική
ιστόρησή της.
Εμφανίζεται λοιπόν ένα ζεύγος που δεν υπήρχε στα προηγούμενα βιβλία του,
το ζεύγος: (ατομική) ζωή-γραφή, και μάλιστα υπό την ακραία, ετερόφωνη,
μορφή μιας γυναικείας διήγησης.
Αυτή η μετατόπιση συνοδεύεται και από ένα παράδοξο: ο Βαλτινός είναι
ένας συγγραφέας που έχει χρησιμοποιήσει σε μεγάλο βαθμό το υλικό
της συλλογικής-ιστορικής μνήμης.
Μεταβαίνοντας, εδώ, στην ατομική μνήμη, δεν το κάνει για να τη συνάψει
-όπως θα περίμενε κανείς και όπως κάνει σε άλλα, προγενέστερα και
μεταγενέστερα, βιβλία του- με τη συλλογική περιπέτεια, αλλά για να καταδυθεί
σε ζώνες της ανθρώπινης συνείδησης, ακόμα πιο ατομικές, αυστηρώς ιδιωτικές.
Ο συγγραφέας, για να υλοποιήσει το αφηγηματικό του σχέδιο, καταφεύγει
στην αναδρομική ιστόρηση, η οποία, με τη σειρά της, υλοποιείται
μέσω ενός πρωτοπρόσωπου, μετωπικού, εσωτερικού μονολόγου.
Αυτού του είδους τα κείμενα υπονοούν έναν (φανταστικό) αναγνώστη-ακροατή ή,
καλύτερα, έναν αναγνώστη που, διαρκώς, υποδύεται τον ακροατή.
Αυτό, πέρα από την προφανή αμεσότητα, έχει και μιαν άλλη, βαρύνουσα,
συνέπεια: ο αναγνώστης-ακροατής νιώθει να συνδιαμορφώνει -εν τη γενέσει της
μάλιστα και από κοινού με τον αφηγητή- την κειμενική πραγματικότητα.
Ετσι, κατά κάποιον τρόπο, η αυθεντία του συγγραφέα καταπίπτει, επανερχόμαστε
τεχνητά στην αρχαία παράδοση της προφορικής, «λογοτεχνικής» αφήγησης
και μένει ανοιχτό το πεδίο των ερμηνειών για εκείνο το μυστηριώδες «εσύ»,
που εμφανίζεται μία ή δύο φορές μέσα στο βιβλίο.
Εμείς, εντελώς αυθαίρετα, βλέπουμε σε αυτό το «εσύ» αυτόν
τον αναγνώστη-ακροατή. Εκτός κι αν πρόκειται για τον συγγραφέα-ακροατή...
Σε γλωσσικό επίπεδο, στο «Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο»,
ο Βαλτινός υιοθετεί την προφορικότητα του λόγου, ακόμα και όταν
αυτή οδηγεί σε αντιγραμματικά σχήματα και λύσεις.
Και επινοώντας (ας μας συγχωρηθεί η διατύπωση) έναν μετα-ρεαλιστικό
ρεαλισμό μέσω ενός λεπτοφυούς μηχανισμού μετακύλισης των σημασιών,
μας παραδίδει μια αφήγηση καινοτόμο και ρωμαλέα, η οποία δικαιώνει
τη θέση που έχει ήδη λάβει στα ελληνικά γράμματα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ, g-xenarios@ath.forthnet.gr,
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/06/2007
protoporia.gr
Γεννήθηκε το 1932 στο Kαστρί Κυνουρίας .
Στα χρόνια της κατοχής και του εμφυλίου η οικογένειά του μετακινήθηκε
σε διάφορες πόλεις και ο Βαλτινός φοίτησε στα γυμνάσια Σπάρτης,
Γυθείου και Τρίπολης.
Παρακολούθησε μαθήματα στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Παντείου
και σε σχολή κινηματογράφου.
Μετά τη μεταπολίτευση ταξίδεψε στην Αγγλία , το Δυτικό Βερολίνο
(με πρόσκληση της Deutsher Akademischer Austauschdienst) και
τις Η.Π.Α. (με πρόσκληση του προγράμματος International Writing
του πανεπιστημίου της Αϊόβα ).
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1958 με τη βράβευση
του διηγήματός του "Κατακαλόκαιρο" σε διαγωνισμό του
περιοδικού Ταχυδρόμος.
Έχει τιμηθεί με το βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Καννών
για την ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) και
με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το βιβλίο του
«Στοιχεία για τη δεκαετία του ΄60» (1990),
με το διεθνές βραβείο Καβάφη (2001) και
το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών «Πέτρος Χάρης» (2002).
Το 2002 του απενεμήθη ο χρυσός σταυρός του Τάγματος της Τιμής
της Ελληνικής Δημοκρατίας.
για την ταινία «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984) και
με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το βιβλίο του
«Στοιχεία για τη δεκαετία του ΄60» (1990),
με το διεθνές βραβείο Καβάφη (2001) και
το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών «Πέτρος Χάρης» (2002).
Το 2002 του απενεμήθη ο χρυσός σταυρός του Τάγματος της Τιμής
της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Το 2012 απονεμήθηκε στο Βαλτινό για το σύνολο του έργου του
το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων από τη Διεύθυνση Γραμμάτων
της Γενικής Διεύθυνσης Σύγχρονου Πολιτισμού του Υπουργείου Παιδείας
και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού
Ασχολήθηκε επίσης με τη θεατρική γραφή και μετάφραση
- συνεργάτης του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν -, καθώς και με
το κινηματογραφικό σενάριο.
Διετέλεσε γενικός διευθυντής της Ε.Ρ.Τ 91989-1990) και πρόεδρος
και διευθύνων σύμβουλος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.
Είναι τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας
Επιστημών και Τεχνών (Akademia Scientiarum et Artium Europaea),
του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών
Συγγραφέων και της Εταιρείας Συγγραφέων, της οποίας υπήρξε πρόεδρος
επί πέντε θητείες.
*οι φωτό :
1-Jonathan Borofsky sculpture.( Press Photo/Rex Larsen )
2- (...)
Monikakos Muñoz Santander
το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων από τη Διεύθυνση Γραμμάτων
της Γενικής Διεύθυνσης Σύγχρονου Πολιτισμού του Υπουργείου Παιδείας
και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού
Ασχολήθηκε επίσης με τη θεατρική γραφή και μετάφραση
- συνεργάτης του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν -, καθώς και με
το κινηματογραφικό σενάριο.
Διετέλεσε γενικός διευθυντής της Ε.Ρ.Τ 91989-1990) και πρόεδρος
και διευθύνων σύμβουλος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.
Είναι τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας
Επιστημών και Τεχνών (Akademia Scientiarum et Artium Europaea),
του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου, της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών
Συγγραφέων και της Εταιρείας Συγγραφέων, της οποίας υπήρξε πρόεδρος
επί πέντε θητείες.
*οι φωτό :
1-Jonathan Borofsky sculpture.( Press Photo/Rex Larsen )
2- (...)
Monikakos Muñoz Santander
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου