Σελίδες

Παρασκευή 25 Μαΐου 2018

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ...το προτελευταίο βιβλίο του Δ. Λιαντίνη..."Προορίζονται μόνο για τους φοιτητές και για εκπαιδευτικούς που δεν έχουν περάσει το μεσοστράτι της ζωής τους"...

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ - Η ΓΛΩΣΣΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

Με τα λόγια αυτά υποδέχεται ο Λιαντίνης τον επίδοξο αναγνώστη των ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ του και δίνει διαυγές το στίγμα της πρόθεσής του να απευθυνθεί σε νέους και ιδιαίτερα σε νέους δασκάλους. Ανεξάρτητα όμως από την ηλικία και το επαγγελματικό του στάτους, ο καθένας μπορεί και αξίζει να προσεγγίσει το βιβλίο αυτό, αρκεί να ρυθμίσει ανάλογα τις προσλαμβάνουσές του.
Να συντονιστεί με το πνεύμα του βιβλίου, για να μπορέσει να δεχθεί τα μηνύματα και τους προβληματισμούς του συγγραφέα.
Εξαρχής μάλιστα θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο συγγραφέας στο βιβλίο αυτό εναπόθεσε τη μισή από την οργή του για τους αιώνες που δε θα υπάρχει. ( (1)  Συνέταιρο στην οργή αυτή όρισε ως γνωστό, το κύκνειο άσμα του, τη Γκέμμα. 
Και μόνο γι’ αυτό, ο καθένας που ενδιαφέρεται να μελετήσει τη φιλοσοφία του Λιαντίνη, θα πρέπει να σκύψει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο βιβλίο «Τα Ελληνικά».
Ο υπότιτλος του έργου είναι:
«Η γλώσσα μας και τα σχολειά.»
Κι αυτός περιγράφει με τον πλέον σύντομο τρόπο και το περιεχόμενο του βιβλίου.
Η γλώσσα μας, η ελληνική γλώσσα, και το σχολείο στη γενική του μορφή, από δημοτικό μέχρι πανεπιστήμιο, είναι οι δύο πυλώνες ανάμεσα στους οποίους ξεδιπλώνονται οι προβληματισμοί και οι σκέψεις του Λιαντίνη. Το πεδίο είναι απόλυτα γνωστό και οικείο στο συγγραφέα. Αφού και ο ίδιος διετέλεσε δάσκαλος και μάλιστα της ελληνικής γλώσσας. Φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση για λίγα χρόνια και αργότερα στο Πανεπιστήμιο και στη Μετεκπαίδευση των Δασκάλων με ιδιαίτερο αντικείμενο τη Διδακτική της Γλώσσας.
Το βιβλίο αποτελεί στην ουσία το απόσταγμα των διδακτικών προσεγγίσεων του Λιαντίνη και την παρακαταθήκη του προς τους σπουδαστές του. Με δεδομένο ότι η Γκέμμα είναι μεν το τελευταίο του βιβλίο αλλά ταυτόχρονα απευθύνεται στο ευρύ και πιθανόν απαίδευτο κοινό, τα «Ελληνικά» που είναι γραμμένα ακριβώς πριν από τη Γκέμμα και στοχεύουν ένα ιδιαίτερο κοινό υψηλών προδιαγραφών, θα μπορούσαμε να πούμε ότι επωμίζονται και ρόλο βαρύτερο στην εκπροσώπηση των φιλοσοφικών αρχών του Δημήτρη Λιαντίνη. Και αντίστροφα, έχοντας κανείς διαβάσει και τα δύο βιβλία, διαπιστώνει ότι η Γκέμμα ουσιαστικά εκλαϊκεύει όσα ήδη ο Λιαντίνης έχει καταθέσει στα Ελληνικά του. Βεβαίως η Γκέμμα, γραμμένη τρία με τέσσερα χρόνια αργότερα από τα Ελληνικά, έχει το προσόν να αντιπροσωπεύει την κορυφαία στιγμή ωριμότητας του συγγραφέα. Και ως κύκνειο άσμα να επιτελεί χρέη αποχαιρετισμού και ερμηνείας των λόγων που τον οδήγησαν στην αυτοθέλητη έξοδο από τη ζωή.
Ο Λιαντίνης όμως δεν ήταν μόνο η στιγμή του θανάτου του. Σαφώς και αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη του αόρατου μονάρχη. Όμως ο ίδιος έχει τονίσει πως ο θάνατος για να τον μελετάς έχει το εύρος της ζωής που την ζεις. (2)  Και τα Ελληνικά είναι η περίοδος της ζωής και της ακμής του Δημήτρη Λιαντίνη. Όπως είναι, σύμφωνα με όσα ειπώθηκαν παραπάνω, και η ιδιαίτερη ψηφίδα συμμετοχής του στον επιστημονικό τομέα που εργάστηκε. Λόγος που καθιστά το βιβλίο υποψήφιο ως επίσημη βιβλιογραφία σε πανεπιστημιακές σχολές που λαξουργούν εκπαιδευτικούς και ιδιαίτερα της ελληνικής γλώσσας.
Ταυτόχρονα, και από τη σκοπιά του αντικειμένου της αγωγής, το βιβλίο απευθύνεται σε κάθε δάσκαλο που επιδιώκει να λαξεύσει έλληνες. Και όπως δηλώνει ο συγγραφέας από τις εισαγωγικές του σελίδες, μεταχειριζόμενος τη γνωστή φράση του Καβάφη:
«Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός _
ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν.»
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν την πρόθεση του Λιαντίνη να καταστήσει όχι μόνον τους έλληνες εκπαιδευτικούς αλλά και οιονδήποτε άλλο εκτιμά τον ελληνικό πολιτισμό, κοινωνούς των μεθόδων εργασίας του και των συνακόλουθων προβληματισμών του για τους όρους και τις συνθήκες εφαρμογής τους. Έτσι, από την αρχή κιόλας, πριν καν ανοίξει το πρώτο κεφάλαιο, ο Λιαντίνης ορίζει τι σημαίνει το «Ελληνικός»:
«Να υπάρχεις Ελληνικός δηλώνει τέσσερες τρόπους συμπεριφοράς.
Ότι δέχεσαι την αλήθεια που έρχεται μέσα από τη φύση, όχι την αλήθεια που φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων. Ότι ζεις σύμφωνα με την ηθική της γνώσης, όχι με την ηθική της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων. Ότι αποθεώνεις την εμορφιά, γιατί η εμορφιά είναι δυνατή σαν το νου σου και φθαρτή σαν τη σάρκα σου.
Και κυρίως αυτό: ότι αγαπάς τον άνθρωπο. Πώς αλλιώς! Ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα μέσα στο σύμπαν.»
Το μικρό αυτό απόσπασμα αποτελεί την καρδιά της φιλοσοφίας του Λιαντίνη. Και τίποτε άλλο να μη διαβάσεις από το έργο του, αν αυτές τις γραμμές καταφέρεις να εννοήσεις σε βάθος, έχεις εννοήσει ολόκληρο το Λιαντίνη. Ή αντίστροφα, όταν ολόκληρο το έργο του διαβάσεις και μελετήσεις, ακόμα και αν προσπέρασες τούτες τις γραμμές για κάποιο λόγο χωρίς να τις δεις, με τα ίδια ακριβώς λόγια θα περιγράψεις τι εισέπραξες από τα βιβλία του. Αρχή λοιπόν των Ελληνικών και τέλος της φιλοσοφίας του αποτελεί τούτο το εισαγωγικό σημείωμα για το τι δηλώνει να υπάρχεις Ελληνικός.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας αναπτύσσει αναλυτικά τους στοχασμούς του διαρθρωμένους στα εξής κεφάλαια:
1.Ίδε ο άνθρωπος
2.Η γλώσσα των ανθρώπων
3.Το ποίημα και η δυσκολία του
4.Ποίηση και ζωή
5.Ποιητών κατάλογος
6.Δάσκαλοι και ποντίκια
7.Ο ελληνικός πεσσιμισμός
8.Η ελληνική τέχνη
9.Ελληνοχριστιανική αγωγή
10.Σολώνεια και περίκλεια δημοκρατία
Σχόλια
Βιβλιογραφία
Πίνακας κυρίων ονομάτων
Αν από τα δέκα κεφάλαια του βιβλίου θα ήθελε κάποιος να του υποδείξουμε το σημαντικότερο, το αντίστοιχο δηλαδή με το πασίγνωστο «Εδώ Μεσολόγγι» της Γκέμμας ή το «Νεοαρχαίος» του Νηφομανή, θα του προτείναμε το … εντέκατο!!! Αυτό που και ο Λιαντίνης προτιμούσε ως μάθημα γνωριμίας με νέους σπουδαστές. Αυτό που κι εγώ άκουσα να διδάσκει την πρώτη μέρα που τον συνάντησα. Τρίτη, 15 Σεπτέμβρη 1992, στο Μαράσλειο Διδασκαλείο:  Το επίμετρο των Ελληνικών.     
 Που είναι από τα σημαντικότερα κείμενα που έγραψε ο Δημήτρης Λιαντίνης.
Δεν έχει νόημα εδώ να παρουσιάσουμε οτιδήποτε από το συγκεκριμένο κεφάλαιο. Είναι από εκείνα τα κείμενα που πρέπει να διαβάζονται στο πρωτότυπο και μόνο στο πρωτότυπο. Ούτε μια λέξη λιγότερη, ούτε μια περισσότερη. Στα 45 λεπτά πάντως που ο Δημήτρης Λιαντίνης χρειάστηκε για να μας το παρουσιάσει προφορικά, η δική μου ζωή χωρίστηκε στα δύο. Τρικυμία ξέσπασε στο μυαλό μου. Άλλη μπήκα σε εκείνη την αίθουσα και άλλη βγήκα. Εκεί και τότε σταμάτησε η προ Λιαντίνη εποχή μου και άρχισε η γνωριμία μου με το Δάσκαλο και το στοχασμό του.
Και να πεις πως γοητεύτηκα από την εμφάνιση; Να μην το πεις! Γιατί ακριβώς το ανάποδο συνέβη. Ήταν εκείνες τις μέρες μια απεργία των οδηγών των αστικών λεωφορείων, της ΕΑΣ δηλαδή. Και μπαίνοντας ο Λιαντίνης στην τάξη μας, στο Α2 της Γενικής Μετεκπαίδευσης, έτυχε να φορά ένα γαλάζιο πουκάμισο. Ίδιο με εκείνα που φορούν οι οδηγοί. Μαυριδερός, μύτη μεγάλη και προεξέχουσα, σουλούπι λαϊκό με τίποτα το ιδιαίτερο. Γέλασα γέλιο πολύ σαν άκουσα πριν λίγους μήνες από ανθρώπους που ποτέ δε γνώρισαν το Λιαντίνη πως και καλά όλες οι σπουδάστριές του ήταν ερωτευμένες μαζί του. Τι υποτίμηση για το Δάσκαλο! Τι ευτελισμός για τη σχέση του με τους μαθητές του!
Ο Λιαντίνης, λοιπόν, μπαίνοντας εκείνο το απόγευμα στην αίθουσα μάς έκανε τέτοια τραγική εντύπωση που ένας συνάδελφος ψιθύρισε απογοητευμένος από το θέαμα του καινούριου καθηγητή:
- Τι ‘ν’ τούτος; Απεργός της ΕΑΣ;
Έπιασε τόσο τις σκέψεις όλων μας που βουβό γέλιο κυμάτισε από άκρη σε άκρη της αίθουσας. Κι ετοιμαστήκαμε για μια ακόμη βαρετή ώρα στο Διδασκαλείο. Και για να μην αδικούμε τους καθηγητές μας, θα πρέπει να τονίσω ότι οι σπουδαστές του Μαρασλείου, της Μετεκπαίδευσης των Δασκάλων δηλαδή, είναι όλοι διορισμένοι δάσκαλοι και με αρκετά χρόνια στην έδρα. Δεν είναι άψητα φοιτητούδια. Επομένως οι απαιτήσεις τους από τους διδάσκοντες είναι ιδιαίτερα αυξημένες. Θέλω να πω ότι η κριτική μας αδικούσε συχνά τους δασκάλους μας όντας σκληρή υπέρ το δέον. Κι έτσι κόντεψε να γίνει και με το Λιαντίνη.
Αλλά δεν έγινε. Δε θα μπορούσε να γίνει. Γιατί με το που άνοιξε το στόμα του και πριν προλάβει να ολοκληρώσει δέκα προτάσεις, είχαμε κρεμαστεί όλοι από τα χείλη του. Μύγα να πέταγε, θα την άκουγες. Διάβασα κάποτε την περιγραφή μιας άλλης σπουδάστριας του Λιαντίνη για τις ώρες της διδασκαλίας του. Τις παρομοίαζε με "πτήσεις". Εύστοχη η παρομοίωση. Πράγματι ο Λιαντίνης είχε τον τρόπο να σε απογειώνει σε άλλους κόσμους, πρωτοϊδωμένους. Και όταν τελείωνε το μάθημα, ήθελες ώρα να ξαναγυρίσεις στην πραγματικότητα την πεζή. Αν γύρναγες… και δε συνέχιζες το ταξίδι που εκείνος σε έβαλε. Αν αυτή η αίσθηση λέγεται έρωτας, τότε ναι, ήμασταν όλοι ερωτευμένοι μαζί του. Όλοι όμως. Γυναίκες και άντρες. Χωρίς τίποτε το σεξουαλικό και το πονηρό.
Θυμάμαι πως εκείνο το πρώτο μάθημα με συγκλόνισε τόσο που για πρώτη φορά στη ζωή μου, και λάβετε υπόψη ότι ήμουν πάνω από τριάντα, έκατσα κάτω τους γονείς μου και τους το διάβαζα από το βιβλίο. Και λάβετε επίσης υπόψη ότι οι γονείς μου είναι και οι δυο εκπαιδευτικοί. Και οι πρώτοι μου δάσκαλοι επίσης. Η μάνα στο νηπιαγωγείο, ο πατέρας στο δημοτικό. Και καλοί δάσκαλοι. Τίμια και αντικειμενικά ειπωμένο το σχόλιο. Και όμως εκείνη τη μέρα με άκουσαν να μιλώ για το Λιαντίνη λες και ήταν ο πρώτος δάσκαλος που συνάντησα ποτέ. Είμαι σίγουρη πως κατάλαβαν ότι δεν ήθελα να υποτιμήσω τους ίδιους. Ήταν όμως το τεράστιο μέγεθος του Λιαντίνη που προκάλεσε το θαυμασμό. Και ο ασύγκριτος τρόπος της διδασκαλίας του.
Ένας άλλος μαθητής του, ο Ηλίας ο Αναγνώστου, μιλώντας για το διδακτικό στιλ του Λιαντίνη, το έχει χαρακτηρίσει "μύρωμα". Μύρα και πολύτιμα αρώματα. Δίκαιος ο ορισμός. Και ο Ηλίας ήξερε καλά το Λιαντίνη. Να το πούμε αυτό. Όπως και ο Λιαντίνης τον Ηλία. Έφτασε μάλιστα να του αφιερώσει και ένα κεφάλαιο της Γκέμμας. Την Κυκλώπεια. Υπογραμμίζοντας με τον τρόπο αυτό την εσωτερική διαδρομή από τη σπηλιά του Κύκλωπα προς την αληθινή ύπαρξη. Και κυρίως να τονίσω ότι στον Ηλία ο Δάσκαλος εμπιστεύτηκε λίγο πριν φύγει ένα μέρος από το αρχείο του. (3) Λένε πως πρόκειται για το περίφημο Ρέκβιεμ. Αυτό που δε μας λέει ο Ηλίας, είναι το πότε πρόκειται να το εκδώσει…
Τα λέω όλα αυτά όχι για να μακρηγορήσω αλλά για να αποδείξω ότι ο Λιαντίνης έχτιζε στενές σχέσεις με τους μαθητές του που καμία σχέση δεν είχαν με τις ανοησίες περί φτηνών ερώτων που φαντάζονται κάποιοι. Αυτοί που έτσι σκέφτονται αγνοούν όχι μόνο το ποιος ήταν ο Λιαντίνης αλλά και όσα έγραψε ο Πλάτων στο Συμπόσιο για τους αναβαθμούς του έρωτα. Κι αν θέλουν να καταλάβουν επιτέλους τη σχέση που έδενε το Λιαντίνη με τους μαθητές του, το Συμπόσιο θα πρέπει να διαβάσουν. Ο Λιαντίνης τόσο αγαπούσε αυτό το βιβλίο που και το όνομα της μοναχοκόρης του από κει το διάλεξε: «Διοτίμα»!
Επιστρέφοντας στο βιβλίο των Ελληνικών, πολύ λίγα πράγματα έχω να προσθέσω. Με τα παραπάνω, για το Λιαντίνη και τους μαθητές του, σας είπα ήδη το ουσιαστικό περιεχόμενο του βιβλίου. Κι αν δε με πιστεύετε, θα αναφέρω την πρώτη κουβέντα που ανοίγει το κείμενο των Ελληνικών:
«Εν αρχή ην ο δάσκαλος.»
Φράση που χαρακτηρίζει συνολικά την προβληματική που δημιούργησε αυτό το σύγγραμμα. Το βιβλίο, πέρα από τις φιλολογικές αναφορές, που είναι αρκετές και αυτές, έχει ως κέντρο βάρους τον αληθινό δάσκαλο και τη γνήσια παιδαγωγική σχέση που αναπτύσσει με τους μαθητές του. Ταυτόχρονα ως φόντο προβάλλονται - για την αντίθεση και τη βαθύτερη κατανόηση - οι αναυθεντικοί δάσκαλοι, τα ποντίκια!
Το εισαγωγικό σημείωμα για το υπάρχειν Ελληνικός, αποτελεί και το βασικό μπούσουλα της διδακτικής τέχνης ενός αληθινού δασκάλου. Ο Λιαντίνης κατηγορηματικά ζητά από τους εκπαιδευτικούς να ακολουθήσουν αυτό το μοντέλο με τα τέσσερα βασικά σημεία και να απαρνηθούν τις κίβδηλες μορφές αγωγής του σήμερα, της αγωγής που αποκαλούμε ελληνοχριστιανική. Και ζητά επιστροφή στον ελληνικό τρόπο αγωγής. Τα τέσσερα τελευταία κεφάλαια των Ελληνικών αναλύουν ακριβώς αυτό το θέμα. Και ταυτόχρονα αναδεικνύουν τις πλάνες που επικρατούν σήμερα για την αρχαία Ελλάδα. Πλάνες σκόπιμες κατά το Λιαντίνη και που ευθύνονται για την κακή πορεία της παιδείας μας. Ανάγκη εδώ να διευκρινιστεί ότι ο Λιαντίνης σε καμία περίπτωση δε ζητά να παπαγαλίσουμε όσα είπαν οι αρχαίοι έλληνες. Ούτε να τους αντιγράψουμε καν. Είναι πολλές οι φορές που τονίζει στο έργο του πως σημασία έχουν «τα συνήθεια της Ιλιάδας και όχι τα μήνιν άειδε». Και τα συνήθεια είναι αυτά τα τέσσερα σημεία που έβαλε προμετωπίδα στα Ελληνικά.
Διότι άλλος δρόμος να διδάξεις τα Ελληνικά δεν υπάρχει. Αφού ο άνθρωπος και η γλώσσα του είναι το ίδιο πράγμα. Και να τι λέει χαρακτηριστικά ο Λιαντίνης:
«Χωρίς τη γλώσσα του ο άνθρωπος θα’ ταν το κρανίο των Πετραλώνων και η ποικιλωδός Σφίγγα στις Θήβες. Θα ‘ταν ένα δίποδο άνουρο, τριχωτό, και προγναθιαίο. Θα ‘τρεχε στις σαβάνες, και θα σκαρφάλωνε στα δέντρα μαζί με τους κυνοπιθήκους, τους μακάκους, τους κολομπίνους, και τα άλλα γοριλοειδή.»
Ζώο δηλαδή. Όχι άνθρωπος!
Όσο για τη λογοτεχνία ενός λαού, αποτελεί:
«το αντίκρυσμα συναλλάγματος στα τραπεζικά υπόγεια της ιστορίας του.»
Ποια λογοτεχνία όμως; Ποια ποίηση, πες καλύτερα. Γιατί ο Λιαντίνης χρησιμοποιεί τον όρο ποίημα και για τα έμμετρα αλλά και για τα πεζά λογοτεχνήματα, αφορμή λαμβάνοντας από την ετυμολογία της λέξης. Η ίδια αρχή τον καθοδηγεί και στη διάκριση των αληθινών ποιημάτων και των γνήσιων ποιητών. Και βάζει αυστηρούς όρους ο Λιαντίνης για να ξεχωρίσει τον κατάλογο των αληθινών ποιητών. Ο τελευταίος και σπουδαιότερος, "η βίγλα του θανάτου":
«Όλα τα τραγούδια του για τη ζωή ο ποιητής τα συνταιριάζει την ώρα που ψαρεύει στις θάλασσες του θανάτου.»
Οι όροι αυτοί είναι ταυτόχρονα γνωρίσματα και του δικού του έργου. Και όχι μόνο του γραπτού. Αλλά και της ζωής του της ίδιας. Γιατί ο Λιαντίνης θεωρεί πως "η ίδια η ζωή του είναι το αληθινώτερο ποίημα του γνήσιου ποιητή". (4)  Κι έτσι έρχεται και δένει την αλήθεια των λόγων με την αλήθεια των πράξεων που τις συνοδεύουν. Ποιείν και πράττειν σημαίνουν το ίδιο, τονίζει. Κι εδώ στηρίζει και τη φράση του για τους έλληνες, πως έζησαν, δεν έγραψαν. Θέλει να πει ο Λιαντίνης πως η γραπτή δημιουργία της αρχαίας Ελλάδας ήταν συνυφασμένη με τον τρόπο ζωής των ανθρώπων και όχι ξέχωρο δημιούργημα της φαντασίας τους.
Έτσι και ο δάσκαλος οφείλει να πορευτεί, σύμφωνα με το Λιαντίνη. Να είναι αληθινός απέναντι στους μαθητές του και αλήθεια να περιέχει ο λόγος του. Η αλήθεια, που ας μην ξεχνάμε ότι υπήρξε και η "τελευταία λέξη" του Λιαντίνη. (5)  Κι αν ο Λιαντίνης τόσο ύμνησε τους έλληνες είναι γιατί θεωρεί πως άγγιξαν περισσότερο από κάθε άλλο λαό την αλήθεια. Χωρίς σοβινισμό και άρρωστη προσκόλληση σε ελληνοκεντρικές απόψεις, τούτη η άποψη. Ο Λιαντίνης αυτό προσπάθησε να αποδείξει. Επιστημονικά και όχι με ρητορείες. Και αυτό θέλησε να μεταδώσει ως γνώση σε εκείνους που έχουν αναλάβει το έργο της αγωγής των παιδιών μας. Τα Ελληνικά είναι το βιβλίο που έμπεδα και τεκμηριωμένα καθοδηγεί τους δασκάλους να υιοθετήσουν ελληνική παιδαγωγική στάση και με βάση όσα ήδη αναπτύχθηκαν η στάση αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη από εκείνη που υπαγορεύει η επιστήμη και η διαρκής αναζήτηση του αληθούς. Και το αληθές είναι έμορφο και το έμορφο αληθές. 
Και η μεγάλη αλήθεια για τον άνθρωπο είναι η πικρή του μοίρα. Ο θάνατος.
Ο δάσκαλος για να μπορέσει να σταθεί στην έδρα του όλα τούτα οφείλει να τα έχει κάνει κτήμα του και τρόπο ζωής. Αλλιώς καλύτερα να αλλάξει επάγγελμα.
Δύσκολα και ακατόρθωτα φαντάζουν όλα αυτά που ζητά ο Λιαντίνης από τους δασκάλους. Και μάλιστα στην εποχή μας που έχει καταρρακώσει πολυποίκιλα τον όρο δάσκαλος.
Ο Λιαντίνης αυτό το γνώριζε. Και στο θεωρητικό οδηγό του, ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ, αποφάσισε 
να δώσει απόδειξη έμπρακτη. Όσοι είχαν την εξαιρετική τύχη και τιμή να διδαχθούν από το Δημήτρη Λιαντίνη, αυτή την απόδειξη είδαν στον αυτοθέλητο θάνατό του. Και ένιωσαν από εκείνη τη μέρα ακόμη βαρύτερο το χρέος να φανούν αντάξιοι της τύχης και της τιμής που έλαβαν.
ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ είναι το συμβόλαιο τιμής που τους παραδόθηκε και αυτοθέλητα παρέλαβαν. Όπως οι Σπαρτιάτες παρέλαβαν τους νόμους του Λυκούργου. Είναι το εγκόλπιο της καθημερινής πράξης τους στο σχολειό και ο διαρκής κριτής της συνολικής τους στάσης.
Στο βαθμό όμως που η αγωγή θεωρείται πρωτεύον ζήτημα της κοινωνίας, ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ του Δημήτρη Λιαντίνη αποτελούν εγκόλπιο και οδοδείκτη όλων και όχι μόνο των εκπαιδευτικών. Και ειδικά για όσους θέλουν να μελετήσουν το έργο του Δημήτρη Λιαντίνη, το βιβλίο αυτό θα τους φωτίσει το έγκλημα που επικαλέστηκε στο τελευταίο του γράμμα, το έγκλημα σε βάρος της νέας γενιάς που τον σκότωσε. Και διαβάζοντας τις σελίδες του θα αντιληφθούν το βάθος και την τεράστια σημασία που έχουν τα παρακάτω λόγια του:
«Σήμερα μία μυλόπετρα πλακώνει την παιδεία των παιδιών μας. Ένας βραχνάς γράφει το παρόν μίζερο, και διαγράφει απαίσιο το μέλλον της χώρας. …
Η παιδεία των νέων είναι το δυνατό αίμα και ο αέρας ιωδίου για το μέλλον των λαών. Επένδυση πιο ασφαλή για προοπτική μακρόπνοη δεν πρόκειται να βρεις. …
Χρειάζεται να στηθούν οδοφράγματα στους δρόμους. Να στηθούν δικαστήρια στις αίθουσες, και ίσως ίσως γκιλοτίνες στις πλατείες. Για να σταυρωθεί το κακό, και να πάψει η βασκανία.»
Και κυρίως αυτό: Έμπρακτα θα θελήσουν να σταματήσουν το μεγάλο έγκλημα. Το:
«Οι έλληνες δε γράψανε, οι έλληνες ζήσανε»
θα αποτελέσει λόγο κυριολεκτικό στη περαιτέρω ζωή τους και θα αναλάβουν τις ευθύνες που τους αναλογούν. Πράττοντας. Και όχι μόνο μελετώντας.
Ο Λιαντίνης δεν έγραψε βιβλία για να τα διαβάζουμε στους καναπέδες και στις παραλίες. Άφησε παρακαταθήκες υπογραμμένες με το αθώο αίμα του για να «αναγκάσει» το δύσκολο δρόμο της αρετής να ακολουθήσουμε όσοι τον μελετάμε. 
Τα βιβλία του δεν είναι κάποιες ακόμη γνώσεις ανάμεσα στις πολλές της εποχής μας. Είναι μπούσουλας ζωής. 
Και ιδιαίτερα ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ του αποτελούν το φαροδείκτη για να διοδεύσουμε τη 
ζωή μας ελληνικά. Για να υπάρχουμε Ελληνικοί και ωραίοι ως έλληνες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
  1. 1. Γκέμμα, σελ. 185: "Έγραψα τα Ελληνικά και τη Γκέμμα σε εφτά χρόνους. Από οργή για τους αιώνες που δε θα υπάρχω."
  2. 2. Πολυχρόνιο, σελ. 17
  3. 3. Τον Ηλία Αναγνώστου τον αναφέρει ονομαστικά ο Λιαντίνης στο τελευταίο γράμμα που άφησε. Εκεί αναφέρει και το αρχείο που του άφησε.
  4. 4. Χάσμα Σεισμού, σελ. 24
  5. 5. Γκέμμα, τελευταία σχόλιο.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: 
Τα αποσπάσματα που δεν αναφέρονται στις παραπομπές είναι όλα από ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου